Διαπραγμάτευση των «κοινωνικών εταίρων», όταν στις πύλες των εργοστασίων συνωστίζονται εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι, είναι τουλάχιστον ένα τραγικό αστείο.
Επίθεση στις εργατικές ελευθερίες μέχρι τελικής εξαφάνισης
Τίθενται πλέον στο τραπέζι του «διαλόγου» της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ με τους εκπροσώπους των ευρωπαϊκών θεσμών και του ΔΝΤ, οι απαιτήσεις για την προώθηση νέων μεταλλάξεων στις εργασιακές σχέσεις, που επιχειρούν να δώσουν την χαριστική βολή στα εργατικά συνδικαλιστικά δικαιώματα: Παράταση του καθεστώτος κατάργησης της ισχύος των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αλλαγές στο πλαίσιο του συνδικαλιστικού νόμου 1264 / 1982, διεύρυνση του ποσοστού των απολύσεων στις μεγάλες επιχειρήσεις, παράλληλα με πιέσεις για ακόμη παραπέρα συρρίκνωση των συντάξεων και ενδεχόμενη μείωση του ήδη αποψιλωμένου κατώτατου μισθού. Το ίδιο το περιεχόμενο αυτών των απαιτήσεων είναι εμφανέστατο ότι δεν αφορά στην διασφάλιση των όρων αποπληρωμής των τοκοχρεολυσίων του δημόσιου χρέους (αυτό προωθείται ήδη με την εκποίηση κοινωφελών επιχειρήσεων τύπου ΕΥΑΘ, Εγνατία, ΕΛΒΟ κλπ., καθώς και με την υπερμεγέθη φορολογική επιβάρυνση μισθωτών και μικροαστικών στρωμάτων, άμεση και έμμεση).
Απεναντίας, αυτά τα επιδιωκόμενα μέτρα τίθενται στην υπηρεσία της ελληνικής αστικής τάξης, αλλά και των ξένων επιχειρήσεων που λειτουργούν στη χώρα, προκειμένου να ενισχυθούν οι διαδικασίες ανάκαμψης της κερδοφορίας του ελληνικού καπιταλισμού, που φάνηκαν στο ορίζοντα το 2014 και κατόπιν, μετά τις ζημιογόνες χρήσεις του επιχειρηματικού τομέα στην προηγούμενη περίοδο της κρίσης υπερσυσσώρευσης, και την καταστροφή ενός μεγάλου μέρους των παραγωγικών δυνάμεων (κεφαλαίων και απασχόλησης). Γίνεται δηλαδή σαφές από την πρώτη αρχή ότι τα μνημονιακά μέτρα που επιβάλλουν οι «δανειστές» της χώρας, πέραν εκείνων που εξασφαλίζουν την αποπληρωμή των δανείων, κυρίως αφορούν, σε πλήρη σύμπλευση με τις ελληνικές αστικές δυνάμεις, στην επίταση της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας, στην πλήρη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, στην συντριβή κάθε εργατικής ταξικής υποκειμενικότητας. Ένας «δαίμονας» είναι οι υπαγορεύσεις των ευρωπαϊκών θεσμών και του ΔΝΤ, που φωλιάζει στις Βρυξέλλες, και ένα μεγαλύτερο «θηρίο» είναι ο καπιταλισμός της εξαγωγής μορφών απόλυτης υπεραξίας που κυριαρχεί στην ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Από αυτή την άποψη είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η πρόσφατη μεταστροφή στην στάση της ελληνικής εργοδοσίας του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων, οι οποίοι, παρόλη την αστική οικονομική διαχείριση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, στρέφονται στην επένδυση στην ακόμη περισσότερο επιθετική και μετωπική πολιτική του ακραίου νεοφιλελευθερισμού της συντηρητικής παράταξης, με τα δορυφορικά της πολιτικά σχήματα. Εντούτοις μέχρι σήμερα, επί μια ολόκληρη σχεδόν τετραετία, από τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε αναδειχθεί αξιωματική αντιπολίτευση και έκανε βαθειά βουτιά στον κυβερνητισμό, είχε διαμορφωθεί ένα ιδιαίτερο ειδύλλιο μεταξύ του επιχειρηματικού κόσμου και του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ, στην πορεία του προς την πολιτική διακυβέρνηση. Χαρακτηριστική η συμμετοχή της ηγεσίας του στις ετήσιες συνελεύσεις του ΣΕΒ και οι απευθύνσεις στην προοπτική μιας «υγιούς» καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Κεντροαριστερά στην υπηρεσία της καπιταλιστικής ανάπτυξης
Αλλά και στην κυβερνητική περίοδο από τον Ιανουάριο 2015 και μέχρι σήμερα, οι μικροαστοί τεχνοκράτες διαχειριστές της πολιτικής εξουσίας του ΣΥΡΙΖΑ, συνέχισαν να δίνουν «γη και ύδωρ» προς το επιχειρηματικό κεφάλαιο, είτε με τις επιδοτήσεις των ΕΣΠΑ προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, είτε με τον αναπτυξιακό νόμο που προέβλεπε ισχυρές φοροαπαλλαγές, κρατικές επιδοτήσεις πρόσκαιρων θέσεων εργασίας κλπ. Άλλωστε αυτός ο «έρωτας» δεν μπορούσε να κρυφτεί, και εκδηλώνονταν σε πολλές περιστάσεις (π.χ. η «υπεύθυνη» στάση του επιχειρηματικού κεφαλαίου στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση του περασμένου Μαίου), εφόσον η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, αφενός διασφάλιζε τους όρους της εθνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης, αφετέρου κατόρθωνε, λόγω των λαϊκών του εκπροσωπήσεων, να αδρανοποιεί το εργατικό εκλογικό του ακροατήριο, πράγμα εξαιρετικά σημαντικό : Στο ευρωπαϊκό επίπεδο δεν ήταν παρά η νεοφιλελεύθερη κεντροαριστερά, που στις περισσότερες των περιπτώσεων, πρωταγωνίστησε στο κυβερνητικό επίπεδο για την πραγματοποίηση των νεοφιλελεύθερων μεταλλάξεων (από τον Τ. Μπλερ μέχρι τον Φ. Ολλάντ και τον Α. Τσίπρα ο κατάλογος είναι μακροσκελής).
Τα νέα μνημονιακά μέτρα που έρχονται στο προσκήνιο σ’ αυτή τη φθινοπωρινή συγκυρία, αποτελούν συνέχεια μιας ολόκληρης σειράς αντεργατικών μεταλλάξεων που πραγματοποιήθηκαν, τόσο νομοθετικά όσο και εν τοις πράγμασι, σ’ ολόκληρη την τελευταία εξαετία. Οι συνεχείς περικοπές των κύριων και επικουρικών συντάξεων, η μείωση του κατώτατου μισθού από τα 751 ευρώ στα 586 ευρώ (Πράξη 6 Υπουργικού Συμβουλίου 28-Φεβρουαρίου-2012), η κατάργηση και σχεδόν εξαφάνιση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας και της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία κλπ. Παράλληλα η υπερδιόγκωση της ανεργίας εξ αιτίας της λειτουργίας των εκκαθαριστικών μηχανισμών της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, καθώς και της δημοσιονομικής λιτότητας των μνημονίων, έγειρε καθοριστικά την πλάστιγγα των ταξικών συσχετισμών προς όφελος της εργοδοσίας και σε βάρος της εργατικής τάξης, με αποτέλεσμα την αποσάθρωση στην ίδια την κοινωνική παραγωγική πραγματικότητα κάθε μορφής εργασιακών κανόνων και δικαιωμάτων.
Μέσα λοιπόν σ’ αυτή την κατάσταση της κοινωνικής καταστροφής, η ελληνική αστική τάξη, σε πλήρη σύμπλευση με τα ευρωπαϊκά όργανα, και όλο το αστικό μνημονιακό μπλοκ,επιζητούν την παγίωση αυτών των μέτρων της τελευταίας εξαετίας, καθώς και ένα τελειωτικό πλήγμα σε κάθε πιθανότητα ανάκαμψης του κινήματος της εργατικής τάξης. Παρόλο που οι στοχεύσεις για αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο (τροποποίηση των όρων κήρυξης απεργίας) και στη διαδικασία των ομαδικών απολύσεων δεν είναι μικρότερης σημασίας, το κύριο ζητούμενο είναι η καθήλωση των εργατικών μισθών, επιδομάτων ανεργίας και συντάξεων. Το ζήτημα είναι ότι, ακόμη και αν με έναν ορισμένο τρόπο, αποκατασταθεί η λειτουργία της συλλογικής διαπραγμάτευσης, όπως διατείνεται η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δεν πρόκειται να επέλθει καμία θεραπεία των μισθολογικών πληγμάτων που έχει υποστεί ο κόσμος της εργασίας και της ανεργίας.
Γιατί ακριβώς η συνειδητή διατήρηση της ανεργίας στο 25% (+ το ποσοστό της αδήλωτης εργασίας), καθιστά απαγορευτική οποιαδήποτε συλλογική διαπραγμάτευση λόγω δυσμενέστατου συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ εργοδοσίας και συνδικάτων του κάθε κλάδου. Συνεπώς εκείνο που θα συμβεί, ακόμη και με την «ελεύθερη» λειτουργία των συλλογικών διαπραγματεύσεων, θα είναι η διατήρηση του κατώτατου μισθού και των μισθών των καταργημένων συλλογικών συμβάσεων στα σημερινά αποψιλωμένα επίπεδα. Εφόσον με κυβερνητική πράξη μειώθηκε ο κατώτατος μισθός, και με την ίδια πράξη καταργήθηκε η ισχύς των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, μόνον με νόμο μπορεί να γίνει αυτή η αποκατάσταση. Διαπραγμάτευση των «κοινωνικών εταίρων», όταν στις πύλες των εργοστασίων συνωστίζονται εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι, είναι τουλάχιστον ένα τραγικό αστείο.
Μια αμυντική τακτική πλαισιωμένη με στόχους αντεπίθεσης
Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, παρά την αποψίλωση και την υποχώρησή του, είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένο να αντιμετωπίσει την σημερινή πρόκληση με όρους άμυνας, αλλά κυρίως αντεπίθεσης, στο μέτρο που τα κεκτημένα που απομένουν προς υπεράσπιση είναι πολύ λιγότερα από αυτά που έχουν απολεσθεί από την καπιταλιστική κρίση και την μνημονιακή λαίλαπα. Πολύ περισσότερο που η σημερινή επίθεση του ΣΕΒ προσλαμβάνει όλο και περισσότερο μετωπικά νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά στο μέτρο που επιδιώκει ευνοϊκές για τις επιχειρήσεις ρυθμίσεις των «κόκκινων δανείων», μείωση της φορολογίας εισοδήματος στα εταιρικά κέρδη και μερίσματα, δραστική μείωση των δημόσιων κοινωνικών δαπανών, παροχή φορολογικών επενδυτικών κινήτρων και μείωση (του μισθολογικού προφανώς) κόστους παραγωγής. Βέβαια εκείνο που φαίνεται είναι ότι οι δυνάμεις του κυβερνητικού εργοδοτικού συνδικαλισμού, που ελέγχουν τις τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις, συνεχίζουν να αναπαράγονται μέσα στην αδράνεια και στην αφερεγγυότητα, καθιστώντας αναποτελεσματική την οποιαδήποτε κίνηση των εργαζομένων. Κατά συνέπεια το βάρος των αναγκαίων κινητοποιήσεων (απεργιών, διαδηλώσεων, εκδηλώσεων κλπ.) εναπόκειται πλέον σε μια μορφή ριζοσπαστικού εργατικού μετώπου, που να περιλαμβάνει μισθωτούς εργαζόμενους του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, ανέργους, νέους, συνταξιούχους, με την συμμετοχή πρωτοβάθμιων σωματείων, ταξικών κινήσεων, πρωτοβουλιών εργαζομένων, δευτεροβάθμιων συνδικάτων (Ομοσπονδιών και Εργατικών Κέντρων), που να ξεπερνούν την αναξιοπιστία και στασιμότητα του θεσμικού γραφειοκρατικού συνδικαλισμού.
ΟΙ καίριες αιχμές που αναδεικνύονται στην τρέχουσα συγκυρία έχουν να κάνουν βέβαια πρωταρχικά με την απόκρουση των σχεδιαζόμενων εργασιακών μεταλλάξεων. Ωστόσο αυτός ο στόχος άμυνας δεν μπορεί παρά να συμπληρώνεται με επιδιώξεις αντεπίθεσης και συγκεκριμένα :
Α) Νομοθετική κατοχύρωση του κατώτατου μισθού των 751 ευρώ, και ακόμη παραπέρα αύξησή του, με δεδομένες τις φορολογικές και άλλες επιβαρύνσεις των εργαζομένων που έχουν επιβληθεί στην τελευταία εξαετία (πώς μπορεί να γίνεται υποκριτικά λόγος για πλεονεκτήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όταν ο κατώτατος μισθός σε χώρες όπως η Γαλλία είναι ακριβώς διπλάσιος;).
Β) Εξίσου νομοθετική επαναφορά του συνόλου των αμοιβών των καταργημένων κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, και υποχρεωτική υπερίσχυσή τους έναντι των ατομικών ή επιχειρησιακών συμβάσεων που έχουν επιβληθεί, κάτω από την ισχύ ενός εργοδοτικού δικαιώματος που ενδυναμώνεται από τη μαζική ανεργία. Όπως με νομοθετικές πράξεις των μνημονιακών κυβερνήσεων καταργήθηκαν, με νομοθετικές πράξεις οφείλουν να αποκατασταθούν.
Γ) Εντούτοις, ακόμη και αν επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, θα παραμένουν ευάλωτοι, στο μέτρο που «πολιορκούνται» από την υψηλότατη ανεργία. Γι’ αυτό το λόγο είναι περισσότερο από αναγκαία η ζωτική διεκδίκηση της χορήγησης επιδόματος ανεργίας στο σύνολο των ανέργων, στο ύψος του 80% του αποκατεστημένου κατώτατου μισθού, δηλαδή στα 600 ευρώ (μικτά), επίπεδο που βρίσκεται στο μισό του αντίστοιχου ευρωπαϊκού επιπέδου.
Δ) Τέλος, μια τέτοια στοιχειώδης, και ουδόλως φαντασμαγορική, άνοδος των εργατικών μισθών και των επιδομάτων ανεργίας, δεν μπορεί παρά να θέτει εκ νέου το ζήτημα της ακύρωσης νομοθετικών ρυθμίσεων που έχουν αποψιλώσει τις συντάξεις, ή επιδιώκουν να επιβάλλουν νέο τρόπο υπολογισμού τους, που οδηγεί στα σίγουρα σε απότομη μείωση ακόμη και 30% - 40% του επιπέδου των συνταξιοδοτικών παροχών.
Αυτοί οι στόχοι, μεταξύ άλλων ευρύτερου χαρακτήρα, είτε στην αντιπολιτευτική τους κινηματική εκδοχή, είτε ακόμη και στο επίπεδο μιας λαϊκής κυβερνητικής εναλλαγής, δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν παρά με μια ριζική αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος του κερδοφόρου επιχειρηματικού κεφαλαίου και προς όφελος της μισθωτής εργασίας. Οποιαδήποτε άλλη πολιτική λογική που παραπέμπει την ικανοποίηση των λαϊκών και κοινωνικών αναγκών στο απροσδιόριστο μέλλον, ως προϊόν μιας ακατάσχετης «αναπτυξιολογίας», προσφιλέστατης τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, ουσιαστικά καταλήγει να παραπέμπει την αποκατάσταση της αμοιβής της μισθωτής εργασίας στις ελληνικές καλένδες. Πρόκειται για μια αντιπαράθεση τάξης απέναντι σε τάξη, μισθωτής εργασίας απέναντι στην καπιταλιστική και κρατική εργοδοσία, και σε καμία περίπτωση για μια αντιπαράθεση όλου του λαού και των αντιμονοπωλιακών δυνάμεων απέναντι στη «χούφτα» των μεγαλοαστών.