Η ταινία «Carol», σε σκηνοθεσία Τοντ Χέινς, η οποία προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες, είναι μια ιδιαίτερη ταινία. Βασίζεται στο δεύτερο μυθιστόρημα της Αμερικανίδας συγγραφέως Πατρίσια Χάισμιθ με τίτλο The Price of Salt το οποίο δημοσιεύθηκε στις ΗΠΑ το 1952.
Η συγγραφέας δημοσίευσε το βιβλίο με το ψευδώνυμο Κλερ Μόργκαν και ο λόγος ήταν ότι σ’ αυτό καταπιανόταν με ένα θέμα-ταμπού για τα δεδομένα της εποχής, έναν έρωτα μεταξύ δύο γυναικών. Πολύ αργότερα, το 2004, το μυθιστόρημα δημοσιεύθηκε με το πραγματικό όνομα της Χάισμιθ με τον τίτλο «Carol». Η Χάισμιθ, η οποία ήταν αμφισεξουαλική, εμπνεύστηκε την ιστορία από μια ξανθή γυναίκα ντυμένη με γούνινο παλτό την οποία είδε σ’ ένα κατάστημα ενώ εργαζόταν ως πωλήτρια λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1948 και μια τέτοια σκηνή περιλαμβάνεται τόσο στο βιβλίο όσο και στην ταινία. Ο εκδότης της Χάισμιθ απέρριψε το μυθιστόρημα, που όμως προωθήθηκε και δημοσιεύθηκε από άλλον εκδότη το 1952 και είχε σημαντική εμπορική επιτυχία.
Το εν μέρει αυτοβιογραφικό βιβλίο της Χάισμιθ πραγματικά ευτύχησε στη μεγάλη οθόνη με την εξαιρετική ταινία του Χέινς. Η Τερέζ, που την υποδύεται η Ρούνι Μάρα, πωλήτρια σε πολυκατάστημα, βλέπει μια μέρα την καλοβαλμένη Κάρολ, την οποία υποδύεται η Κέιτ Μπλάνσετ. Τα βλέμματά τους διασταυρώνονται και αμέσως νιώθουν κάτι διαφορετικό και οι δυο τους. Γνωρίζονται, ανταλλάσσουν τηλέφωνα και διευθύνσεις, συναντιούνται και μια αμοιβαία έλξη αναπτύσσεται. Όμως ο εν διαστάσει σύζυγος της Κάρολ, με τον οποίο έχει μια μικρή κόρη, γνωρίζει τη «διαφορετική» συμπεριφορά της Κάρολ απέναντι στις γυναίκες από μία προηγούμενη ερωτική σχέση που είχε η Κάρολ και αντιδρά στην ανάπτυξη της νέας σχέσης της συζύγου του με την Τερέζ. Η Κάρολ, πιο αποφασιστική και πιο κατασταλαγμένη έναντι της πιο εύθραυστης, ντροπαλής και αναποφάσιστης Τερέζ, οδηγεί τη σχέση πλέον σε καθαρά ερωτικά μονοπάτια παραμερίζοντας το σύζυγο. Αυτός καιροφυλακτεί και χρησιμοποιεί την κόρη τους ως «δόλωμα» για να εκβιάσει την αποκατάσταση της σχέσης τους. Όταν δεν το καταφέρνει, χρησιμοποιεί άλλα μέσα για να εκδικηθεί την Κάρολ που τη φέρνουν μπροστά σε αρνητικές προσωπικές και κοινωνικές εξελίξεις, καθώς κινδυνεύει να χάσει την επαφή με την κόρη της λόγω «ηθικών» ζητημάτων στις σχέσεις με γυναίκες.
Πρόκειται για μια ταινία αφενός εξαιρετικά φροντισμένη και σχετικά πλούσια ως παραγωγή και αφετέρου που καταδεικνύει με εικαστική κομψότητα και με σκηνική και ενδυματολογική ακρίβεια την κοινωνική κατάσταση στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1950, που το ζήτημα ενός λεσβιακού έρωτα ήταν όχι μόνο ταμπού για τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής αλλά στιγματιζόταν ως ασθένεια που έχρηζε θεραπείας από την ψυχανάλυση της εποχής. Η φωτογραφία του Έντουαρντ Λάχμαν έχει πρωτεύοντα ρόλο στη δημιουργία ατμόσφαιρας αφενός, στην αποκάλυψη του κρυμμένου ερωτικού πάθους μεταξύ των δύο γυναικών, και κατά δεύτερον στην ανάδυση της επίσης επιφανειακά αφανούς αλλά κυρίαρχης καταπίεσης κάθε τέτοιας ερωτικής τάσης από το κοινωνικό σύνολο. Η ταξική διαφορά μεταξύ της σχετικά πλούσιας Κάρολ και της εργαζόμενης Τερέζ έχει εντελώς δευτερεύοντα και ασήμαντο ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης, καθώς δεν ενδιαφέρει ούτε τον σκηνοθέτη ούτε τη συγγραφέα.
Παράλληλα έχουμε τη χαρά να δούμε τις θαυμάσιες ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστριών. Η άξια ηθοποιός Κέιτ Μπλάνσετ, η οποία μας έχει δώσει έξοχες ερμηνείες κατά το παρελθόν («Ελισάβετ», «Θλιμμένη Τζασμίν»), αποδίδει με στιβαρότητα, εσωτερική εκφραστικότητα και ευαισθησία την Κάρολ, που ξέρει περισσότερο τι θέλει στη ζωή της ακολουθώντας όμως τον αυθορμητισμό των συναισθημάτων και της ενδότερης διάθεσής της, ανεξαρτήτως των κοινωνικών συνθηκών γύρω της. Η Ρούνι Μάρα, η νεότερη σε ηλικία Τερέζ, ερμηνεύει με χαρακτηριστική επάρκεια τη συνεχόμενη αμφιθυμία και αμηχανία του χαρακτήρα που υποδύεται ως προς τα «διαφορετικά» συναισθήματα που αισθάνεται για μια άλλη γυναίκα. Η ταινία είναι, αναμφίβολα, μια καλλιτεχνική επιτυχία από κάθε άποψη και οι πολλές υποψηφιότητές της στις Χρυσές Σφαίρες, που αποτελούν προάγγελο των αμερικανικών κινηματογραφικών βραβείων Όσκαρ, απλώς πιστοποιούν την κινηματογραφική της αξία.