Σ’ ολόκληρη την τελευταία τριετία (2013 – 16), το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα διαγράφει μία υφεσιακή τροχιά υποχώρησης, μετά την μεγάλη έξαρση του πανελλαδικού απεργιακού κινήματος της πρώτης μνημονιακής τριετίας (2010 – 13). Πέρα από επιμέρους κινητοποιήσεις σε επιχειρησιακό και κλαδικό επίπεδο, που έχουν την μερική τους σημασία, σε πανεργατικό επίπεδο καταγράφηκε η αδυναμία αγωνιστικής αντιμετώπισης των εφαρμοστικών νόμων του τρίτου μνημονίου (Μάϊος 2016). Και στη σημερινή συγκυρία και μπροστά στην διάσπαση του απεργιακού κινήματος (24-Νοεμβρίου της ΑΔΕΔΥ και 8-Δεκεμβρίου της ΓΣΕΕ), δεν αναδεικνύονται ενδείξεις ουσιαστικής ανάκαμψης.
Πολιτικός χαρακτήρας ανασύνθεσης του συνδικαλισμού
Οι αιτίες είναι εντοπισμένες από μια γενική άποψη και έχουν επαρκώς αναλυθεί: Η παραλυτική επίδραση της υπερμεγέθους ανεργίας και της αδήλωτης εργασίας, η διάσπαση του μετώπου των αγωνιστικών ταξικών δυνάμεων, ο υπονομευτικός ρόλος του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού, η αδρανοποίηση και αμηχανία λαϊκών εργατικών στρωμάτων από την μνημονιακή μετάλλαξη της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.Η ανασυγκρότηση των δυνάμεων του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος προβάλλει έτσι ως μια επιτακτική αναγκαιότητα, τόσο για την αντιμετώπιση των σημερινών συνθηκών εξαθλίωσης ευρύτατων στρωμάτων της μισθωτής εργασίας, όσο και εξ αντανακλάσεως για την προβολή στο προσκήνιο μιας εναλλακτικής πολιτικής διεξόδου, αντιμνημονιακού και αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα. Οι δύο κύριες δυνάμεις άλλωστε τα ταξικού συνδικαλισμού (ΠΑΜΕ και ΜΕΤΑ) διοργανώνουν αυτή την περίοδο σχετικές συνδιασκέψεις, επιδιώκοντας να αναζωογονήσουν το εργατικό κίνημα, ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, όπου εξ αιτίας των μαζικών κυμάτων απολύσεων έχει κυριολεκτικά αποδεκατιστεί [ Οι σχετικές εισηγήσεις του ΠΑΜΕ στον Ριζοσπάστη της 20-11-2016 και του ΜΕΤΑ στην Ιστοσελίδα www.ergasianet.gr ]. Μια τέτοια σύγχρονη ανάταξη έχει πολλαπλά χαρακτηριστικά, τα οποία δεν περιορίζονται σε stricto senso «συνδικαλιστικές» παραμέτρους : Πολιτικά με την έννοια της αντιπαλότητας στις μνημονιακές πολιτικές, κοινωνικά στο μέτρο που στρέφονται απέναντι στην οικονομική πολιτική του κεφαλαίου, ιδεολογικά στο μέτρο της αναγκαιότητας αντιπαράθεσης με τη νεοφιλελεύθερη μυθολογία κλπ. Ανάμεσα σ’ αυτά προβάλλει στο προσκήνιο, ως μία παράμετρος της δυνητικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος, η ανασύνθεση των οργανωτικών μορφών υπόστασής του.
Η ίδια η ταξικότητα του συνδικαλιστικού κινήματος αποτυπώνεται πρωτίστως και αφετηριακά στην ίδια τη μορφή κοινωνικής του οργάνωσης. Ως μείζον ζήτημα από αυτή την άποψη είναι η θεμελιακή αντιπαράθεση ανάμεσα στην ταξικότητα και στον συντεχνιακό χαρακτήρα, που διατρέχει τις μορφές κοινωνικής οργάνωσης των λαϊκών τάξεων. Στην περίπτωση της ταξικότητας επιδιώκεται η ενιαία συγκρότηση του συνόλου των στρωμάτων της μισθωτής εργασίας (ενός κλάδου ή μιας επιχείρησης), η ανάδειξη στρατηγικών αιτημάτων εργατικού ελέγχου και κοινωνικοποίησης, η υπέρβαση του ιεραρχικού αστικού καταμερισμού της εργασίας, η πρωταρχική αντιπαλότητα στις ποικίλες εκφράσεις της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Απεναντίας ο συντεχνιακός χαρακτήρας που εκφράζει μια οπισθοδρομικότητα και έναν έκδηλο μικροαστισμό αφορά σε συγκροτήσεις βαθειά διαχωριστικές των κατηγοριών της μισθωτής εργασίας, δηλαδή ομοιοεπαγγελματικού χαρακτήρα (λ.χ. χειριστών, λογιστών, μηχανικών κ.ά.), τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα της οικονομίας, που όχι μόνον δεν αμφισβητούν αγωνιστικά την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων (καπιταλιστικός καταμερισμός εργασίας, ιεραρχία στην παραγωγή κ.ά.), όχι μόνον δεν λειτουργούν ανταγωνιστικά προς το κεφάλαιο, αλλά επιδιώκουν την αναπαραγωγή τους ως ξεχωριστών κατηγοριών εργαζομένων.
Η επαναστατική τομή του εργοστασιακού εργατικού κινήματος
Τι είναι τελικά αυτό που καθορίζει, από τη σκοπιά της ριζοσπαστικής αντιμετώπισης των πραγμάτων : Η ένταξη στη σχέση της μισθωτής εργασίας ή οι εκπαιδευτικές διαφοροποιήσεις και οι ομοιεπαγγελματικές περιχαρακώσεις ; Από αυτή την άποψη η ρηξικέλευθη εμπειρία της ανάδειξης και ανάπτυξης του κινήματος των εργοστασιακών σωματείων της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου (1974 – 1986), ήταν αυτή που επέφερε την μεγάλη τομή στην πορεία εξέλιξης του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος, ανεξάρτητα από την μετέπειτα ιστορική πορεία του εργατικού συνδικαλισμού. Τα νέα χαρακτηριστικά που έφεραν στο ταξικό προσκήνιο τα επιχειρησιακά συνδικάτα ήταν μεταξύ των άλλων :
Η ενιαία οργάνωση του συνόλου των κατηγοριών του «συλλογικού εργάτη» της επιχείρησης, από τις καθαρίστριες μέχρι τους τεχνικούς, από τους χειριστές μέχρι τους εργάτες παραγωγής. Η υπέρβαση, μέσα στην ίδια την αφετηριακή δομή του εργοστασιακού σωματείου, του καπιταλιστικού ιεραρχικού καταμερισμού εργασίας (μηχανικός – τεχνολόγος – εργοδηγός – τεχνίτης – εργάτης), αντιπροσώπευσε μια επαναστατική τομή σ’ όλη την ιστορική εξέλιξη του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα στην διάρκεια του τελευταίου ενάμιση αιώνα. Για πρώτη φορά δινόταν η δυνατότητα ο πλειοψηφικός κόσμος (κοινωνικά απόκληρος) της εκτελεστικής εργασίας (εργατική τάξη με την αυστηρή έννοια του όρου) να κυριαρχήσει, εντός του ίδιου του πλαισίου της εργοστασιακής οργάνωσης, έναντι του κόσμου (κοινωνικά προνομιούχου) της διανοητικής / διευθυντικής εργασίας, οι «στρατιώτες» της καπιταλιστικής παραγωγής έναντι των «αξιωματικών και υπαξιωματικών» του κεφαλαίου. Αυτή η κυριαρχία αποτύπωνε αφετηριακά και στη στρατηγική της προοπτική τη δυνατότητα της ταξικής κυριαρχίας της εκτελεστικής / χειρωνακτικής εργασίας στο σύνολο της κοινωνικής παραγωγής και στις δομές της πολιτικής εξουσίας (προλεταριακή δημοκρατία). Από την ίδια τη δυναμική της αμφισβητούσε de facto την ίδια την αστική ιεραρχία και έθετε προοπτικά τη δυνατότητα της εκπαιδευτικής χειραφέτησης της εργατικής τάξης (Εργατικά Πανεπιστήμια που πρόβαλε η Ομοσπονδία Βιομηχανικών Εργατοϋπαλληλικών Σωματείων, με βάση την εμπειρία της Χιλής).
Από την άλλη πλευρά ο εργοστασιακός συνδικαλισμός διασφάλιζε την μέγιστη δυνατή συμμετοχή των εργαζομένων στις επιχειρήσεις και μετέφερε την εργατική αντιπαλότητα στην αστική ταξική κυριαρχία στην ίδια την καρδιά της καπιταλιστικής παραγωγής. Αυτό έδινε τη δυνατότητα συνεχούς συνδικαλιστικής παρέμβασης σ’ όλο το φάσμα των εργασιακών ζητημάτων, είτε αφορούσαν απολύσεις, είτε συνθήκες υγιεινής, είτε τήρησης των συλλογικών συμβάσεων κλπ., ενώ η μονοδιάστατη συνδικαλιστική παρέμβαση στον κλάδο περιορίζεται σε ορισμένα μόνον ζητήματα, π.χ. μισθολογικού χαρακτήρα. Η ίδια η ύπαρξη του επιχειρησιακού συνδικάτου στον παραγωγικό χώρο, στο «άβατο» αυτό του κεφαλαίου, συνιστά μια διαρκή αμφισβήτηση του διευθυντικού δικαιώματος και αντιπροσωπεύει μια ροπή επιβολής του εργατικού ελέγχου, ο οποίος δεν μπορεί να ασκηθεί στο συνολικό επίπεδο ενός κλάδου. Το ότι έφτασε αυτό το εργοστασιακό συνδικαλιστικό κίνημα, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, με την απαρχή εφαρμογής του μονεταρισμού από το ΠΑΣΟΚ, στο να επιδιώξει την πολιτική του υποκειμενοποίηση, και ανεξάρτητα από την εξέλιξη αυτού του εγχειρήματος (ΣΣΕΚ), που επανενσωματώθηκε στην παράταξη της ΠΑΣΚΕ, δείχνει την πιθανή δυναμική που μπορεί να έχει, όχι μόνον στο κοινωνικό αλλά και στο αριστερό πολιτικό κίνημα.
Ο ρόλος των κλαδικών διεπαγγελματικών συνδικάτων
Αυτή η μορφή συνδικαλιστικής συγκρότησης δεν μπορούσε παρά να επηρεάσει σε έναν ορισμένο βαθμό και την ίδια την εξέλιξη των διεπαγγελματικών κλαδικών σωματείων. Τα κλαδικά συνδικάτα, σε μια οικονομία μάλιστα όπως η ελληνική, όπου πέραν των μεγάλων επιχειρήσεων, λειτουργεί ένα ολόκληρο φάσμα εταιριών με κάτω από 20 – 30 εργαζόμενους, υπήρξαν το αναγκαίο και αναντικατάστατο συμπλήρωμα των επιχειρησιακών σωματείων. Αυτό με την προϋπόθεση ότι αφορούν τους μεγάλους κλάδους παραγωγής όπως βιομηχανίες τροφίμων, κλωστοϋφαντουργία και ιματισμός, νοσηλευτικά ιδρύματα, δημόσιες υπηρεσίες, και κυρίως συσπειρώνουν το σύνολο των εργατικών κατηγοριών του κλάδου κατά τρόπο ενιαίο, πέρα από επαγγέλματα, τίτλους σπουδών κλπ. Βέβαια τα κλαδικά σωματεία δεν μπορούν να επιτύχουν τη μαζικότητα των εργοστασιακών σωματείων (όσων από αυτά συνεχίζουν να υπάρχουν και να λειτουργούν), ούτε εξίσου μπορούν να εξασφαλίσουν την άμεση παρέμβαση στους χώρους της καπιταλιστικής παραγωγής.
Ωστόσο λόγω του εύρους τους σε μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις μπορούν να προασπίσουν αποτελεσματικότερα τα εργατικά συμφέροντα στα εργοστάσια, βιοτεχνίες, εμπορικά που δεν διαθέτουν επαρκή αριθμό εργαζομένων για την σύσταση επιχειρησιακών σωματείων. Η κλαδική τους υπόσταση τους δίνει πάντως τη δυνατότητα να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις, υποχρεωτικές για όλο τον κλάδο, πράγμα ευνοϊκό για το σύνολο των εργαζομένων, συνδικαλισμένων ή μη. Αναπτύσσεται ο ισχυρισμός ότι τα κλαδικά σωματεία μπορούν να είναι ταξικά κατά έναν τρόπο ευχερέστερο (ΠΑΜΕ), σε σχέση με τα εργοστασιακά σωματεία ( ΠΑΣΚΕ στις δεκαετίες 1970 και 1980, ριζοσπαστικό συνδικαλιστικό ρεύμα αργότερα) που είναι δυνατό να περιέλθουν υπό τον επηρεασμό της εργοδοσίας εντός των επιχειρήσεων, λόγω των συνεχών πιέσεων που υφίστανται, των απειλών απολύσεων, και της επιβολής δυσμενών μέτρων. Σε κάθε περίπτωση η ταξικότητα και ο αγωνιστικός χαρακτήρας των επιχειρησιακών ή κλαδικών σωματείων είναι πάντοτε ζήτημα του συσχετισμού των δυνάμεων, της συγκυρίας της ταξικής πάλης, του επιπέδου ανεργίας και απασχόλησης, των γενικότερων οικονομικών και πολιτικών δεδομένων. Πάντοτε στην περίπτωση του εργοστασιακού συνδικαλισμού ελλοχεύει ο κίνδυνος του εκφυλισμού και της μετάπτωσης του συνδικάτου στην εργοδοτική κυριαρχία, κι’ εξίσου πάντοτε στην περίπτωση των κλαδικών σωματείων εγκυμονείται η δυνατότητα χειραγώγησής τους από κομματικούς μηχανισμούς, που καταργούν την αυτοτέλειά τους και επιφέρουν απομαζικοποίηση.
Εργατικές και μικροαστικές ομοιοεπαγγελματικές συντεχνίες
Εντούτοις πέρα από αυτές τις δύο ιστορικά δοκιμασμένες και καταξιωμένες μορφές συνδικαλιστικής οργάνωσης της εργατικής τάξης και με τους υπαρκτούς κάθε φορά κινδύνους (είτε εργοδοτικής επιρροής είτε κομματικής χειραγώγησης), έχουν αναπτυχθεί και αναπαράγονται, τόσο στο επίπεδο της μισθωτής εργασίας όσο και ευρύτερα, οι ομοιοεπαγγελματικές συντεχνιακές μορφές κοινωνικής οργάνωσης, που αντιπροσωπεύουν μια τροχοπέδη συντηρητικού χαρακτήρα στην ταξική ανάπτυξη του κινήματος και στον χειραφετητικό του ρόλο. Το φαινόμενο αυτό που συναντάται σε όλους τους οικονομικούς και κοινωνικούς τομείς, δεν βασίζεται στη σχέση μισθωτής εργασίας και στην συνακόλουθη αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας, αλλά εδράζεται στα κοινά επαγγελματικά ή εκπαιδευτικά χαρακτηριστικά : Πρόκειται δηλαδή για ομοιοεπαγγελματικές συντεχνίες που το ενδιαφέρον τους εξαντλείται στη διασφάλιση των δικών τους συμφερόντων, αποστασιοποιημένα από τα γενικότερα προβλήματα και συνολικότερες επιδιώξεις της εργατικής τάξης, και από την ίδια τους τη φύση «διασπούν» την ενότητα και λαϊκότητα του εργατικού κινήματος. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι δυνάμεις αυτές συντείνουν καθοριστικά στη νομιμοποίηση και αναπαραγωγή του ιεραρχικού καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας, απότοκο του αστικού σχολείου, και έτσι ο ρόλος τους τοποθετείται στον αντίποδα του στρατηγικού στόχου της εργατικής χειραφέτησης (οριζόντια κοινωνικοποίηση της γνώσης, κατάργηση του διαχωρισμού διανοητικής / εκτελεστικής εργασίας.
Έτσι για να πάρουμε ορισμένα παραδείγματα τόσο από τον δημόσιο όσο και από τον ιδιωτικό τομέα : Στο νοσηλευτικό σύστημα οι γιατροί συσπειρώνονται διαχωριστικά από το υπόλοιπο νοσηλευτικό, παραϊατρικό, διοικητικό προσωπικό (Ενώσεις Νοσοκομειακών Γιατρών), ενώ υπάρχει η δυνατότητα ενιαίας οργάνωσης σε επίπεδο νοσοκομείων και συνολικού νοσηλευτικού κλάδου. Στις δημόσιες τεχνικές υπηρεσίες οι μηχανικοί συνδικαλίζονται διαχωριστικά από τους υπόλοιπους εργαζόμενους (τεχνολόγους, διοικητικούς, εργοδηγούς κλπ.) σε αυτοτελή οργάνωση (ΕΜΔΥΔΑΣ), αντί της ενιαίας διεπαγγελματικής συγκρότησης σε επίπεδο της κάθε δημόσιας τεχνικής υπηρεσίας, και συνολικά του αντίστοιχου Υπουργείου. Αντίστοιχα στη ΔΕΗ λειτουργεί μια ολόκληρη πανσπερμία ομοιοεπαγγελματικών σωματείων, διαχωρισμένων στη βάση του αστικού καταμερισμού εργασίας, αντί της ενιαίας οργάνωσης όλων των μισθωτών ανά μονάδα παραγωγής ενέργειας, και συνολικά στο επίπεδο της ΓΕΝΟΠ / ΔΕΗ. Στον κατασκευαστικό κλάδο οικοδομών και δημοσίων έργων, κάθε ξεχωριστό επάγγελμα έχει την δική του συντεχνιακή συγκρότηση : Σωματεία οικοδόμων, χειριστών, μισθωτών τεχνικών, οδηγών, μηχανοτεχνιτών κλπ, αντί της κοινής οργάνωσης του συνόλου των κατηγοριών αυτών του «συλλογικού εργάτη» σε ενιαία συνδικάτα τεχνικών κατασκευών.
Το φαινόμενο αυτό που το χαρακτηρίζει ο κοινωνικός συντηρητισμός, η πολυδιάσπαση και η αναποτελεσματικότητα, επεκτείνεται και στο επίπεδο των μικροαστικών τάξεων, με την μορφή των ομοιοεπαγγελματικών συντεχνιακών επιμελητηρίων : Τεχνικό Επιμελητήριο για τους μηχανικούς, Ιατρικοί Σύλλογοι, Οικονομικό Επιμελητήριο για τους οικονομολόγους κλπ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται αυθεντικά για τον κλασικό ορισμό της συντεχνίας : Τα στρώματα της διανοητικής εργασίας, απότοκα του καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας, συγκροτούνται «περιχαρακωμένα» για τα δικά τους αποκλειστικά στενά συμφέροντα, και μάλιστα ως κοινωνικές επιστημονικές οργανώσεις του συνόλου των τάξεων : Στο Τεχνικό Επιμελητήριο συμμετέχουν οι ιδιοκτήτες μεγάλων τεχνικών επιχειρήσεων, οι εργολάβοι δημόσιων και ιδιωτικών έργων, οι ιδιοκτήτες μελετητικών γραφείων κλπ, και εντελώς περιθωριακά των κατηγοριών μισθωτών, ανέργων και μικροεπαγγελματιών μηχανικών. Πρόκειται για μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης που δεν έχει σχέση με το εργατικό κίνημα (εργοστασιακό και κλαδικό), που αναπαράγει κατά τον πλέον έκδηλο τρόπο τον αστικό ιεραρχικό καταμερισμό της γνώσης και της εξουσίας, και που εκ των πραγμάτων βρίσκεται μακράν του ταξικού εργατικού και αριστερού πεδίου.
Συμπεραίνεται δηλαδή ότι η σύγχρονη αναγκαιότητα της ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος, μετά την υποχώρηση που έχει καταγράψει στην τελευταία μνημονιακή τριετία, δεν έχει να επιλύσει μόνον ζητήματα πολιτικοποίησης, κινηματικής ενεργοποίησης, ιδεολογικού αναπροσανατολισμού, αλλά και εξίσου ζητήματα που έχουν να κάνουν με την οργανωτική ανασύνθεση και έχουν βαθειά πολιτικά χαρακτηριστικά. Σε γενικές γραμμές να ανασυστήσει το φαινόμενο του εργοστασιακού συνδικαλισμού από την παραφθορά που έχει υποστεί εξ αιτίας της χρεοκοπίας της σοσιαλδημοκρατίας και της μαζικής ανεργίας, να συστήσει εκ νέου το δίκτυο των κλαδικών διεπαγγελματικών συνδικάτων που χειραγωγείται σημαντικά από κομματικούς μηχανισμούς, καθώς και εξίσου σημαντικό, να ξεπεράσει και να αφήσει πίσω τις ομοιοεπαγγελματικές συντεχνιακές μορφές κοινωνικής οργάνωσης, εργατικής και μικροαστικής τάξης. Αυτά μπορούν να διασφαλίσουν έναν καταλυτικό ρόλο για τις ενιαίες, επιχειρησιακές και κλαδικές μορφές συγκρότησης των μισθωτών εργαζομένων, τόσο ως εργαλεία πάλης αντιμνημονιακού και ριζοσπαστικού χαρακτήρα, όσο και ως κύτταρα της στρατηγικής σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης της οικονομίας.