Είναι πλέον ολοφάνερο πως η λεγόμενη «αριστερή παρένθεση» έκλεισε οριστικά και αμετάκλητα τις πρώτες πρωινές ώρες της Πέμπτης 16.7.2015, όταν η πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ εκβιάστηκε από τον πρωθυπουργό και υιοθέτησε προκαταβολικά μερικά από τα μέτρα του Μνημονίου Τσίπρα, που ο τελευταίος είχε συνομολογήσει τη Δευτέρα το πρωί με τους δανειστές. Διότι αυτή η κυβέρνηση κανένα περιθώριο άσκησης αριστερής πολιτικής δεν διαθέτει πια, ενώ αντιθέτως είναι υποχρεωμένη να εφαρμόσει (και μάλιστα επί του παρόντος χωρίς αξιόλογη αριστερή αντιπολίτευση να την εμποδίζει) νέα λαίλαπα σκληρών και αντικοινωνικών νεοφιλελεύθερων αντιλαϊκών μέτρων.

Είναι πλέον ολοφάνερο πως τα μέτρα του Μνημονίου Τσίπρα είναι ίδια και χειρότερα από εκείνα των μνημονίων Παπανδρέου και Σαμαρά-Βενιζέλου.1 Οι άμεσες και έμμεσες συνέπειες όλων αυτών θα φανούν αμέσως στο λαϊκό εισόδημα αλλά και στους όρους ζωής των λαϊκών τάξεων εν γένει.2

Είναι πλέον ολοφάνερο πως επιπροσθέτως το Μνημόνιο Τσίπρα συμπεριέλαβε και πολύ περισσότερο σε σχέση με τα προηγούμενα μνημόνια μέτρα πολιτικής ταπείνωσης και ένδειξης υποταγής.3 Τέτοια μέτρα μαζί με την υποχρέωση εκκαθάρισης της αριστερής διαφωνίας από τους κόλπους της κυβέρνησης, την καταπάτηση του αποτελέσματος του πρόσφατου δημοψηφίσματος και την αναγνώριση του δικαιώματος των «θεσμών» να καθορίζουν ακόμα και την ημερομηνία προκήρυξης εκλογών στη χώρα μας υποδηλώνουν πως ο πρωθυπουργός δεν παρέδωσε στους τελευταίους μόνο τον πλήρη έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίας, των υποδομών και των εφαρμοζόμενων πολιτικών αλλά επίσης και του πολιτικού συστήματος της Ελλάδας.4

Είναι πλέον ολοφάνερο ότι, παρά την πρωτοφανή σκληρότητα των μέτρων του Μνημονίου Τσίπρα, οι ονομαστικοί του στόχοι είναι μάλλον αδύνατο να επιτευχθούν.5 Μ’ αυτά και μ’ αυτά πρέπει να θεωρείται περίπου βέβαιο ότι σε κάποια από τις πρώτες κιόλας αξιολογήσεις θα διαπιστωθεί πως η εκτέλεση του εν λόγω μνημονίου δεν βαίνει ικανοποιητικά για τους δανειστές και χρειάζονται επιπρόσθετα, ακόμα πιο προκρούστεια για το λαό μας μέτρα. Ή, ακόμα χειρότερα, η χώρα θα οδηγηθεί σε μια επιβαλλόμενη πια από τους δανειστές έξοδο από την Ευρωζώνη, αφού όμως έχει ξετιναχτεί και ξεπουληθεί ολοκληρωτικά, πραγματοποιώντας τη λαϊκή παροιμία «και κερατάδες και δαρμένοι». Το δε γεγονός ότι οι βασικές πρώτες αξιολογήσεις της πορείας του μνημονίου συμπίπτουν χρονικά με το σημείο στο οποίο, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα θα έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες εξπρές για την εκποίηση των τραπεζών, της ΔΕΗ, των λιμανιών και των αεροδρομίων και την παραχώρηση εκμετάλλευσης σημαντικού μέρους του ορυκτού πλούτου της χώρας, βάζει και τον πιο καλοπροαίρετο σε σκέψεις: αφού θα μας έχουν πάρει και τα τελευταία «ασημικά», τότε όλα τα σενάρια για τους «θεσμούς» θα είναι ανώδυνα – είτε Grexit με τις κλοτσιές είτε χρεοκοπία του Δημοσίου εντός του ευρώ είτε οτιδήποτε ανάλογο. Και τότε, η όποια κυβέρνηση θα βρίσκεται σε ακόμα δεινότερη θέση πιεζόμενη να αποδεχτεί οποιουσδήποτε εκβιασμούς έχοντας κιόλας απολέσει ακόμα περισσότερα εργαλεία άσκησης πολιτικής και με αποκλεισμένες πολύ περισσότερες δυνατότητες. 6

Είναι πλέον ολοφάνερο πως οι βασικές αφηγήσεις της κυβέρνησης Τσίπρα χρεοκόπησαν οριστικά: η Ευρώπη των λαών, η αλλαγή των συσχετισμών στην Ε.Ε., η κυβέρνηση ως το «ποντίκι που βρυχάται» που θα κάνει τους «θεσμούς» να υποχωρήσουν, η πιθανότητα να πειστούν οι δανειστές με ορθολογικά επιχειρήματα για το αδιέξοδο των περιοριστικών πολιτικών. Όπως επίσης διαλύεται στις μέρες μας και το ιδεολόγημα περί «αριστερής παρένθεσης» και ανάγκης τα σκληρά και αντιλαϊκά μέτρα να εφαρμοστούν από ανθρώπους με αριστερό παρελθόν και όχι από τους Σαμαροβενιζέλους (παρά τη έντονη λαϊκή απέχθεια για τους τελευταίους): ο λαός αντιλαμβάνεται στην τσέπη του, στη ζωή του, πως το ποιος σου κλέβει τον ιδρώτα, ποιος σε βαράει, ποιος σε ξεπουλάει μικρή σημασία έχει.7 Ο ανορθολογισμός της ρητορικής της πρωθυπουργικής απολογίας για την 180 μοιρών στροφή είναι παραπάνω από προφανής για οποιονδήποτε επιχειρήσει μια ψύχραιμη αξιολόγησή της.8 Αυτό άλλωστε θα φαίνεται ολοένα και περισσότερο όσο τα μέτρα του Μνημονίου Τσίπρα θα υλοποιούνται στις πλάτες τους λαού (γι’ αυτό και η πρωθυπουργική σπουδή για εκλογές όσο το δυνατόν συντομότερα). Ταυτόχρονα όλα τούτα δείχνουν πως η κυβέρνηση Τσίπρα δεν εννοεί, παρά την επί της ουσίας συντριβή της βασικής πολιτικής της γραμμής (περί δυνατότητας «έντιμης συμφωνίας» εντός της ευρωζώνης), να αλλάξει ρότα κατανοώντας τα αδιέξοδα πρωτίστως σαν επικοινωνιακά προβλήματα και όχι ως εγγενείς αδυναμίες τής μέχρι τώρα γραμμής: υπουργοποιήσεις αμφιταλαντευόμενων για να «δεθούν» αλλά και να εκτεθούν, δαιμονοποίηση των διαφωνούντων, επίκληση σκοτεινών σχεδίων αποσταθεροποίησης με αφορμή τις πυρκαγιές, κήρυξη τάχαμου του πολέμου εναντίον της διαφθοράς και των ολιγαρχών των ΜΜΕ (άραγε γιατί δεν έγινε από τις 25 Γενάρη; Και πώς θα γίνει στο λίγο διάστημα ζωής ετούτης της μεταβατικής κυβέρνησης η οποία εκτός των άλλων είναι δεσμευμένη ό,τι κάνει να το υποβάλει πρώτα για προέγκριση στις Βρυξέλλες;), ενδεχόμενες εκλογές με προεκλογικές δεσμεύσεις οι οποίες θα αναιρεθούν αμέσως μετεκλογικά (π.χ. άρνηση μετά βδελυγμίας της συγκυβέρνησης με ποταμόψαρα και άλλα τινά παρόμοια, που θα λησμονηθεί την αμέσως επόμενη μέρα, όπως τόσες άλλες).

Είναι πλέον ολοφάνερο πως η κυβέρνηση αλλά και όλος ο ΣΥΡΙΖΑ σπατάλησαν εγκληματικά το χρόνο που διέθεταν το τελευταίο πεντάμηνο –και την προηγούμενη τριετία ως αξιωματική αντιπολίτευση–, καθώς όταν τα πράγματα έφτασαν στο κρίσιμο σημείο αναδείχτηκαν τελείως απαράσκευοι. Η εμμονή του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος στην έωλη βεβαιότητα ότι οι εταίροι στο τέλος θα υποχωρήσουν και θα μας δώσουν μια «έντιμη συμφωνία» ανέστειλε κάθε προετοιμασία για το ενδεχόμενο ρήξης. Και φυσικά αυτό λειτούργησε ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία: αν κανείς δεν έχει προετοιμαστεί για τη ρήξη και την έξοδο, τότε το πρωί της Δευτέρας η άτακτη έξοδος φαντάζει ως μη ενδεχόμενο, άρα η όποια συμφωνία ως η μόνη ρεαλιστική επιλογή. Μόνο που δεν υποχώρησαν και ηττήθηκαν κατά κράτος οι εταίροι, αλλά ο Τσίπρας και το επιτελείο του. Και είναι φανερό πως με την κυβέρνηση Τσίπρα τέτοιο σχέδιο απεγκλωβισμού δεν πρόκειται να ετοιμαστεί καν (πόσο μάλλον να υλοποιηθεί ποτέ).9

Είναι πλέον ολοφάνερο πως, αν η κυβέρνηση εμμένοντας στα τυχοδιωκτικά επικοινωνιακά παιχνιδάκια αρνείται να λάβει το μήνυμα των καιρών, απαιτούνται γενναίες επί της ουσίας αποφάσεις και η στάση της αριστερής αντιπολίτευσης έχει επίσης να αναμετρηθεί με παρόμοιες προκλήσεις. Διότι η συγκυρία δεν αντέχει από όσους είχαν το θάρρος να εμμείνουν στο «Όχι» του ελληνικού λαού την απλή επιβεβαίωση της ιδεολογικής τους καθαρότητας ή της συνέπειας. Δεν αρκεί να πουν «Όχι» με την ασφάλεια ότι κάποιος άλλος θα πει «Ναι» και θα το υλοποιήσει, δίνοντάς τους την ευκαιρία να είναι η αριστερή αντιπολίτευση. Η συγκυρία τώρα απαιτεί κάτι πολύ παραπάνω. Απαιτεί να αναλάβουν την ευθύνη να προτείνουν τι θα πρέπει να γίνει. Σήμερα, τώρα, ανεξάρτητα από ό,τι έγινε ή δεν έγινε τους προηγούμενους μήνες, μέρες και βδομάδες. Απαιτεί να βγουν με παρρησία και να πουν στον ελληνικό λαό: «Ναι, εμείς λέμε πως πρέπει η όποια κυβέρνηση να φύγει από το ευρώ τώρα με δική μας πρωτοβουλία».

Είναι πλέον ολοφάνερο πως πρέπει να πάψουν από όλους, και πρωτίστως από όσους διαφωνούν με το νέο Μνημόνιο, τα επικοινωνιακά παιχνίδια της επίρριψης ευθυνών και του γνωστού παιδικού χαρτοπαιγνίου του Μουτζούρη, όπου όλοι οι παίκτες προσπαθούν να μην τους μείνει στο χέρι. Αλλιώς θα αποτελέσουν το κατοπτρικό ανάλογο της επικοινωνιακής διαχείρισης που επιχειρείται από το Μαξίμου: «Διαφωνώ, αλλά τα υπογράφω» θα λέει ο ένας, «διαφωνώ, αλλά στηρίζω την εφαρμογή τους», θα λέει στην πράξη ο άλλος. Ο λαός ετούτες τις ώρες χρειάζεται μια πολιτική δύναμη να πει το ακριβώς αντίθετο: «Διαφωνώ και προτείνω να γίνει το αντίθετο». Γιατί αν ο μόνος πολιτικός χώρος που θα εμφανιστεί να το λέει αυτό καταστεί στην πράξη η Χρυσή Αυγή (το ΚΚΕ με την αναχωρητική του στάση μάλλον έχασε κάθε ευκαιρία γι’ αυτό), τότε περιμένουν την κοινωνία μας όντως πολύ μαύρες μέρες. Αν συνεχιστεί ο παραλογισμός του «καταψηφίζω τα μέτρα, αλλά στηρίζω την κυβέρνηση», πόσο μάλλον αν ενταθεί το «κλίμα» τοποθετήσεων του τύπου «κάποιος έπρεπε να καταψηφίσει, για να διευκολυνθεί ο πρωθυπουργός», αν κυρίως ενόψει πρόωρων εκλογών σημειωθεί διεκδίκηση συμπερίληψης των διαφωνούντων στις ενιαίες (;) λίστες, το μήνυμα που θα καταλάβει ο λαός θα είναι το «όλοι ίδιοι είναι». Τότε αναπόδραστα θα στραφεί αντιδιαμετρικά προς το πολιτικό φάσμα. Είναι φυσικά θεμιτό για όποιον διαφωνεί στον ΣΥΡΙΖΑ να μη θέλει να χαρίσει το κόμμα του στο πρωθυπουργικό περιβάλλον, όταν μάλιστα η πλειοψηφία των οργανώσεών του καταδίκασε το Μνημόνιο Τσίπρα. Υπάρχουν και στιγμές όμως που πρέπει να θέτουμε προς κρίση στο λαό τη δική μας πρόταση: ολόκληρη, ατόφια, ακέραια, χωρίς να κρυβόμαστε πίσω από εσωκομματικές ισορροπίες και επικοινωνιακές καντρίλιες. Σε τέτοιες στιγμές, ρεύματα και τάσεις που υποστηρίζουν αντίθετα πράγματα για την πορεία της κοινωνίας εδώ και τώρα δεν μπορούν να βαδίζουν μαζί για καιρό. Κι αυτές οι στιγμές έχουν έρθει ήδη.

Είναι πλέον ολοφάνερο πως δεν αρκεί να λέμε απλώς και μόνο άρνηση του Μνημονίου Τσίπρα. Δεν αρκεί καν να λέει κανείς απλώς και μόνο το σύνθημα της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα. Απαιτείται και περαιτέρω περιγραφή πώς, με ποια συγκεκριμένα μέτρα κάτι τέτοιο είναι εφικτό σήμερα (σήμερα: όχι στον ανύπαρκτο σοσιαλισμό).10 Διότι χωρίς αυτά όντως ο λαός απειλείται από το ενδεχόμενο άτακτης χρεοκοπίας, ενώ με αυτά μπορεί πράγματι να βγει από τη μετάβαση επωφελούμενος από την αναδιανομή του εθνικού πλούτου που το προαναφερόμενο πακέτο μέτρων συνιστά. Λέγοντας όλα αυτά η Αριστερά του σήμερα, είτε ονομάζεται αριστερή διαφωνία στον ΣΥΡΙΖΑ είτε ΚΚΕ είτε ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οφείλει να πάρει οριστικό διαζύγιο με την ανευθυνότητα της εσαεί κριτικής αντιπολίτευσης και την πολιτική του «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά».11

Είναι πλέον ολοφάνερο πως εκτός από την τεχνική και πολιτική προετοιμασία της δυνατότητας άμεσης υλοποίησης της πρότασης ρήξης και της εξόδου από την ευρωζώνη απαιτείται από τη σημερινή Αριστερά κι ένα σαφές σχέδιο για την προετοιμασία και οργάνωση του λαού, ώστε να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις στην περίοδο της μετάβασης.12 Γιατί τα φαινόμενα κοινωνικής αναταραχής και πανικού δεν είναι καθόλου απίθανο να εμφανιστούν σε μια τέτοια περίοδο. Πώς επιχειρεί να τα αντιμετωπίσει μια δεξιά ή ακροδεξιά προσέγγιση είναι δεδομένο: με την ένταση της καταστολής στις διάφορες μορφές της. Η αριστερή απάντηση σε αυτό δεν μπορεί παρά να είναι η αυτοοργάνωση του λαού και η ανάληψη από τον ίδιο της συντεταγμένης πορείας της κοινωνίας προς μια κοινωνικά δικαιότερη πορεία και διέξοδο από την κρίση.

Είναι λοιπόν πλέον ολοφάνερη η ανάγκη μιας κοινωνικής συσπείρωσης αγώνα για την προάσπιση του «Όχι» του ελληνικού λαού, την αντίσταση στα μέτρα του Μνημονίου Τσίπρα, το συντονισμό των υπαρκτών ριζοσπαστικών δυνάμεων και την τεχνική και πολιτικοκοινωνική οργάνωση του λαού ώστε να επιβάλει τη ρήξη με τις πολιτικές υποταγής. Και μια τέτοια πλατιά λαϊκή συσπείρωση πρέπει να οικοδομηθεί από τη βάση της κοινωνίας ως την κορυφή και την οργανωμένη έκφρασή της. Σε αυτή την κατεύθυνση οφείλουμε όλοι να κινηθούμε αφήνοντας παράμερα ιστορικές διαδρομές και αντιθέσεις του παρελθόντος, αποκλίσεις σε επιμέρους ζητήματα τακτικής, διλήμματα εγκατάλειψης της σημερινής κατάστασης πραγμάτων και ατομικά ή συλλογικά άλλα πολιτικά σχέδια. Πάνω από όλα όμως οφείλουμε να πάψουμε να τοποθετούμαστε και να σκεφτόμαστε για το πρόβλημα της κοινωνίας με όρους επικοινωνιακής διαχείρισης και να θέσουμε και πάλι την πολιτική στο τιμόνι: μια πολιτική όμως που θα μιλάει για κοινωνικά συμφέροντα, θα αναλαμβάνει την ευθύνη της πρότασης «εδώ και τώρα» κατευθύνσεων ρήξης και ανατροπής χωρίς να χαϊδεύει αφτιά, χωρίς να καλλιεργεί αυταπάτες, σηκώνοντας το βάρος της δύσκολης αλλά ελπιδοφόρας σύγκρουσης με το ντόπιο και ξένο κατεστημένο και μιας άλλης πορείας για τη χώρα και την κοινωνία.

_______________________________

1. Τούτο είναι αυταπόδεικτο καθώς περιλαμβάνουν περαιτέρω μείωση μισθών και συντάξεων, αύξηση της έμμεσης και άμεσης φορολόγησης ιδιαίτερα στις λαϊκές τάξεις, εκποίηση με διαδικασίες εξπρές και ευτελές τίμημα της δημόσιας περιουσίας, ολοκληρωτική πλέον εκχώρηση του ελέγχου του τραπεζικού συστήματος στο Διευθυντήριο των Βρυξελλών, κατάργηση κάθε πλαισίου ρύθμισης της αγοράς εργασίας και πολλά άλλα.

2. Π.χ. με την αλλαγή πολιτικής των τραπεζών για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στην κατοικία, τις επιχειρήσεις και την αγροτική παραγωγή, με την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, αεροδρομίων και λιμανιών, την απελευθέρωση του ωραρίου και των όρων λειτουργίας στο εμπόριο, το νέο μισθολόγιο και την επανεκκίνηση της αξιολόγησης και της κινητικότητας στο Δημόσιο κ.ο.κ.

3. Μόνο ενδεικτικά αναφέρουμε την προκαταβολική ψήφισή τους πριν από τη δανειακή συμφωνία, την αναίρεση των όποιων δειλών μέτρων αποκατάστασης ψήφισε η κυβέρνηση το τελευταίο πεντάμηνο, την επανεγκατάσταση της τρόικας ως τετραρχίας πλέον (με τη συμμετοχή δηλαδή και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης) στα υπουργεία, την αποδοχή των διαρκών αξιολογήσεων και την ανάληψη της υποχρέωσης προέγκρισης από τις Βρυξέλλες κάθε νομοθετικής πρωτοβουλίας τούτης της κυβέρνησης υπό επιτροπεία.

4. Και φυσικά «δρυός πεσούσης πάς ανήρ ξυλεύεται»: στην αναμπουμπούλα και με τη διακυβέρνηση της χώρας σε άτακτη υποχώρηση οι Αμερικάνοι ζήτησαν και πήραν την αναγνώριση του Κοσόβου που πραγματοποιήθηκε στα μουλωχτά αυτές τις ημέρες (γύρευε και τι άλλο, θα μάθουμε προσεχώς…), οι Ολλανδοί στοχεύουν να πάρουν και αυτοί μέσω της Maersk μερτικό από τα λιμάνια, για να κόψουν την επέκταση των Κινέζων και της COSCO, οι Γαλλογερμανοί έβαλαν στο μάτι το ξεκοκάλισμα του βαλκανικού δικτύου διείσδυσης των χρεοκοπημένων ελληνικών τραπεζών (ήδη από την επομένη της ψήφισης των μέτρων άρχισαν οι κινήσεις ενοποίησης των τραπεζικών δικτύων προς εκχώρηση) και πάει λέγοντας.

5. Όπως άλλωστε έχει δείξει η εμπειρία όλων των τελευταίων 5-6 χρόνων η υφεσιακή λειτουργία των νεοφιλελεύθερων μέτρων λιτότητας εξαφανίζει το όποιο αναμενόμενο δημοσιονομικό τους αντίκρισμα. Αυξάνεις το ΦΠΑ; Αυξάνονται οι μαύρες συναλλαγές και μειώνονται οι εισπράξεις. Αυξάνεις τη φορολόγηση των μικρομεσαίων; Αυξάνονται όσοι αδυνατούν να πληρώσουν οτιδήποτε και μειώνονται τα δημόσια έσοδα. Ξεπουλάς μπιρ παρά τις υποδομές και τον ορυκτό πλούτο της χώρας; Το αντίτιμο που εισπράττεται είναι υποπολλαπλάσιο του προϋπολογισμένου, καθώς οι περιβόητοι ξένοι επενδυτές περιμένουν περίπου να τους πληρώσεις για να σε αγοράσουν.

6. Υλοποιείται δηλαδή ένα σενάριο πολύ αναγνωρίσιμο στο χώρο της ουσιοεξάρτησης: εθισμένη πλέον η κοινωνία στην έγκαιρη λήψη των «δόσεων» που σιγά σιγά γίνονται ολοένα και μεγαλύτερες για να μη βιωθεί επώδυνα η «στέρησή τους», καταντά εντελώς υποχείριο όσων τις χορηγούν. Κι ως γνωστόν οι έμποροι ναρκωτικών, μόλις ξετινάξουν οικονομικά τελείως ένα χρήστη, του πάρουν ό,τι έχει και δεν έχει και εκτιμήσουν πως δεν διαθέτει πια και πολλά να του αφαιμάξουν, τον «στέλνουν αδιάβαστο» οδηγώντας τον στο θάνατο.

7. Σαν τα γουρουνάκια της οργουελιανής Φάρμας των ζώων οι πολιτευτές της κυβέρνησης Τσίπρα μοιάζουν ολοένα και περισσότερο με εκείνα τα μέλη της κυβέρνησης του Γιωργάκη που λίγα χρόνια πριν έβριζαν και λοιδορούσαν: ο νυν πρωθυπουργός, όπως άλλοτε ο ΓΑΠ, μάς λέει πως «πονάει αλλά πρέπει να επιβάλει επώδυνα μέτρα», οι υπουργοί του κλαίνε μπροστά στις κάμερες για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, ενώ μερικοί έχουν ήδη προσχωρήσει στην πιο επιθετική γραμμή προβολής των μέτρων και κατακεραύνωσης όποιων διαφωνούν. Στην περίπτωση δε της κυβέρνησης Τσίπρα, καθώς η εσωκομματική διαφωνία είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνη στο ΠΑΣΟΚ του Γιωργάκη, τα διάφορα εξαπτέρυγα φτάνουν σε σημεία πλήρους παραλογισμού για να στηρίξουν τη δική τους «κωλοτούμπα»: υποστηρίζουν π.χ. πως όσοι διαφωνούν παρεκκλίνουν από τις συλλογικές αποφάσεις, αδιαφορώντας για το ότι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα, μέσω της πλειοψηφίας των μελών της Κεντρικής του Επιτροπής, έχει αντιταχθεί στο Μνημόνιο Τσίπρα καλώντας τους βουλευτές να το καταψηφίσουν. Υποστηρίζουν ακόμα ανερυθρίαστα πως οι διαφωνούντες θα πρέπει να παραδώσουν τις έδρες τους, ενώ στην πραγματικότητα μάλλον το αντίστροφο ισχύει: οι συμφωνούντες θα έπρεπε να παραιτηθούν στο βαθμό που εξελέγησαν με την υπόσχεση πως θα καταργήσουν τα προηγούμενα μνημόνια την επόμενη μέρα της εκλογής τους ενώ αντ’ αυτού έφεραν προς ψήφιση ένα ακόμα θηριώδες μνημόνιο. Αντιθέτως οι διαφωνούντες τουλάχιστον δεν πρόδωσαν τη λαϊκή εντολή που τους εξέλεξε.

8. Εγείρονται κι άλλα αμείλικτα ερωτήματα, αν κανείς επιχειρήσει να σκεφτεί τα τεκταινόμενα με όρους λογικής κι όχι ρηχού συναισθηματισμού: γιατί να υπογράψει η χώρα μια τέτοια αποικιακή δανειακή σύμβαση, αφού είναι προφανές ότι δεν μπορεί να την τηρήσει; Γιατί να γίνει το δημοψήφισμα και να κληθεί ο λαός από τον πρωθυπουργό να πει το βροντερό του «Όχι», αφού ο τελευταίος δεν είχε κανένα εναλλακτικό σχέδιο για την περίπτωση της ενδεχόμενης ρήξης, πράγμα που τον οδήγησε να κάνει το «Όχι» του 62% μέσα σε λίγες μέρες ένα τραγικό «Ναι» σε ένα μνημόνιο τρισχειρότερο από τα σχέδιο Γιουνκέρ τα οποία απορρίφτηκαν από τους Έλληνες; Γιατί ένα τέτοιο δημοψήφισμα δεν προκηρύχτηκε νωρίτερα ώστε να μην είναι εκβιασμένος με το μαχαίρι στο λαιμό ο λαός; Κι αν σκεφτεί κανείς αναδρομικά: γιατί ο Τσίπρας ζήτησε και κατάφερε πρόωρες εκλογές εφόσον ήταν ανέτοιμος, όπως τώρα παραδέχεται, για το ενδεχόμενο ρήξης με τους δανειστές; Γιατί έγινε η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ με τη ΔΗΜΑΡ, αφού τελικά ο Τσίπρας εφαρμόζει με τους ακολούθους του στην κυβέρνηση τη βασική πολιτική πρόταση του Κουβέλη, δηλαδή πάση θυσία στο ευρώ με αποδοχή των μνημονίων αλλά λίγη φιλολαϊκή ρητορική «ισοδύναμων μέτρων» προς μια μικρή ελάφρυνση του βάρους που επωμίζονται τα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα; Η απάντηση σε όλα αυτά με τα δεδομένα του σήμερα δεν φαίνεται να μπορεί να είναι άλλη από τον «καυγά για το πάπλωμα», την επικοινωνιακή διαχείριση με τυχοδιωκτικό τρόπο τής εκάστοτε συγκυρίας προκειμένου να αναρριχηθεί στους θώκους της κυβερνητικής εξουσίας μια νέα ελίτ. Άλλη απάντηση δεν μοιάζει πιθανή ορθολογικά. Τα υπόλοιπα είναι φτηνοί επικοινωνιακοί χειρισμοί του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος, χειρισμοί που όμως τέτοιες ώρες δεν φτουράνε καθόλου.

9. Αυτό αποδεικνύει και την αβασιμότητα των όσων οι κυβερνητικοί απολογητές προβάλλουν, για να δικαιολογήσουν το μεγάλο «Ναι»: η έξοδος δεν ήταν εφικτή τη Δευτέρα εκείνη, αλλά η κυβέρνηση θα ανασυνταχθεί έτσι ώστε να είναι σε θέση να το πει σε επόμενη φάση. Και ο πιο αφελής καταλαβαίνει πως κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να γίνει σε καμία περίπτωση (γιατί ούτε η κυβέρνηση αυτή θα θέλει να το κάνει ούτε οι εταίροι-τοποτηρητές της θα το επέτρεπαν).

10. Γιατί σε αυτό το σημείο η κριτική του ΚΚΕ έχει βάση (άσχετα με το γεγονός ότι γι’ αυτό το κόμμα η ορθή ετούτη επισήμανση χρησιμοποιείται ουσιαστικά για να μην προτείνει τίποτα για την άμεση πορεία της χώρας). Εθνικοποίηση των τραπεζών, κρατικός έλεγχος των συναλλαγών με το εξωτερικό, ενδεχομένως κρατικοποίηση και λειτουργία με όρους κόστους βασικών υποδομών διαβίωσης, έλεγχος για κάποιο χρονικό διάστημα επί ορισμένων εισαγόμενων αλλά απαραίτητων προϊόντων, όπως τα καύσιμα, σχέδιο ταχείας υποκατάστασης αναγκαίων προϊόντων από την εγχώρια παραγωγή, όπως τα βασικά φάρμακα, χρονοδιάγραμμα υλοποίησης των παραπάνω.

11. Ο λόγος γίνεται εδώ για την υποστήριξη οποιουδήποτε αιτήματος διαμαρτυρόμενης κοινωνικής ομάδας χωρίς ιεράρχηση τι είναι πρωτίστως αναγκαίο για το λαό και την κοινωνία.

12. Η λαϊκή αυτοοργάνωση άλλωστε είναι και το μόνο που μπορεί να βάλει πραγματικά μόνιμο φρένο στον όποιο επόμενο «Τσίπρα» επιχειρήσει να πάρει τη λαϊκή οργή και να τη μετατρέψει σε νέα υποταγή (γιατί ακόμα κι αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί εκ προοιμίου).

Ετικέτες