Ιστορικά ρεκόρ ψήφων και για τους δύο υποψήφιους
Στις αμερικανικές εκλογές, μια προεκλογική εκτίμηση που είχαμε κάνει -ότι θα πρόκειται για μια σκληρή μάχη- επιβεβαιώθηκε με τον πλέον δραματικό τρόπο. Αλλά η εκτίμηση που υποστήριζε αυτήν την «πρόβλεψη», έπεσε έξω: Περιμέναμε από τον Τραμπ να συσπειρώσει την ρεπουμπλικάνικη εκλογική βάση του 2016, ενώ αμφιβάλαμε για τη δυνατότητα του Μπάιντεν να κινητοποιήσει μια αρκετά ευρεία πλειοψηφία για να επικρατήσει όσο καθαρά θα του επέτρεπε ο πραγματικός κοινωνικός συσχετισμός στις ΗΠΑ. Τελικά, οι εκλογές του 2020 κατέγραψαν ιστορικό ρεκόρ υψηλής συμμετοχής, που «ανέβασε» και τις δύο υποψηφιότητες σε εντυπωσιακά νούμερα ψήφων. Ο Τραμπ κατάφερε να διευρύνει σημαντικά την εκλογική του βάση (από τα 63 στα 71 εκατομμύρια) σε επίπεδα που δεν έχει δει Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος εδώ και πολλά χρόνια (ακόμα και σε νικηφόρες αναμετρήσεις), σκαρφαλώνοντας από το 46% στο 47,7%. Ενώ ο Μπάιντεν έφτασε τα 75,5 εκατ. ψηφοφόρους και 50,7%. Κινητοποίησε πάνω από 10 εκατομμύρια ψηφοφόρους περισσότερους από την Χίλαρι το 2016, αλλά και 5 εκατομμύρια περισσότερους από το ιστορικό «τσουνάμι» Ομπάμα 2008.
Η νίκη Μπάιντεν δεν ήταν ο «περίπατος» που φαντάζονταν οι δημοσκόποι, αλλά ήταν καθαρή. Με σχεδόν 3 μονάδες και περίπου 4-5 εκατομμύρια ψήφους διαφορά (λίγο πριν την ολοκλήρωση της καταμέτρησης) από τον Τραμπ. Κατάφερε να ανακτήσει κρίσιμες Πολιτείες που έχασαν οι Δημοκρατικοί το 2016, να διεισδύσει σε άλλες (Αριζόνα, ίσως και Τζόρτζια) και να επικρατήσει ακόμα πιο άνετα σε επίπεδο εκλεκτόρων (η γνωστή στρέβλωση του αμερικανικού συστήματος).
Είναι εξαιρετικό δύσκολο να πιστωθεί η υποψηφιότητα Μπάιντεν αυτή την ιστορική συμμετοχή. Τα δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι που έσπευσαν να ψηφίσουν πρόωρα με επιστολές (συντριπτικά υπέρ των Δημοκρατικών) δεν το έκαναν με θετική ανυπομονησία να βγει ο Μπάιντεν, αλλά με επείγουσα αγωνία να απαλλαγούν από τον Τραμπ. Το βαθύ και πλατύ «αντι-Τραμπ» αίσθημα που χτίστηκε σε αυτήν την 4ετία τελικά πήγε μαζικά στην κάλπη. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι σήμερα αισθάνονται ανακουφισμένοι. Ο εγωπαθής τραμπούκος που νομιμοποίησε με τη ρητορική του τις πιο αντιδραστικές ιδέες, υποχρεούται να φύγει από το Λευκό Οίκο. Το πλέον κρίσιμο για την επόμενη μέρα σε αυτό το κοινωνικό στρατόπεδο, είναι αν θα επιβεβαιωθεί η αίσθηση ότι επρόκειτο για ψήφο «χωρίς αυταπάτες» (σε αντίθεση πχ με την εποχή Ομπάμα, όπου η διάψευση των μεγάλων προσδοκιών και η «φιλικότητα» απέναντι στην κυβέρνηση οδήγησε σε παράλυση τα κοινωνικά κινήματα) και αν θα αποδειχθεί αυτό στους δρόμους των ΗΠΑ, απέναντι σε μια κυβέρνηση Μπάιντεν.
Η δυνατότητα του Ντόναλντ Τραμπ να κινητοποιήσει περισσότερους υποστηρικτές μετά από αυτήν την 4ετία, χρίζει περισσότερης διερεύνησης. Το παραδοσιακό φαινόμενο της «λευκής αντίδρασης» (μετά την αντιρατσιστική εξέγερση του καλοκαιριού) εξηγεί πολλά, αλλά ίσως δεν αρκεί ως πλήρης εξήγηση. Στην πρόωρη φάση της διεθνούς συζήτησης στη ριζοσπαστική Αριστερά, οι πιο νηφάλιοι αρκούνται (σοφά) στην παρατήρηση ότι «πρέπει να μας απασχολήσει». Σε αυτό το στρατόπεδο, η επόμενη μέρα αφορά βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα ζητήματα.
Βραχυπρόθεσμα, ο Τραμπ έδειξε τις προθέσεις του: Αυτοανακηρύχτηκε νικητής από τη νύχτα των εκλογών με το δικό του απίθανο τρόπο, κάνοντας δηλώσεις από το Λευκό Οίκο (παραβιάζοντας την παράδοση που θέλει τις «κομματικές» δηλώσεις να μην γίνονται από την έδρα της κυβέρνησης), ζήτησε να τερματιστεί η καταμέτρηση όπου προηγούνταν και να συνεχιστεί όπου ήταν πίσω (!), ενώ δεκάδες μηνύσεις κι αιτήματα επανακαταμέτρησης θα απασχολήσουν τις Αρχές για βδομάδες. Ο Τραμπ θα δώσει ένα τελευταίο γκροτέσκο σόου στο υπόλοιπο του 2020, αλλά το Γενάρη του 2021 ο Μπάιντεν θα ορκιστεί πρόεδρος των ΗΠΑ.
Εκεί αρχίζουν οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές. Η πετυχημένη εκλογική καμπάνια του Τραμπ ενισχύει τον ίδιο και το ρεύμα του μέσα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Συνήθως ο ηττημένος υποψήφιος αποσύρεται και οι «πρόεδροι μιας θητείας» θεωρούνται οι πιο βαριά ηττημένοι σε μια χώρα με ισχυρή παράδοση επανεκλογής των προέδρων της. Αλλά η τροπή που πήρε η μάχη, ενισχύει το ρεύμα Τραμπ και βάζει δύσκολα στους εσωκομματικούς του αντιπάλους. Οι εξελίξεις μέσα στους Ρεπουμπλικάνους θα έχουν ενδιαφέρον. Όσον αφορά την ευρύτερη «κοινωνική» Δεξιά, σύντομα θα ανακαλύψουν όλοι και όλες ότι ο «τραμπισμός» με την έννοια της ακροδεξιάς αποθράσυνσης κι ενεργοποίησης στο δρόμο είναι ένας αντίπαλος που δεν επρόκειτο ποτέ να αντιμετωπιστεί στην κάλπη της 3ης Νοέμβρη. Αξίζει να θυμόμαστε ότι το Tea Party, φούντωσε ως ακροδεξιά αντιπολίτευση στον «μαύρο πρόεδρο» και τον «κρατισμό» του. Την ερχόμενη περίοδο, θα παρουσιαστεί η ακροδεξιά αντιπολίτευση (με ενισχυμένο αφήγημα μετά την θητεία Τραμπ) απέναντι στον Μπάιντεν, ως τάχα «έρμαιο» (ή και… «όργανο») των «αριστερών ριζοσπαστών».
Πίσω από την εντυπωσιακή εκλογική ενίσχυση του δικομματισμού, κρύβεται μια εικόνα κρίσης. Εκφράστηκαν σε βαθμό παροξυσμού όλες οι «πολώσεις» στην αμερικανική κοινωνία. Οι χάρτες των περισσότερων Πολιτειών είναι εντυπωσιακοί: Μεγάλες μπλε κουκίδες (αστικά κέντρα) περικυκλωμένες από μια κόκκινη θάλασσα στην ύπαιθρο. Η άνοδος της συμμετοχής υπήρξε αναλογικά μεγαλύτερη στις μειονότητες (εντυπωσιακά στους ισπανόφωνους «λατίνος», δευτερευόντως σε ασιατικής καταγωγής και μαύρους), με τη «λευκή Αμερική» να πέφτει από 71% σε 65% του εκλογικού σώματος -και αυτή η κινητοποίηση συνέβαλε καθοριστικά στη νίκη του υποψήφιου των Δημοκρατικών. Επίσης, παρά τον αναμφίβολα διαταξικό χαρακτήρα της βάσης και των δύο αστικών κομμάτων, επιβεβαιώθηκε και φέτος (όπως και το 2016) ότι οι φτωχότεροι έβγαλαν Δημοκρατική πλειοψηφία ενώ οι πλουσιότεροι Ρεπουμπλικανική.
Οι Ρεπουμπλικάνοι, αποφεύγοντας μια βαριά ήττα (μάλλον διατηρούν την πλειοψηφία στη Γερουσία, ενώ στη Βουλή των Αντιπροσώπων οι Δημοκρατικοί όχι μόνο δεν ενίσχυσαν την πλειοψηφία τους αλλά την είδαν να συρρικνώνεται), θα επιχειρούν να μετατοπίσουν την ατζέντα και την ασκούμενη πολιτική προς τα δεξιά, με αυτοπεποίθηση και προσμονή για τις «ενδιάμεσες» βουλευτικές του 2022. Ο Μπάιντεν, ήταν έτοιμος από καιρό για «διακομματικούς συμβιβασμούς» με το δεξιό κόμμα (ακόμα και για συμμετοχή Ρεπουμπλικάνων σε υπουργεία) και θα αποδειχθεί ακόμα πιο πρόθυμος, με βολική δικαιολογία το εκλογικό αποτέλεσμα. Ασφαλώς θα υπάρξει πολύ προπέτασμα καπνού σε οξείες κοινοβουλευτικές «κόντρες» μεταξύ «προόδου» και «συντήρησης». Αλλά στην εφαρμοσμένη πολιτική, θα συνεχίσει να λειτουργεί το δοκιμασμένο μοντέλο όπου «κυβερνά ένα κόμμα της άρχουσας τάξης, που έχει δύο πτέρυγες».
Για το κίνημα και τη ριζοσπαστική Αριστερά, είναι επείγον να οργανώσουν άμεσα την πάλη ενάντια στην κυβέρνηση Μπάιντεν (που δεν θα έχει καμία σχέση με τις «ωραιοποιήσεις» που επιχείρησαν οι αριστεροί υποστηρικτές της όπως ο Σάντερς προεκλογικά) και ενάντια στην ακροδεξιά (που παραμένει ισχυρή και θα αναζητά ευκαιρίες να κάνει αυτή «αντιπολίτευση»).
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά