Ο Μάικλ Ρόμπερτς είναι οικονομικός αναλυτής και διαχειριστής του δημοφιλούς ιστολογίου thenextrecession.wordpress.com, στο οποίο παρουσιάζεται συστηματικά η συζήτηση μεταξύ νεοφιλελεύθερων, κεϋνσιανών και μαρξιστών οικονομολόγων για την τρέχουσα κρίση. Το τελευταίο βιβλίο του, με τίτλο Τhe Long Depression, κυκλοφόρησε μέσα στο 2016 από τις εκδόσεις Haymarket και στηρίζεται σε έναν τεράστιο όγκο εμπειρικού υλικού, για να τεκμηριώσει την άποψη ότι οι συνταγές τόσο της λιτότητας όσο και της αύξησης των δημόσιων δαπανών προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση, έχουν αποτύχει εξίσου στο βαθμό που δεν εγγυώνται την επιστροφή στα επίπεδα κερδοφορίας του κεφαλαίου πριν το 2009. Το βιβλίο περιλαμβάνει ένα κεφάλαιο με θέμα την αποτυχία του σχεδίου του ευρώ. Με την άδειά του συγγραφέα, μεταφράσαμε για το RedNotebook εκτενή αποσπάσματά του, παραλείποντας σκόπιμα διαγράμματα και υποσημειώσεις, ώστε να είναι πιο ευανάγνωστο. Τη μετάφραση έκανε ο Κώστας Παπαγιάννης.

Η κρίση του ευρώ είναι κρίση του καπιταλισμού

Ανάμεσα στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες, οι χώρες της Ευρωζώνης είναι αυτές που έχουν υποφέρει περισσότερο από τη Μεγάλη Ύφεση και τη συνακόλουθη Μακρά Καθίζηση. Η οικονομική στασιμότητα της Ευρώπης είναι αποτέλεσμα του χαμηλού ποσοστού κέρδους στον καπιταλιστικό τομέα και είναι η συνθήκη αυτή που καθοδηγεί τη λιτότητα στην ήπειρο. Αυτό επιδεινώνει τις ανισότητες που ανακύπτουν από τον περίεργο συνδυασμό ανεπτυγμένων και λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών στην ίδια νομισματική ένωση, την Ευρωζώνη. Τόσο δε η νεοκλασική λιτότητα όσο και οι κεϋνσιανές πολιτικές έχουν αποτύχει να αποκαταστήσουν την κερδοφορία και να δώσουν ώθηση στην οικονομική ανάκαμψη.

Στη γενική κρίση κερδοφορίας έρχονται να προστεθούν τα ειδικά χαρακτηριστικά της κρίση του ευρώ. Ο καπιταλισμός είναι μια διαδικασία συνδυασμένης αλλά άνισης ανάπτυξης. Συνδυασμένης, υπό την έννοια της επέκτασης του καταμερισμού της εργασίας και των οικονομιών κλίμακας, καθώς και της συμπερίληψης του νόμου της αξίας σε όλους του τομείς, όπως συμβαίνει στην παγκοσμιοποίηση. Όμως η επέκταση αυτή είναι άνιση, καθώς ο ισχυρότερος επιδιώκει να αποκτήσει μερίδιο στην αγορά από τον πιο αδύναμο.

Το σχέδιο του ευρώ επεδίωκε να ενσωματώσει όλες τις ευρωπαϊκές καπιταλιστικές οικονομίες σε μια ενότητα, ώστε να ανταγωνιστεί τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ασία στον παγκόσμιο καπιταλισμό με μια ενιαία αγορά και ένα αντίπαλο νόμισμα. Αλλά μια πολιτική για τον πληθωρισμό, ένα βραχυπρόθεσμο επιτόκιο και ένα νόμισμα για όλα τα μέλη δεν είναι αρκετά για να ξεπεραστούν οι δυνάμεις της άνισης καπιταλιστικής ανάπτυξης, ιδίως όταν η ανάπτυξη για όλους σταματά και υπάρχει ύφεση. Ο δεδηλωμένος στόχος από την εκκίνηση του ευρώ, το 1999, ήταν η σύγκλιση των πιο αδύναμων οικονομιών με τις ισχυρότερες ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, καθώς και τις δημοσιονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες. Αλλά, όπως εξήγησε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), αυτό που συνέβη ήταν τελικά το αντίθετο. Αντί να γεφυρωθούν, οι ανισορροπίες διευρύνθηκαν.

Η παγκόσμια ύφεση επέτεινε δραματικά τις αποκλίνουσες δυναμικές εντός του ευρώ, απειλώντας το με διάλυση. Ο κερματισμός των ροών κεφαλαίου μεταξύ των ισχυρών και των αδύναμων κρατών της Ευρωζώνης έφτασε σε εκρηκτικά επίπεδα. Ο καπιταλιστικός τομέας των ισχυρότερων οικονομιών, όπως η Γερμανία, σταμάτησε να δανείζει άμεσα τους πιο αδύναμους καπιταλιστικούς τομείς σε Ελλάδα, Σλοβενία κλπ. Προκειμένου λοιπόν να διατηρηθεί το ενιαίο νόμισμα, η επίσημη νομισματική αρχή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, έπρεπε να παράσχουν αυτές τα δάνεια αντί για εκείνον. O διακανονισμός «TARGET 2» του Ευρωσυστήματος, μεταξύ των εθνικών κεντρικών τραπεζών, αποκάλυψε αυτήν την τεράστια απόκλιση στο εσωτερικό της Ευρωζώνης.

Αυτοί λοιπόν που επιθυμούν να κρατήσουν ζωντανό το σχέδιο του ευρώ –η Κομισιόν, η πλειοψηφία των πολιτικών της Ε.Ε. και οι περισσότερες καπιταλιστικές επιχειρήσεις– αναγνωρίζουν ότι ο μόνος τρόπος για να το πετύχουν είναι προς την κατεύθυνση της περαιτέρω ολοκλήρωσης. Αυτό συνεπάγεται τη δημιουργία μιας τραπεζικής ένωσης, ώστε όλες οι τράπεζες στην Ευρωζώνη να υπόκεινται στον έλεγχο θεσμών του Ευρώ όπως η ΕΚΤ, και όχι στους εθνικούς κυβερνητικούς ρυθμιστικούς φορείς. Έτσι, από το Γενάρη του 2016, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες θα ασκούσαν επιτήρηση σε ολόκληρη την κλίμακα της Ένωσης στις τράπεζες, υπό συμφωνημένους όρους για τη διόρθωση και την αναδιάρθρωσή τους.

Ακόμα καλύτερη θα ήταν η εγκαθίδρυση μια πλήρους δημοσιονομικής ένωσης, ώστε οι θεσμοί της Ευρωζώνης να ελέγχουν τους φόρους και τις δαπάνες, τα δε ελλείμματα στην εκάστοτε χώρα της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης να αντιμετωπίζονται αυτόματα, με μεταβιβάσεις από τα κράτη που καταγράφουν πλεονάσματα. Αυτή είναι η φύση ομοσπονδιακών κρατών, όπως ο Καναδάς, οι Ηνωμένες Πολιτείες ή η Αυστραλία. Οι μεταβιβάσεις αυτές αγγίζουν το 28% του ΑΕΠ στην περίπτωση των ΗΠΑ, σε σύγκριση με τις ελεγχόμενες και υπό όρους μεταβιβάσεις στο πλαίσιο των προϋπολογισμών της Ε.Ε. και τα προγράμματα διάσωσης (bailouts), που βρίσκονται κάτω από το 10% του ΑΕΠ κάθε κράτους.

Όμως η Ευρωζώνη δεν διαθέτει μια τέτοια δημοσιονομική ένωση και η προοπτική να την αποκτήσει είναι ισχνή. Αντίθετα, έπειτα από αρκετές διαμάχες, οι Γερμανοί και η Ε.Ε. συμφώνησαν να δημιουργήσουν κάποια ταμεία δημοσιονομικών μεταβιβάσεων, πρώτα μέσα από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Δημοσιονομικής Σταθερότητας (ΕFSF), κι έπειτα μέσα από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕSM). Δεν πρόκειται για αυτόματες μεταβιβάσεις στο πλαίσιο μιας δημοσιονομικής ένωσης∙ για να λάβουν χρηματοδότηση, τα κράτη-μέλη πρέπει να πετύχουν συμφωνημένους δημοσιονομικούς στόχους. Στη Γερμανία και τις άλλες δημοσιονομικά συνετές χώρες υπάρχει αυξανόμενη αντίθεση στην παροχή ρευστού σε χώρες που θεωρούνται αλλοπρόσαλλες και ανίκανες να βάλουν σε τάξη τα δημόσια οικονομικά τους.

Η πολιτική της λιτότητας

Αντί γι’ αυτό, λοιπόν, η ΕΚΤ, η Κομισιόν και οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης διακήρυξαν ότι, η αποκαλούμενη λιτότητα, μαζί με τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων, ήταν ο μόνος δρόμος ώστε η Ευρώπη να αποδράσει από τη Μεγάλη Ύφεση. Ο έλεγχος των κρατικών δαπανών θα επέβαλε τη σύγκλιση. Οι υποστηρικτές της λιτότητας αρέσκονται να παραθέτουν το παράδειγμα των χωρών της Βαλτικής, δείχνοντας ότι αυτές οι πολιτικές μπορούν γρήγορα να αποκαταστήσουν την κερδοφορία και την ανάπτυξη. Πράγματι, οι κυβερνήσεις εκεί υιοθέτησαν εμφατικά νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Η ανεργία στην Εσθονία έπεσε από το 20% στις αρχές του 2010 στο 10% και το 2011η οικονομία μεγεθύνθηκε πάνω από 8%. Όμως το πραγματικό ΑΕΠ της Εσθονίας βρίσκεται ακόμα περίπου εννιά ποσοστιαίες μονάδες κάτω από το καλύτερο σημείο του το 2007, έχοντας σημειώσει πτώση άνω του 17%.

Ο βασικός στόχος της λιτότητας ήταν να επιτευχθεί μια απότομη μείωση στους πραγματικούς μισθούς, καθώς και περικοπές στη φορολογία των επιχειρήσεων ώστε, κατά συνέπεια, να αυξηθεί το μερίδιο του κέρδους. Στην Εσθονία, η εργατική δύναμη έχει αποδεκατιστεί, καθώς χιλιάδες εγκατέλειψαν τη μικρή χώρα για να αναζητήσουν εργασία αλλού στην Ευρώπη. Η Εσθονία έλαβε επίσης 3,4 δισ. ευρώ από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ε.Ε. για να χρηματοδοτήσει δαπάνες για υποδομές και ενίσχυση της απασχόλησης. Με αυτόν τον τρόπο, τα κόστη μισθοδοσίας μειώθηκαν και τα κέρδη έχουν αυξηθεί.

Το άλλο «πρότυπο» για την επιτυχημένη λιτότητα, η Ιρλανδία, πέτυχε μια ανάκαμψη βασισμένη εν μέρει στις εξαγωγές, με το να ξεφορτωθεί το «πλεονάζον» εργατικό δυναμικό της με παρόμοιο τρόπο. Η μετανάστευση από την Ιρλανδία έχει τώρα επιστρέψει σε επίπεδα που η χώρα είχε να δει από τις μαύρες μέρες των τελών του ’80.

Η λιτότητα θα έπρεπε να αποδώσει τις απαιτούμενες μειώσεις στα ελλείμματα του προϋπολογισμού και το χρέος. Έπειτα, όμως, από χρόνια λιτότητας, μικρή πρόοδος έχει σημειωθεί ως προς τους στόχους αυτούς, αλλά και το σημαντικότερο, ως προς τη μείωση των ανισορροπιών εντός της Ευρωζώνης όσον αφορά το κόστος εργασίας ή το εξωτερικό εμπόριο, ώστε τα πιο αδύναμα κράτη να γίνουν πιο ανταγωνιστικά.

Το προσαρμοσμένο μερίδιο των μισθών στο εθνικό εισόδημα, η αποζημίωση δηλαδή ανά υπάλληλο ως ποσοστό του ΑΕΠ σε τιμές κόστους για κάθε απασχολούμενο, είναι για την καπιταλιστική οικονομία το κόστος της απασχόλησης της εργατικής δύναμης (μισθοί και επιδόματα) ως ποσοστό της νέας αξίας που δημιουργείται κάθε χρόνο. Στην καινούρια αξία που δημιουργείται από το 2009, κάθε καπιταλιστική οικονομία έχει καταφέρει να μειώσει το μερίδιο της εργασίας. Η εργασία πληρώσει για την κρίση αυτή παντού.

Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι εργάτες των χωρών της Βαλτικής και των υποβαθμισμένων πιστοληπτικά χωρών της Ευρωζώνης (Ελλάδα, Ιρλανδία, Κύπρος, Ισπανία και Πορτογαλία) έχουν χτυπηθεί περισσότερο όσον αφορά το μερίδιο της μισθοδοσίας επί του ΑΕΠ. Σε αυτές τις χώρες, οι πραγματικοί μισθοί έχουν πέσει, η ανεργία έχει εκτοξευτεί και εκατοντάδες χιλιάδες έχουν φύγει από τις πατρίδες τους για να αναζητήσουν αλλού δουλειά. Αυτό έχει επιτρέψει στις εταιρείες, στις χώρες αυτές, να αυξήσουν την ένταση της εκμετάλλευσης του μειωμένου τους εργατικού δυναμικού, αν και αυτό δεν έχει σταθεί ως τώρα αρκετό για την αποκατάσταση της κερδοφορίας σε επίπεδα προ Μεγάλης Ύφεσης και, κατά συνέπεια, για την επαρκή υποστήριξη νέων επενδύσεων που θα μειώσουν την ανεργία και θα οδηγήσουν τις οικονομίες αυτές σε ένα μονοπάτι σταθερής ανάπτυξης – ακόμα και έπειτα από πέντε χρόνια, και σε μερικές περιπτώσεις, έπειτα από επτά.

Οι μεγάλες οικονομίες της Ιαπωνίας και των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν πετύχει επίσης μια «μετριοπαθή» μείωση στο μερίδιο της μισθοδοσίας, πράγμα που βοηθά στην αποκατάσταση της κερδοφορίας. Αυτό που ανησυχεί τους καπιταλιστές στην Ιταλία ή τη Γαλλία είναι η αποτυχία να αυξηθεί σοβαρά το ποσοστό εκμετάλλευσης. Η αποτυχία αυτή επιβραδύνει το ρυθμό επιστροφής στην κερδοφορία: διόλου παράδοξα, έτσι, η ιταλική οικονομία είναι ακόμα υπό εξουθένωση και η γαλλική παραμένει στάσιμη. Σε Σλοβενία, Πορτογαλία, Ιρλανδία και Ρουμανία οι κυβερνήσεις ετοιμάζουν μια ατζέντα μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας, περικοπών δαπανών και ιδιωτικοποιήσεων – μια ατζέντα σχεδιασμένη να χτυπήσει το μερίδιο της εργασίας στο εθνικό προϊόν. Επίκειται, έτσι, ακόμα περισσότερη μιζέρια. Ο Ρέντσι έχει δεσμευτεί σε τέτοια νεοφιλελεύθερα μέτρα, ο Ολάντ έχει επίσης μεταστραφεί σε μια νεοφιλελεύθερη ατζέντα και ο «σοσιαλδημοκρατικός» συνασπισμός της Σλοβενίας προετοιμάζει παρόμοια μέτρα.

Αλλά δεν είναι απλά οι πολιτικοί που υποστηρίζουν τη λιτότητα αυτοί που μείωσαν ή που σκοπεύουν να μειώσουν το μερίδιο της εργασίας. Η κυβερνητική πολιτική που στηρίζεται στην κεϋνσιανή εναλλακτική της αναδιάρθρωσης του χρέους και της υποτίμησης του νομίσματος έχει οδηγήσει στο ίδιο αποτέλεσμα. Οι υποτιθέμενες κεϋνσιανές πολιτικές της Ισλανδίας έχουν οδηγήσει σε μεγαλύτερη πτώση στο μερίδιο της εργασίας από ό,τι η λιτότητα σε Ισπανία ή Πορτογαλία.

Ο Πωλ Κρούγκμαν ήταν ένας από πρωτοπόρους κεϋνσιανούς οικονομολόγους που, μαζί με κάποιους μαρξιστές, αναγνώρισαν ότι η λιτότητα δεν μπορούσε να δουλέψει και ότι η υποτίμηση και η έξοδος από το ευρώ ήταν η μόνη διέξοδος. Παρόλα αυτά, ο ίδιος άρχισε να κάνει πίσω όταν η ΕΚΤ είπε ότι θα έκανε ό,τι χρειαζόταν για να εξασφαλίσει αρκετή ρευστότητα και για να δώσει στην οικονομία του ευρώ «χώρο να ανασάνει», ώστε να ανακάμψει.

Μετανάστευση: η βαλβίδα ασφαλείας

Στην πραγματικότητα, ο «χώρος να ανασάνει» η οικονομία είναι λιγότερο αποτέλεσμα της δέσμευσης της ΕΚΤ να εξασφαλίσει πιστώσεις, εφόσον αυτό είναι απαραίτητο, και περισσότερο έχει να κάνει με τη μετανάστευση. Μια από τις πιο καίριες συμβολές στην πτώση του μεριδίου της εργασίας στην καινούρια αξία προέρχεται από τη μετανάστευση. Αυτή η τελευταία συμβάλλει στη μείωση του κόστους για τον καπιταλιστικό τομέα σε μεγάλες οικονομίες, όπως η Ισπανία. Πριν από την κρίση, η Ισπανία είχε τη μεγαλύτερη εισαγωγή μεταναστών στο εργατικό της δυναμικό: από τη Λατινική Αμερική, την Πορτογαλία και τη Βόρεια Αφρική. Η τάση αυτή σήμερα έχει αντιστραφεί εξολοκλήρου.

Εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες επαναπατρίζονται κάθε χρόνο και ο συνολικός πληθυσμός της χώρας πέφτει για πρώτη φορά από τότε που ξεκίνησε η καταγραφή. Πιο συγκεκριμένα, ο πληθυσμός της Ισπανίας εκτινάχτηκε από τα 40 εκατ. το 1999 στα 47 εκατ. το 2010, σε μια από τις πιο μεγαλύτερες δημογραφικές στροφές που βίωσε ευρωπαϊκή χώρα στη σύγχρονη εποχή. Αυτή η εκτόξευση ήταν σχεδόν αποκλειστικά το αποτέλεσμα της εισόδου μεταναστών από χώρες όπως το Εκουαδόρ, η Βολιβία, η Ρουμανία και το Μαρόκο. Ο αριθμός των αλλοδαπών που ζουν στην Ισπανία αυξήθηκε οκτώ φορές μέσα σε μια δεκαετία, ενώ το ποσοστό επί του πληθυσμού εκτινάχθηκε – από κάτι λιγότερο του 2% το 1999, σε ένα ποσοστό μεγαλύτερο του 12% το 2009.

Τώρα οι μετανάστες εγκαταλείπουν την Ισπανία με εντεινόμενους ρυθμούς. Το 2008, ένα χρόνο μετά την αρχή της κρίσης, η Ισπανία κατέγραψε και πάλι 310.000 περισσότερες αφίξεις μεταναστών έναντι των αναχωρήσεων. Αυτός ο αριθμός έπεσε σε μόλις 13.000 τον επόμενο χρόνο, για να γίνει αρνητικός το 2010. Το 2012 υπήρχαν πάνω από 140.000 αναχωρήσεις περισσότερες από τις αφίξεις και ο ρυθμός της εξόδου αυξάνεται γρήγορα. Σύμφωνα με το εθνικό στατιστικό γραφείο, ο πληθυσμός όσων γεννήθηκαν στο εξωτερικό αγγίζει τα 6.6 εκατ., είναι δηλαδή μικρότερος από τα πάνω από 7 εκατ., μόλις δύο χρόνια πριν.

Η μετανάστευση λειτουργεί ως βαλβίδα ασφαλείας για τον ισπανικό καπιταλισμό: η ανεργία θα ήταν ακόμα υψηλότερη χωρίς αυτήν. Βοηθά τον καπιταλιστικό τομέα να μειώσει το κόστος εργασίας χωρίς να προκαλέσει κοινωνική έκρηξη. Παρόλα αυτά, μακροπρόθεσμα, αυτό προοιωνίζεται σοβαρούς μπελάδες για την καπιταλιστική επέκταση στην Ισπανία. Παραμένει ένα τεράστιο περίσσευμα αδιάθετων ακινήτων από την οικιστική έκρηξη που αποτέλεσε το έναυσμα της κρίσης. Η μείωση του πληθυσμού σημαίνει ότι αυτή η μορφή του μη παραγωγικού κεφαλαίου θα συνεχίσει να αποτελεί βαρίδι για την ανάκαμψη της χώρας. Με το χρέος του δημόσιου τομέα ως ποσοστό του ΑΕΠ να «χτυπά» το 100%, θα υπάρχουν λιγότεροι εργάτες για να αποσπάσεις αξία ώστε να εξυπηρετήσεις το χρέος.

Αν δεν μπορέσει να αυξηθεί η παραγωγικότητα του μικρότερου αυτού εργατικού δυναμικού, τότε ο ρυθμός ανάπτυξης της Ισπανίας θα είναι περιορισμένος. Ο γερμανικός καπιταλισμός έχει πετύχει σε κάποιο βαθμό να αντεπεξέλθει στη μείωση του πληθυσμού. Ο ισπανικός καπιταλισμός θα είναι λιγότερο ικανός. Άλλωστε, οι περισσότεροι άνθρωποι που φεύγουν είναι οι εξειδικευμένοι και τα πιο παραγωγικά κομμάτια του εργατικού δυναμικού. Πάνε στη Γερμανία, τη Γαλλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμα και στη Λατινική Αμερική. Ίσως επιστρέψουν, όπως έκαναν πολλοί στις χώρες της Βαλτικής ή την Ιρλανδία, όταν τελείωσαν οι υφέσεις του παρελθόντος. Δεδομένης όμως της διάρκειας αυτής της Μεγάλης Ύφεσης, αυτή τη φορά μπορεί να είναι διαφορετικά.

Θα επιβιώσει το ευρώ;

Υπάρχουν δύο τρόποι ώστε μια καπιταλιστική οικονομία να βγει από την ύφεση. Ο πρώτος είναι με την αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης του εργατικού δυναμικού σε βαθμό επαρκή ώστε να αυξηθούν τα κέρδη και να ανανεωθούν οι επενδύσεις. Ο δεύτερος είναι να ρευστοποιήσει αδύναμο και μη κερδοφόρο κεφάλαιο (π.χ. επιχειρήσεις) ή να ξεφορτωθεί παλιά μηχανήματα, εξοπλισμό και εργοστασιακές μονάδες από τα βιβλία της εταιρείας (δηλαδή να υποτιμήσει τα αποθέματα του κεφαλαίου). Φυσικά, οι καπιταλιστές θα επιχειρήσουν να κάνουν και τα δύο για να αποκαταστήσουν κέρδη και κερδοφορία μετά την «κοιλιά».

Αυτό παίρνει πολύ χρόνο σε αυτή την κρίση από το χαμηλότερο σημείο της Μεγάλης Ύφεσης, που καταγράφηκε στα μέσα του 2009. Η πρόοδος στην υποτίμηση και την απομόχλευση των αποθεμάτων του κεφαλαίου και του δημιουργημένου, προηγουμένως, χρέους παίρνει χρόνο, ενώ ακόμα αποφεύγεται από τη νομισματική πολιτική. Όμως η πρόοδος στην αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης έχει υπάρξει σημαντική.

Η Κεϋνσιανική Λύση

Η ευθύνη για την κρίση στην Ευρωζώνη έχει αποδοθεί στη δυσκαμψία του χώρου του ενιαίου νομίσματος και στις οξείες πολιτικές λιτότητας που ακολουθούν οι ηγέτες της Ευρωζώνης. Αλλά η κρίση του ευρώ είναι μόνο εν μέρει αποτέλεσμα των πολιτικών της λιτότητας που ακολουθούνται, όχι μόνο από τους θεσμούς της Ε.Ε., αλλά και από κράτη έξω από την Ευρωζώνη, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι εναλλακτικές κεϋνσιανές πολιτικές δημοσιονομικών κινήτρων ή/και υποτιμήσεων, όπου εφαρμόστηκαν, ελάχιστα κατάφεραν να ανακόψουν την ύφεση, ενώ και πάλι έκαναν τα νοικοκυριά να υποφέρουν από μειώσεις εισοδημάτων. Η λιτότητα σημαίνει απώλεια δουλειών και υπηρεσιών και, κατά συνέπεια, απώλεια εισοδήματος. Οι κεϋνσιανές πολιτικές σημαίνουν απώλεια αληθινού εισοδήματος μέσα από υψηλότερες τιμές, ένα νόμισμα σε πτώση και τελικά αύξηση των επιτοκίων.

Παράδειγμα η Ισλανδία, μια μικρή χώρα έξω από την Ε.Ε. και την Ευρωζώνη. Η γενική στήριξη στην κεϋνσιανή πολιτική της υποτίμησης του νομίσματος, μια πολιτική που δεν είναι δυνατή για τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, είχε και πάλι ως αποτέλεσμα μια πτώση στα μέσα πραγματικά εισοδήματα κατά 50% σε δεδομένα του ευρώ και σχεδόν 20% σε δεδομένα της κορώνας.

Η αποκατάσταση της κερδοφορίας είναι το κλειδί για την οικονομική ανάπτυξη στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Άρα, ποια φιλοκαπιταλιστική πολιτική τα έχει καταφέρει καλύτερα με αυτό το κριτήριο; Ας συγκρίνουμε την Ελλάδα και την Ισλανδία.

Το ποσοστό κέρδους στην Ισλανδία κατακρημνίστηκε από το 2005 και τελικά η «φούσκα» των ακινήτων του νησιού έσκασε μαζί με τις τράπεζες, που κατάρρευσαν το 2008-2009. Η υποτίμηση του νομίσματος ξεκίνησε το 2008, αλλά η κερδοφορία το 2012 παράμενε χαμηλότερα από το ιστορικά υψηλότερο επίπεδο του 2004, αν και έχει υπάρξει μια αργή ανάκαμψη από το 2008. Η κερδοφορία της Ελλάδας παρέμενε υψηλά μέχρι την εμφάνιση της παγκόσμιας κρίσης και μετά κατακρημνίστηκε, σταματώντας να πέφτει μόνο το 2014. Η κερδοφορία στην Ελλάδα της λιτότητας και στην Ισλανδία της υποτίμησης έχει πέσει περίπου κατά το ίδιο μέγεθος από το 2005. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι και οι δύο πολιτικές έχουν υπάρξει το ίδιο άχρηστες.

Η κρίση του ευρώ είναι προϊόν της ύφεσης του παγκόσμιου καπιταλισμού και η συνακόλουθη αποτυχία ανάκαμψης το ίδιο. Η κερδοφορία στις περισσότερες καπιταλιστικές οικονομίες είναι ακόμα κάτω από τα επίπεδα του ιστορικού υψηλού του 2007 (οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η μόνη εξαίρεση) και για οικονομίες όπως της Ιταλίας και της Σλοβενίας συνεχίζει να κατευθύνεται προς τα κάτω.

Στην πραγματικότητα, αν συσχετίσεις την κερδοφορία με την ανάκαμψη από το χειρότερο σημείο της Μεγάλης Ύφεσης και πέρα, η τάση έχει μια θετική κλίση. Η Εσθονία και η Ιρλανδία έχουν τη μεγαλύτερη ανάκαμψη της κερδοφορίας (μέσα από την λιτότητα, την περικοπή μισθών και την επιδείνωση των συνθηκών ζωής για τον πληθυσμό, μαζί με την μετανάστευση πολλών ανέργων). Κατά συνέπεια, είχαν την καλύτερη ανάκαμψη του ΑΕΠ. Όπου η ανάκαμψη της κερδοφορίας έχει υπάρξει αδύναμη ή ανύπαρκτη, το πραγματικό ΑΕΠ έχει συρρικνωθεί περισσότερο από το 2009.

Η συσχέτιση της κερδοφορίας και της ανάκαμψης είναι πολύ καλύτερη από τη συσχέτιση μεταξύ κυβερνητικών δαπανών και ανάκαμψης, τον Κεϋνσιανό δείκτη. Οι χώρες στις οποίες οι κυβερνητικές δαπάνες έχουν αυξηθεί από το 2009 ως ποσοστό του ΑΕΠ (μέσα από Κεϋνσιανά κίνητρα), όπως η Ιαπωνία και η Σλοβενία, δεν έχουν αναπτυχθεί καθόλου, την ώρα που  πολλές χώρες οι οποίες έχουν εφαρμόσει λιτότητα και έχουν μειώσει τις κρατικές δαπάνες σε σχέση με το ΑΕΠ μετά το 2009 έχουν επιτύχει κάποια ανάπτυξη. Δεν υπάρχει συσχετισμός μεταξύ ανάπτυξης και λιτότητας (η τάση είναι σχεδόν μηδενική), με όσα μπορεί να δείχνουν οι κεϋνσιανοί πολλαπλασιαστές.

Η αποτυχία του σχεδίου του ευρώ

Η αύξηση του χρέους, όχι μόνο για τις τράπεζες αλλά και για τον μη χρηματοπιστωτικό καπιταλιστικό τομέα επίσης, έχει επιδράσει αρνητικά στην ικανότητα των καπιταλιστικών οικονομιών της Ευρώπης να ανακάμψουν γρήγορα, ακόμα και μετά την περικοπή θέσεων εργασίας, το κλείσιμο επιχειρήσεων και το τέλος των επενδύσεων ώστε να μειωθεί το κόστος κεφαλαίου. Όσο μεγαλύτερη ήταν η αύξηση του χρέους του ιδιωτικού τομέα πριν από την κρίση, τόσο μικρότερη ήταν η ανάκαμψη. Η πίεση των ισολογισμών είναι μεγαλύτερη στις ασθενέστερες χώρες της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης και τα οικονομικά κέντρα του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Το βάρος της εξυπηρέτησης του χρέους στην περιφέρεια της Ευρωζώνης τώρα ανέρχεται σχεδόν στο 10% των εσόδων των κυβερνήσεων αυτών. Σε άλλες 13 χώρες της Ευρωζώνης, το ίδιο βάρος ανέρχεται μόνο στο 3,5%. Η διαφορά στο βάρος της εξυπηρέτησης του χρέους μεταξύ της καταχρεωμένης περιφέρειας και της υπόλοιπης ζώνης προβλέπεται να διευρυνθεί κατά τα επόμενα πέντε χρόνια. Αυτά τα υψηλά επίπεδα εξυπηρέτησης του χρέους, ακόμα και με χαμηλότερα επιτόκια, θα διαβρώσουν την ικανότητα των καταχρεωμένων χωρών να κάνουν επενδύσεις και να διατηρήσουν δίκτυα κοινωνικής ασφάλισης. Για παράδειγμα, τα επιτόκια ύψους 7,3 δισ. υπερβαίνουν τις δαπάνες για την εκπαίδευση και είναι σχεδόν ισοϋψή με τον προϋπολογισμό για την Υγεία.

Η κρίση του ευρώ δεν είναι πραγματικά μια κρίση χρέους ή μια δημοσιονομική κρίση. Η καταγωγή της βρίσκεται στην αποτυχία του καπιταλισμού, στην τεράστια κρίση του τραπεζικού τομέα και του τομέα του ιδιωτικού δανεισμού, και στην αδυναμία των μη δημοκρατικών πανευρωπαϊκών καπιταλιστικών θεσμών, όπως η Κομισιόν, η ΕΚΤ, το Συμβούλιο των Υπουργών και το Ευρωκοινοβούλιο να την αντιμετωπίσουν.

Η φιλοδοξία της Γαλλίας και της Γερμανίας να ανταγωνιστούν τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ασία στην παγκόσμια σκηνή μέσα από την νομισματική ένωση είχε θεμελιώδη προβλήματα. Το αυθεντικό όνειρο μια ενωμένης καπιταλιστικής Ευρώπης με ελεύθερες αγορές παραγωγής, εργασίας και οικονομίας –ανέκαθεν ουτοπικής– έχει μετατραπεί σε χάος. Τώρα η ένωση υπό το κοινό νόμισμα είναι σε κίνδυνο. Πάντα ήταν φιλόδοξη.

Η αμερικάνικη επενδυτική τράπεζα JP Morgan διερεύνησε κατά πόσο υπήρχαν υπό τον καπιταλισμό οι «κατάλληλες συνθήκες» για να δημιουργηθεί μια νομισματική ένωση στην Ευρώπη. Μέτρησαν τις διαφορές μεταξύ των χωρών χρησιμοποιώντας δεδομένα από την Αναφορά Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, η οποία κατηγοριοποιεί τις χώρες χρησιμοποιώντας περισσότερες από 100 μεταβλητές, από τις αγορές εργασίας μέχρι τους κυβερνητικούς θεσμούς και τα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Η JP Morgan βρήκε, λοιπόν, ότι υπάρχει ένα απίστευτο μέγεθος αποκλίσεων μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Οι μεγαλύτερες διαφορές βρίσκονται στο μισθό και την παραγωγικότητα, την αποτελεσματικότητα των δικαστικών συστημάτων να επιλύουν διαφορές, τις αντιμονοπωλιακές πολιτικές, τις κρατικές δαπάνες και την ποιότητα της επιστημονικής έρευνας.

Πράγματι, οι χώρες της Ευρωζώνης είναι πιο διαφορετικές η μία από την άλλη σε σχέση με σχεδόν οποιαδήποτε άλλη υποθετική νομισματική ένωση που θα μπορούσε κανείς να προτείνει. Μια νομισματική ένωση της Κεντρικής Αμερικής θα είχε περισσότερο νόημα. Μια νομισματική ένωση στην Ανατολική Ασία θα είχε περισσότερο νόημα. Μια νομισματική ένωση που θα ανασύσταινε την παλιά Σοβιετική Ένωση ή την Οθωμανική Αυτοκρατορία θα είχε περισσότερο νόημα. Στην πραγματικότητα, μια νομισματική ένωση όλων των χωρών του κόσμου που βρίσκονται στον 5ο παράλληλο βόρεια του Ισημερινού θα είχε περισσότερο νόημα.

Αλλά η νομισματική ένωση προχώρησε λόγω των πολιτικών φιλοδοξιών της Γαλλίας και της Γερμανίας να ηγηθούν της Ευρώπης, ακόμα και μετά την άρνηση της Βρετανίας να συμμετάσχει. Φυσικά, ο στόχος ήταν να επιτευχθεί η σύγκλιση μεταξύ των πιο αδύναμων και των ισχυρότερων οικονομιών. Αυτό απέτυχε καταθλιπτικά κατά τα χρόνια της ραγδαίας ανόδου μεταξύ 2002 και 2007. Η Μεγάλη Ύφεση αποκάλυψε και διεύρυνε τις ανισότητες.

Μπορεί η υπάρχουσα νομισματική ένωση να επιβιώσει; Ναι, αν η οικονομική ανάπτυξη επιστρέψει σε σημαντικό βαθμό ή/και αν ο γερμανικός καπιταλισμός βάλει το χέρι στη φωτιά και είναι έτοιμος να πληρώσει για να βοηθήσει τις ασθενείς οικονομίες μέσω οικονομικών μεταβιβάσεων. Η δέσμευση των Γερμανών ότι θα το κάνουν αν η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία κι η Ισπανία «επιμείνουν στους δημοσιονομικούς στόχους», δεν αρκεί. Αυτές οι χώρες δεν μπορούν να το κάνουν αυτό. Άρα η Γερμανία θα πρέπει να αποφασίσει περισσότερες μεταβιβάσεις χωρίς περισσότερη λιτότητα. Παρόλα αυτά, οι «κόκκινες» γραμμές που επιβάλλονται από τους Γερμανούς τοποθετούνται ακριβώς για να αποφύγουν να αναγνωρίσουν την ανάγκη να μεταφερθούν πόροι στις πιο αδύναμες καπιταλιστικές οικονομίες.

Ο λόγος που οι Γερμανοί διστάζουν είναι ότι μια πραγματική οικονομική ένωση δεν θα ήταν φθηνή. Χρειάστηκαν 20 χρόνια, εν μέρει μέσα και από μια «προσαύξηση αλληλεγγύης» στους φόρους εισοδήματος, για να βοηθηθεί η ενσωμάτωση και η αναβάθμιση της Ανατολικής Γερμανίας. Τότε ήταν περίπου τα δύο τρίτα του ΑΕΠ της Δυτικής Γερμανίας. Οι επιδοτήσεις βοήθησαν την κάλυψη των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού της Ανατολικής Γερμανίας και κατηύθυναν χρήματα στα συστήματα συντάξεων και κοινωνικής της ασφάλισης. Την ίδια ώρα, περίπου δύο εκατομμύρια Ανατολικογερμανοί –το ένα όγδοο του πληθυσμού της χώρας– μετακόμισαν προς τα δυτικά για να ψάξουν δουλειά. Αυτό είναι το είδος των μεταβιβάσεων πόρων και θέσεων εργασίας που απαιτείται για να υποστηριχθεί η νομισματική ένωση. Οι νομισματικές ενώσεις δεν μπορούν να παραμείνουν σταθερές. Η νομισματική ένωση της Ευρώπης υπάρχει μόνο 15 χρόνια. Είτε διαλύεται, είτε μετακινούνται σε μια πλήρη οικονομική ένωση όπου τα κρατικά έσοδα συγκεντρώνονται σε ένα κοινό ταμείο.

Ας πάρουμε για παράδειγμα την ομοσπονδιακή Γερμανία. Υπάρχει μηχανισμός οικονομικής μεταβίβασης μεταξύ των ομόσπονδων κρατιδίων της Γερμανίας, ο αποκαλούμενος Länderfinanzausgleich. Το γερμανικό Σύνταγμα προβλέπει ότι ο σκοπός αυτής της οικονομικής μεταβίβασης είναι η σύγκλιση της οικονομικής ισχύος των ομόσπονδων κρατιδίων. Το ισχύον σύστημα αποτελείται από κάθετες πληρωμές μεταξύ του γερμανικού κράτους και των ομόσπονδων κρατιδίων, καθώς και από οριζόντιες πληρωμές από κρατίδιο σε κρατίδιο. Η επιλεξιμότητα για το ποιο παραλαμβάνει μεταβιβαστικές πληρωμές καθορίζεται από έναν κατάλογο (Finanzkraftmesszahl), ο οποίος αποτυπώνει τη σχετική οικονομική δύναμη των ομόσπονδων κρατών. Η Βαυαρία, η Βάδη-Βυρτεμβέργη και η Έσση είναι αυτή την στιγμή οι μόνες που μόνο προσφέρουν, ενώ το Βερολίνο είναι ο μεγαλύτερος λήπτης αυτών των οικονομικών μεταβιβάσεων.

Στη Γερμανία, οι οικονομικές μεταβιβάσεις από το Νότο στη Βορειοανατολική πλευρά έχουν σίγουρα βοηθήσει αυτά τα ομόσπονδα κρατίδια να συγκλίνουν με όρους οικονομικής δύναμης κι επιπέδου ζωής από τη γερμανική ενοποίηση το 1990. Παρόλα αυτά, έπειτα από 25 χρόνια οικονομικών μεταβιβαστικών πληρωμών, η οικονομική κατάσταση σε αυτά τα κρατίδια παραμένει εξαιρετικά άνιση. Τα επίπεδα ανεργίας, για παράδειγμα, διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των ομόσπονδων κρατιδίων.

Φυσικά, τα πλούσια κρατίδια της Βαυαρίας και της Έσσης παραπονιούνται ότι αναλαμβάνουν πολύ από το βάρος της οικονομικής ένωσης της Γερμανίας για σπάταλα κρατίδια όπως το Βερολίνο και η Σαξονία. Αλλά αυτό είναι το νόημα το έθνους-κράτους:  όπως το έθεσε ο Γκόρντον Μπράουν, ο πρώην Εργατικός πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της Σκωτίας τον Σεπτέμβρη του 2014, ένα έθνος-κράτος με οικονομική ένωση σημαίνει «από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του» – σκιές του κομμουνισμού!

Ας πάρουμε για παράδειγμα το Ηνωμένο Βασίλειο. Πρόκειται για μια κυβέρνηση τεσσάρων εθνών και πολλών περιοχών. Οι φόροι συλλέγονται από το κεντρικό κράτος (αν κι έχει υπάρξει κάποια αποκέντρωση σε Σκωτία, Ουαλία και Βόρεια Ιρλανδία) και η δημιουργία χρέους οφείλεται κυρίως στο κεντρικό κράτος (υπάρχουν κάποια ομόλογα ή δάνεια από την τοπική κυβέρνηση). Η Ουαλία είναι το φτωχότερο μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου και έχει αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο με το πλούσιο Νοτιοανατολικό κομμάτι της Αγγλίας. Οι κάτοικοί της προσφέρουν λιγότερα σε φορολογικά έσοδα από τις κρατικές παροχές που λαμβάνουν.  Άρα η Ουαλία έχει δίδυμα ελλείμματα στον κυβερνητικό και στον καπιταλιστικό τομέα, όπως ακριβώς η Ελλάδα με την υπόλοιπη Ευρωζώνη.

Η φορολογική συμβολή ανά άτομο είναι 26% χαμηλότερη στην Ουαλία (στις 5.400 λίρες) και 23% χαμηλότερη στην Βόρεια Ιρλανδία (5.700) από ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο συνολικά (7.300). Η Ουαλία κι η Βόρεια Ιρλανδία έχουν λιγότερο εισόδημα και πλούτο από τα υπόλοιπα έθνη και ανάλογα συλλέγουν λιγότερα έσοδα ανά πρόσωποαπό όλους τους κύριους φόρους. Ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα στην Αγγλία ήταν περίπου 2.000 λίρες ανά άτομο, στην Ουαλία ήταν 6.000: μια διαφορά 4.000, ένας συνδυασμός υψηλότερων δημοσίων δαπανών κατά 1.383 και χαμηλότερων φορολογικών εσόδων κατά περίπου 2.400 λιρών. Οφείλεται στις υψηλότερες κρατικές δαπάνες σε εκπτώσεις φόρου, στήριξη εισοδήματος και παροχών στέγασης στην Ουαλία με τους χαμηλότερους μισθούς, την υψηλότερη ανεργία και των μεγαλύτερων κοινωνικών αναγκών. Οι οικονομικές μεταβιβάσεις μέσα σε μια οικονομική ένωση βελτιώνουν (αλλά δεν εξαφανίζουν) αυτές τις διαφορές.

Τα φορολογικά έσοδα στην Σκωτία (7.100 ανά άτομο το 2012-13) μοιάζουν περισσότερο με αυτά του Ηνωμένου Βασιλείου ως συνόλου (7.300). Αλλά οι δημόσιες δαπάνες ανά άτομο είναι υψηλότερες στην Σκωτία από τα υπόλοιπα έθνη και περίπου 20% υψηλότερες από ό,τι στην Αγγλία. Άρα τα σκωτσέζικα «ελλείμματα προϋπολογισμού» είναι υψηλότερα από ό,τι στην Αγγλία. Η αποκέντρωση δαπανών και εσόδων στη Σκωτία σταδιακά αποσαθρώνει την οικονομική ένωση του Ηνωμένου Βασιλείου.

Μερικές φορές υπάρχουν παράπονα από τον πλούσιο Νότο στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι πρέπει να πληρώνουν για τον άνεργο Ουαλό, αλλά αυτό το επιχείρημα δεν είναι πολύ δημοφιλές. Άλλωστε, η ακραία λογική του είναι να λες ότι τα φορολογικά έσοδα από τους πολύ πλούσιους κατοίκους του Kensington στο κυριλέ κομμάτι του Λονδίνου δεν θα έπρεπε να αναδιανέμονται στους φτωχούς κατοίκους της Ουαλίας ή της Βόρειας Αγγλίας. Αυτό θα σήμαινε ότι το Kensington θα έπρεπε να αποχωρήσει από την οικονομική και νομισματική ένωση της Βρετανίας, να βάλει ελέγχους στα σύνορα και να ιδρύσει δική του κυβέρνηση, ένοπλες δυνάμεις και κεντρική τράπεζα. Φυσικά, τα πλούτη τους θα εξαφανίζονταν σύντομα γιατί βασίζονται στην εργασία ανθρώπων από όλη την Βρετανία και το εξωτερικό. Αυτό είναι ένα σημείο που πολλά εθνικιστικά στοιχεία στη Γερμανία και την Βόρεια Ευρώπη ξεχνούν. Αν η Ευρωζώνη διασπαστεί στα συστατικά της μέρη, οι συνεχιζόμενες (και όχι μόνο οι άμεσες) απώλειες στο ΑΕΠ της Βόρειας Ευρώπης θα είναι σημαντικές.

Το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών δείχνει επίσης τα πλεονεκτήματα του ομοσπονδιακού κράτους έναντι της κοινοπολιτείας των πολιτειών με την οποία ξεκίνησαν. Χρειάστηκε ένας αιματηρότατος εμφύλιος πόλεμος για να εγκαθιδρυθεί ένα ενοποιημένο κράτος που ξεκαθάρισε με την ιδέα της απόσχισης. Τώρα η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ μαζεύει φόρους και χρέη και παρέχει χρηματοδότηση στις πολιτείες (ακόμα κι αυτές μαζεύουν τους δικούς τους φόρους). Μια πλήρης οικονομική ένωση ήρθε αργότερα από την οικονομική ενοποίηση στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα ιδρύθηκε από τις μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες έπειτα από μια σειρά από καταρρεύσεις τραπεζών. Τώρα τα δολάρια διανέμονται μέσα από το ομοσπονδιακό τραπεζικό σύστημα για να καλύψουν «ελλείμματα» εμπορίου και κεφαλαίου μεταξύ των πολιτειών. Κατά συνέπεια, ενώ το μέσο εθνικό φορολογικό βάρος ανά κεφαλή είναι περίπου 8.000 δολάρια, πλούσιες πολιτείες όπως το Ντέλαγουερ, η Νέα Υόρκη, το Νιού Τζέρσει, η Μασαχουσέτη, η Μινεσότα και το Κονέκτικατ πληρώνουν 25-50% περισσότερο κατά κεφαλή και φτωχότερες πολιτείες όπως η Αλαμπάμα, το Μισισιπή, η Δυτική Βιρτζίνια, το Κεντάκι ή το Μίσιγκαν. Αλλά και «άδειες» πολιτείες, όπως η Μοντάνα, πληρώνουν 25-50% λιγότερο από τον μέσο όρο.

Αν το σχέδιο του ευρώ πρόκειται να επιβιώσει, τότε μια οικονομική ένωση κατά τα πρότυπα της Γερμανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου ή των Ηνωμένων Πολιτειών είναι απαραίτητη. Αλλά αυτό δεν είναι επιτεύξιμο στην καπιταλιστική Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου τα εθνικά συμφέροντα των πλουσιότερων κρατών-μελών μπαίνουν μπροστά από μια ένωση «ίσων». Η γερμανική οπτική για την οικονομική ένωση περιλαμβάνει μια δεσμευτική συμφωνία μεταξύ όλων των μελών να εφαρμόζουν εθνική προϋπολογιστική πολιτική ώστε να μην υπάρχουν διακρατικές οικονομικές ροές! Αυτό είναι αδύνατον να επιτευχθεί, ακόμα κι αν η Ευρωζώνη αναπτυσσόταν σε ένα λογικό ρυθμό, κάτι που δεν συμβαίνει.

Η ιδέα ότι ο κεντρικός προϋπολογισμός της Ευρωζώνης σταδιακά θα μεγάλωνε (από το ελάχιστο 1% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ), προς την κατεύθυνση μια πλήρους ομοσπονδιακής οικονομικής ένωσης, είναι μια χίμαιρα σε μια Ευρωζώνη με μεγάλα, ισχυρά κράτη, μια τεράστια γραφειοκρατία, μια «ανεξάρτητη» κεντρική τράπεζα κι ένα αδύναμο Ευρωκοινοβούλιο – με άλλα λόγια, χωρίς καμία δημοκρατική δέσμευση για μια ομοσπονδιακή Ευρώπη. Αντίθετα, έχουμε μια σακατεμένη, μεσοβέζικη λύση χωρίς δημοκρατία, όπου υπάρχουν ροές πόρων από τις δυνατές εθνικές οικονομίες στις ασθενέστερες, αλλά μόνο μέσα από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και συνοδευόμενες από δρακόντειους δημοσιονομικούς στόχους.

Η οικονομική ένωση –στην πραγματικότητα, μια κανονική δημοκρατική ομοσπονδοποίηση της Ευρώπης–, θα ήταν δυνατή μόνο μέσα από το τέλος του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και την αντικατάστασή του από έναν τρόπο παραγωγής βασισμένο στην κοινοκτημοσύνη και την μεταφορά πόρων «από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».

Νεοφιλελεύθερη καταστροφή

Η ανάπτυξη δεν έχει αποκατασταθεί από τις νεοφιλελεύθερες λύσεις που απαιτήθηκαν από τους ηγέτες της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ. Ο ΟΟΣΑ συνεχίζει να υποστηρίζει ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα πετύχουν μια αύξηση του κατά κεφαλή ΑΕΠ για τις καταχρεωμένες χώρες. Ποιες είναι αυτές οι υπέροχες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη; Για την Πορτογαλία, ΔΝΤ κι Ε.Ε. αποφάσισαν ότι ήταν η μείωση κατά τέσσερις των αργιών κάθε χρόνο, τρεις λιγότερες μέρες για τη νόμιμη άδεια, μια κατά 50% μείωση της υπερωριακής αμοιβής και το τέλος των συλλογικών συμβάσεων. Στη συνέχεια ακολούθησε η περαιτέρω διαχείριση του χρόνου εργασίας, η άρση των περιορισμών στις απολύσεις εργαζομένων, η μείωση της αποζημίωσης μετά την απόλυση και η υποχρεωτική διαιτησία για τις εργατικές διαφωνίες. Με άλλα λόγια, οι εργαζόμενοι πρέπει να εργάζονται περισσότερο και σκληρότερα για λιγότερα χρήματα και λιγότερα δικαιώματα, με το ρίσκο της απόλυσης να είναι μεγαλύτερο. Η νότια Ευρώπη πρέπει να γίνει ένα κέντρο φτηνής εργασίας για επενδύσεις από τον Βορρά. Αυτές είναι οι μεταρρυθμίσεις.

Στη συνέχεια, έχουμε την απορρύθμιση των αγορών. Οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας θα ανοίξουν στον ανταγωνισμό. Αυτό σημαίνει επιχειρήσεις που ανταγωνίζονται για να πουλήσουν ηλεκτρικό ή ευρυζωνικό ίντερνετ στους καταναλωτές, οι οποίοι θα πρέπει συνεχώς να αλλάζουν παρόχους για να γλυτώσουν κάποια ευρώ. Τα φαρμακεία θα δουν την προμήθειά τους να μειώνεται ώστε οι μικροί φαρμακοποιοί να κερδίζουν λιγότερα, αλλά χωρίς μείωση στις τιμές των φαρμάκων από τις μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες, τα αληθινά μονοπώλια. Τα επαγγέλματα θα απορρυθμιστούν ώστε οι δικηγόροι να μην μπορούν να έχουν τόσο «παχιές» αμοιβές, αλλά κι ο καθένας να μπορεί να γίνει δάσκαλος ή ταξιτζής ή να οδηγήσει ένα μεγάλο φορτηγό με ελάχιστη ή καθόλου εκπαίδευση. Τέλος, υπάρχει η ιδιωτικοποίηση των υπόλοιπων κρατικών ιδιοκτησιών έναντι φθηνού τιμήματος σε ιδιωτικές εταιρίες επενδύσεων για να πληρωθεί το χρέος και να αυξηθεί η δυνατότητα για κερδοφορία στον καπιταλιστικό τομέα. Πάνω-κάτω είναι οι ίδιες προτάσεις για την Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία και την Ιρλανδία. Ο πραγματικός σκοπός αυτών των νεοφιλελεύθερων λύσεων από τους ηγέτες της Ε.Ε. και τον ΟΟΣΑ δεν είναι να αποκαταστήσει την ανάπτυξη καθαυτήν, αλλά να αυξήσει την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Αυτό θα τόνωνε την κερδοφορία κι έτσι ο ιδιωτικός τομέας τότε θα επένδυε για να δημιουργήσει δουλειές και να αυξήσει το ΑΕΠ, με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι ο καπιταλισμός δεν θα έχει ως τότε άλλη «κοιλιά».

Αυτές οι πολιτικές δεν έχουν δουλέψει μέχρι τώρα. Στην περίπτωση των πιο αδύναμων καπιταλιστικών οικονομιών της Ευρωζώνης έχουν υπάρξει καταστροφικές. Μπορούν οι λαοί της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Κύπρου, της Σλοβενίας και της Ιρλανδίας να αντέξουν περισσότερα χρόνια λιτότητας δημιουργώντας μια ολόκληρη χαμένη γενικά άνεργων νέων ανθρώπων, όπως έχει ήδη συμβεί στην Ελλάδα;

Το εκλογικό σώμα χάνει την υπομονή του και είναι θυμωμένο, όπως έδειξαν οι ευρωεκλογές του 2014. Οι ηγέτες της Ε.Ε. και οι σχεδιαστές των στρατηγικών του κεφαλαίου χρειάζονται τη γρήγορη επιστροφή της οικονομικής ανάπτυξης, διαφορετικά είναι πιθανές περισσότερες πολιτικές εκρήξεις. Παρόλα αυτά, δεδομένου του σημερινού επιπέδου κερδοφορίας, μάλλον θα πάρει πάρα πολύ πριν η παγκόσμια οικονομία πέσει σε ακόμα μία «κοιλιά». Και τότε είναι αβέβαια όλα τα στοιχήματα για την επιβίωση του ευρώ.

Ετικέτες