Είχαμε διατυπώσει ήδη πριν από τον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών την εκτίμηση ότι η τριπλή εκλογική αναμέτρηση του Μαίου 2014 θα χαρακτηριζόταν από μια έντονη κοινωνική και πολιτική ταξική πόλωση με έμφαση στη σύγκρουση των ευρωεκλογών στις 25 Μαΐου (βλέπε το άρθρο μου «Καθαρή Νίκη»).

Αυτή η πόλωση θα σήμαινε, πρώτα απ’όλα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα εξακολουθούσε να είναι ο πρωταγωνιστής της πολιτικής σκηνής, αν και όχι αναγκαστικά με τον τρόπο που αυτό συνέβη τον Μάιο και Ιούνιο του 2012, ότι θα συγκρουόταν μετωπικά με τις δυνάμεις του μνημονιακού μπλοκ και κυρίως με την Νέα Δημοκρατία, ότι η Κεντροαριστερά, παρά την σοβαρή κρίση της, θα συμπαρατασσόταν αποφασιστικά με τη Νέα Δημοκρατία και τη μνημονιακή πολιτική υπέρ της κυβερνητικής συνέχειας και ότι -παρά τις σοβαρές ιδιομορφίες των αυτοδιοικητικών εκλογών- η πόλωση θα εκφραζόταν και σε αυτές με έναν ορισμένο τρόπο. Νομίζουμε ότι η οπτική της ταξικής πόλωσης επιβεβαιώθηκε - αν και όχι πάντοτε ή αναγκαστικά  μέσα από τη δομή του καθαρού "δικομματισμού" ΣΥΡΙΖΑ - Νέας Δημοκρατίας ή μέσα από τη συγκέντρωση ενός τεράστιου ποσοστού γύρω από αυτά τα δυο κόμματα.

Η νύχτα της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων κατέδειξε μια σοβαρή προσπάθεια των συστημικών ΜΜΕ να υποβαθμίσουν καίρια τις θετικές όψεις του αποτελέσματος για τον ΣΥΡΙΖΑ και να αναδείξουν τις πιο δύσκολες και αντιφατικές. Έγινε φανερό για άλλη μια φορά ότι όλες οι βολές και οι αντιπαραθέσεις κατατείνουν στο να αμφισβητήσουν τη ανερχόμενη θέση του ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό σκηνικό και να την ανακόψουν και ότι η Κεντροαριστερά παίζει εδώ έναν κρίσιμο ρόλο. Παρά τις προσπάθειες των ηγεσιών της Κεντροαριστεράς να εμφανίσουν τους συνδυασμούς τους ως «καθαρούς» και «αυτοδιοικητικούς», όλη η προβληματική των στελεχών της που εμφανίσθηκαν στα ΜΜΕ ή έκαναν δηλώσεις, στρεφόταν αποκλειστικά κατά της δυναμικής του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές και κατά μιας δυνατότητας ανάγνωσης των αποτελεσμάτων μέσα από μια κατεύθυνση που τείνει στην ανατροπή του πολιτικού σκηνικού. Όλη δηλαδή η συζήτηση στην πολιτική σκηνή (από τη Δεξιά ως το ΚΚΕ) στρέφεται γύρω από την αντίθεση μνημόνιο/αντιμνημόνιο ή ΣΥΡΙΖΑ/ΑντιΣΥΡΙΖΑ. Αν και αυτή είναι η γενική εικόνα, πρέπει να δεχθούμε ότι υπήρξαν στα αποτελέσματα και σοβαρές αντιφατικές και δύσκολες όψεις, οι οποίες πρέπει να αναλυθούν και να αναταχθούν πολιτικά όχι μόνο ενόψει του δεύτερου γύρου και των ευρωεκλογών, αλλά και πιο στρατηγικά και μακροπρόθεσμα. Έτσι, το μεγάλο ύψος της αποχής στον πρώτο γύρο (γύρω στο 45%) αλλά και η αντοχή της Κεντροαριστεράς στους μεγάλους δήμους και στις περιφέρειες είναι μεγέθη προς σοβαρή ανάγνωση.

1.   Αντοχή της Κεντροαριστεράς στην Αυτοδιοίκηση και αποχή από τις εκλογές

Θα ήταν εθελοτυφλία να αρνηθεί κανείς ότι η Κεντροαριστερά (Ελιά-ΔΗΜΑΡ-Ποτάμι κ.λπ.) και ιδίως η Ελιά πέτυχε αρκετά καλές επιδόσεις στον πρώτο γύρο και ιδίως στους δυο μεγάλους δήμους (Καμίνης, Μπουτάρης) αλλά και σε αρκετές  περιφέρειες (7 αντιπρόσωποι της Κεντροαριστεράς στον β’ γύρο έναντι 5 του ΣΥΡΙΖΑ). Σίγουρα δεν αποτελεί πειστική εξήγηση το επιχείρημα ότι οι άλλοι «έκρυψαν» τις πολιτικές τους, ενώ εμείς τις προβάλαμε. Αυτό το επιχείρημα αδικεί τελικά τις πολιτικές μας. Κατά μια έννοια, αυτό το φαινόμενο, της αντοχής της Κεντροαριστεράς, είχε εκφρασθεί ήδη και στις εκλογές των μεγάλων επιστημονικών κλάδων (δικηγόροι, γιατροί κ.λπ.) και δεν προσέχθηκε ικανοποιητικά. Κατά τη γνώμη μας, αυτό το φαινόμενο οφείλεται στο αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Κεντροαριστερά είναι η μόνη πολιτική δύναμη στην Ελλάδα η οποία έχει μεγάλη γραφειοκρατική εμπειρία στην οργάνωση των «υπο-κρατών», τα οποία συνιστούν οι περιφέρειες, οι μεγάλοι δήμοι και οι μεγάλες επαγγελματικές ενώσεις. Έχει, δηλαδή, μια τεράστια εμπειρία όσον αφορά τη διοίκηση, τη διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού, τη συγκρότηση πελατειακών δικτύων, τη σχέση με το κεφάλαιο και τη διαχείριση των κοινωνικών αντιθέσεων. Πρόκειται για το «βαθύ κράτος του ΠΑΣΟΚ», το οποίο σε αυτά τα πεδία ποτέ δεν υποχώρησε ούτε ηττήθηκε μέχρι τώρα και το οποίο ασκεί και μια ορισμένη «βοναπαρτιστική έλξη» μέσω ισχυρών συστημικών προσωπικοτήτων. Είναι το κράτος μιας διαρκούς «τάξης μεγάλων, μεσαίων αλλά και μικρών κρατικών αξιωματούχων». Η αντίστιξη με τον ΣΥΡΙΖΑ σε αυτά τα πεδία δεν εστιάζεται μόνο στην αντίθεση των πολιτικών και ιδεολογικών προγραμμάτων αλλά και στην αντίστιξη υπάρχουσας ή μη διοικητικής εμπειρίας και διοικητικής χειραγώγησης - σχεδόν πάντοτε με την καθεστωτική έννοια του όρου.

Η γραφειοκρατική και διοικητική «επάρκεια» ή και «υπερεπάρκεια» συνδέεται έντονα με την καθημερινότητα της ζωής των πληθυσμών και με τη βιοεξουσία διαχείρισης πληθυσμών στο επίπεδο των «υπο-κρατών», περιφερειών και μεγάλων δήμων. Ιδίως στο πλαίσιο της Ε.Ε., σχετίζεται και με τη μεγάλη πια δυνατότητα απορρόφησης και κατανομής υλικών πόρων. Αυτό έχει την έννοια ότι παρά τις άθλιες μνημονιακές πολιτικές των μνημονιακών αρχόντων ή υποψηφίων, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού και ιδίως στην επαρχία, ακόμη αισθάνεται ότι θα έχει ανάγκη αυτούς τους «έμπειρους» διοικητικούς μηχανισμούς και μετά την 25η Μάη, καθώς ούτε αισθάνεται απολύτως βέβαιο ότι θα υπάρξει άμεση κυβερνητική αλλαγή αλλά και επιπλέον διαισθάνεται ότι θα χρειαστεί τα «εργαλεία» αυτών των γραφειοκρατικών μηχανισμών και του κορπορατιστικού κράτους ανεξάρτητα από την κυβερνητική αλλαγή. Είτε υπό την έννοια της επίλυσης άμεσων προβλημάτων, όπου πρυτανεύει η «εμπειρία», είτε πολύ περισσότερο υπό την έννοια των στρατηγικών ατομικής  διαβίωσης, του διορισμού, της μη απόλυσης, της επίλυσης αντιθέσεων που αφορούν παροχές, καταβολές, διευθετήσεις, καθεστώς ασφάλειας και αντεγκληματικής πολιτικής και ελέγχου κ.λπ. Ακόμη και το ζήτημα της «διαπλοκής» μπορεί να χρωματισθεί πιθανόν θετικά από τις κεντροαριστερές στρατηγικές ως δυνατότητα καλού χειρισμού της σχέσης με τα επιχειρηματικά συμφέροντα.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι η λαβωμένη κεντρικά Κεντροαριστερά επιβιώνει στους ενδιάμεσους δημόσιους θεσμούς (οι οποίοι συνδέονται με την «κοινωνία των πολιτών" αλλά και με την καθαρή "πολιτική κοινωνία" -π.χ. αστυνόμευση και ασφάλεια) χάρη στη γραφειοκρατική-διοικητική-πελατειακή εμπειρία της και ότι αυτό, δυστυχώς, αν δεν αντιμετωπισθεί ικανοποιητικά, μπορεί να την αναβαπτίσει -ιδίως ενόψει και των «καινοφανών» και πιο άφθαρτων εκδοχών της όπως το Ποτάμι- και στην κεντρική πολιτική σκηνή.

Βεβαίως, απέναντι σε αυτήν τη σκληρή πραγματικότητα, μπορεί να υπάρξουν διαφορετικές αναγνώσεις. Πιστεύω ότι δεν πρέπει να δεχθούμε τη λογική ότι θα έπρεπε εμείς να έχουμε αγκαλιάσει τους σκληρούς γραφειοκρατικούς μηχανισμούς της Κεντροαριστεράς ή να τους έχουμε αναβαπτίσει με «αριστερό» τρόπο ή να δείξουμε ότι είμαστε εξίσου καλοί στην ίδια λογική με άλλα πρόσωπα. Άλλωστε, τα κεντροαριστερά ανοίγματα, όπου έγιναν, δεν  είχαν κάποια ένδοξη τύχη. Μάλλον προς την ορθότερη κατεύθυνση θα έπρεπε να  είχαμε τη δυνατότητα να πείσουμε την κοινωνία: α) ότι θα είμαστε ακόμη πιθανότερα αυτοί που θα κυβερνήσουν άμεσα μετά την 25η Μάη β) ότι υπάρχει πραγματικά μια δυνατότητα εναλλακτικής συμμετοχικής, ενεργής και αποτελεσματικής διοίκησης και αυτοδιοίκησης σε σχέση με το παραδοσιακό κεντροαριστερό μοντέλο και γ) ότι υπάρχει μια καλύτερη δυνατότητα συσχέτισης της πολιτικής ανάδειξης στελεχών με τα υπαρκτά κοινωνικά κινήματα.

Επίσης, η υψηλή αποχή  στον πρώτο γύρο δείχνει ότι ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας δεν πείσθηκε για την ύπαρξη πραγματικών στρατηγικών εναλλακτικών λύσεων και αντιπαραθέσεων. Βεβαίως, η κάμψη της αποχής και ιδίως στις αυτοδιοικητικές εκλογές δεν αποτελεί το ευκολότερο των εγχειρημάτων και συχνά χρειάζεται πολύ πολιτικό χρόνο για να επιτευχθεί - όπως σωστά το επεσήμανε στο MEGA το βράδυ των εκλογών ο σ. Λαφαζάνης. Όμως, το βάρος της απόδειξης τίθεται πάντοτε στο φορέα της αλλαγής και όχι στο φορέα της «σταθερότητας» και της συντήρησης. Εν προκειμένω, τίθεται στον ΣΥΡΙΖΑ. Και ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει, αναδεικνύοντας ενόψει του δεύτερου γύρου το πιο ριζοσπαστικό του πρόσωπο και τις πιο ριζοσπαστικές και ρηξιακές εκδοχές της πολιτικής του, να πείσει για το «αδύνατο» κατά τους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του Κράτους: ότι δηλαδή η άμεση αλλά και η στρατηγική αλλαγή είναι δυνατή, και σε αυτήν την προοπτική οφείλουμε να πείσουμε και στο «τοπικό» αλλά και στο «κεντρικό» πεδίο. Επίσης, σχετικό με την αποχή φαινόμενο όσον αφορά την αξιοπιστία της εναλλακτικής στρατηγικής αποτελεί και το -από μόνο του όχι αρνητικό- φαινόμενο της υπολογίσιμης ανάκαμψης του ΚΚΕ στον πρώτο γύρο. Αυτό που είναι αρνητικό δεν είναι η ανάκαμψη του ΚΚΕ, αλλά η τυχόν σχέση της με δικές μας ανεπάρκειες. Αυτό, επίσης, πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις.

2.   Υπάρχουν, όμως, και τα καλά νέα…

Από την άλλη πλευρά, αυτό που κανείς δεν μπορεί να υποτιμήσει και να αγνοήσει είναι οι εξαιρετικά καλές επιδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ στην Αθήνα, την Αττική και σε ορισμένες περιφέρειες (Ήπειρος, Ιόνια). Ιδίως τα αποτελέσματα της «Ανοιχτής Πόλης» στην Αθήνα και της «Δύναμης Ζωής» στην Αττική, παρά το γεγονός της μικρής αυτοδιοικητικής εμπειρίας των υποψηφίων και παρά το λυσσαλέο πόλεμο που δέχθηκαν, δείχνουν ότι το στοίχημα της άνοιξης του 2012 παραμένει ανοιχτό και πιο επίκαιρο από ποτέ. Στην Αττική και την Αθήνα, δηλαδή στην καρδιά της χώρας, εκφράσθηκε με τη μεγαλύτερη δύναμη η ταξική αντίθεση, η αντίθεση εργασίας και κεφαλαίου, η αντίθεση πλούτου και μεσαίας τάξης, η αντίθεση «δυνάμεων της υποτέλειας» και δυνάμεων που αντιτίθενται στην «εθνική ταπείνωση», η αντίθεση ανάμεσα στους υποστηρικτές και τους αντιπάλους τουλάχιστον της ηγεσίας της ΕΕ, αν όχι και των μονιμότερων δομών της. Εδώ χτυπά η καρδιά της αντίστασης των δυνάμεων της εργασίας.  

Αυτή η πλούσια και ζωντανή δυναμική ανήκει και σε όσους/ες προσωπικά την υπηρέτησαν αλλά ανήκει και στον ΣΥΡΙΖΑ εν συνόλω και στη διατήρηση μέχρι σήμερα των μαχητικών και ριζοσπαστικών του χαρακτηριστικών. Υπάρχει δε παρά -και όχι χάρη- στις όποιες «μετριοπαθείς διορθώσεις» επιχειρήθηκαν από το 2012 ως το 2014. Αυτή η δυναμική, η οποία αναμφισβήτητα θα επηρεάσει και όλη τη χώρα στις ευρωεκλογές και στο δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών (αποτελεί πλήρη πολιτική  άνοια η σκέψη ότι η ψήφος στην καρδιά της χώρας θα αφήσει την λοιπή Ελλάδα ανεπηρέαστη - μια τέτοια εξέλιξη, αν και σφόδρα απίθανη, θα έδειχνε ότι υπάρχουν δυο καθαρά αντιπαρατιθέμενες  Ελλάδες χάρη στην ταξική παρέμβαση της άρχουσας τάξης) και θα επικαθορίσει την πιθανότατη μεγάλη νίκη στις ευρωεκλογές του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και σύμπασας της ελληνικής και ευρωπαϊκής Αριστεράς. Επιπλέον, η επίγνωση της ριζικής αλλαγής των πολιτικών συσχετισμών μπορεί να λειτουργήσει σαν χιονοστιβάδα και να επικαθορίσει και την πολύ πιθανή νίκη στο δεύτερο γύρο στην Περιφέρεια της Αττικής της Ρένας Δούρου και στην Αθήνα του Γαβριήλ Σακελλαρίδη.

3.   Δυο αναμνήσεις από το σκοτεινό μέλλον : «Χρυσή Αυγή»  και «Πειραιάς Νικητής»

Τόσο η σταθεροποίηση της Χρυσής Αυγής πανελλαδικά σε ψηλά επίπεδα (και ιδίως το τεράστιο 16% του Κασιδιάρη στην Αθήνα) όσο και το φαινόμενο Μώραλη στον Πειραιά είναι φαινόμενα διαρκούς και σοβαρής ασθένειας της αστικής δημοκρατίας στη χώρα μας αλλά και σχετικής μεταμόρφωσης τόσο της αστικής τάξης όσο και όψεων της μεσαίας τάξης προς μια πιο «ακραία», «περιθωριακή» αλλά και λούμπεν διάσταση, στα όρια ανάμεσα στην πολιτική και την οργανωμένη παραβατικότητα. Επίσης, και τα δυο αποδεικνύουν -σε συνδυασμό και με τη διαρκή μεταμόρφωση των κυβερνητικών και μνημονιακών κομμάτων προς το νεοφιλελεύθερο ολοκληρωτισμό- την ισχυρή τάση προς τη μεταδημοκρατία αλλά και προς το κοινοβουλευτικό καθεστώς «διαρκούς ανάγκης και διακινδύνευσης». Τόσο ο φασισμός όσο και ο μπερλουσκονισμός δεν είναι παροδικά φαινόμενα μέσα στην πολιτική και εθνική κρίση. Έχουν έρθει εδώ για να μείνουν και να αποικήσουν μόνιμα τον κόσμο μας, τις αξίες μας αλλά  και την αισθητική μας. Ιδίως, όσον αφορά το φασισμό, το πεδίο του «δικαιωματικού φιλελευθερισμού» και του αντιφασιστικού λεγκαλισμού, η άποψη δηλαδή ότι με τους εισαγγελείς και τις απαγορεύσεις κομμάτων και με τις εκτεταμένες νομοθεσίες κατά των «ακραίων συμπεριφορών» θα ξηλώσουμε την υποτίθεται νομιμόφρονα βάση του φασισμού, διαψεύσθηκε τελείως και παταγωδώς. Ο φασισμός είναι ένα ενεργό και με διαμορφωμένη κοινωνική βάση μονιμότερο ρεύμα στην Ελλάδα της κρίσης, το οποίο δεν «στήθηκε» απλά από το κράτος ούτε χρειάζεται/αρκεί μια χειρονομία του αστικού κράτους για να ξεστηθεί. Όμως, αυτό αποτελεί άλλο στρατηγικό ζήτημα και θα χρειαστεί να επανέλθουμε. Αρκεί να κρατήσουμε στο μυαλό δυο πράγματα α) την ανεπάρκεια και μερική απροσφορότητα των δικαστικών μέσων καταπολέμησης και β) το χαρακτήρα του φασισμού ως φαινομένου νόθας «ριζοσπαστικοποίησης» που αντιβαίνει σε μια ανάγνωση απλής χρήσης του από το αυταρχικό αστικό κράτος - σαν να ήταν ο φασισμός μια «λευκή φρουρά» των καπιταλιστών ή ένας «μπάτσος» ακόμη. Χωρίς αυτά τα νοητικά εργαλεία, δεν θα πάμε μακριά.