Η ταινία του σκηνοθέτη από την Αϊτή, Ραούλ Πεκ, με τίτλο, «Όταν ο Μαρξ συνάντησε τον Ένγκελς», επιχειρεί να περιγράψει τι συνέβη όταν διασταυρώθηκαν τα βήματα αυτών των δύο ανδρών.

Επι­κε­ντρω­μέ­νη στην πε­ρί­ο­δο από το 1843 μέχρι το 1847, δεί­χνει με πε­ριε­κτι­κό τρόπο, καθώς απευ­θύ­νε­ται σε ευ­ρύ­τε­ρα ακρο­α­τή­ρια, το κλίμα μέσα από το οποίο δια­μορ­φώ­θη­καν τόσο οι επα­να­στα­τι­κές τους ιδέες όσο και οι ίδιοι.

Όλα ξε­κι­νούν το 1843, με την πα­ρου­σί­α­ση του κοι­νω­νι­κού και οι­κο­νο­μι­κού το­πί­ου της επο­χής. Οι αλ­λα­γές που έχουν επέλ­θει είναι πρω­τό­γνω­ρες. Από τη μια η βιο­μη­χα­νι­κή επα­νά­στα­ση, από την άλλη η δη­μιουρ­γία της ερ­γα­τι­κής τάξης. Δύο αντί­θε­τοι πόλοι έχουν ει­σέλ­θει δυ­να­μι­κά στο προ­σκή­νιο της ιστο­ρί­ας.

Ο 26χρο­νος Καρλ Μαρξ, εξό­ρι­στος στο Πα­ρί­σι, μαζί με τη γυ­ναί­κα του Τζένη, οι οποί­οι δια­βιούν σε δύ­σκο­λες οι­κο­νο­μι­κές συν­θή­κες, βρί­σκε­ται στις απαρ­χές της δια­μόρ­φω­σης της θε­ω­ρί­ας του. Πα­ρα­τη­ρεί τις κοι­νω­νι­κές και πο­λι­τι­κές εξε­λί­ξεις, συμ­με­τέ­χει σε συ­ζη­τή­σεις και αντι­πα­ρα­θέ­σεις, δια­βά­ζει και γρά­φει ακα­τά­παυ­στα. Εν τω με­τα­ξύ, γνω­ρί­ζε­ται με τον Πρου­ντόν και τον Μπα­κού­νιν, συν­δια­λέ­γε­ται ή δια­φω­νεί μαζί τους, όπως και με άλ­λους δια­νοη­τές εκεί­νης της επο­χής, ενώ γί­νε­ται πολ­λές φορές ερι­στι­κός προ­κει­μέ­νου να υπε­ρα­σπι­στεί τις από­ψεις του. Από την άλλη ο ευ­γε­νι­κός και πράος 24χρο­νος Φρή­ντριχ Έν­γκελς, γόνος οι­κο­γέ­νειας βιο­μη­χά­νων, που έχουν στην Αγ­γλία τα κλω­στή­ρια «Έρμεν & Έν­γκελς», βλέ­πει από μέσα όχι μόνο την ανά­πτυ­ξη του κα­πι­τα­λι­σμού, αλλά και την εξα­θλί­ω­ση, εξα­χρεί­ω­ση και στυ­γνή εκ­με­τάλ­λευ­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης, μέσω της οποί­ας υπάρ­χει αυτή η ανά­πτυ­ξη. Η γνώση του για τον ερ­γα­τι­κό κόσμο ξε­περ­νά τα δε­δο­μέ­να εκεί­νης της επο­χής, και έχει ως απο­τέ­λε­σμα την έκ­δο­ση του πε­ρί­φη­μου έργου του, «Η Κα­τά­στα­ση της Ερ­γα­τι­κής Τάξης στην Αγ­γλία». «Είναι κο­λοσ­σιαίο έργο», λέει ο Μαρξ στον Έν­γκελς, όταν πρω­το­γνω­ρί­ζο­νται στη Γαλ­λία.

Αρ­γό­τε­ρα, όταν ο Μαρξ κυ­κλο­φό­ρη­σε τον πρώτο τόμο του «Κε­φα­λαί­ου», πε­ριέ­γρα­ψε με πολύ με­λα­νά χρώ­μα­τα τις άθλιες συν­θή­κες δια­βί­ω­σης της ερ­γα­τι­κής τάξης. Πα­ρα­θέ­τω ένα από­σπα­σμα σχε­τι­κό με την κα­τοι­κία, την οποία θε­ω­ρεί ως την άλλη πλευ­ρά του κακού της συ­γκε­ντρο­ποί­η­σης των μέσων πα­ρα­γω­γής, επει­δή συ­νω­στί­ζο­νταν πολ­λοί ερ­γά­τες στον ίδιο χώρο. «Σ’ έναν ανώ­τε­ρο βαθμό το κακό αυτό συ­νε­πά­γε­ται τέ­τοια άρ­νη­ση κάθε αι­σθή­μα­τος αι­δούς, τέ­τοιο βρω­με­ρό ανα­κά­τω­μα σω­μά­των και σω­μα­τι­κών λει­τουρ­γιών, τέ­τοια απο­κά­λυ­ψη σε­ξουα­λι­κής γύ­μνιας, που όλα αυτά είναι χτη­νώ­δη και όχι αν­θρώ­πι­να» (σελ. 682). Αυτό το ανα­κά­τω­μα, είχε ως συ­νέ­πεια την από­λυ­τη εξα­χρεί­ω­ση (ακο­λα­σία, ανη­θι­κό­τη­τα από μικρή ηλι­κία, χρήση οπίου, κλπ). Το απο­τέ­λε­σμα δεν ήταν μόνο η έξαρ­ση των ασθε­νειών, αλλά και συχνά η γέν­νη­ση νόθων παι­διών ή ακόμη και αι­μο­μι­ξί­ες.

Μέσα από αυτές τις κοι­νές ανη­συ­χί­ες ξε­κί­νη­σε η γνω­ρι­μία τους, η οποία έμελε να δη­μιουρ­γή­σει μια με­γά­λη φιλία, που κρά­τη­σε μια ζωή και ατσα­λώ­θη­κε μέσα στο πέ­ρα­σμα του χρό­νου από κοι­νούς αγώ­νες. Κοινό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό στοι­χείο και των δύο είναι ότι προ­έρ­χο­νταν από οι­κο­γέ­νειες, οι οποί­ες διέ­θε­ταν οι­κο­νο­μι­κή άνεση, αλλά έγι­ναν απο­στά­τες της τάξης τους, και αφιέ­ρω­σαν τη ζωή τους στην απε­λευ­θέ­ρω­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης από τα δεσμά του κα­πι­τα­λι­σμού. 

«Μέχρι τώρα οι φι­λό­σο­φοι ερ­μή­νευαν τον κόσμο, το θέμα είναι να τον αλ­λά­ξου­με», λέει ο Μαρξ, ερ­χό­με­νος σε αντι­πα­ρά­θε­ση με τους νέους χε­γκε­λια­νούς, ενώ σε άλλη σκηνή δεί­χνει τον Έν­γκελς, να προ­τρέ­πει τον Μαρξ να με­λε­τή­σει την αγ­γλι­κή πο­λι­τι­κή οι­κο­νο­μία για να δει πως λει­τουρ­γεί το οι­κο­νο­μι­κό κύ­κλω­μα. Έτσι, ξε­κι­νώ­ντας να με­λε­τά συ­στη­μα­τι­κά τα οι­κο­νο­μι­κά εγ­χει­ρί­δια της επο­χής, ανα­πτύσ­σει τη θέση ότι η ερ­γα­σία είναι ένα εμπό­ρευ­μα που ελεύ­θε­ρα ο ερ­γά­της το πουλά στο κε­φά­λαιο. Όμως, «το παι­χνί­δι δεν είναι ισό­τι­μο», λέει ο Μαρξ. Ο βα­σι­κός σκο­πός είναι το κέρ­δος στο παι­χνί­δι της δια­νο­μής του πλού­του, που οι ερ­γά­τες πα­ρή­γα­γαν με την ερ­γα­σία τους. Μιας δια­νο­μής, η οποία μοι­ρά­ζε­ται ανά­με­σα στα μέλη της αστι­κής τάξης, όπου ένα ελά­χι­στο μέρος της δί­νε­ται στην ερ­γα­τι­κή τάξη με τη μορφή του μι­σθού. Από αυτή την ανά­λυ­ση, ο Μαρξ, κα­τα­λή­γει στην εξής στι­χο­μυ­θία-συ­μπέ­ρα­σμα: «Η σύγ­χρο­νη βιο­μη­χα­νία γεν­νά­ει τον σύγ­χρο­νο σκλά­βο που είναι το προ­λε­τα­ριά­το. Αν το προ­λε­τα­ριά­το ελευ­θε­ρω­θεί θα ελευ­θε­ρω­θεί η αν­θρω­πό­τη­τα και η κοι­νω­νία που θα προ­κύ­ψει θα είναι η κομ­μου­νι­στι­κή». Από τις οι­κο­νο­μι­κές του με­λέ­τες θα προ­κύ­ψει το μνη­μειώ­δες έργο του, «Το Κε­φά­λαιο».

Στις αρχές του 1847, η ται­νία δεί­χνει τον Έν­γκελς και τον Μαρξ, να προ­σχω­ρούν στην «Ένωση των Δι­καί­ων», μια ορ­γά­νω­ση στο Λον­δί­νο, που συ­σπεί­ρω­νε ερ­γά­τες, κυ­ρί­ως με­τα­νά­στες. Το σύν­θη­μα της Ένω­σης, «όλοι οι άν­θρω­ποι είναι αδέρ­φια», δεν κά­λυ­πτε τους δυο άντρες, επει­δή θε­ω­ρού­σαν ότι δεν μπο­ρούν να είναι αδέλ­φια οι μι­σθω­τοί με τα αφε­ντι­κά τους. Σε διε­θνές Συ­νέ­δριο της Ένω­σης, στο Λον­δί­νο, τον Ιού­νιο του 1847, και κα­τό­πιν ομι­λί­ας του Έν­γκελς, που επέ­μει­νε στην έν­νοια της εκ­με­τάλ­λευ­σης και των ανει­ρή­νευ­των τα­ξι­κών δια­φο­ρών που αυτή πα­ρά­γει, με­το­νο­μά­ζε­ται σε «Κομ­μου­νι­στι­κή Ένωση» και το σύν­θη­μα που υιο­θε­τεί­ται πλέον είναι «Προ­λε­τά­ριοι όλων των χωρών ενω­θεί­τε».

Η ται­νία τε­λειώ­νει, δεί­χνο­ντας τους Μαρξ-Έν­γκελς, να συγ­γρά­φουν το μικρό βι­βλια­ρά­κι, το οποίο εκ­δό­θη­κε στις 21 Φε­βρουα­ρί­ου 1848, και έμελε να απο­τε­λέ­σει την ιδρυ­τι­κή πράξη συ­γκρό­τη­σης του διε­θνούς ερ­γα­τι­κού και σο­σια­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος: το «Κομ­μου­νι­στι­κό Μα­νι­φέ­στο». «Ένα φά­ντα­σμα πλα­νιέ­ται πάνω από την Ευ­ρώ­πη: το φά­ντα­σμα του κομ­μου­νι­σμού…….». Έτσι ξε­κι­νά, η ει­σα­γω­γή. Ένα μήνα μετά ξεσπά η επα­νά­στα­ση στη Γαλ­λία, και ακο­λου­θεί σε Γερ­μα­νία, Αυ­στρία, Ουγ­γα­ρία κλπ.

Βέ­βαια, η ται­νία ανα­φέ­ρε­ται και σε διά­φο­ρες άλλες πλευ­ρές από την κα­θη­με­ρι­νή ζωή των δύο νέων αν­δρών, ανα­δει­κνύ­ο­ντας και το αν­θρώ­πι­νο στοι­χείο. Γλέ­ντα­γαν, κά­πνι­ζαν, έπι­ναν, με­θού­σαν, τσα­κώ­νο­νταν, είχαν με­τα­πτώ­σεις, έπαι­ζαν σκάκι και ήταν βαθιά ερω­τευ­μέ­νοι με τις γυ­ναί­κες τους. Ο Μαρξ, μί­λα­γε για τη γυ­ναί­κα του με  θαυ­μα­σμό, η οποία με τη σειρά της τον στή­ρι­ζε συ­νε­χώς, ενώ ο Έν­γκελς ερω­τεύ­τη­κε και πα­ντρεύ­τη­κε την μα­χη­τι­κή και γι’ αυτό απο­λυ­μέ­νη ερ­γά­τρια από το ερ­γο­στά­σιο του πα­τέ­ρα του, την Ιρ­λαν­δή Μαίρη Μπερνς.

Προς το τέλος της ται­νί­ας έχει στιγ­μιό­τυ­πα από διά­φο­ρους λαϊ­κούς και ερ­γα­τι­κούς αγώ­νες, από τότε μέχρι σή­με­ρα, τα οποία συ­νο­δεύ­ο­νται από το υπέ­ρο­χο τρα­γού­δι του Μπομπ Ντί­λαν, «Like a Rolling Stone».

Επα­νερ­χό­με­νοι στο αρ­χι­κό ερώ­τη­μα, «τι ακρι­βώς συ­νέ­βη όταν ο Μαρξ συ­νά­ντη­σε τον Έν­γκελς;», κατά πως φαί­νε­ται έμελ­λε να γεν­νη­θεί μια νέα θε­ω­ρία, η οποία όταν απέ­κτη­σε υλική υπό­στα­ση και έγινε ιδε­ο­λο­γία μαζών, κα­τά­φε­ρε να ανα­τρέ­ψει ολό­κλη­ρα κοι­νω­νι­κά συ­στή­μα­τα και να δη­μιουρ­γή­σει νέα, τα οποία, παρά τις αστο­χί­ες και τα πι­σω­γυ­ρί­σμα­τά τους, έδει­ξαν ότι υπάρ­χει η δυ­να­τό­τη­τα να κα­ταρ­γη­θεί η εκ­με­τάλ­λευ­ση αν­θρώ­που από άν­θρω­πο.