Υπάρχει μια πλούσια μαρξιστική παράδοση που αναφέρεται στους παραγωγικούς μετασχηματισμούς του καπιταλισμού, είτε στην κλίμακα της επιχείρησης είτε στην κλίμακα της συνολικής οικονομίας.
Ο παραγωγικός μετασχηματισμός, στην παράδοση αυτή, δεν αναφέρεται μόνο στις επενδύσεις, στη δημιουργία νέων κλάδων παραγωγής ή νέων προϊόντων, στην αλλαγή της ποιότητάς τους και στην οργάνωση της παραγωγής ώστε να είναι πιο αποτελεσματική και συμφέρουσα για την αύξηση του ΑΕΠ. Περιλαμβάνει αλλαγές σε περισσότερες πλευρές της οικονομίας και της κοινωνίας –διότι η διαδικασία παραγωγής του συνολικού κεφαλαίου δεν περιλαμβάνει μόνο τους κλάδους παραγωγής και τις επιχειρήσεις, αλλά και την αγορά εργασίας και τις νομικές ρυθμίσεις που διέπουν τη λειτουργία της, τις αγορές προϊόντων και τον ανταγωνισμό, το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την κρατική διαχείριση του χρήματος και της εργασιακής δύναμης, τις μορφές ιδιοκτησίας, την οργάνωση των σχέσεων στο εσωτερικό της παραγωγής κ.λπ. Με ένα παλιότερο λεξιλόγιο, που τώρα φαίνεται να μη χρησιμοποιείται ευρέως, η παραγωγική ανασυγκρότηση δεν είναι ζήτημα μόνο των παραγωγικών δυνάμεων αλλά και των παραγωγικών σχέσεων.
Μοντέλο
Τι μας νοιάζει τώρα εμάς αυτό; Η παραγωγική ανασυγκρότηση εμφανίζεται στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και στις δημόσιες τοποθετήσεις των στελεχών του ως συνώνυμο της βιομηχανικής και της κλαδικής πολιτικής, σαν μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού της παραγωγής, ανασυγκρότησης του παραγωγικού συστήματος, μια ενασχόληση μόνο με τις παραγωγικές δυνάμεις, με την αύξηση της παραγωγικότητας και της παραγωγής. Αυτή όμως είναι μια πολύ ατελής προσέγγιση του ζητήματος. Είναι προφανές ότι στην έννοια της παραγωγικής ανασυγκρότησης πρέπει να περιλαμβάνεται η έννοια του παραγωγικού μοντέλου, δηλαδή η ιδιαίτερη μορφή που παίρνει το παραγωγικό σύστημα: μια καθορισμένη κλαδική σύνθεση παραγωγικών δραστηριοτήτων που αναπτύσσουν μεταξύ τους επωφελείς διακλαδικές σχέσεις, μια ευνοϊκή σύνθεση επιχειρήσεων (μέγεθος μονάδων παραγωγής, συνθήκες ανταγωνισμού στο εσωτερικό του κλάδου κ.λπ.), μια καθορισμένη σχέση μεταξύ του τομέα παραγωγής μέσων παραγωγής με τον τομέα που παράγει αγαθά και υπηρεσίες για την κατανάλωση, μια επωφελής σχέση μεταξύ ενός τομέα παραγωγής που είναι ανοιχτός στον διεθνή ανταγωνισμό και ενός τομέα παραγωγής που στρέφει τις πωλήσεις του στην εσωτερική αγορά, και άλλα. Αυτά όμως δεν είναι αρκετά για να μιλάμε για την παραγωγική ανασυγκρότηση, για τον πολύ απλό λόγο ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν μόνα τους, ξεχωριστά, δίπλα, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές σχέσεις, αλλά σε σύμφυση με αυτές.
Έτσι, δεν μπορούμε να μιλάμε για παραγωγική ανασυγκρότηση χωρίς να έχουμε στον νου μας και να εντάσσουμε στην πολιτική μας τις κοινωνικές σχέσεις: τις μορφές ιδιοκτησίας υπό τις οποίες θα μπορεί στο εξής να διεξάγεται η παραγωγική δραστηριότητα, έναν κανόνα για τη πρωτογενή διανομή του εισοδήματος (δηλαδή έναν κανόνα για την αναλογία κατά την οποία τα οφέλη από την αύξηση της παραγωγικότητας και της παραγωγής θα μοιράζονται στα κέρδη και στους μισθούς), έναν κανόνα για τη διάθεση του πλεονάσματος της παραγωγής (πόσα κέρδη μπορεί να ιδιοποιείται ο χρηματοπιστωτικός τομέας; πόσο υψηλοί να είναι οι φόροι επί των κερδών; πώς θα αυξηθεί το τμήμα του κέρδους που επενδύεται;), έναν κανόνα για τη δευτερογενή διανομή του εισοδήματος (φύση, μέγεθος και χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους). Επίσης, η παραγωγική ανασυγκρότηση δεν μπορεί να νοείται χωρίς το θεσμικό πλαίσιο ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και των αγορών εργασίας, διότι αυτές οι δύο διαφορετικές βαθμίδες της οικονομίας βρίσκονται σε αλληλεπίδραση. Π.χ. εάν έχεις ένα θεσμικό πλαίσιο όπου ο κατώτατος μισθός περιορίζει σοβαρά τους χαμηλούς μισθούς, αυτό θα δώσει ώθηση σε μια παραγωγική ανασυγκρότηση προσανατολισμένη στην υψηλότερη ποιότητα προϊόντων, στην παραγωγή που βασίζεται στις γνώσεις και τις δεξιότητες των εργαζομένων παράλληλα με την υψηλή τεχνολογία κ.λπ.
Τάξεις
Ούτε μπορούμε, όταν μιλάμε για παραγωγική ανασυγκρότηση, να αγνοούμε τις μορφές οργάνωσης της εργασίας στο εσωτερικό των μονάδων παραγωγής και τον τύπο διοίκησης των επιχειρήσεων, αφού αυτές καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο την παραγωγικότητα και το κόστος, αλλά και την ποιότητα της εργασίας, τους ρυθμούς έντασης της εργασίας και άλλα. Ούτε μπορούμε να αγνοούμε τις ρυθμίσεις για τη σχέση των παραγωγικών δραστηριοτήτων με το περιβάλλον και τις πολεοδομικές επιλογές.
Τελευταίο, και το κυριότερο, ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης οφείλει να συγκροτεί ταξικές συμμαχίες που θα συνθέτει όλα τα παραπάνω στοιχεία σε έναν γενικό πολιτικό στόχο στον οποίο οι εργαζόμενες τάξεις θα αναγνωρίζουν το κοινό τους συμφέρον. Αυτός ο πολιτικός στόχος είναι το κρίσιμο στοιχείο που διευθύνει τα υπόλοιπα. Κάθε συγκεκριμένος παραγωγικός μετασχηματισμός έχει το χρώμα που του προσδίδει το πολιτικό σχέδιο, έχει πολιτικό πρόσημο. Στη σημερινή συγκυρία, στην Ελλάδα, δύο είναι οι πολιτικές κατευθύνσεις που εκ των πραγμάτων έχουν αναδειχθεί: Η πρώτη υπακούει στην αντίληψη ότι η αναδιανομή του εισοδήματος και η βελτίωση της κατάστασης των εργαζόμενων τάξεων είναι προϋπόθεση για τη μεγέθυνση του ΑΕΠ, των επενδύσεων και της συμμετοχής της άρχουσας τάξης στο «μέρισμα της ανάπτυξης», και προσδιορίζει έναν αριστερό ριζοσπαστικό παραγωγικό μετασχηματισμό, στοιχείο ενός ριζοσπαστικού μεταβατικού προγράμματος. Η δεύτερη υπακούει στην αντίληψη «η ανάπτυξη είναι προϋπόθεση για την αντιμετώπιση της κοινωνικής κρίσης» και προσδιορίζει έναν κεντροαριστερό εξωραϊστικό παραγωγικό μετασχηματισμό. Επάνω σε αυτές τις δύο πολιτικές κατευθύνσεις πρέπει να τοποθετηθούμε, διότι εάν μιλάμε για παραγωγική ανασυγκρότηση εν γένει, χωρίς επιθετικό προσδιορισμό, πάμε σε «ραντεβού στα τυφλά» με την ιστορία, σε καθεστώς «δημιουργικής ασάφειας» όπου ωφελείται, ως γνωστόν, πάντοτε ο ισχυρότερος.