Περιμέναμε να σβήσουν τα φώτα της κεντρικοπολιτικής αντιπαράθεσης με τη «μομφή» στη Βουλή, για να επανέλθουμε σε ορισμένα κρίσιμα διλήμματα στρατηγικής και πολιτικής τακτικής που άνοιξαν, στις βδομάδες που πέρασαν, κάποιες δημόσιες παρεμβάσεις κεντρικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι γνωστό ότι η στάση της Αριστεράς απέναντι στην Ευρωζώνη είναι ένα κεντρικό ζήτημα. Τα επίσημα κείμενα του ΣΥΡΙΖΑ (απόφαση του συνεδρίου, ιδρυτική Διακήρυξη, κ.α.) αντιμετωπίζουν το θέμα με μια «αλγεβρική» φόρμουλα, που φωτιζόταν σαφέστερα από τα συνοδευτικά στοιχεία της: Αφενός, «καμιά θυσία για το Ευρώ», αλλά και αφετέρου, «δεν θα υποκύψουμε σε εκβιασμούς» και αν κληθούμε να επιλέξουμε ανάμεσα στην εξυπηρέτηση των λαϊκών - εργατικών αναγκών και την πειθαρχία στην ευρωζώνη, θα επιλέξουμε χωρίς δισταγμούς την εξυπηρέτηση των λαϊκών - εργατικών αναγκών.
Η πρόσφατη δήλωση ότι μια πιθανή αποχώρηση από την Ευρωζώνη «θα ήταν καταστροφή», αποτελεί -προφανώς- άλλη πολιτική θέση: είναι πολύ πιο «κλειστή» φόρμουλα (δεν αποφεύγει μόνο την «εθελοντική» αποχώρηση αλλά και κάθε εκδοχή της, συμπεριλαμβανομένης της απάντησης σε απαράδεκτο εκβιασμό ή και αναγκαίας για τα λαϊκά – εργατικά συμφέροντα έξοδο από το ευρώ...). Ακριβώς γι’ αυτό δεν ήταν τυχαίο ότι αυτή η μετατόπιση υπογραμμίστηκε με άγρια χαρά από όλους τους αντιπάλους μας, από τον Σαμαρά, τον Βενιζέλο αλλά και τη Δημ.Αρ. κατά την τριήμερη συζήτηση στη Βουλή.
Στην Αυγή διαβάσαμε, επίσης, κάποιες «νέες ιδέες» για τις οικονομικοκοινωνικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αν αυτός συγκροτήσει κυβέρνηση: α) Το χρέος, λέει, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί από μια διεθνή διάσκεψη που θα εκπονήσει μια συμπεφωνημένη λύση για όλες τις υπερχρεωμένες χώρες, υπό την ευθύνη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. β) Το πρόβλημα της «ανάπτυξης» (με στόχο π.χ. την αντιμετώπιση της ανεργίας...) θα πρέπει να απαντηθεί μέσα από ένα «Ευρωπαϊκό Σχέδιο Μάρσαλ», που θα εκπονηθεί επίσης συμπεφωνημένα και επίσης υπό την επίβλεψη της ΕΚΤ. γ) Το κρίσιμο πρόβλημα των γιγάντιων ιδιωτικών τραπεζών θα πρέπει, λέει, να απαντηθεί μέσα από τις διαδικασίες της ευρωπαϊκής «τραπεζικής ενοποίησης» και υπό την ευθύνη (σωστά προβλέψατε) της ΕΚΤ. δ) Τη διανομή κάποιων «κουπονιών» για διασφάλιση τροφίμων στα ασθενέστερα στρώματα, με στόχο την αποφυγή μιας ανθρωπιστικής καταστροφής...
Το πρόβλημα με τις θέσεις αυτές είναι διπλό: αφενός, δεν απηχούν τις επεξεργασίες και τις μέχρι σήμερα συμπεφωνημένες απαντήσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Αφετέρου, «ξεχνούν» ένα μικρό προβληματάκι: ποιος θα αναγκάσει την ΕΚΤ να αναλάβει αυτές τις πρωτοβουλίες, ανατρέποντας άρδην τη μέχρι σήμερα κυρίαρχη γραμμή όλων των ευρωηγεσιών;
Το στρατηγικό υπόβαθρο αυτών των νέων αναζητήσεων παραπέμπει πολύ περισσότερο στο ιδεολογικό στίγμα του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ) παρά στη διαδρομή και στα κεκτημένα του ΣΥΡΙΖΑ.
Και από το χώρο του ΚΕΑ μας έρχονται κάποιες δυσάρεστες ειδήσεις: Για παράδειγμα, το ΚΚ Γαλλίας αποφάσισε πρόσφατα να κατέβει στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές στη Γαλλία με μια γενικευμένη συμμαχία - που περιλαμβάνει και το Δήμο του Παρισιού - με το κυβερνών Σοσιαλιστικό Κόμμα (την ώρα της βαθύτερης κρίσης του Ολαντρέου...). Αυτή η επιστροφή στις πολιτικές της κεντροαριστεράς παίζει, κυριολεκτικά, κορώνα-γράμματα ακόμα και την επιβίωση του Μετώπου της Αριστεράς, που πολλοί θεώρησαν ως το δεύτερο, μετά τον ΣΥΡΙΖΑ, επιτυχημένο υπόδειγμα ενότητας στη δράση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ο Ζαν Λυκ Μελανσόν, επικεφαλής του Μετώπου της Αριστεράς στις προηγούμενες εκλογές, σχολιάζοντας την απόφαση του ΚΚΓ δήλωσε ότι πρόκειται «όχι για λάθος αλλά για έγκλημα»...
Είναι σαφές ότι, ενόψει των Ευρωεκλογών, τα προβλήματα αυτά θα γίνουν πολύ πιο «εσωτερικά» και θα απαιτήσουν σαφείς οριοθετήσεις από τον ΣΥΡΙΖΑ. Πολύ περισσότερο που ο Αλ. Τσίπρας θα είναι επικεφαλής της καμπάνιας του ΚΕΑ στις ευρωεκλογές.
Η πίεση για συντηρητική μετατόπιση είναι, ομολογουμένως, μεγάλη. Διαβάσαμε, π.χ., συνέντευξη κεντρικού οικονομολόγου του ΣΥΡΙΖΑ στην Αυγή, όπου αναλάμβανε τη «δέσμευση» να... σταθεροποιήσουμε τους μισθούς στα σημερινά επίπεδα. Την ίδια στιγμή, ο (σοσιαλδημοκράτης) Σάββας Ρομπόλης, επικεφαλής του ινστιτούτου των συνδικάτων, δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει ότι μια ουσιαστική αύξηση στους κατώτατους μισθούς είναι αναντικατάστατη προϋπόθεση (όχι για την πορεία προς τον Σοσιαλισμό, αλλά) για την αντιμετώπιση της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού.
Στις σημερινές συνθήκες κρίσης και πόλωσης στην κοινωνία, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για συναινετικές, σοσιαλδημοκρατικού τύπου, λύσεις. Οι «από πάνω» δεν διαπραγματεύονται, δεν παραχωρούν, απαιτούν τη συντριβή όλων των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Όμως και οι αυταπάτες των «από κάτω» έχουν μειωθεί κατά πολύ: όλες οι μετρήσεις δείχνουν ότι μεγάλο τμήμα τους θα ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ, αλλά με «κρύα καρδιά», με μηδενικά περιθώρια ανοχής και «χάριτος». Αν μέσα σε αυτές τις συνθήκες ο ΣΥΡΙΖΑ εκπέμψει μήνυμα σοσιαλδημοκρατικής προσαρμογής δεν θα εισπράξει πολυσυλλεκτική ενίσχυση, αλλά θα πυροδοτήσει ένα διαλυτικό κατακερματισμό. Γιατί, όπως έλεγε και το επιτυχημένο προεκλογικό σύνθημα του 2012, οι επιλογές είναι απολύτως διλημματικές: ή αυτοί ή εμείς...