Η απάντηση στην τρομοκρατία είναι σήμερα η καθημερινή πάλη ενάντια στα μισαλλόδοξα κηρύγματα και ιδεολογίες από όπου και αν προέρχονται.

Αυτή η πάλη θα είναι αποτελεσματική μόνο αν συνοδεύεται από την οικοδόμηση σχέσεων αλληλεγγύης μέσα στον κοινωνικό ιστό, την ενεργοποίηση των πολιτών μέσα από συλλογικότητες, τον καθημερινό αγώνα  ενάντια σε κάθε είδους διακρίσεις, τη συνέχιση του ιστορικού αγώνα για μια διαφορετική κοινωνία με κύριο φορέα την εργατική τάξη και τους ταξικούς της συμμάχους.

Φυσικά ο αγώνας αυτός πρέπει να συνοδεύεται και από αγώνα ενάντια στις στρατιωτικές επεμβάσεις σε τρίτες χώρες και κάθε λαός οφείλει να παρεμποδίσει τη συμμετοχή της χώρας του σε αυτές. 

Το πρόσφατο μαζικό έγκλημα που διαπράχτηκε στην Νίκαια της νότιας Γαλλίας, πέρα από τη φρίκη και τη θλίψη που εύλογα γεννάει, φέρνει στη σκέψη ερωτήματα για την θέση που παίρνει σήμερα πια η βία στις κοινωνίες της ευρωπαϊκής ηπείρου, τις αιτίες που την γεννούν και την διαχείριση της από την επίσημη εξουσία.

Η δολοφονική επίθεση με φορτηγό εναντίον του αμέριμνου πλήθους που είχε συγκεντρωθεί – με την ευκαιρία της γαλλικής εθνικής γιορτής – στη μεγάλη παραλιακή λεωφόρο της Νίκαιας –  άφησε πίσω πολλές δεκάδες νεκρούς (μεταξύ τους και παιδιά), πολλαπλάσιους τραυματίες και την Δημοκρατία τραυματισμένη ακόμη βαθύτερα.

Η εκ των υστέρων ανάληψη ευθύνης από την τρομοκρατική οργάνωση «Ισλαμικό Κράτος» αποτελεί μεμονωμένη ένδειξη και όχι αποδεικτικό στοιχείο για διασύνδεση του δράστη με την οργάνωση αυτή.

Όμως, η εσπευσμένη (αμέσως μετά την πρωτοφανή στο είδος της ανθρωποσφαγή) προσπάθεια του γαλλικού πολιτικού κόσμου (από το «Σοσιαλιστικό» κόμμα ως το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο) να προβάλει εντονότατα το φάσμα της ισλαμικής τρομοκρατικής απειλής, οι επανειλημμένες αναφορές στην παρουσία εξωτερικού και εσωτερικού εχθρού, η υπόσχεση του γάλλου πρόεδρου Ολάντ για εντονότερη στρατιωτική δράση της  Γαλλίας στην Συρία, οι διάχυτες φωνασκίες που ζητούν «μηδενική ανοχή», υποδηλώνουν έναν αυταρχικό προσανατολισμό του γαλλικού πολιτικού συστήματος και την ένταση που διακατέχει την γαλλική κοινωνία.

Ας γίνουμε σαφείς: η απουσία αποδείξεων για οργανική σχέση του δολοφόνου της Νίκαιας με το ΙΚ, ακόμη και η ενδεχόμενη απουσία τέτοιας σχέσης, δεν αφαιρούν από την οργάνωση αυτή την ευθύνη που έσπευσε να αναλάβει. Η συμβολή και μόνο του ΙΚ στην δημιουργία παγκόσμιου κλίματος μισαλλοδοξίας και τυφλού μίσους ισοδυναμεί με ηθική αυτουργία σε κάθε έγκλημα με θρησκευτική αναφορά που έχει ή πρόκειται να συμβεί στον πλανήτη.

Είναι όμως το ΙΚ και οι άλλες ισλαμομισαλλόδοξες οργανώσεις οι μοναδικοί υπεύθυνοι του κύματος ακραίας βίας που κατακλύζει όλο και περισσότερο τον λεγόμενο δυτικό κόσμο και ειδικά, την τελευταία διετία, την Γαλλία; 

Πως εξηγείται για πράδειγμα ότι στις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής οι μαζικές δολοφονίες αθώων από ανεξέλεγκτους εγκληματίες είναι ενδημικό φαινόμενο πολύ πριν την εμφάνιση τρομοκρατίας με αναφορά στο Ισλάμ, και ανεξάρτητα από αυτήν;

Πρέπει εξ αρχής να οριοθετηθούμε από τη λογική που προβάλλει εικαζόμενα ή πραγματικά ψυχοπαθολογικά στοιχεία των δραστών ως καθοριστικό παράγοντα των τρομοκρατικών επιθέσεων. Η ψυχική επιβάρυνση, φορτίο που κυρίως επωμίζεται εκείνος που πάσχει από αυτήν, δεν σχετίζεται γραμμικά με πράξεις εξωστρεφούς βίας. Ο στιγματισμός των ψυχικά πασχόντων και η αντιμετώπιση τους με καταστολή είναι πολιτισμική στρέβλωση ισοδύναμη της ξενοφοβίας και του ρατσισμού.

Είναι πλέον κοινή διαπίστωση πως η πλειοψηφία των δραστών τρομοκρατικών επιθέσεων έχουν ανατραφεί σε χώρες του λεγόμενου δυτικού κόσμου και έχουν συστηματικά εκτεθεί στα πολιτισμικά και αξιακά υποπροϊόντα που μαζικά παράγει ο κόσμος αυτός καθώς βυθίζεται σε μια από τις πιο βαθιές κρίσεις της ιστορίας του.

Ο ανταγωνισμός μέχρι θανάτου για την απόκτηση των μέσων επιβίωσης και η διάλυση των κοινωνικών σχέσεων που συστηματικά προωθεί ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, με πρωτοπόρο την υπερατλαντική υπερδύναμη και ιδεολογικό προκάλυμμα την αναγόρευση του ατόμου ως μοναδικού σημείου υπαρξιακής αναφοράς, εκτρέπουν την αναζήτηση ικανοποίησης (ήδη από την στιγμή της προεφηβείας)  προς αυτιστικού τύπου απολαύσεις  που εκτείνονται από την φετιχιστική λατρεία των καταναλωτικών αγαθών μέχρι τον συμβολικό ή πραγματικό φόνο, περνώντας από τα βαλτοτόπια της εικονικής πραγματικότητας.

Η ενορμησιακή αυτή διαστροφή ενισχύεται από τις πολυποίκιλες φραγές που ορθώνει στην πρόοδο των νέων ανθρώπων το σύστημα, μείγμα γενικευμένης απορρύθμισης και κοινωνικού απαρτχάιντ. Η δεύτερη αυτή όψη είναι ιδιαίτερα ενισχυμένη στις πρώην αποικιοκρατικές μητροπόλεις όπου ο ρατσισμός καλλιεργείται υπόγεια ή φανερά ως απολογία της κοινωνικής χρεωκοπίας.  

Τα αντισταθμιστικά μέτρα που παραδοσιακά χρησιμοποίησε το σύστημα για την αποφυγή της κοινωνικής έκρηξης, προγράμματα ένταξης και πολιτισμού, παιδεία και υγεία, γίνονται ολοένα ανεπαρκέστερα εξαιτίας της αυξανόμενης λιτότητας, ενώ η ιδιωτικοποίηση ακόμη και των υπηρεσιών τήρησης της τάξης απονομιμοποιεί ακόμη περισσότερο τη θεσμική βία.

Η εκδήλωση της τελευταίας μαζικής δολοφονικής επίθεσης στην Νίκαια, πόλη-σύμβολο της αστυνόμευσης και του κοινωνικού συντηρητισμού, φτωχή συγκριτικά γειτόνισσα του φοροπαράδεισου του Μονακό, δεν είναι χωρίς σημασία. Η πόλη αυτή τα τελευταία 50 χρόνια κυβερνιέται τοπικά από εναλλασσόμενους ή συνασπισμένους εκπρόσωπους της Δεξιάς και της άκρας Δεξιάς. Η αστυνόμευση των πολιτών με ενισχυμένα ανθρώπινα και τεχνικά μέσα μαζί με την παγίωση της διάκρισης ανάμεσα στους πολίτες αποτελεί μόνιμο λειτουργικό δόγμα της τοπικής ελίτ, σκοτεινό παρασκήνιο της ηλιόλουστης αυτής πόλης της γαλλικής ριβιέρας.

Η πρόσφατη παταγώδης τραγική αποτυχία της λογικής αυτής  στην ίδια πόλη που την εφάρμοσε με παραδειγματικό τρόπο οδηγεί σε εύγλωττα συμπεράσματα.

Το δόγμα της γενικευμένης αστυνόμευσης ως κύριο μέσο για την επίτευξη μιας επίπλαστης κοινωνικής ειρήνευσης (« tout sécuritaire »)  μαζί με το δόγμα της μηδενικής ανοχής (« tolérance zéro ») που εισήγε στην γαλλική πολιτική ζωή ο πρόεδρος Σαρκοζί,  αποτελούν κοινούς ιδεολογικούς πυλώνες της αυταρχικής πτέρυγας της Δεξιάς και του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου των Λεπέν, σήμερα όμως έχει προσχωρήσει, έμπρακτα και θεωρητικά, και το κυβερνόν πλειοψηφικό κομμάτι (Βαλς) του Σοσιαλιστικού Κόμματος.

Παρά τον πολλαπλασιασμό των θεσμικών και αστυνομικών μέτρων καταστολής, μέσα σε 18 μήνες η Γαλλία βίωσε τρία πολύ σοβαρά τρομοκρατικά χτυπήματα (Σαρλί Εμπντό, 13 Νοέμβρη, Νίκαια) που πληρώθηκαν με το αίμα αθώων πολιτών, προερχόμενων κατά πλειοψηφία από τα μη προνομιούχα και προοοδευτικά κομμάτια της κοινωνίας.  

Η σκοτεινή σαγήνη που ασκούν σε κομμάτια της γαλλικής κοινωνίας τα ισλαμομισαλλόδοξα αλλά και τα ακροδεξιά εθνομισαλλόδοξα κηρύγματα σχετίζεται με τον αποκλεισμό μεγάλων κομματιών του πληθυσμού, μεταναστών αλλά και ντόπιων, όχι μόνο από τα καταναλωτικά αγαθά (για τα οποία η αγορά προσφέρει άφθονα υποκατάστατα) αλλά κυρίως από αναντικατάστατα κοινωνικά αγαθά όπως η στέγη, το οικιστικό περιβάλλον, η εκπαίδευση, η υγεία, ο πολιτισμός, ακόμη από την ισότιμη πρόσβαση στην εργασία και στην κοινωνική ζωή, σχετίζεται επίσης με την καθημερινή απαξίωση που ασκούν στις αποκλεισμένες ομάδες οι κυρίαρχες ελίτ.

Στην ψυχολογία κομματιού αυτών των πληθυσμών η εξεγερσιακή ροπή στηρίζεται σε συντηρητικά ιδεολογικά σχήματα που παρέχουν την καθησυχαστική ψευδαίσθηση ενός απλουστευμένου κόσμου με καλούς και κακούς και την υπόσχεση δικαίωσης σε ένα επέκεινα.

Έτσι η πηγή που τροφοδοτεί την εξέγερση ενάντια στην ίδια την ζωή είναι σήμερα δυστυχώς αστείρευτη στη νεοφιλελεύθερη Δύση. Κομμάτι αυτής της ροπής μεταφράζεται κάτω από ειδικές συνθήκες σε τρομοκρατικές φονικές πράξεις.

Μετά την πρόσφατη επίθεση στη Νίκαια ο γάλλος υπουργός εσωτερικών διατύπωσε για τον δράστη την απίστευτη θεωρία περί «στιγμιαίας μετάλλαξης σε τρομοκράτη», θεωρία που μετατρέπει όλους τους πολίτες σε ύποπτους.

Γίνεται από όλα αυτά φανερό πως η γενικευμένη καταστολή που ονειρεύεται η γαλλική πολιτική ελίτ όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει την τρομοκρατία αλλά αντίθετα την εκτρέφει καθώς ενισχύει τις περισότερες από τις αιτίες της: ρατσισμό, αποκλεισμό, άρνηση αξιοπρέπειας, διχασμό της κοινωνίας, αστυνομική βία.

Τα επεισόδια αυτής της εβδομάδας που ξέσπασαν δικαιολογημένα σε περιαστικές περιοχές του Παρισιού με αφορμή μετά τον θάνατο σε αστυνομικό τμήμα 24χρονου νέου κάνουν ακόμη μια φορά φανερό τον μηχανισμό αυτοτροφοδότησης του κύκλου της βίας.

Επιπλέον, η γαλλική σοσιαλφιλελεύθερη κυβέρνηση τηρεί πια όλο και λιγότερα προσχήματα «πολιτικής ορθότητας» μη διστάζοντας, με αφορμή τις τελευταίες κινητοποιήσεις ενάντια στον αντεργατικό νόμο, να χαρακτηρίσει «τρομοκράτες» ακόμη και επίσημα μαζικά συνδικάτα όπως η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (CGT) ξεσκεπάζοντας έτσι μόνη της τον ταξικό χαρακτήρα της αστυνομικής πολιτικής της.

Όπως τραγούδησε ο ελληνο-αλεξανδρινός σύντροφός μας Μουστακί: «η βλακώδης αυστηρότητα των τηρητών της τάξης σκορπίζει τη λύσσα στην κοινωνία ώστε να μοιράσει έπειτα φίμωτρα και δεσμά».

Η απάντηση στην τρομοκρατία είναι σήμερα η καθημερινή πάλη ενάντια στα μισαλλόδοξα κηρύγματα και ιδεολογίες από όπου και αν προέρχονται. Αυτή η πάλη θα είναι αποτελεσματική μόνο αν συνοδεύεται από την οικοδόμηση σχέσεων αλληλεγγύης μέσα στον κοινωνικό ιστό, την ενεργοποίηση των πολιτών μέσα από συλλογικότητες, τον καθημερινό αγώνα  ενάντια σε κάθε είδους διακρίσεις, την συνέχιση του ιστορικού αγώνα για μια διαφορετική κοινωνία με κύριο φορέα την εργατική τάξη και τους ταξικούς της συμμάχους.

Φυσικά ο αγώνας αυτός πρέπει να συνοδεύεται και από αγώνα ενάντια στις στρατιωτικές επεμβάσεις σε τρίτες χώρες και κάθε λαός οφείλει να παρεμποδίσει την συμμετοχή της χώρας του σε αυτές. 

Οι κατευθύνσεις αυτές βρίσκονται στον αντίποδα εκείνων που επιλέγει σήμερα η επίσημη εξουσία σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες με την καθοδήγηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πιστεύουμε η εμμονή της εξουσίας στις σημερινές επιλογές είναι αδιέξοδο και θα μας οδηγεί στο να θρηνούμε σε τακτά διαστήματα νέα αθώα θύματα.

 Στην προχθεσινή συνεδρίαση του γαλλικού Κοινοβούλιου που με αμείλκτη πλειοψηφία ψήφισε την παράταση της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης» για ακόμη 6 μήνες, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Αριστερού Μετώπου (ΚΚΓ, Ensemble) Αντρέ Σασέιν δήλωσε πως «να ζούμε με μίσος σημαίνει να ζούμε στην υπηρεσία του εχθρού». Οι 30 βουλευτές (26 όχι και 6 αποχές, 7 του Αριστερού Μετώπου, 7 της ομάδας αποσχισμένων του ΣΚ, 11 ανεξάρτητοι Οικολόγοι και Σοσιαλιστές, 1 της Δεξιάς) που καταψήφισαν την κυβερνητική πρόταση είναι περισσότεροι από τους μόλις 6 διαφωνούντες του ΣΚ που είχαν καταψηφίσει τα έκτακτα μέτρα στις 19 Νοέμβρη του 2015. Φαίνεται πως η γαλλική κοινοβουλευτική Αριστερά αποφασίζει, έστω και καθυστερημένα, να εισακούσει το μαζικό κίνημα των δρόμων περισσότερο από τον ιδεατό πολίτη των δημοσκοπήσεων. Το μικρό αυτό θετικό βήμα καταγράφεται καθώς η Γαλλία βαίνει ολοταχώς με καθεστώς έκτακτης ανάγκης προς νέες προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές.

*Ψυχίατρος, ΛAΕ Παρισιού

Ετικέτες