Αυτός είναι ο τίτλος της πρώτης ταινίας, του Στίβεν Σόντερμπεργκ, που παίζεται στους κινηματογράφους. Η δεύτερη, η οποία είναι συνέχεια της πρώτης, με τίτλο, «Τσε, ο επαναστάτης», θα παιχτεί αμέσως μετά.

Η εν λόγω ταινία παρακολουθεί την γνωριμία του Τσε με τον Φιντέλ Κάστρο, την απόβασή τους στην Κούβα στις 26 Νοεμβρίου 1956, τον αγώνα για τη συγκρότηση αντάρτικου επαναστατικού στρατού, τις δυσκολίες και τις κακουχίες που υφίστανται, τις μάχες που δίνουν μέχρι την εκδίωξη του δικτάτορα Μπατίστα και την κατάληψη της Αβάνας, την 1 Ιανουαρίου 1959. Μάλιστα, από τους 82 ανθρώπους που αποβιβάστηκαν στις 26 Νοέμβρη, μόνο 12 σώθηκαν. Τους υπόλοιπους σκότωσαν οι άντρες του Μπατίστα.

Ο Τσε, ένας Αργεντίνος γιατρός, ο οποίος υποφέρει τακτικά από κρίσεις άσθματος, μαθαίνει γρήγορα τη τέχνη του ανταρτοπόλεμου, και από γιατρός γίνεται comandante (διοικητής) και ήρωας της επανάστασης. Δείχνει πως η συνεχής τακτική της συνεχούς παρενόχλησης των κυβερνητικών στρατευμάτων, αποθάρρυνε τους στρατιώτες και διασπούσε τις δυνάμεις του καθεστώτος.

Όμως, η ταινία περιγράφει όχι μόνο τις μάχες, αλλά και τη σχέση των ανταρτών με τους αγρότες, τη σχέση του Τσε με τους συντρόφους του, τις μεταπτώσεις κάποιων με την εγκατάλειψη του αγώνα ή την προδοσία κάποιων άλλων. Για την ιστορία να πούμε πως η μέση ηλικία των ανταρτών ήταν 24 ετών. Δείχνει ταυτόχρονα τον Τσε, στις φάσεις ανάπαυλας, να απολαμβάνει τη «ρουτίνα» της φύσης, ενώ κάθεται και διαβάζει μόνιμα ένα βιβλίο. Επίσης, δείχνει πως ο Τσε κερδίζει την εμπιστοσύνη των αγροτών, τους οποίους μαθαίνει να γράφουν και να διαβάζουν, κάτι το οποίο θεωρεί εντελώς απαραίτητο για να είσαι αντάρτης, τους παρέχει στοιχειώδη ιατρική περίθαλψη και είναι δίκαιος με όλους ακόμη και με τον εχθρό. Γι’ αυτούς τους λόγους αναπτύσσεται συνεχώς ο αντάρτικος στρατός, αν και αριθμητικά υστερεί από τον κυβερνητικό. Βέβαια, είναι το ίδιο αυστηρός, εκτελώντας όσους προδίδουν τον αγώνα ή όσους παριστάνουν τους αντάρτες, εκμεταλλευόμενοι τους χωρικούς.

Το διεφθαρμένο καθεστώς Μπατίστα είχε αφήσει στο έλεος το λαό. Στην ύπαιθρο οι γυναίκες ήταν πρόωρα γερασμένες, χωρίς δόντια, παιδιά με πρησμένη κοιλιά, ραχιτισμός, έλλειψη βιταμινών, κ.ά., ενώ κανείς από αυτούς δεν είχε φάει ποτέ ψωμί και κρέας. Οι αντάρτες τους παρέχουν προμήθειες, φτιάχνουν σχολεία, φούρνους, πρόχειρα ιατρεία, και προχωρούν σε αγροτική μεταρρύθμιση στις απελευθερωμένες περιοχές. Διότι, μόνο έτσι μπορεί να εδραιωθεί η επανάσταση, με την συμπαράσταση του λαού. «Το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του επαναστάτη είναι η αγάπη…», λέει ο Τσε.

Τέλος, δείχνει τη γνωριμία του, με την Αλέιδα Μαρτς, μια σημαντική γυναικεία επαναστατική προσωπικότητα, μετέπειτα δεύτερη γυναίκα του, που οδηγεί τη φάλαγγα των ανταρτών στην κατάληψη, από τον Τσε, της πόλης Σάντα Κλάρα, μια από τις αποφασιστικές μάχες που προμήνυσαν την τελική έκβαση. Η Αλέιδα, η οποία ήταν δασκάλα, υπήρξε  σύνδεσμος μεταξύ ανταρτών και πόλεων και αναγκάστηκε να ανέβει στα βουνά όταν την αντιλήφθηκαν οι δυνάμεις του κράτους και άρχισε να την αναζητά η αστυνομία.

Η ταινία εναλλάσσεται με λίγα ασπρόμαυρα πλάνα, που δείχνουν τον Τσε ως μέλος της κυβέρνησης, αφότου επικράτησε η επανάσταση, καθώς και τον λόγο του στην έδρα του ΟΗΕ, στις 11 Δεκεμβρίου 1964. Βέβαια, το κυρίαρχο στοιχείο στην ταινία, είναι το αντάρτικο, και βασίστηκε στο βιβλίο του Τσε, «Αναμνήσεις από τον επαναστατικό πόλεμο». Επίσης, να καυτηριάσουμε το γεγονός ότι το έργο προβάλλεται στην Ελλάδα με 10 χρόνια καθυστέρηση.

Ετικέτες