Στις 20 Σεπτέμβρη 2017, στο Μουσείο της Μακρονήσου, στο Θησείο, παρουσιάστηκε το Λεύκωμα με έργα του ζωγράφου Βασίλη Βλασίδη. Την εκδήλωση διοργάνωσαν η Πανελλήνια Ένωση Αγωνιστών και Φίλων της ΕΠΟΝ και ο επιμελητής-εκδότης του λευκώματος, Κώστας Λυγιαζής.

Ο Βα­σί­λης Βλα­σί­δης με την τέχνη του ανέ­δει­ξε στιγ­μές από τη κα­θη­με­ρι­νή ζωή των λαϊ­κών αν­θρώ­πων. Αυτοί ήταν τα μο­ντέ­λα του. Το έργο του είναι άμεσο και βιω­μα­τι­κό. Υπήρ­ξε αυ­το­δί­δα­κτος και κυ­ρί­ως ζω­γρά­φι­ζε σκί­τσα και πορ­τρέ­τα.

Γεν­νή­θη­κε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, στις 1-1-1907 και πέ­θα­νε στις 15-2-1997. Σε ηλι­κία 17 ετών έρ­χε­ται στην Αθήνα και κάνει διά­φο­ρες ερ­γα­σί­ας, ενώ πα­ράλ­λη­λα αρ­χί­ζει να ζω­γρα­φί­ζει. Μία από αυτές τις δου­λειές είναι στην ιδιω­τι­κή εται­ρεία νερού ΟΥΛΕΝ, στην οποία ανα­πτύσ­σει συν­δι­κα­λι­στι­κή δράση και γί­νε­ται πρό­ε­δρος του σω­μα­τεί­ου. Ορ­γα­νώ­θη­κε στο ΚΚΕ, και κατά τη διάρ­κεια της Κα­το­χής εντάσ­σε­ται στο ΕΑΜ. Μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση γνω­ρί­ζει, και αυτός, τις διώ­ξεις του εμ­φυ­λιο­πο­λε­μι­κού κρά­τους. Συλ­λαμ­βά­νε­ται πα­ρα­μο­νή Χρι­στου­γέν­νων του 1946. Ακο­λου­θεί η εξο­ρία: Ικα­ρία (1947), Μα­κρό­νη­σος (1948), Άη Στρά­της (1950). Το 1956 αφέ­θη­κε ελεύ­θε­ρος.

Κατά τα χρό­νια της εξο­ρί­ας ανα­δεί­χτη­κε το με­γά­λο τα­λέ­ντο του στη ζω­γρα­φι­κή. Στα πορ­τρέ­τα του, ει­δι­κά όσα ζω­γρά­φι­σε στην εξο­ρία, αυτό το οποίο ξε­χω­ρί­ζει είναι το βλέμ­μα, όπως επι­ση­μαί­νει ένας εκ των ομι­λη­τών, ο Γ. Ανα­γνώ­στου (τε­λειό­φοι­τος της ΑΣΚΤ) ή τον «πόνο της έκ­φρα­σης», σύμ­φω­να με την πα­ρα­τή­ρη­ση του Εμ­μα­νου­ήλ Μαυ­ρο­μά­τη (ιστο­ρι­κός τέ­χνης, ομό­τι­μος κα­θη­γη­τής στο ΑΠΘ). Αυτό ση­μαί­νει ότι Βλα­σί­δης γνω­ρί­ζει καλά την ψυ­χι­κή του κα­τά­στα­ση του κάθε ει­κο­νι­ζό­με­νου εκεί­νης της στιγ­μής. Μά­λι­στα, ένα από τα πιο συ­γκλο­νι­στι­κά έργα του, που μά­λι­στα προ­κα­λούν έντο­νη συ­γκι­νη­σια­κή φόρ­τι­ση, είναι δύο πορ­τρέ­τα με το πρό­σω­πο του εξό­ρι­στου Νίκου Πα­σχα­λί­δη. Το ένα όταν του ανα­κοι­νώ­νουν την από­φα­ση της εκτέ­λε­σης του γιού του και το άλλο όταν έχει εκτε­λε­στεί ο γιός του. Πορ­τρέ­τα που δεί­χνουν όλο το μέ­γε­θος του συ­ναι­σθή­μα­τος, τον βαθύ πόνο του πα­τέ­ρα μέσα από το σβη­σμέ­νο και χα­μέ­νο βλέμ­μα ή το από­λυ­το κενό μετά την εκτέ­λε­ση.

Επί­σης, μιας ανά­λο­γης εξαι­ρε­τι­κής από­δο­σης ασπρό­μαυ­ρο σκί­τσο είναι αυτό που απει­κο­νί­ζει τη μάννα. Όπως το­νί­ζει ο Ανα­γνώ­στου, η ανα­πό­λη­ση της οι­κο­γέ­νειας και ιδιαί­τε­ρα της μάνας, βρι­σκό­ταν σε πολλά έργα καλ­λι­τε­χνών, επει­δή δεν ήξε­ραν αν θα τις ξα­να­δούν. Επί­σης, δυ­να­τό είναι και το σκί­τσο που δεί­χνει δύο πα­τού­σες. Είναι δύο τα­λαι­πω­ρη­μέ­νες και βα­σα­νι­σμέ­νες πα­τού­σες από τις κα­κου­χί­ες της εξο­ρί­ας και από την φά­λαγ­γα (χτύ­πη­μα με γκλοπ στις πα­τού­σες των κρα­του­μέ­νων και μά­λι­στα φο­ρώ­ντας αρ­βύ­λες για να πρή­ζο­νται τα πόδια τους και να πο­νούν).

Ο Βλα­σί­δης, απέ­δω­σε με πολύ πα­ρα­στα­τι­κό τρόπο το κλίμα της επο­χής των διώ­ξε­ων του κρά­τους και ιδιαί­τε­ρα των τόπων εξο­ρί­ας.

«Μπο­ρεί ένας καλ­λι­τέ­χνης να τα βάζει με τους δυ­να­τούς της γης;», ανα­ρω­τή­θη­κε ο επι­με­λη­τής της έκ­δο­σης, Κ. Λυ­για­ζής, για να δώσει ο ίδιος, αμέ­σως, την απά­ντη­ση: «Όχι. Όμως, μπο­ρεί με την τέχνη του να αφυ­πνί­σει συ­νει­δή­σεις». Κάπως, έτσι, η τέχνη γρά­φει ιστο­ρία.

Συ­νο­λι­κά, το έργο του Βλα­σί­δη απο­τε­λεί­ται πάνω από 1.200 έργα. Η τέχνη του, έγινε ένα όπλο ενά­ντια στις αδι­κί­ες της κοι­νω­νί­ας. Όπως είπε στο κλεί­σι­μο της ομι­λί­ας του, ο Ε. Μαυ­ρομ­μά­της, «Η καλ­λι­τε­χνι­κή του μαρ­τυ­ρία δια­σώ­ζει, μέσω των ει­κό­νων, μια ολό­κλη­ρη εποχή. Γι’ αυτό αξί­ζει μια θέση στο πάν­θε­ον των καλ­λι­τε­χνών».

Ετικέτες