Η Βραζιλία βαδίζει προς τις εθνικές εκλογές (7 Οκτώβρη) σε συνθήκες εκλογικής ρευστότητας και σε ένα περιβάλλον «ανωμαλίας» και ακραίας αστάθειας.

Στην κάλπη της 7ης Οκτώβρη θα μπορέσουμε να δούμε το «κοινωνικό αποτύπωμα» μιας ταραχώδους και σκοτεινής περιόδου. Μια περίοδος που άνοιξε με την αποπομπή της Ντίλμα Ρούσεφ από την προεδρία, με αφορμή μια απαράδεκτη, αλλά απολύτως συνηθισμένη πρακτική «λογιστικού πειράγματος» του προϋπολογισμού. Ήταν ένα πολιτικό γεγονός με πολιτική σκοπιμότητα. Η κυβέρνηση του PT υπήρξε υποδειγματική στην ικανότητά της να διατηρεί την εργατική-λαϊκή υποστήριξη, ενώ απολάμβανε της εμπιστοσύνης του κεφαλαίου. Σε συνθήκες καλπάζουσας ανάπτυξης…

Η κρίση της αποστέρησε και τα δύο στηρίγματα. «Πριόνισε το κλαδί που καθόταν», με νεοφιλελεύθερες πολιτικές που αποθάρρυναν και αποσυσπείρωσαν μια κοινωνική βάση της οποίας η αφοσίωση θεωρούνταν λίγο-πολύ δεδομένη, προκειμένου να διατηρήσει την εύνοια του μεγάλου κεφαλαίου. Αλλά χωρίς αυτή την ικανότητα (να διατηρεί τον έλεγχο των κατώτερων τάξεων) και με την κρίση να απαιτεί ακόμα πιο δραματική επίθεση στις κατώτερες τάξεις, χωρίς «κρατήματα», έγινε  περιττή για το κεφάλαιο.

Όταν οι καπιταλιστές αποφάσισαν να «τραβήξουν την πρίζα», η Ντίλμα κατέρρευσε. Οι μέχρι χθες σύμμαχοι και συγκυβερνώντες των δεξιών κομμάτων εύκολα γύρισαν την πλάτη στο PT και προσχώρησαν στη διαδικασία αποπομπής της Ντίλμα. Στο δρόμο δεν εμφανίστηκε ποτέ μια λαϊκή πλειοψηφία με τη διάθεση να αγωνιστεί σκληρά για να την υπερασπιστεί. Την εικόνα «χρεοκοπίας» του PT συμπλήρωσε η επιλογή της ηγεσίας του να επενδύσει μέχρι τέλους στις κρυφές διαπραγματεύσεις με τα δεξιά κόμματα για να διασωθεί και όχι σε όσους κατέβηκαν στο δρόμο για να αποτρέψουν το «συνταγματικό πραξικόπημα».

Ακολούθησε μια περίοδος-σοκ. Ο Μισέλ Τεμέρ (ο δεξιός αντιπρόεδρος της Ντίλμα) ανέλαβε την κυβέρνηση και, αντί να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές, αξιοποίησε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που «έχτισε» με συμφωνίες, για να εξαντλήσει τη θητεία για την οποία είχε εκλεγεί η Ντίλμα. Σε αυτή τη διετία εξαπέλυσε ένα μπαράζ επιθέσεων στα λαϊκά στρώματα, που προκάλεσε κινητοποιήσεις χωρίς προηγούμενο εδώ και 20 χρόνια στη Βραζιλία. Η δημοτικότητά του βρέθηκε γρήγορα στο 2-3%. Το PT μπήκε σε κρίση, αλλά η Δεξιά δεν έχτισε «ηγεμονικό ρεύμα», κυβερνώντας με μια κατακόρυφη κλιμάκωση της καταστολής.

Το επόμενο επεισόδιο ήταν η καταδίκη του Λούλα σε 12ετή φυλάκιση και η επακόλουθη απαγόρευση να κατέβει στις επερχόμενες εκλογές. Ένα σαθρό κατηγορητήριο, μια αξιοπρόσεκτη αυστηρότητα του Ανώτατου Δικαστηρίου (απέναντι σε εφέσεις κλπ) την οποία δεν έχει δείξει σε άλλες περιπτώσεις διαφθοράς και οι έμμεσες απειλές στρατηγών προς τους δικαστικούς ακόμα και για πραξικόπημα «αν δεν μείνει ο Λούλα στη φυλακή» αρκούν για να δείξουν την πολιτική σκοπιμότητα της δίωξης. Τα επιτελεία της Δεξιάς ήξεραν καλά ότι η μεγαλύτερη πρόκληση που θα αντιμετώπιζαν απέναντι στην «παλινόρθωσή τους» στην κυβερνητική εξουσία θα ήταν μια υποψηφιότητα του Λούλα. Και φρόντισαν να την εξουδετερώσουν.

Το PT είχε επενδύσει όλη του την ενέργεια σε αυτή την υποψηφιότητα. Αντί να οργανώσει την αντίσταση, επέλεξε να καλλιεργεί την προσδοκία για την «επιστροφή του Λούλα» στην επόμενη κάλπη. Άλλωστε το σχέδιο «Λούλα 2018» ήταν στα συρτάρια του PT πριν από όλες αυτές τις παρεκτροπές. Θα ήταν η απάντηση του κόμματος στην κατακόρυφη πτώση της δημοτικότητας του κόμματος και της Ντίλμα. Ο Λούλα παραμένει ταυτισμένος με μια (όντως κάπως καλύτερη και μετά από όσα μεσολάβησαν υπερβολικά εξιδανικευμένη) «χρυσή εποχή» για τους φτωχούς στη Βραζιλία. Ήταν τόσο καθαρό στο PT ότι αποτελεί τη μεγάλη του ελπίδα να πάει καλά, που περίμενε να φτάσει ένα μήνα πριν την κάλπη για να εξαντλήσει κάθε περιθώριο να κατέβει ο Λούλα, πριν ορίσει υποψήφιο.

Πλέον, υποψήφιος του PT είναι ο Φερνάντο Χαντάντ, ένας άνθρωπος που αγνοεί το 1/3 του εκλογικού σώματος και τον οποίο δήλωσε ότι θα ψηφίσει ένα 5%. Η εκλογική του καμπάνια έχει εστιάσει στο να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα. Στις σημαίες, στις αφίσες, στις κονκάρδες, στα αυτοκόλλητα, το πρόσωπο του Λούλα μοιράζεται σχεδόν τον ίδιο χώρο με αυτό του Χαντάντ. Ένα προεκλογικό σποτ του PT δείχνει κάτι Βραζιλιάνους να δυσκολεύονται να προφέρουν το όνομα του υποψηφίου, πριν αρχίσουν να επαναλαμβάνουν «ο Χαντάντ είναι ο Λούλα – ο Λούλα είναι ο Χαντάντ». Ο Λούλα το έχει ξανακάνει, παίρνοντας από το χέρι την Ντίλμα και οδηγώντας την στη νίκη. Σε πολύ καλύτερες εποχές για το PT και με την Ντίλμα να έχει τη δική της ιστορία (ως παλιά αντάρτισσα που βασανίστηκε επί δικτατορίας). Αν το κατορθώσει και σήμερα, σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες για το PT και με μια ακόμα πιο «άχρωμη» υποψηφιότητα, θα αποδειχθεί θαυματοποιός. Φυσικά δεν κινεί την ιστορία το χάρισμα και η δημοφιλία του Λούλα. Το PT θα επιχειρήσει να «αξιοποιήσει» εκλογικά το μένος και τον φόβο που προκάλεσε η διετία Τεμέρ, για να αναβαπτιστεί ως μικρότερο κακό.

Άλλωστε ο υποψήφιος των περισσότερων και μεγαλύτερων κομμάτων της Δεξιάς, ο Τζεράλντο Αλκμίν, δεν τα πηγαίνει πολύ καλά στις δημοσκοπήσεις, ακριβώς γιατί θεωρείται ο υποψήφιος της «συνέχειας» της διακυβέρνησης Τεμέρ. Με τη στήριξη των μεγάλων μιντιακών ομίλων και του κρατικού μηχανισμού, ίσως βελτιωθούν οι τύχες του. Είναι ενδεικτικό της κατάστασης στη Βραζιλία ότι αυτό που θεωρείται το μεγάλο του πλεονέκτημα στη μάχη να χτίσει επιρροή –το ότι είναι «ο εκλεκτός του κατεστημένου» κι έχει τη στήριξή του– σήμερα θεωρείται ταυτόχρονα πρόβλημα. Το παράδειγμα του Τζεμπ Μπους στις προκριματικές των Ρεπουμπλικάνων και η μοίρα της Χίλαρι Κλίντον στις εθνικές προεδρικές είναι πολύ πρόσφατη και διδακτική…

Αυτό μας φέρνει στον «βραζιλιάνο Τραμπ», τον Ζαΐρ Μπολσονάρο. Με τον άνεμο του «εκτός συστήματος» υποψηφίου και τη στήριξη μόνο μιας μικρής ακροδεξιάς συμμαχίας, προηγείται στις δημοσκοπήσεις (θα ήταν δεύτερος, αν κατέβαινε ο Λούλα). Ως φαινόμενο (το αουτσάιντερ που ηγείται μιας «δεξιάς εξέγερσης») δικαιώνει τον χαρακτηρισμό. Αλλά πολιτικά, μάλλον τον… αθωώνει η σύγκριση με τον Τραμπ. Παλιός αξιωματικός του στρατού, δημόσια δηλωμένος νοσταλγός της δικτατορίας, που είπε ανοιχτά πόσο τον ικανοποιεί το ότι η Ντίλμα πέρασε βασανιστήρια, που δηλώνει ότι οι στρατιώτες και οι αστυνομικοί που σκοτώνουν 5-10-15 φτωχούς στις φαβέλες «δεν πρέπει να επικρίνονται, αλλά να παρασημοφορούνται», κατεβαίνει με σύνθημα «η Βραζιλία πάνω απ’ όλα – ο Θεός πάνω απ’ όλους».

Σε ένα ζοφερό περιβάλλον με πολιτικές διώξεις, με εν ψυχρώ δολοφονίες αγωνιστριών όπως η αντικαπιταλίστρια Μαριέλα Φράνκο, με τον στρατό να έχει αναλάβει την τήρηση της τάξης στο Ρίο γιατί η –διαβόητη για την αγριότητά της– αστυνομία κρίθηκε «ήπια κι ανεπαρκής»(!), ο Μπολσονάρο δεν είναι «περιθωριακό» και «ακραίο» φαινόμενο…

Τον Ιούνη του 2013 είχε ξεσπάσει το μαζικότερο κίνημα αμφισβήτησης του PT από τα αριστερά. Δυστυχώς στη συνέχεια η πρωτοβουλία κινήσεων πέρασε στα χέρια της Δεξιάς και σήμερα ο Μπολσονάρο κερδίζει περισσότερο από την εικόνα πολιτικής κρίσης, σε σχέση με την αντικαπιταλιστική Αριστερά που πρωταγωνίστησε στα τότε γεγονότα.

Αυτοί οι σύντροφοι έχουν όλη την αλληλεγγύη μας και σήμερα, που δίνουν την εκλογική μάχη με την υποψηφιότητα του Γκουιγιέρμε Μπούλος, ακτιβιστή του MTST (Κίνημα Άστεγων Εργατών, το οποίο βρέθηκε στην «αιχμή του δόρατος» κάθε κινητοποίησης τα προηγούμενα χρόνια) που στηρίζεται από το PSOL και το Βραζιλιάνικο Κομουνιστικό Κόμμα (PCB), με την ασφυκτική πίεση της «χρήσιμης ψήφου» να τους ψαλιδίζει τις πιθανότητες σοβαρής εκλογικής καταγραφής.

Άλλωστε, υπάρχει μια ειρωνεία της τύχης που κουβαλά τεράστιο συμβολισμό: Το κίνημα του 2013, στο οποίο είχαν πρωταγωνιστήσει αυτοί οι σύντροφοι, ξέσπασε πρώτα στο Σάο Πάολο, ενάντια στις αυξήσεις στις τιμές των δημόσιων συγκοινωνιών και στρεφόταν ενάντια και στον δήμαρχο της πόλης και τον κυβερνήτη της περιφέρειας, που είχαν από κοινού ανακοινώσει τις αυξήσεις: τον Φερνάντο Χαντάντ και τον Τζεράλντο Αλκμίν…

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά.

**Φωτό: Μια από τις πολλές διαδηλώσεις ενός μετώπου γυναικείων οργανώσεων που συγκροτήθηκε για να παλέψει ενάντια στον ακροδεξιό Μπολσονάρο. 

Ετικέτες