Ένας "εμφύλιος" στο κράτος και στη Δεξιά, είχε ως παράπλευρο αποτέλεσμα την αποκατάσταση των πολιτικών δικαιωμάτων του Λούλα. Είναι μια ευχάριστη εξέλιξη από τη σκοπιά των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ένας ακόμα μεγάλος πονοκέφαλος για τον Μπολσονάρο. Αλλά ο πολιτικός προσανατολισμός που ακολουθεί ο πρώην πρόεδρος της Βραζιλίας και ηγέτης του PT είναι μια άλλη συζήτηση, όπως και οι πιέσεις που ασκούνται πάνω στην κριτική Αριστερά. Αναδημοσιεύουμε ένα σχετικό άρθρο συντρόφων του PSOL.
Στις 8 Μάρτη, καθώς εξελίσσονταν δράσεις και γίνονταν δηλώσεις για τη Διεθνή Μέρα της Γυναίκας, το μέλος του Ομοσπονδιακού Ανώτατου Δικαστηρίου (STF), Έντσον Φατσίν, ακύρωσε όλες τις αποφάσεις εις βάρος του Λούλα Ντα Σίλβα στις τέσσερις υποθέσεις της επιχείρησης Lava Jato [ΣτΜ: «Πλυντήριο Αυτοκινήτων», όπως ονομάστηκαν οι έρευνες για διαφθορά στο πολιτικό σύστημα]. Έτσι, ανατράπηκαν οι δύο καταδίκες του πρώην προέδρου, όπως και οι αρχικές αποφάσεις των δύο άλλων υποθέσεων που δεν είχαν φτάσει στο στάδιο της εκδίκασης.
Ο υπουργός εξήγησε ότι το σκεπτικό της ακύρωσης εδράζεται στην αναρμοδιότητα του 13ου Δικαστηρίου της Κοριτίμπα (Παρανά), με πρόεδρο τον πρώην δικαστή Σέρχιο Μόρο που είχε δικάσει τον Λούλα. Το Δικαστήριο της Κοριτίμπα είχε αναλάβει την ευθύνη εκδίκασης υποθέσεων που σχετίζονται με διαφθορά στην Petrobras. Ωστόσο οι κατηγορίες εις βάρος του Λούλα στις 4 υποθέσεις δεν συνδέονταν με αυτή την πετρελαϊκή εταιρία.
Ο Λούλα δεν κρίθηκε αθώος. Ο Φατσίν έκρινε ότι οι υποθέσεις του θα επανεκδικαστούν στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Μπραζίλια. Ωστόσο, ο Λούλα ανέκτησε τα πολιτικά του δικαιώματα. Εφόσον η απόφαση του Φατσίν δεν ανατραπεί από την ολομέλεια του STF και αν δεν έχουν προκύψει νέες καταδίκες από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο (που δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για κάτι τέτοιο), ο Λούλα θα μπορούσε να είναι υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του 2022.
Η απόφαση του Φατσίν, ενός από τα μέλη του Ανώτατου Δικαστηρίου που συνδέθηκε στενά με την Επιχείρηση Lava Jato, προκάλεσε γενικευμένη έκπληξη, παρότι ο ισχυρισμός ότι οι υποθέσεις δεν έπρεπε να εκδικαστούν στην Κοριτίμπα είναι απολύτως σωστός και δεν αμφισβητείται νομικά. Οι δικηγόροι του Λούλα είχαν ήδη υποστηρίξει αυτό το επιχείρημα αρκετές φορές. Η ομάδα των εισαγγελέων της Επιχείρησης Lava Jato και ο πρώην δικαστής Μόρο είχαν ελιχθεί με σκοπό να διευρύνουν τις αρμοδιότητες της «εκστρατείας κατά της διαφθοράς», σε μια συγκυρία που απολάμβαναν τεράστια στήριξη από τα ΜΜΕ και την «κοινή γνώμη».
Όταν κόπασε ο αρχικός αιφνιδιασμός από την απόφαση του Φατσίν, έγινε σύντομα αντιληπτό ότι η απόφασή του δεν στρεφόταν ενάντια στην Επιχείρηση Lava Jato. Στην πραγματικότητα, στόχευε να περισώσει όσες περισσότερες από τις καταδικαστικές αποφάσεις είχε πετύχει αυτή η Επιχείρηση και να προστατεύσει την υστεροφημία της. Ακυρώνοντας τις ενέργειες του Σέρχιο Μόρο, ο δικαστής έκρινε ότι δεν υπάρχει πλέον λόγος να εκδικαστεί μια άλλη μήνυση που είχαν καταθέσει οι δικηγόροι του πρώην προέδρου Λούλα. Σύμφωνα με αυτή, ο ίδιος ο πρώην δικαστής ήταν ύποπτος, δηλαδή ο Σέρχιο Μόρο είχε δράσει με σκοπιμότητα να καταδικάσει τον Λούλα, χωρίς την αμεροληψία που υποτίθεται πρέπει να έχουν οι δικαστές. Κρίθηκε ότι μια ακύρωση των αποφάσεων λόγω αναρμοδιότητας θα αποτελούσε πολύ μικρότερο πλήγμα στο προφίλ της Επιχείρησης Lava Jato σε σχέση με μια ακύρωση λόγω της ύποπτης συμπεριφοράς του ίδιου του δικαστή.
Για τους επικριτές αυτών των υποθέσεων, η προκατάληψη ενάντια στο Λούλα έδειχνε πάντα εμφανής. Αλλά αυτή έγινε ακόμα πιο προφανής σε ακόμα περισσότερους ανθρώπους όταν, στα τέλη του 2018, ο Μόρο εγκατέλειψε την καριέρα του ως δικαστής για να αναλάβει το Υπουργείο Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Μπολσονάρο.
Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα για τον Μόρο και τους εισαγγελείς της Lava Jato από τον Ιούνη του 2019, όταν ξεκίνησαν να διαρρέουν στον Τύπο μηνύματα από τις συζητήσεις τους στο Telegram (μέσα από το σάιτ «The Intercept Brasil»). Από το Δεκέμβρη και μετά έχουν διαρρεύσει ακόμα περισσότερα τέτοια μηνύματα. Ο Μόρο και οι εισαγγελείς ποτέ δεν ισχυρίστηκαν ότι τα μηνύματα είναι ψεύτικα. Είπαν ότι δεν υπάρχει τρόπος να επιβεβαιωθεί η γνησιότητά τους και επέμειναν στο ότι αποκτήθηκαν με παράνομο τρόπο. Ωστόσο, τα μηνύματα είναι αληθινά και αποδεικνύουν την ακραία μεροληψία του Μόρο και την εγκληματική φύση της δραστηριότητας του ίδιου και των εισαγγελέων.
Τελικά, η ρήξη μεταξύ Μπολσονάρο και Μόρο και η αποχώρηση του δεύτερου από το υπουργείο τον Απρίλη του 2020, διέσπασε τη «δεξιά του Lava Jato». Ο Γενικός Εισαγγελέας (διορισμένος από τον Μπολσονάρο) άρχισε να κινεί διαδικασίες ενάντια στη Lava Jato. Ο Μόρο, αν και διατηρούσε μια καλή δημόσια εικόνα στην κοινή γνώμη, αποδυναμώθηκε σημαντικά. Όλα αυτά έκαναν πολύ πιθανό να υιοθετήσει το Ανώτατο Δικαστήριο την κατηγορία ότι έπαιξε «ύποπτο» ρόλο στις δίκες.
Ο Φατσίν με την απόφασή του επιχειρούσε «να παραδώσει τα δαχτυλίδια για να μην του κόψουν τα δάχτυλα», αλλά απέτυχε. Άλλα μέλη του Ανώτατου Δικαστηρίου αποφάσισαν την αμέσως επόμενη μέρα, στις 9 Μάρτη, να επανεξετάσουν την υπόθεση ενοχής του Μόρο. Δύο δικαστές ήδη ανακοίνωσαν ότι ψηφίζουν υπέρ του ύποπτου ρόλου του και το πήγαν ακόμα πιο πέρα: δήλωσαν ότι υπήρξε συμπαιγνία μεταξύ του πρώην δικαστή και της εισαγγελίας, που αποτελεί εγκληματική πράξη, και ότι η Επιχείρηση Lava Jato αποτελεί «το μεγαλύτερο δικαστικό σκάνδαλο στην ιστορία της χώρας». Αυτή η δίκη δεν έχει λήξει, ούτε έχει οριστεί καταληκτική ημερομηνία.
Ο πολιτικός αντίκτυπος της ακύρωσης των καταδικαστικών αποφάσεων εις βάρος του Λούλα
Ανεξάρτητα από τα κίνητρα του Φατσίν, από νομικής άποψης είχε δίκιο που ακύρωσε τις καταδίκες του Λούλα. Και ο πολιτικός αντίκτυπος ήταν τεράστιος.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι ο Λούλα καταδικάστηκε και φυλακίστηκε ενώ ήταν υποψήφιος για την Προεδρία της Δημοκρατίας και προηγούταν στις δημοσκοπήσεις. Αν δεν είχε εμποδιστεί να συμμετέχει στις εκλογές, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα είχε κερδίσει ο Μπολσονάρο. Σήμερα, όλα δείχνουν ότι ο Λούλα θα κατέβει στις προεδρικές του 2022. Δεν το δήλωσε ρητά, αλλά από μια τέτοια θέση –ενός πιθανού υποψήφιού– έβγαλε μια ομιλία με τεράστια μιντιακή κάλυψη και απάντησε σε ερωτήσεις δημοσιογράφων στις 10 Μάρτη.
Ο Λούλα κατόρθωσε να δημιουργήσει την αίσθηση ότι τα δικαστήρια αναγνώρισαν την αθωότητά του, παρότι η ακύρωση των καταδικών του δεν υπονοεί κάτι τέτοιο και ακόμα και οι δικαστές που αποφάσισαν ότι ο Σέρχιο Μόρο είχε ύποπτο ρόλο δεν έκριναν το ζήτημα της αθωότητας του Λούλα. Δήλωσαν απλώς ότι έχει το δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη.
Όλα τα ΜΜΕ ανέφεραν ότι ο Λούλα έβγαλε έναν εντυπωσιακό λόγο και ότι, πάνω από όλα, απέδειξε ότι «παίζει σε πολύ ανώτερη κατηγορία» από τον Μπολσονάρο, ιδιαίτερα στο πολύ σημαντικό ζήτημα της πάλης ενάντια στην πανδημία, μετά και την μεγάλη επιδείνωση της κατάστασης τις τελευταίες εβδομάδες. Ο Λούλα απέτισε φόρο τιμής στα θύματα και υπερασπίστηκε την ανάγκη φυσικών αποστάσεων, χρήσης μάσκας και επιτάχυνσης των εμβολιασμών. Κατέκρινε τον Μπολσονάρο ότι έκανε λάθος σε όλα αυτά τα ζητήματα. Πέρα από αυτό, ο Λούλα δήλωσε ότι ο Μπολσονάρο δεν έχει ένα όραμα για τη χώρα, ούτε καν ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, και περιέγραψε σε αδρές γραμμές το δικό του πολιτικό σχέδιο. Υπερασπίστηκε τις κυβερνητικές θητείες του (δεν ανέφερε τις κυβερνήσεις της Ντίλμα Ρούσεφ), επέκρινε την πλήρη υποταγή στην αγορά (δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι η «αγορά» δεν έχει λόγο να τον φοβάται) και επανέλαβε τα στοιχεία που χαρακτήρισαν την κυβέρνησή του: υπεράσπιση των εργαζομένων, αλλά με απεύθυνση σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και με επιδίωξη μια κατανόηση μεταξύ τους, προώθηση μιας συμμαχίας του κεφαλαίου με την εργασία κλπ, επιδιώκοντας την οικονομική «ανάπτυξη». Επικρίνοντας τον Μπολσονάρο που ενθαρρύνει τους ανθρώπους να οπλοφορούν, τόνισε ότι είναι η Αστυνομία και οι Ένοπλες Δυνάμεις αυτές που χρειάζονται καλύτερο εξοπλισμό.
Σε αντιπαραβολή με τις δολοφονικές, υπερ-νεοφιλελεύθερες και αντιλαϊκές πολιτικές του Μπολσονάρο, η διαφορά ήταν τεράστια. Αλλά ο Λούλα διατήρησε όλους τους περιορισμούς των παλιών του απόψεων: δεν έδειξε καμιά κατανόηση της περιβαλλοντικής κατάρρευσης και των εξελισσόμενων κοινωνικο-περιβαλλοντικών συγκρούσεων, επένδυσε με εμπιστοσύνη στην προοπτική της ανάπτυξης ενός περιφερειακού καπιταλισμού όπως ο βραζιλιάνικος, και δεν ανέφερε καθόλου τις μαζικές φυλακίσεις και δολοφονίες εις βάρος του φτωχού, μαύρου πληθυσμού που έχουν ενταθεί τα τελευταία χρόνια αλλά συνέβαιναν και επί των κυβερνήσεών του. Αν και ήταν πολύ επικριτικός απέναντι στον Μπολσονάρο, υπονόησε ότι ο μόνος τρόπος να απομακρυνθεί από την εξουσία είναι η αναμονή ως τις εκλογές του 2022, καλώντας την Αριστερά να διατηρήσει μια παθητική στάση αναμονής μπροστά στην οικονομική και υγειονομική καταστροφή που χτυπά τη χώρα μέσα στο 2021. Αυτές οι ελλείψεις ενισχύουν ακόμα περισσότερο την στρατηγική ταξικής συμφιλίωσης που περιγράψαμε παραπάνω.
Όλα τα ΜΜΕ δίνουν έμφαση στην εμφάνιση του Λούλα ως του πλέον κατάλληλου υποψήφιου να αντιμετωπίσει τον Μπολσονάρο στις εκλογές του 2022. Επιπλέον, ο Μπολσονάρο από τα τέλη του 2020 και μετά άρχισε και πάλι να χάνει σε δημοφιλία. Βρίσκεται «στη χειρότερη στιγμή της διακυβέρνησής του», παρότι διατηρεί την υποστήριξη περίπου του 30% του πληθυσμού. Αν και μια πλειοψηφία τον απορρίπτει, εξακολουθεί να δείχνει ικανός να περάσει στο δεύτερο γύρο των εκλογών.
Το γεγονός ότι ο Λούλα θα μπορούσε να είναι και πάλι υποψήφιος αποδυναμώνει ακόμα περισσότερο την κυβέρνηση και αποτελεί μια θετική αλλαγή στο συσχετισμό δύναμης, εις βάρος της ακροδεξιάς και υπέρ των λαϊκών στρωμάτων. Εκπρόσωποι της αστικής τάξης έχουν αρχίσει να δηλώνουν ότι μπορεί και να υποστηρίξουν τον Λούλα, ενώ οι σύμμαχοι της κυβέρνησης πιέζουν τον Μπολσονάρο να προχωρήσει σε αλλαγές, ειδικά όσον αφορά την καταστροφική διαχείριση της πανδημίας. Υπάρχουν αρκετά σημάδια που δείχνουν ότι και ο ίδιος ο Μπολσονάρο έχει συναισθανθεί τα χτυπήματα που δέχεται.
Η επιστροφή του Λούλα έχει αντίκτυπο και στο σύνολο της Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένων των δυνάμεων όπως το PSOL που στέκονταν ως αντιπολίτευση των κυβερνήσεών του.
Όλα δείχνουν ότι η τάση των τελευταίων χρόνων -η υποχώρηση του PT (αν και παρέμενε σε γενικές γραμμές το μεγαλύτερο κόμμα της Αριστεράς) και η σχετική ενίσχυση του PSOL- θα αντιστραφεί, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Το PT ανέκτησε νέα ζωτική δύναμη. Επιπλέον, το PSOL δέχεται πίεση να ενταχθεί σε κοινό μέτωπο με το PT από τον πρώτο γύρο των εκλογών του 2022. Αν και δεν έχει ανοίξει τέτοια συζήτηση στο PSOL, είναι βέβαιο ότι υπάρχουν υποστηρικτές της υποψηφιότητας Λούλα (και με σχετική αρθρογραφία) στις γραμμές του.
Ένα μέτωπο γύρω από την υποψηφιότητα Λούλα δεν θα είναι «μέτωπο της Αριστεράς» ούτε μέτωπο της εργατικής τάξης με τα καταπιεσμένα στρώματα της κοινωνίας: O Λούλα επιδιώκει εμφανώς την υποστήριξη των αστικών κομμάτων που δεν συνδέονται ιδιαίτερα με τον Μπολσονάρο.
Γι’ αυτό και θα ήταν πολύ μεγάλο λάθος να υιοθετήσει το PSOL αυτή τη στρατηγική. Θα είχε ως συνέπεια των απώλεια του κεκτημένου αυτού του κόμματος να λειτουργεί ως μια αριστερή δύναμη επικριτική απέναντι στην ταξική συνεργασία, μια στάση την οποία έχει κατοχυρώσει -παρά τις δυσκολίες- από την ίδρυσή του.
Ασφαλώς η ήττα του Μπολσονάρο είναι ένας κορυφαίος στόχος στις επόμενες εκλογές (αν δεν καταστεί εφικτό να βάλουμε τέλος στη διακυβέρνησή του πριν από αυτές, που είναι ένας αγώνας που δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί). Παρά τα πολύ γνωστά προβλήματα, μια νέα κυβέρνηση Λούλα, αν και δεν θα αποτελέσει συνεκτική απάντηση στη δεξιά επέλαση και τις επιθέσεις που δέχτηκαν τα λαϊκά στρώματα, θα είναι μια μεγάλη ανακούφιση μετά την τρομακτική περίοδο Μπολσονάρο. Αλλά οι εκλογές γίνονται σε δύο γύρους. Και ο Λούλα εκτός απροόπτου θα περάσει στον δεύτερο. Συνεπώς, είναι σημαντικό και αποφασιστικής σημασίας για το PSOL, ως κομματικό σχέδιο της σοσιαλιστικής Αριστεράς, να παρουσιάσει την δική του υποψηφιότητα στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2022 και αφού δεν καταφέρει να περάσει στο δεύτερο γύρο να συζητήσει για την πιθανή υποστήριξή του σε κάποιον υποψήφιο απέναντι στον Μπολσονάρο. Αυτό θα μπορούσε να έχει σημασία και για την διασφάλιση της επιβίωσης του θεσμικού «διακριτού χώρου» του PSOL στο βραζιλιάνικο κοινοβούλιο.
Η κατάσταση στη Βραζιλία έχει αλλάξει πολύ με την ακύρωση της καταδίκης του Λούλα. Η Δεξιά αποδυναμώθηκε, ενώ το PT ενισχύεται. Το δικαστικό πραξικόπημα που ήταν κρίσιμο για την εκλογή του Μπολσονάρο ηττάται. Προφανώς, αυτό είναι καλοδεχούμενο για τη σοσιαλιστική Αριστερά. Από την άλλη, αυτή η Αριστερά βρίσκεται υπό αυξημένη πίεση: Θα χρειαστεί ακόμα περισσότερη πολιτική συνοχή για να διατηρήσει το σοσιαλιστικό της σχέδιο.