Η ποινική δίωξη κατά του πρώην προέδρου Λούλα εξελίσσεται σε µια µάχη που ξεπερνά τον ίδιο. Πιο ασφαλές κριτήριο αποτελούν οι τοποθετήσεις Βραζιλιάνων αγωνιστών, που έδωσαν µάχες ενάντια στις κυβερνήσεις του PT (Κόµµα των Εργατών) όλα τα προηγούµενα χρόνια, αλλά καταλαβαίνουν το επίδικο.
Το «βελούδινο», δικαστικό πραξικόπηµα, που καθαίρεσε τη Ντίλµα Ρούσεφ, πέρασε αµαχητί. Το ότι οι λαϊκές µάζες δεν είχαν τη διάθεση να υπερασπιστούν τη Ντίλµα ήταν το τίµηµα που πλήρωσε το PT για τις πολιτικές που ακολούθησε ως κυβέρνηση τα προηγούµενα χρόνια. Η κρίση του PT είχε φανεί άλλωστε νωρίτερα και, πριν ακόµα καθαιρεθεί η Ντίλµα, στο PT είχε ανοίξει η συζήτηση για «την επιστροφή του Λούλα» ως µοναδική περίπτωση να µην οδηγηθεί το κόµµα σε ήττα στις επόµενες εκλογές. Η επιτάχυνση των νεοφιλελεύθερων µέτρων από τη Ντίλµα και η πραγµατικότητα της οικονοµικής κρίσης έκανε εκατοµµύρια Βραζιλιάνους να νοσταλγούν την εποχή Λούλα και να τη θεωρούν «καλή περίοδο του PT», ανεξάρτητα από τα όρια που είχε στην πραγµατικότητα ο ιδιότυπος «αναδιανεµητικός σοσιαλφιλελευθερισµός» της περιόδου 2004-2011.
Η καθαίρεση της Ντίλµα επιτάχυνε αυτόν τον σχεδιασµό, µε τον Λούλα να ανακοινώνει την πρόθεσή του να κατέβει στις προεδρικές, που θα γίνουν φέτος το φθινόπωρο. Οι δηµοσκοπήσεις επιβεβαίωσαν τις εκτιµήσεις αυτού του σχεδιασµού, µε τον πρώην πρόεδρο να προηγείται σε όλες.
Η ποινική δίωξη κατά του Λούλα έγινε ακριβώς για να µαταιωθεί αυτή η προοπτική, καθώς ο νόµος θα του απαγορεύει να συµµετέχει στις εκλογές. Όπως και στην περίπτωση της Ντίλµα (που κατηγορήθηκε για «πείραγµα» των στοιχείων του προϋπολογισµού), έτσι και στην περίπτωση του Λούλα (µε την κατηγορία για παράνοµο προσωπικό πλουτισµό) οι κατηγορίες, ακόµα κι αν είναι απολύτως ή εν µέρει αληθινές, αποτελούν σταγόνες στον ωκεανό της διαφθοράς, στην οποία είναι βουτηγµένα όλα τα πολιτικά κόµµατα στη Βραζιλία, µε πρωτοπόρους τους σηµερινούς «διώκτες» του PT.
Η κινητοποίηση της δικαστικής εξουσίας µε στόχο να «βγει απ’ τη µέση» ένας επικίνδυνος εκλογικός αντίπαλος είναι από µόνη της ανησυχητικό σηµάδι για τις προθέσεις της Δεξιάς στη Βραζιλία. Όµως αυτό που βαραίνει πολύ περισσότερο το κλίµα, και κάνει την «υπόθεση Λούλα» να ξεπερνά τον ίδιο τον Λούλα, είναι οι συνολικότερες κινήσεις της. Για τη βραζιλιάνικη άρχουσα τάξη, εν µέσω της κρίσης, θεωρήθηκε «βαρίδι» ακόµα και η Ντίλµα και αντιµετωπίστηκε ως «εµπόδιο» η συνύπαρξη µε το PT, ακόµα κι αν αυτό είχε µεταλλαχθεί ολοκληρωτικά σε σοσιαλφιλελεύθερο κόµµα. Οι διαθέσεις της φάνηκαν από την κατά µέτωπο επίθεση που εξαπέλυσε ο πρόεδρος Τεµέρ στα εργατικά δικαιώµατα. Αλλά αυτό που έγινε γρήγορα σαφές είναι ότι το πρόγραµµα, που θέλουν να επιβάλουν οι Βραζιλιάνοι καπιταλιστές, µπορεί να επιβληθεί µόνο µε τον πιο ανάλγητο αυταρχισµό. Και είναι ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο –µιας τροµακτικής κλιµάκωσης της καταστολής– που η δίωξη του Λούλα λειτουργεί ως «σήµα κινδύνου» για την ίδια τη δηµοκρατία.
Οι µεγάλες διαδηλώσεις ενάντια στη συνταξιοδοτική µεταρρύθµιση και τον ίδιο τον Τεµέρ αντιµετωπίστηκαν µε πρωτοφανούς αγριότητας καταστολή εδώ και χρόνια. Ο στρατός έχει ήδη αναπτυχθεί στο Ρίο Ντε Τζανέιρο. Η δολοφονία της δηµοτικής συµβούλου του PSOL, Μαριέλα Φράνκο, ήταν «συνέχεια» του πολέµου που έχει κηρύξει το κράτος σε όλους όσους εκπροσωπούσε η Μαριέλα (φτωχή, µαύρη, λεσβία από φαβέλα), αλλά ήταν και «τοµή» σε αυτόν τον πόλεµο: δεν ήταν ένα ακόµα ανώνυµο θύµα µιας επιχείρησης στις φαβέλες, αλλά ένα αναγνωρίσιµο πολιτικό στέλεχος της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς που εκτελέστηκε εν ψυχρώ. Από τους υποψηφίους των δεξιών κοµµάτων, δηµοφιλέστερος στις δηµοσκοπήσεις είναι ο Ζαΐρ Μπολσονάρο, ένας «Βραζιλιάνος Τραµπ» που δεν έχει πάψει να δηλώνει δηµόσια την υποστήριξή του στη δικτατορία.
Αυτά ακριβώς (µαζί προφανώς µε τη δηµοφιλία του Λούλα) οδήγησαν δεκάδες χιλιάδες εργάτες να περικυκλώσουν το κτίριο του συνδικάτου των µεταλλεργατών, όπου είχε καταφύγει ο Λούλα. Στις σχετικές κινητοποιήσεις, πέρα από οπαδούς του PT, συµµετείχαν και ανταγωνιστικές προς αυτό δυνάµεις: Κινήµατα όπως το MTST (Κίνηµα των Αστέγων) και κόµµατα όπως το PSOL που είχαν πρωταγωνιστήσει στους αγώνες ενάντια στις κυβερνήσεις του ΡΤ. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πιο µαχητικοί υπερασπιστές του Λούλα ανήκαν σε αυτές τις δυνάµεις, δίνοντας «διµέτωπο» αγώνα: Εµπόδιζαν την αστυνοµία να συλλάβει τον Λούλα, αλλά και τον Λούλα να παραδοθεί! Ενώ το MTST κινητοποιούσε κόσµο για να αποκλειστεί κάθε δρόµος, ο «επιτελάρχης» του PT παρακαλούσε το πλήθος να ανοίξει δρόµο και να αφήσει τον πρώην πρόεδρο να παραδοθεί στην αστυνοµία.
Στην οµιλία του προς το συγκεντρωµένο πλήθος, πριν τελικά παραδοθεί, ο Λούλα ήταν απολύτως ειλικρινής ως προς την απροθυµία του PT να εµπλακεί σε µια µάχη που δεν θα ήταν καθόλου «θεσµική ρουτίνα». Μετά από ένα θριαµβευτικό «ο Λούλα δεν κρύβεται!», εξήγησε: «Θα συµµορφωθώ µε την εντολή... Αν δεν πίστευα στο νόµο, δεν θα έφτιαχνα πολιτικό κόµµα. Θα ξεκινούσα επανάσταση».
Προφανώς ο αγώνας θα συνεχιστεί και µετά την παράδοση του Λούλα. Μια µικρή µερίδα της Αριστεράς µέχρι πρότινος αδιαφορούσε για την τύχη του Λούλα («να δικαστεί κι αν είναι ένοχος, να καταδικαστεί»). Τα συνδικάτα και τα κινήµατα, που είναι συνδεµένα µε το PT, συνδυάζουν τη µάχη για το δικαίωµα του Λούλα να κατέβει µε την προεκλογική του καµπάνια («Λούλα για πρόεδρος!»). Το ζήτηµα είναι τι θα καταφέρει εκείνο το τµήµα της Αριστεράς που συµµετέχει ενεργά στην πάλη ενάντια στη δίωξη και για τα πολιτικά δικαιώµατα του Λούλα, αλλά δεν τον στηρίζει στις εκλογές, κατεβάζοντας δικό της υποψήφιο και επιχειρώντας, µέσα στους αγώνες για την υπεράσπιση της δηµοκρατίας ενάντια στη ρεβανσιστική Δεξιά, να οικοδοµήσει έναν ανεξάρτητο πόλο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς...
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά
** Φωτό: Διαδηλωτές εμποδίζουν το αυτοκίνητο του Λούλα να τον μεταφέρει στην αστυνομία για να παραδοθεί.