Η πρόσφατη συμμετοχή του Αλ. Τσίπρα στο φόρουμ του ιδρύματος Αμπροζέτι πυροδότησε ξανά μια παλαιότερη συζήτηση που αναπτυσσόταν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.
Η συζήτηση αφορά την πιθανότητα μιας ηγεμονικής συμμαχίας, στο εσωτερικό της υπαρκτής σήμερα ΕΕ, που θα ανατρέπει την τρέχουσα νεοφιλελεύθερη πολιτική και θα δημιουργεί ένα ευνοϊκό πεδίο για την άσκηση της πολιτικής από μια κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα, μιας πολιτικής που όπως δεσμευτικά έχει περιγραφεί από τον ΣΥΡΙΖΑ θα επιδιώκει την ανατροπή του συσχετισμού δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί μετά τα μνημόνια, προς όφελος των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών.
Τη συζήτηση αυτή άνοιξε στο παρελθόν η εισαγωγή του σχήματος «μερκελισμός-αντιμερκελισμός», ως ελάχιστη βάση ερμηνείας και περιγραφής των αντιθέσεων στη σημερινή ΕΕ. Η πρόσφατη κίνηση της ΕΚΤ, που συνάντησε μια τουλάχιστον «ψυχρή» αντιμετώπιση από το Βερολίνο, μοιάζει να επιβεβαιώνει το σχήμα αυτό. Το ίδιο μοιάζει να δείχνει η αποδοχή της παρουσίας του Αλ. Τσίπρα στη συζήτηση στο Αμπροζέτι από τους Μόντι, Ντράγκι και Πρόντι.
Όμως η αλήθεια είναι πιο σύνθετη και τελικά διαφορετική. Παρά τις υπαρκτές διαφορές σχετικά με το σφίξιμο της θηλιάς της «δημοσιονομικής σταθερότητας», παρά τις σχετικές αντιρρήσεις από κάποια στελέχη του ευρωπαϊκού Νότου, δεν υπάρχει κανένας πόλος στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής (πολιτικής, τραπεζικής και οικονομικής) ηγεσίας που να αντιτίθεται συνολικά στο νεοφιλελευθερισμό και τη δρακόντεια λιτότητα. Η καλύτερη απόδειξη είναι η πραγματική οικονομικοκοινωνική κατάσταση στην Ιταλία, δηλαδή η σκληρή λιτότητα και οι αντιμεταρρυθμίσεις, ως αποτέλεσμα της πολιτικής των Μόντι, Ντράγκι και Σία, που σήμερα εμφανίζονται να καλοδέχονται τις θέσεις του Αλ. Τσίπρα.
Χλωμός κεϊνσιανισμός
Ένα σχήμα που προβλέπει μια κάποια αύξηση της ενεργού ζήτησης, για να υποβοηθήσει μια κάποια ανάπτυξη, θέτοντας τα θεμέλια για μια κάποια παραγωγική ανασυγκρότηση, ασφαλώς δεν περιγράφει μια στρατηγική απάντηση του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς στα σκληρά ερωτήματα που θέτει η βαθιά κρίση του καπιταλισμού διεθνώς. Είναι ένας χλωμός και άτολμος κεϊνσιανισμός, που επιχειρήθηκε παλαιότερα και από σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, που ηττήθηκε γιατί δεν ταίριαζε στις ανάγκες του κεφαλαίου και εγκαταλείφθηκε –πριν ακόμα από τη συγκυρία της κρίσης– συναινετικά, τόσο από τους σοσιαλδημοκράτες όσο και από τους «κοινωνικούς ριζοσπάστες» της Δεξιάς. Δημιουργεί πραγματικά απορία η διάγνωση-πρόβλεψη μιας πιθανότητας ότι θα αποκτήσει κοινωνική δυναμική αυτό το ξαναζεσταμένο μπαγιάτικο φαγητό του «εκσυγχρονιστικού» κέντρου.
Ανάλογη είναι η εικόνα και για τις πολιτικές σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Η άποψη ότι μπορεί να απαντηθεί η κρίση μέσα από μια ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων και μια ενίσχυση της «ρευστότητας» από την ΕΚΤ και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, δεν είναι καινούργια ιδέα. Με πιο τολμηρό τρόπο, είχε προβληθεί ως κέντρο των «ιδεών Ντελόρ», που ισχυρίζονταν, τότε, ότι έτσι είναι δυνατόν να προληφθεί η κρίση. Οι ιδέες αυτές δοκιμάστηκαν, ηττήθηκαν σε ευρωπαϊκή κλίμακα και έδωσαν τη θέση τους στην άγρια νεοφιλελεύθερη πολιτική, σε αυτό που σήμερα σχηματικά περιγράφεται ως «μερκελισμός», αλλά που είχε τη συναίνεση όλων των κυρίαρχων τάξεων και της συντριπτικής πλειοψηφίας του πολιτικού και κρατικού προσωπικού σε ευρωπαϊκή κλίμακα.
Είναι αλήθεια ότι η παράταση και το βάθος της κρίσης δημιουργούν σήμερα «ρωγμές» στις ευρωπαϊκές οικονομικές και πολιτικές ηγεσίες. Δεν είναι όμως αλήθεια ότι η Αριστερά μπορεί να αξιοποιήσει αυτές τις «ρωγμές» προς όφελος των εργαζομένων σε κάθε χώρα και πανευρωπαϊκά, αν αυτή μετατοπιστεί προς μια παλιότερη σοσιαλδημοκρατική συνταγή, που κάποτε συγκροτούσε «πλατύ στρατόπεδο» –αν και όχι φιλεργατικό, φιλολαϊκό– αλλά σήμερα έχει εγκαταλειφθεί, γιατί αποδείχτηκε κατώτερη των αναγκών του βασικού «συνομιλητή» της: του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.
Κίνδυνοι
Μια στροφή προς αυτή την κατεύθυνση διατρέχει τον κίνδυνο να καταγράφει διπλές απώλειες: Απώλειες από τα αριστερά, μέσα από την εγκατάλειψη σαφών δεσμεύσεων απέναντι στην εργατική τάξη και τις λαϊκές δυνάμεις. Απώλειες, όμως, και από τα δεξιά, γιατί αυτά τα αερολογήματα –πέρα από κάποιες πρόσκαιρες εντυπώσεις– δεν είναι δυνατόν να αποσπάσουν συναίνεση ή ανοχή από τις κυρίαρχες τάξεις και τις καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις. Γιατί αυτοί γνωρίζουν το ταξικό συμφέρον τους, γνωρίζουν ότι για να γλιτώσουν από την κρίση οφείλουν να ολοκληρώσουν τον πόλεμο ενάντια στα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα, γνωρίζουν ότι η δυνατότητα να ανοίξουν ένα νέο «φωτεινό κύκλο» στην οικονομία ταυτίζεται με τη σφαγή των εργατικών κατακτήσεων.
Μια απόδειξη είναι οι λεγόμενες «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» στην κλίμακα της ΕΕ. Όλοι γνωρίζουμε ότι πρόκειται για αντιδραστικές αντιμεταρρυθμίσεις, με κέντρο την ιδιωτικοποίηση του δημόσιου τομέα και την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων. Αυτές οι αντιμεταρρυθμίσεις στηρίζονται απ’ όλο το πολιτικό φάσμα, συμπεριλαμβανομένων των «κεϊνσιανών» και των σοσιαλδημοκρατών. Είναι δυνατόν η κριτική της Αριστεράς απέναντι σε αυτές τις αντιμεταρρυθμίσεις να περιοριστεί μόνο στο ζήτημα της «αναποτελεσματικότητας» σε σχέση με την κρίση; Κάτι τέτοιο θα μας έφερνε πίσω ακόμα και από τα παλιά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, που αντιπαρέθεταν στη Δεξιά την αντίληψη για τον ενισχυμένο δημόσιο τομέα και τις σταθερές και ρυθμισμένες εργασιακές σχέσεις, ως «διαχωριστική γραμμή» κοινωνικής αναφοράς.
Η αναγνώριση, από ένα τμήμα της ευρωπαϊκής ηγεσίας, της πιθανότητας να συγκροτήσει ο ΣΥΡΙΖΑ την επόμενη κυβέρνηση στην Ελλάδα είναι κατ’ αρχάς ένα θετικό γεγονός. Όμως αυτή η πιθανότητα δεν στηρίζεται σε αυτούς τους κύκλους, αλλά στην κοινωνική πλειοψηφία των εργαζομένων στο εσωτερικό της χώρας. Και αυτή η πλειοψηφία δεν είναι δυνατόν να συγκροτηθεί πολιτικά μέσα από έναν συμψηφισμό των αναγκών της με μια κάποια πρόθεση οικονομικοπολιτικής στροφής από ένα τμήμα του ευρωπαϊκού καθεστωτικού δυναμικού. Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να συνεχίσει με ταξική μονομέρεια, με ριζοσπαστική αριστερή πολιτική.