Μπροστά σε μια συμφωνία άκρως ταξική, που οδηγεί στην καπιταλιστική ανασύνταξη με περαιτέρω εξαθλίωση της εργασίας, υφαρπαγή της δημόσιας περιουσίας και καταστροφή όσων αδύναμων κεφαλαίων απέμειναν (η δημιουργική καταστροφή που δημιουργεί ο καπιταλισμός για να υπερβαίνει τις κρίσεις του, σύμφωνα με τον Ηλία Ιωακείμογλου), άρχισαν οι εύκολες αποδεσμεύσεις από το μερίδιο της ευθύνης που ο καθένας φέρει, στο μέτρο φυσικά της συμμετοχής του στην ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία ξεκίνησε από το 2004.
Είναι η σημερινή εξέλιξη «το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου»; Υπήρχε άλλος δρόμος ; Απαντώ ναι, χωρίς να σημαίνει ότι δεν θα είχε επώδυνες συγκρούσεις και μεγάλα ρίσκα. Είναι ο δρόμος της δημοκρατίας στο κόμμα, της αμεροληψίας έναντι του φραξιονισμού, της εναντίωσης στα αρχηγικά κέντρα και σε κάθε κλειστό σύστημα, της κοινωνικής γείωσης του κόμματος έναντι του αμειβόμενου ή όχι επαγγελματισμού. Είναι ο δρόμος της συμμετοχής των πολλών, των λαϊκών τάξεων, μέσα από κοινωνικές συμμαχίες που συγκλίνουν σε μεγάλους στόχους, ο δρόμος της ρεαλιστικής ανάλυσης των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας και της παραγωγικής ανασυγκρότησης, πάλι με πρωτοβουλία των ίδιων των παραγωγών. Είναι ο δρόμος της ταξικής ανάλυσης των συσχετισμών στη σύγχρονη νεοφιλελεύθερη Ευρώπη και της γνώσης των «σχεδίων διάσωσης» που έχει εφαρμόσει στις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού και όχι μόνο, διαμορφώνοντας ένα κέντρο και μια περιφέρεια στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ζώνης του ευρώ. Είναι ο δρόμος ενός σχεδίου - του plan A, ως κοινής βάσης του ενιαίου κόμματος (δημοκρατία, λαϊκή αυτοοργάνωση, ταξική ανάλυση, ετοιμότητα σύγκρουσης, άμεσα μέτρα με την ανάληψη της κυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ) και του plan B, όχι ως διακήρυξης αλλά ως ρεαλιστικής εναλλακτικής εκδοχής διεξόδου από την κρίση.
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ / Μικροζημίες και μικροκέρδη συμψηφίζοντας / Το θέμα είναι τώρα τι λες ! (Μανόλης Αναγνωστάκης). Χρειάζεται πράγματι να πάρουμε θέση στα σημερινά θέματα, όχι όμως με την προχειρότητα και την αμετροέπεια του παρελθόντος. Ταυτόχρονα, είναι ανάγκη να θυμηθούμε τι λέγαμε και τι δεν λέγαμε μερικά χρόνια πριν. Γιατί αν δεν κατανοήσουμε πως φτάσαμε ως εδώ δεν υπάρχει μέλλον.
Θέλω, επίσης, να σημειώσω ότι η οδύνη της ήττας και ο επιμερισμός ευθυνών δεν επιτρέπει να παρακάμπτονται θέματα πολιτικής ηθικής. Άνθρωποι που στήριξαν άκριτα και επιθετικά το κλειστό κέντρο λήψης αποφάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, λαμβάνοντας ανάλογες ανταμοιβές στο κόμμα και το κράτος, δεν δικαιούνται τώρα να εξαπολύουν μύδρους κατά του πρωθυπουργού της χώρας. Για το αν φτάσαμε να αντικαταστήσουμε το δίλημμα «ναι ή όχι στο μνημόνιο» με το (πραγματικό) δίλημμα «μνημόνιο ή χρεοκοπία» υπάρχουν ατομικές και συλλογικές ευθύνες, που δεν παραγράφονται.
Παίρνοντας αφορμή από το κείμενο «ΣΥΜΦΩΝΙΑ 10/7/2015: Προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα» του Σπύρου Λαπατσιώρα (στο ομώνυμο blog), επισυνάπτω ένα κείμενο που δημοσίευσα στην Αυγή το 2012 μετά τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ (27%) στις βουλευτικές εκλογές. Σχετικά κείμενα κατέθετα συχνά στο δημόσιο διάλογο, υποστηρίζοντάς τα με τις ανάλογες κοινωνικές/πολιτικές πρακτικές.
Αυγή, 12/2012
ΓΙΑ ΝΑ ΠΡΟΛΑΒΟΥΜΕ ΤΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΧΡΟΝΟ
της Ελένης Πορτάλιου
Για την παρέμβασή μου αυτή με παρακίνησε το άρθρο του Ανδρέα Καρίτζη «Oρισμένες σκέψεις για την προετοιμασία μιας κυβέρνησης της αριστεράς» (Αυγή, Κυριακή, 11/11/2012). Στην εποχή αυτή της λαίλαπας κατά της εργασίας, του κοινωνικού κράτους και του δημόσιου πλούτου, σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης, που χαρακτηρίζεται, ταυτόχρονα, από μαζική κοινωνική αντίσταση, επαναχάραξη των ταξικών διαχωριστικών γραμμών και μερική αποδέσμευση των λαϊκών τάξεων από τον κυρίαρχο πολιτικό και ιδεολογικό λόγο, αισθάνομαι συχνά σαν την Αλίκη στη χώρα των τεράτων. Αναλαμβάνοντας, όπως και άλλοι, συνήθως αυτόκλητα, ενεργό δράση, αντιλαμβάνομαι ότι βαδίζουμε σε μια αγεωγράφητη χώρα με τρόπο ασύνταχτο όσον αφορά πραγματικές και κοινωνικά γειωμένες απαντήσεις στα μεγάλα επίδικα της συγκυρίας.
Γνωρίζω ότι η αντιπολίτευση στους εργασιακούς χώρους, στην τοπική αυτοδιοίκηση, στη βουλή και στους δρόμους δεν είναι απλή ή εύκολη υπόθεση. Για να αποτιμήσουμε και μόνο, σοβαρά, τις παραγωγικές και κοινωνικές απώλειες και να συμβάλλουμε στη λαϊκή συσπείρωση, κινητοποίηση και αντίσταση, χρειαζόμαστε τεράστιες δυνάμεις. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι η αντιπολίτευση η οποία δεν συγκροτεί παράλληλα, συγκεκριμένα, που σημαίνει σε βάθος, τις υλικές, ανθρώπινες και ιδεολογικές προϋποθέσεις του εναλλακτικού σχεδίου μιας κυβέρνησης της αριστεράς, έχει φτάσει στα όριά της. Αυτό καταγράφεται στη δημοσκοπική στασιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, στην κοινωνική απελπισία που δεν γίνεται στράτευση και, κυρίως, στην αίσθηση ότι η ρήξη με τις κυρίαρχες οικονομικές δυνάμεις και το πολιτικό σύστημα δεν δημιουργεί αυτόματα εναλλακτικές απαντήσεις για το πώς θα ανασυγκροτηθεί η παραγωγικά και θεσμικά διαλυόμενη ως προς τις ανάγκες της κοινωνική πλειοψηφία. Θυμίζω αυτό που τόσο διεισδυτικά περιγράφουν οι Χρήστος Λάσκος και Ευκλείδης Τσακαλώτος στο βιβλίο τους «22 πράγματα, που μας λένε για την ελληνική κρίση και δεν είναι έτσι», ότι δηλαδή ο καπιταλισμός επιχειρεί έξοδο από την κρίση του δημιουργώντας σωρούς ερειπίων. Η ύφεση, στο όνομα της οποίας εγκαλούμε τους αντιπάλους μας, είναι μέρος της διαδικασίας απαλλαγής του κεφαλαίου από τα κοινωνικά βάρη και τα δικαιώματα της εργασίας και ανάληψης των νέων τομέων κερδοφορίας, που προκύπτουν από την υφαρπαγή μεγάλου μέρους της δημόσιας κοινωνικής περιουσίας και τη διείσδυση σε προνομιακούς νέους τομείς, όπως η ενέργεια. Στη διαδικασία αυτή ασθενή ή απαξιωμένα μικρά κεφάλαια επίσης καταστρέφονται και απ’ αυτή την άποψη το αντιμνημονιακό μέτωπο διευρύνεται.
Θέλω να πω ότι οι αντίπαλοί μας στην Ελλάδα, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ έχουν σχέδιο που στηρίζεται στη μετατροπή της κρίσης του κεφαλαίου σε κρίση της εργασίας και το εφαρμόζουν ανάλγητα και προκλητικά. Το αν δεν ενδιαφέρονται για την κοινωνική χρησιμότητα της επιχειρούμενης αναδιάρθρωσης οφείλεται στο ότι παράγουν μόνο ότι αποφέρει χρήμα και όχι αγαθά και υπηρεσίες για τις κοινωνικές ανάγκες. Βεβαίως, οι κοινωνικές αντιστάσεις τους υποχρεώνουν να μεταμορφώνονται πολιτικά, χωρίς όμως να απεμπολούν τους στόχους τους, που επιβάλλουν μέσω ακριβώς αυτών των μεταμορφώσεων. Εμείς ; Κάνουμε ότι μπορούμε αλλά πρέπει να κάνουμε πολύ περισσότερα γιατί ο ιστορικός χρόνος πιέζει.
Ο Ανδρέας Καρίτζης προσπαθεί να θέσει όλα τα προβλήματα, να μιλήσει για τα δικά μας όπλα, να υποδείξει βασικές κατευθύνσεις. Παρ’ όλ’ αυτά, τα οποία προσυπογράφω, απουσιάζουν κι εδώ οι ελλείπουσες προϋποθέσεις από τη συζήτηση ενός κυβερνητικού προγράμματος της αριστεράς : σε ποια βάση, πέραν της γενικής αντιμνημονιακής, οικοδομούνται οι κοινωνικές συμμαχίες και πως ενεργοποιούνται με θετικό τρόπο μαζικά οι κοινωνικές δυνάμεις που θα στηρίξουν αυτές τις επιλογές και θ’ αποκρούσουν τις επιθέσεις στην εφαρμογή τους; Κυβέρνηση της αριστεράς με ισχυρή εντολή, μαζική κινητοποίηση και έμπρακτη συμμετοχή των λαϊκών τάξεων στο σχέδιο ανάσχεσης της κρίσης, παραγωγικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης, δεν προκύπτει αυτόχρημα αν μετατρέψουμε τον κατάλογο των μεγάλων μας αρνήσεων απέναντι στην κυβερνητική πολιτική σε προγραμματικές θέσεις.
Θέλω, επίσης, να συνομιλήσω με δύο άλλες προσεγγίσεις που δημοσιεύονται στο ίδιο Κυριακάτικο φύλλο της Αυγής. Η μια, που διατυπώνεται στο άρθρο «Να γιατί μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ είναι έτοιμος να κυβερνήσει», ανήκει στον καλό σύντροφο Γιάννη Μηλιό. Η πεποίθηση γι’ αυτή τη δυνατότητα σίγουρα υποκινείται από την οργή που μας πνίγει απέναντι στον ωκεανό ψευδολογίας και τον χοντροειδή και παιδαριώδη ταξικό λόγο που εκφέρουν το πολιτικό προσωπικό και τα ιδεολογικά φερέφωνα του συστήματος. Βασίζεται, όμως, από τη μια στην πραγματική ανυποληψία και το χαμηλό επίπεδο των αντιπάλων μας, οι οποίοι παρ’ όλ’ αυτά κυβερνούν με τον αυτόματο πιλότο του πιο ακραίου και δογματικού νεοφιλελευθερισμού και, από την άλλη, στη δική μας ηθική και πολιτική υπεροχή. Είμαστε με το λαό, είμαστε δημοκράτες, θα συγκρουστούμε, άρα θα τα καταφέρουμε.
Δεν θ’ αμφισβητήσω εδώ τα δικά μας χαρτιά που επικαλείται ο σύντροφος, γιατί είναι αυτονόητο ότι χωρίς άλλη αφετηρία, άλλη οπτική και άλλη πολιτική στρατηγική δεν θα είμασταν η αντιπολίτευση που θέλει να κυβερνήσει. Αλλά, αυτή η ρητορική της εμπιστοσύνης στον εαυτό μας φτάνει σε υπερβολές. Η υπαρκτή, για παράδειγμα, ανεπάρκεια σε θέματα δημόσιας διοίκησης θεωρείται θετική γιατί προκύπτει από τις αποστάσεις που είχαμε κρατήσει έναντι του πελατειακού κράτους, λες και η δημόσια διοίκηση είναι θέμα διαχείρισης - θέση για την οποία, άλλωστε, εγκαλούνται από τον Γιάννη Μηλιό οι αντίπαλοί μας - και όχι θέμα στρατηγικών παρεμβάσεων του δημόσιου τομέα που κατευθύνουν την οικονομική αναδιάρθρωση και την κοινωνική ανασύσταση.
Θεωρώ την αισιοδοξία του πρηγούμενου άρθρου επιπόλαιη και το αποδίδω στο ότι για ν’ αντιπαρατεθεί σε εκτιμήσεις που αφορούν στη μη ετοιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνήσει, μέσα σε μια υπαρκτή θάλασσα εμποδίων και αντιφάσεων, επιλέγει να μιλήσει συνθηματολογικά και αφοριστικά. Το πραγματικό, όμως, ερώτημα είναι αν και πως ετοιμαζόμαστε.
Η τελευταία προσέγγιση της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ περιλαμβάνεται στις «Τροπολογίες του Αριστερού Ρεύματος και της Αριστερής Ανασύνθεσης». Εδώ διατυπώνεται, αν και όχι ρητά, η θέση αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στις «τροπολογίες» εκφράζεται το λεγόμενο Plan B, που στην ουσία είναι Plan Α, αφού το φερόμενο ως Α δεν θα μπορέσει να εφαρμοστεί λόγω της δεδομένης ισχύος των αντιπάλων μας στην Ε.Ε. Θα χρησιμοποιηθεί, εν τέλει, ως μέσον προπαγάνδας για την ανάδειξη της ανυποχώρητης στάσης των ευρωπαίων νεοφιλελεύθερων καπιταλιστών και ως παράδρομος για την εξαναγκαστική οδό της αποδέσμευσης. Απ’ αυτή την άποψη δεν υπάρχει ούτε ανάλυση της πολυπλοκότητας της κατάστασης ούτε συμβολή στο plan A. Σε όλα τα δημοσιεύματα των συντρόφων που υποστηρίζουν την παραπάνω θέση δεν έχω, επίσης, συναντήσει μια πιο συγκεκριμένη προσέγγιση του plan Β. Αν το plan Α, όπως διατυπώνεται στις θέσεις της σημερινής πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ανέφικτο, τότε το plan B δεν είναι καν διατυπωμένο ή προσεγγίζεται μόνον όσον αφορά τις ευχέρειες που δίνει η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα.
Παρ’ όλο που πιστεύω ότι το νόμισμα είναι μια μόνο παράμετρος σ’ ένα σύνολο παραγόντων, είναι λάθος τόσο το νόμισμα όσο και το plan Β ν’ αποκλειστούν από την προβληματική της πολιτικής και της στρατηγικής μιας κυβέρνησης της αριστεράς. Θέλω, όμως, να επισημάνω ότι το δίλημμα ευρώ ή όχι ευρώ είναι το πεδίο των αντιπάλων μας. Από την πρώτη στιγμή το ένα και μοναδικό επιχείρημα συνηγορίας υπέρ της πολιτικής τους ήταν και είναι η μεταφυσική αξία του ευρώ. Απ’ αυτή την άποψη το φερόμενο ως ισχυρό νόμισμα - στην εισαγωγή του οποίου το ανανεωτικό κομμουνιστικό ρεύμα, όπου ανήκω, ήταν αντίθετο, όπως και με την ένταξη στην ΟΝΕ και τη συνθήκη του Μάαστριχτ - έγινε από εργαλείο πολιτικής των ισχυρών της νομισματικής ένωσης ταμπού και απόλυτο κριτήριο αξιολόγησης κάθε πολιτικής και κάθε κοινωνικού κόστους. Αυτή η εμμονή των αντιπάλων μας δεν είναι χωρίς σημασία για την αριστερά. Αντίθετα, είναι ένα από τα ελάχιστα μέσα που διαθέτουν για την κοινωνική σύγχυση και διάσπαση. Απ’ αυτή την άποψη, η εμμονή στο νόμισμα των συντρόφων που κάνουν τις «τροπολογίες» δεν είναι μόνο μονόπλευρη από αριστερή σκοπιά αλλά και ενισχυτική ενός λάθος πεδίου στο οποίο αντιπαρατίθενται τα ανταγωνιστικά σχέδια διεξόδου από την κρίση. Η μεγάλη ταξική σύγκρουση είναι το ζήτημα και αυτή πρέπει να δοθεί με στρατηγικές θέσεις, πρόγραμμα, παλλαϊκή στράτευση, με πρώτες γραμμές και εφεδρείες, πράγματα που πρέπει να μας απασχολούν συνολικά και συνεχώς.
Δεν θέλω ν’ ανοίξω εδώ σημαντικά θεωρητικά και στρατηγικά ζητήματα που αφορούν την αριστερά σήμερα και τον σοσιαλισμό του 21ου αιώνα και συνδέονται με την πρόσληψη της θέσης της Ελλάδας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, γιατί θα ήταν γελοίο να αναφερθώ, παρεμπιπτόντως, στη ζωτική ανάγκη κριτικής ανασύνταξης των θεωρητικών μας εργαλείων. Κάθε θέση έχει την ιστορική της καταγωγή και αυτό αφορά όλες τις προσεγγίσεις.
Υπάρχει, όμως, μια παθογένεια στην αριστερά που θεωρεί ότι η «ορθή γραμμή» οδηγεί με τον αυτόματο πιλότο στη διέξοδο από την κρίση ακόμα και στην επανάσταση. Θα ήμουν η τελευταία που θ’ αμφισβητούσε την ανάγκη μιας «ορθής γραμμής», πολύ περισσότερο ενός δρόμου που θ’ ανταποκρίνεται στη στρατηγική του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Γραμμή, όμως, δεν συνιστούν ούτε η κοπτοραπτική των κειμένων, ούτε οι συνθηματολογικές εμμονές, ούτε η αμεριμνησία. Το εγχείρημα που θέλουμε να αναλάβουμε προϋποθέτει μια μεγάλη κοινωνική και πολιτική σύνθεση, πραγματικές κοινωνικές δυνατότητες, οι οποίες είναι σήμερα ενδιάθετες αλλά πρέπει ν’ αποκτήσουν σάρκα και οστά, πολιτικά σχέδια που μπορούν να είναι εφαρμόσιμα όχι μόνο από πλευράς συσχετισμών δυνάμεων αλλά και δικής μας ετοιμότητας. Για να έρθει και να παραμείνει η αριστερά στην κυβέρνηση και να προχωρήσει στις απολύτως αναγκαίες αντιμνημονιακές ρήξεις, καθαρίζοντας το τοπίο και θεμελιώνοντας ένα δρόμο - ατραπό, που οδηγεί στην απελευθέρωση των εργαζόμενων τάξεων και μέσω αυτών στην απελευθέρωση όλης της κοινωνίας, πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ να γίνει εξίσου ανατρεπτικός με τον εαυτό του.
Εδώ ακριβώς προκύπτουν άλλα σοβαρά προβλήματα που θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε. Ένα μέρος του πολιτικού προσωπικού του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ δεν μπορεί να διαμεσολαβήσει με επάρκεια την κοινωνία. Γιατί όχι μόνο δεν διαθέτει την έξωθεν καλή μαρτυρία αφού δεν είναι οργανικό κομμάτι της αλλά και γιατί, επίσης, δεν έχει τις πολιτικές και οργανωτικές ικανότητες που προϋποθέτουν ταυτόχρονα θεωρητική γνώση και κοινωνική εμπειρία. Την ίδια στιγμή εξαιρετικά στελέχη, που εκ των πραγμάτων αναλαμβάνουν ένα τεράστιο έργο με μετρήσιμα αποτελέσματα και ανοίγουν τον δρόμο από τον παλιό στο νέο ΣΥΡΙΖΑ, έχουν υπερβεί κάθε όριο ανθρώπινης αντοχής, συχνά όχι μόνο χωρίς θεσμικό ρόλο αλλά ούτε τους στοιχειώδεις όρους επιβίωσης. Το άνοιγμα στο λαϊκό κόσμο για τη δημιουργία του νέου κόμματος είναι θεμελιώδης προϋπόθεση για μια κυβέρνηση της αριστεράς, εξίσου, όμως, σημαντική είναι και η πρόσκληση σε έμπειρα διοικητικά και επιστημονικά στελέχη, που δεν ενεπλάκησαν πολιτικά στο προηγούμενο καθεστώς, είναι στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ αλλά δεν υπάρχει μέριμνα σύνδεσης και δομές για τη συμβολή τους σήμερα και στο μέλλον.
Η δημιουργία των τμημάτων αποτέλεσε ένα θετικό βήμα. Οι «εγκύκλιοι» όμως, της γραμματείας και ο κομματικός πατριωτισμός που πριμοδοτεί τους αδαείς, όπου εφαρμόστηκε απαρέγκλιτα, απομάκρυνε δεκάδες ανθρώπους συνδεδεμένους με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ που αναζητούσαν τρόπο να γίνουν οργανικό του μέρος.
Οι δημοκρατικοί θεσμοί στο μεταβατικό στάδιο είναι ακόμα εξαιρετικά ανίσχυροι. Κι’ αυτό κρίθηκε στα θέματα της κατανομής του ανθρώπινου δυναμικού και των υλικών πόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Να μη μοιάσουμε με το ΠΑΣΟΚ λένε πολλοί και εννοούν τις οβιδιακές μεταμορφώσεις από την αντιπολίτευση στην κυβέρνηση. Εξίσου σημαντικό, όμως, είναι να καταπολεμήσουμε όχι μόνο πελατειακές σχέσεις με το εξωτερικό μας αλλά ακατάλληλες εκλεκτικές επιλογές, που θυμίζουν πελατειακό κράτος, στο εσωτερικό μας.
Όλα τα παραπάνω και πολλά άλλα είναι βασικές προϋποθέσεις για να περάσουμε από τη φάση της αντιπολίτευσης στη φάση της μεγάλης κοινωνικής σύνθεσης που θα εδράζεται σε κοινές και πραγματικές προγραμματικές κατευθύνσεις και συγκεκριμένες επιλογές, σε μια νέα ιδεολογική ταυτότητα των αποκάτω που αφοπλίζει τον τρομοκρατικό κυρίαρχο λόγο και σε μια άμεση εμπλοκή, υψηλού ρίσκου, εκατομμυρίων ανθρώπων, όπως έγινε επανειλημμένα στη ιστορία όταν οι λαοί αποφάσισαν ν’ αλλάξουν ριζικά τα πράγματα, παίρνοντας τις τύχες στα χέρια τους.