Η επιλογή της Εφης Θεοδώρου να μεταγράψει θεατρικά το θρυλικό πια μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού «Ζ»: Φανταστικό μυθιστόρημα ενός εγκλήματος» (1966), ήταν ομολογουμένως υψηλού ρίσκου, κυρίως από την άποψη ότι κινδύνευε να συγκριθεί με την ταινία του Κώστα Γαβρά που παρότι εμφανίσθηκε στις αίθουσες το 1969, έως σήμερα αποτελεί σημείο αναφοράς, ίσως περισσότερο και από το ίδιο το βιβλίο.

Η επιλογή απαιτούσε θάρρος επιπλέον και γιατί γίνεται στο πλαίσιο της συγκυρίας, με την έννοια ότι εκτός της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, η χώρα βιώνει και μια άνευ προηγουμένου τουλάχιστον μεταπολιτευτικά, κοινωνική κρίση, που εκφράζεται εν μέρει και με την εμφάνιση φασιστικών ομάδων και μάλιστα με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.

Το έργο  ως γνωστόν, αναφέρεται στα γεγονότα της δολοφονίας του ολυμπιονίκη, υφηγητή της Ιατρικής και  βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη από το παρακράτος της Δεξιάς το Μάιο του 1963.

Μιλάμε για το κλίμα, τις πολιτικές εντάσεις, τα κινήματα και το «πολιτιστικό πλαίσιο» της μυθικής πια δεκαετίας του 1960, που στην Ελλάδα βιώθηκε διαφορετικά απ’ ότι στην υπόλοιπη δυτική Ευρώπη.

Η σκηνική μετάπλαση του έργου σε θεατρική παράσταση – ντοκουμέντο, στοιχημάτισε όχι τόσο στο «πολιτικό θρίλερ» των γεγονότων, όσο στην αντίστιξη ιδιωτικού-δημόσιου βίου και αντίστοιχα λόγου.

Ετσι νομιμοποιήθηκε η θεατρική μετάβαση, αποκλείοντας τις συσχετίσεις με την κινηματογραφική μεταφορά που επικέντρωνε στα ίδια τα γεγονότα και το πολιτικό τους φορτίο.

Στην παράσταση, ένα σύνολο πολύ καλών ηθοποιών και κυρίως του Γιάννου Περλέγκα στο ρόλο του Γρηγόρη Λαμπράκη, Χάρη Φραγκούλη, Νίκου Χατζόπουλου, Μαρίας Κεχαγιόγλου και των άλλων, μας αφηγούνται περισσότερο τα γεγονότα ή μας παρουσιάζουν παρά   ενσαρκώνουν τους ήρωες. Σ’ αυτό συνέτεινε αφενός το ίδιο το σκηνικό ,(Ευά Μανιδάκη) που αποτελείτο από ένα ενιαίο, μακρόστενο τραπέζι, μακριές λάμπες φθορίου κι έναν προτζέκτορα που πρόβαλε στον τοίχο χειροποίητα συνθήματα και φράσεις, αλλά και η μουσική των σωμάτων των ηθοποιών που  προκαλούσε την κατάλληλη ένταση. Ο χαμηλότονος  λόγος του Λαμπράκη λίγο πριν δολοφονηθεί (εξαιρετικός ο Περλέγκας ) και ο μονόλογος της γυναίκας του (λυρικό στοιχείο), αντιστοιχούσαν σ’ αυτήν την διάκριση, θέτοντας το ζήτημα της «θυσίας» και «της ηρωικής προσωπικότητας», στην υπαρξιακή περισσότερο παρά πολιτική διάσταση.

Δεν ξέρω εάν η ανάθεση του ρόλου του ανακριτή Σαρτζετάκη, νέου τότε στον μεσήλικα Χατζόπουλο και αντίστροφα το ρόλο του μεσήλικα Λαμπράκη στον νέο Περλέγκα, εντάσσεται στην προσπάθεια διεύρυνσης του θέματος στην παραπάνω κατεύθυνση.

Πάντως το κλίμα πένθους που πέτυχε η σκηνοθεσία, έφτασε στην πλατεία που δικαίως αναρωτήθηκε για τους ιστορικούς κύκλους και το πότε αυτοί κλείνουν.