Η πιο βαθειά μαχαιριά στην καρδιά της αριστερής κυβέρνησης δεν είναι η υπογραφή του μνημονίου και τα ‘ναι’ των βουλευτών της· είναι η δικαιολόγηση αυτής της υπογραφής και αυτής της ψήφου.

Ανα­πα­ρά­γο­ντας με φω­το­τυ­πι­κή ακρί­βεια τις δι­καιο­λο­γί­ες των προη­γού­με­νων, ο πρω­θυ­πουρ­γός και η κοι­νο­βου­λευ­τι­κή του πλειο­ψη­φία υπο­στή­ρι­ξαν ότι υπέ­γρα­ψαν γιατί «δεν υπήρ­χε εναλ­λα­κτι­κή». Εδώ δεν μι­λά­με μόνο για υπο­τα­γή στο θα­τσε­ρι­κό δόγμα του «there is no alternative»· η Θά­τσερ –κι όλοι οι δικοί της- είχαν στη­ρί­ξει μετά το ’80 όλη την αντε­πί­θε­ση του νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού στο δόγμα ότι δεν υπάρ­χει εναλ­λα­κτι­κή απέ­να­ντι στην ελεύ­θε­ρη αγορά και τη φι­λε­λεύ­θε­ρη δη­μο­κρα­τία. Η ηγε­σία του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ πλειο­δο­τεί, υπο­στη­ρί­ζο­ντας ότι δεν υπάρ­χει εναλ­λα­κτι­κή στην πιο ακραία νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη και αντι­δη­μο­κρα­τι­κή (όπως οι ίδιοι τη χα­ρα­κτη­ρί­ζουν) ηγε­μο­νία. Την ίδια αντί­λη­ψη ανα­πα­ρά­γουν και πολλά άλλα μέλη και στε­λέ­χη, τα οποία υπο­στη­ρί­ζουν ότι το μόνο που μπο­ρού­με να κά­νου­με τώρα είναι υπο­μο­νή: υπο­μο­νή, μέχρι να αλ­λά­ξει η Ευ­ρώ­πη, υπο­μο­νή μέχρι να έρθει η ανά­πτυ­ξη κι οι επεν­δύ­σεις ώστε να πε­ρισ­σέ­ψει κάτι για να το γυ­ρί­σου­με στους φτω­χούς.

Αν όμως δεν υπάρ­χει εναλ­λα­κτι­κή, δεν υπάρ­χει και αρι­στε­ρά, δεν υπάρ­χει και ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, δεν υπάρ­χει τί­πο­τα πέρα από ατέ­λειω­τος ζόφος. Η αρι­στε­ρά, αν ορί­ζε­ται κάπως, ορί­ζε­ται ως αυτή η πο­λι­τι­κή τάση που προ­τεί­νει τις εναλ­λα­κτι­κές, ακόμα κι αν οι προ­τά­σεις της δεν γί­νο­νται απο­δε­κτές. Το ίδιο έκανε όταν οι εναλ­λα­κτι­κές που πρό­τει­νε δεν σή­μαι­ναν μόνο «άτα­κτη χρε­ο­κο­πία», αλλά σή­μαι­ναν πο­λέ­μους και νε­κρούς κα­νο­νι­κούς κι όχι με­τα­φο­ρι­κούς. Το ίδιο έκανε κι όταν ήμα­σταν τρεις κι ο κού­κος και όποιος δια­φω­νού­σε με το αφή­γη­μα του χρη­μα­τι­στη­ρί­ου και των Ολυ­μπια­κών ήταν από χαζός ως γρα­φι­κός. Και φυ­σι­κά το ίδιο έκανε τα τε­λευ­ταία πέντε χρό­νια, όταν όλες οι αστι­κές δυ­νά­μεις με τη σειρά προ­σπα­θού­σαν να μας πεί­σουν ότι το δίλ­λη­μα ήταν μνη­μό­νια ή χρε­ω­κο­πία. Και τώρα, που η πλειο­ψη­φία του λαού έχει απε­γκλω­βι­στεί από την αστι­κή δια­χεί­ρι­ση, η ηγε­σία του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ απο­φά­σι­σε ότι δεν υπάρ­χει εναλ­λα­κτι­κή.

Και βέ­βαια όχι. Εναλ­λα­κτι­κές υπάρ­χουν πάντα κι η ζωή κάθε μέρα θα εφευ­ρί­σκει και και­νούρ­γιες. Ο ίδιος ο πρω­θυ­πουρ­γός αναί­ρε­σε τον εαυτό του ανα­φέ­ρο­ντας δύο: την «άτα­κτη χρε­ω­κο­πία» και τη «συ­ντε­ταγ­μέ­νη έξοδο». Εύ­κο­λα σου έρ­χο­νται στο μυαλό καμία δε­κα­ριά ακόμα: από τον πο­λε­μι­κό κομ­μου­νι­σμό ως μία νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη δι­κτα­το­ρία τύπου Πι­νο­τσέτ. Το θέμα είναι λοι­πόν ποιον συμ­φέ­ρει και ποιον όχι κάθε εναλ­λα­κτι­κή. Ο ίδιος, ανα­πα­ρά­γο­ντας πάλι αμά­ση­τη τη μαν­δρα­βέ­λεια πα­ρα­φι­λο­λο­γία, είπε ότι το πλη­θω­ρι­σμέ­νο εθνι­κό νό­μι­σμα θα δώσει την ευ­και­ρία στους πλού­σιους που έβγα­λαν έξω τα ωραία τους ευρώ να αγο­ρά­σουν τη χώρα και να «περ­νά­νε ζωή και κότα», την ώρα που το ει­σό­δη­μα των φτω­χών θα κα­ταρ­ρέ­ει από το πλη­θω­ρι­σμό. Και ρω­τά­με, μπο­ρεί κά­ποιος να μας δεί­ξει έστω και έναν (1) πλού­σιο που πα­λεύ­ει για το «λόμπι της δράχ­μης»; Γιατί όλοι οι πλού­σιοι αυτής της χώρας και αυτού του κό­σμου πά­λε­ψαν λυσ­σα­λέα για την πα­ρα­μο­νή στο ευρώ; Και ρω­τά­με επί­σης: για να αγο­ρά­σουν αυτοί τη χώρα, δεν πρέ­πει κά­ποιος να τους την που­λή­σει; Για να περ­νά­νε «ζωή και κότα» δεν πρέ­πει να τους το επι­τρέ­πει αυτό η εκά­στο­τε κυ­βέρ­νη­ση;

Και για να τε­λειώ­νου­με, ώρες που είναι, με τις εξυ­πνά­δες ένθεν κα­κεί­θεν. Η με­γά­λη προ­σφο­ρά της κυ­βέρ­νη­σης ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ – ΑΝΕΛ είναι ότι απέ­δει­ξαν πως εντός της ευ­ρω­ζώ­νης δεν υπάρ­χει καμία άλλη εναλ­λα­κτι­κή πέρα από τη διαρ­κώς εντει­νό­με­νη φτώ­χεια και ανερ­γία. Αν λοι­πόν το κρι­τή­ριο είναι το συμ­φέ­ρον των ερ­γα­ζο­μέ­νων, οι εναλ­λα­κτι­κές πρέ­πει να ανα­ζη­τη­θούν εκτός. Οι εναλ­λα­κτι­κές αυτές βέ­βαια, ανα­γκα­στι­κά, δεν αμ­φι­σβη­τούν μόνο τη λι­τό­τη­τα, αλλά την ίδια την καρ­διά της ελεύ­θε­ρης οι­κο­νο­μί­ας, αφού προ­ϋ­πο­θέ­τουν τον κρα­τι­κό έλεγ­χο σε κάθε τομέα της οι­κο­νο­μί­ας. Μόνο λοι­πόν αν ο ιστο­ρι­κός μας ορί­ζο­ντας φτά­νει ως τις αγο­ρές, την επι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τα και τις επεν­δύ­σεις, μόνο τότε κάθε εναλ­λα­κτι­κή εκτός ευ­ρω­ζώ­νης ση­μαί­νει κα­τα­στρο­φή.

Και εδώ μία τε­λευ­ταία διευ­κρί­νι­ση: μετά την προ­χθε­σι­νή συ­ντρι­βή της φι­λο­ευ­ρω­παϊ­κής στρα­τη­γι­κής του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, με­γά­λο μέρος της κοι­νω­νι­κής αρι­στε­ράς και του λαού ρωτά με γνή­σια αγω­νία ποιος έχει να προ­τεί­νει ένα αξιό­πι­στο και ολο­κλη­ρω­μέ­νο «σχέ­διο εξό­δου». Η ίδια απου­σία σχε­δί­ου χρη­σι­μο­ποιεί­ται κι από τον ίδιο το ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ως δι­καιο­λο­γία της ήττας, είτε στο πλαί­σιο μίας κα­λό­πι­στης αυ­το­κρι­τι­κής («κακώς δεν προ­ε­τοι­μα­στή­κα­με, αλλά τώρα τι να κά­νου­με»), είτε στο πλαί­σιο μίας κα­κό­πι­στης εξο­λό­θρευ­σης των δια­φω­νού­ντων («όποιος έχει πρό­τα­ση να την πει»· το επι­χεί­ρη­μα αυτό είναι αντί­στοι­χης ποιό­τη­τας με τη γνω­στή ιαχή του έλ­λη­να γιω­τα­χί όταν του επι­ση­μαί­νεις ότι πάρ­κα­ρε πάνω στο πε­ζο­δρό­μιο και σου απα­ντά «και που θες να το βάλω εγώ, ρε»). Όμως, η πο­λι­τι­κή, πόσο μάλ­λον οι ρή­ξεις, ποτέ δεν γί­νο­νται βάση «σχε­δί­ου». Κα­νέ­να επι­τε­λείο και κα­νέ­νας οι­κο­νο­μο­λό­γος δεν μπο­ρεί να σχε­διά­σει μία νέα οι­κο­νο­μία· αυτή θα προ­κύ­ψει –όπως πά­ντα- μέσα από το συ­σχε­τι­σμό δυ­νά­με­ων, τους πε­ρί­πλο­κους αντα­γω­νι­σμούς, την τα­ξι­κή πάλη.

Πρέ­πει βέ­βαια να κα­τα­λά­βου­με ότι η συ­ζή­τη­ση και οι προ­τά­σεις για το πώς θα μοιά­ζει η ζωή μετά το ευρώ έχουν τε­ρά­στια ση­μα­σία, κυ­ρί­ως ιδε­ο­λο­γι­κή και προ­πα­γαν­δι­στι­κή, αφού απα­ντούν ακρι­βώς σε αυτή την αγω­νία του κό­σμου. Ωστό­σο, όλοι ξέ­ρου­με ότι τέ­τοιες προ­τά­σεις ήδη γί­νο­νται και συ­ζη­τού­νται τόσο από πο­λι­τι­κούς ορ­γα­νι­σμούς, όσο και από δια­νο­ού­με­νους· τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φορές ωστό­σο δεν ανα­γνω­ρί­ζο­νται καν ως τέ­τοιες από τον κυ­ρί­αρ­χο λόγο, ή έστω δεν φα­ντά­ζουν «σο­βα­ρές», αφού υπερ­βαί­νουν τον ορί­ζο­ντα του «ορ­θο­λο­γι­σμού», δη­λα­δή της αστι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας. Αυτό που χρεια­ζό­μα­στε πρώτα από όλα είναι η πα­ρα­δο­χή ότι υπάρ­χουν εναλ­λα­κτι­κές και η στρα­τη­γι­κή από­φα­ση να πο­ρευ­τού­με προς αυτές και στα­δια­κά θα τις συ­ζη­τά­με, θα τις εξει­δι­κεύ­ου­με και θα τις δο­κι­μά­ζου­με στην πράξη. Όταν η Θά­τσερ πέ­θα­νε, οι άγ­γλοι ερ­γά­τες έκα­ναν πάρτι. Έλεος, ας μην την ανα­στή­σει τώρα η ελ­λη­νι­κή αρι­στε­ρά.   

Ετικέτες