Μετά τη νίκη του επί των Ρωμαίων στο Άσκλο της Απουλίας, το 279 π.Χ., ένας στρατιώτης πλησίασε τον βασιλιά Πύρρο για να τον συγχαρεί. Όπως όμως μας αφηγείται ο Πλούταρχος, ο ίδιος δεν έδειξε να συμμερίζεται την πανηγυρική διάθεση: «μια ακόμα τέτοια νίκη και θα χαθούμε εντελώς», ήταν η απάντησή του καθώς μετρούσε τις απώλειες στη μάχη, γνωρίζοντας ότι πίσω στην πατρίδα οι εφεδρείες είχαν πια εξαντληθεί.

Θυμήθηκα την ιστορία το βράδυ της Τετάρτης, ακούγοντας, από τη μια τον Αλέξη Τσίπρα να χαρακτηρίζει «πύρρειο» νίκη της τρόικας τη συμφωνία-μνημόνιο, και από την άλλη τον Φρανσουά Ολάντ να μιλά για τα επόμενα βήματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αναφερόμενος σε μια «πρωτοπορία» χωρών, από τη Γαλλία και τη Γερμανία ως την Μπενελούξ, που θα αναλάβει το εγχείρημα μιας κυβέρνησης της Ευρωζώνης. Αντί να «χαθεί εντελώς» μετά το πραξικόπημα της 12ης Ιουλίου, φαίνεται πως η Ευρωπαϊκή Ένωση θα προχωρήσει πιο συγκεντρωτικά και πιο αυταρχικά — πιθανότατα αφήνοντας πίσω, παρά τη συμμόρφωση προς τις υποδείξεις, τους αδύναμους κρίκους σαν την Ελλάδα. Την ίδια στιγμή, αν κάτι μοιάζει να έχει όντως εξαντληθεί, υπό την απειλή πάντα της χρεοκοπίας και του Grexit, αυτό είναι οι δημοκρατικές εφεδρείες για την διαχείριση του «ελληνικού προβλήματος»: με μονοκομματικές, δικομματικές και τρικομματικές κυβερνήσεις, με κυβερνήσεις εκλεγμένες και υπηρεσιακές, με εκλογές και δημοψηφίσματα — σε όσο επώδυνα μέτρα κι αν προχώρησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις παρακάμπτοντας τη δημοκρατική βούληση, το φάσμα της ασύντακτης χρεοκοπίας δεν απομακρύνθηκε ποτέ από τον ορίζοντα. Ακόμα και σήμερα, λοιπόν, σε πείσμα όσων αναζητούν ρωγμές για αριστερή πολιτική μέσα στο μνημονιακό ζουρλομανδύα, το Grexit παραμένει το απόλυτο εργαλείο για την πειθάρχηση της κυβέρνησης, τη μονιμοποίηση δηλαδή του πραξικοπήματος που κατήγγειλε η διεθνής κοινή γνώμη πριν από δύο Κυριακές.

Grexit μέχρι Grexhaustion

Αυτή η εξάντληση των δημοκρατικών εφεδρειών δίνει ένα διαφορετικό περιεχόμενο στον νεολογισμό Grexhaustion, με τον οποίο οι οικονομολόγoι Gilles Moec και Ruben Segura-Cayuela, της Μέριλ Λιντς, περιγράφουν την οικονομική εξουθένωση της Ελλάδας από τη διαμάχη με τους δανειστές. Την ίδια στιγμή, όμως, δείχνει και τη ματαιότητα των παραχωρήσεων της ελληνικής κυβέρνησης, πολύ δε περισσότερο του καλλωπισμού τους και των προσδοκιών για παραχωρήσεις, ιδίως όσον αφορά το χρέος. Θέλω να πω πως, αν το κυρίως επίδικο της διαπραγμάτευσης παραμένει πολιτικό, κι αυτό είναι η ανατροπή της κυβέρνησης, τότε η απειλή του Grexit, και όχι η προσδοκώμενη διευθέτηση του χρέους υπό κυβέρνηση που πρέπει να ανατραπεί, είναι αυτό που θα βρίσκεται διαρκώς στο τραπέζι, όπως προειδοποίησαν Ν.Δ. και Ποτάμι παπαγαλίζοντας τους δανειστές. Αν λοιπόν σταθεροποιηθεί κάτι μετά τη συμφωνία, δεν θα είναι η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, αλλά η κατάσταση της έκτακτης ανάγκης που θα ψαλιδίζει τις προσπάθειες «φιλολαϊκής διαχείρισής» της. Από μέσο δε πειθάρχησης της Ελλάδας, σε βαθμό εξουθένωσης, το Grexit ίσως αποδειχτεί το αναπόφευκτο τέλος της διαδρομής που σχεδιάστηκε, υποτίθεται, για την αποφυγή του: με όρους ευρωπαϊκής «ενοποίησης», το άδειασμα των πιο αδύναμων, για να συνεχίσουν οι πιο δυνατοί.

Αν όμως ισχύουν αυτά, αν δηλαδή η κατά κοινή παραδοχή μη βιώσιμη συμφωνία που επιβλήθηκε στην Ελλάδα (μπορεί να) σημαίνει «και Μνημόνιο και Grexit», η απεμπλοκή από το διαρκές μνημονιακό πραξικόπημα, και συνεπώς η προετοιμασία για την ενδεχόμενη επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, είναι ο μόνος νοητός δρόμος για την Αριστερά, για τη δύναμη δηλαδή που καλείται να υπερασπιστεί πια τα πολύ βασικά: το νερό, το ρεύμα, το σπίτι και τη δημοκρατία. Όχι γιατί το εθνικό νόμισμα προσφέρει εγγυήσεις έναντι οικονομικών καταναγκασμών ή ζητημάτων ασφάλειας. Ούτε βεβαίως γιατί προστατεύει με κάποιον μαγικό τρόπο από την υφαρπαγή πόρων και περιουσίας, δημόσιας ή ιδιωτικής. Αλλά γιατί αποδεδειγμένα πια οι εταίροι δεν το επισύρουν ως επικοινωνιακή τακτική, αλλά ως δυνητικό τέλος της διαπραγμάτευσης — ειδάλλως κακώς πήγαμε σε τρίτο μνημόνιο. Επιπλέον γιατί το Μνημόνιο, και όχι (μόνο) το Grexit όπως προπαγανδιστικά υποστηρίζεται, είναι «σχέδιο Σόιμπλε» — αλλά και των πιο «φιλελλήνων» από τους εταίρους: όχι η τακτική κάποιων ακραίων της Ε.Ε., αλλά «η επιτομή της κοινής νεοφιλελεύθερης στρατηγικής της.[1] Και τέλος, γιατί, αν το πρόγραμμά μας «περιέχει τις δεσμεύσεις του [μνημονιακού] προγράμματος» (Νίκος Βούτσης, συνέντευξη στο Κόκκινο, 16.7.2015) –του προγράμματος δηλαδή που όλοι βλέπουν ότι «δεν βγαίνει»– είναι αδύνατο να υπερασπιστούμε τα πολύ βασικά πια.

Παρά τα όσα ακούγονται, λοιπόν, οι λόγοι που αυτός ο δυισμός είναι αδύνατος στην πράξη και πρέπει να απορριφθεί, δεν είναι ιδεολογικοί, αλλά καταφανώς πολιτικοί. Κάνοντας το προϊόν ενός πραξικοπήματος πρόγραμμά της, αποδεχόμενη να πνίξει μία προς μία τις κοινωνικές συμμαχίες που οικοδόμησε την τελευταία πενταετία με τον χειρουργικό τρόπο που απαιτεί το νέο μνημόνιο, η κυβέρνηση μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να αποσπά παραχωρήσεις που απλώς θα νομιμοποιούν τις κατά πολύ υπέρτερες υποχωρήσεις της. Για να το πω με παράδειγμα: είναι πολύ σημαντικό να εξαιρεθούν από τα προαπαιτούμενα οι πλειστηριασμοί της πρώτης κατοικίας, έστω και πρόσκαιρα, για το τέλος του χρόνου. Είναι όμως εξίσου σημαντικό, διδασκόμενοι από την εμπειρία της πεντάμηνης διαπραγμάτευσης (όπως κατ’ ευφημισμόν αποκλήθηκε αυτή η αλληλουχία ωμών εκβιασμών), να παραδεχτούμε ότι στο παιχνίδι ισχύος που παίζεται, τίποτα δεν διασφαλίζει ακόμα και αυτό το όριο — ιδίως όταν ακόμα βρισκόμαστε στα προαπαιτούμενα, και όταν η ελληνική πλευρά έχει αποδειχτεί αδύναμη να αντιτάξει ισχύ απέναντι σε ισχύ. Κι ενώ θα ήταν ανόητο να κατηγορεί κανείς την κυβέρνηση για την αντικειμενική κατάσταση, την υστέρησή της δηλαδή στο διεθνή συσχετισμό δύναμης, δεν μπορεί και να την αθωώνει για την παραίτησή της από μια απλή παραδοχή: ότι στις κοινωνίες υπάρχουν δύο πηγές ισχύος, το χρήμα και οι δυνατότητες των ανθρώπων — κι ότι, ελλείψει χρήματος (όσο και διεθνών συμμαχιών για την απόκτησή του), η ίδια δεν φρόντισε να μεγιστοποιήσουμε την άντληση ισχύος από τη μόνη πηγή όπου μπορούσαμε να έχουμε πρόσβαση.[2]

Αυτή η απλή κατανόηση μπορεί να είναι το πρώτο βήμα για την επείγουσα απεμπλοκή. Γιατί το «εναλλακτικό σχέδιο» που προπαγανδίστηκε δυσανάλογα περισσότερο απ’ όσο προετοιμάστηκε, δεν είναι (ή δεν είναι κυρίως) ένα άθροισμα τεχνικών οικονομικών λύσεων. Αν η παραμονή στο ευρώ σημαίνει μνημόνια και αυταρχισμό, η έξοδος δεν είναι μόνο τι κάνεις με τα συμβόλαια που έχουν συναφθεί σε ευρώ, με τα ΑΤΜ και τις εξαγωγές — που φυσικά είναι κρίσιμα. Είναι πώς και με ποιους φτιάχνεις το υποκείμενο που θα υποστηρίξει μια λύση προς την οποία η αστική τάξη στην Ελλάδα είναι απολύτως εχθρική· πώς εξασφαλίζεις την πολιτική αλλά και την υλική αλληλεγγύη από το εξωτερικό· τι κάνεις με το τραπεζικό σύστημα και πώς αξιοποιείς στην παραγωγή ένα τεράστιο εφεδρικό εργατικό δυναμικό με υψηλή εξειδίκευση.

Είναι κρίσιμο να υπάρξει μια δυναμική προς αυτή την κατεύθυνση — και στο άμεσο μέλλον, η δυναμική αυτή περνά από την οργάνωση και τη συμμετοχή στον νέο κύκλο αγώνων που ανοίγει το τρίτο μνημόνιο, ενάντια στα μέτρα: από τους πλειστηριασμούς και τις ιδιωτικοποιήσεις ως τα ανοιχτά καταστήματα τις Κυριακές. Οι μάχες αυτές θα έχουν πολλαπλή αξία: και για την υπεράσπιση του εκάστοτε συγκεκριμένου, και για να μείνει ανοιχτό το κοινωνικό ρήγμα που ανέδειξε το δημοψήφισμα, και για να αποτραπεί μια τάση προς την αποστράτευση και την ιδιώτευση. Είναι η δυναμική αυτή που θα υποχρεώσει ολόκληρη την Αριστερά (και δη τον ΣΥΡΙΖΑ, είτε αυτόν που στηρίζει είτε αυτόν που απορρίπτει το νέο μνημόνιο) να διαλέξει ποιους θα εκπροσωπεί. Αυτή νομίζω ότι είναι η βάση για τον όποιο σχεδιασμό της Αριστεράς. Σίγουρα, πάντως, η βάση δεν είναι η φωτογραφία της στιγμής, οι δημοσκοπήσεις — ούτε, πολύ περισσότερο, η χειραγώγηση των εσωτερικών αντιθέσεων της Αριστεράς από τα συστημικά μέσα και τις μεταλλάξεις του αυριανισμού, την οποία ούτε το κόμμα ούτε η κυβέρνηση μπορούν να συνεχίσουν να ανέχονται.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]   Νίκος Νικήσιανης, «Ενάντια στην Ευρώπη», RedNotebook, 21.7.2015 (goo.gl/KLv5mr).

[2]   Αντρέας Καρίτζης, «Νέα φάση, νέα πολιτική στρατηγική», Η Αυγή, 19.7.2015

Ετικέτες