Η Συνδιάσκεψη της ΛΑΕ ανέδειξε τη συσπείρωση ενός πολύτιμου μάχιμου δυναμικού της αντιμνημονιακής ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Πρόκειται για μια ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στη ΛΑΕ και άλλα εγχειρήματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που είτε προσανατολίζονται κυρίως στην εκλογική παρέμβαση είτε θεωρούν ότι στην παρούσα συγκυρία προέχει η «ανασυγκρότηση» (με έμφαση στη συζήτηση αποτίμησης της περιόδου του ΣΥΡΙΖΑ) και ότι η συστηματική πολιτική παρέμβαση αντικειμενικά αναβάλλεται για αργότερα.
Σε δύο μέρες πυκνής πολιτικής συζήτησης, με όλες τις δυσκολίες μιας «ιδρυτικής» διαδικασίας, η ΛΑΕ ενέκρινε ένα πλαίσιο Προγραμματικών Θέσεων και μια Πολιτική Απόφαση, που συγκροτεί τον «οδικό χάρτη» δράσεων των τοπικών και κλαδικών οργανώσεών της. Τα κείμενα αυτά έχουν αναγκαστικά το χαρακτήρα ενός «συμβιβασμού» μεταξύ φανερών πολιτικών αποκλίσεων, αλλά όπως διαπίστωσε η συντριπτική πλειοψηφία των συνέδρων αυτός ο συμβιβασμός έχει προωθητικό χαρακτήρα. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς: η ΛΑΕ είναι ένας μετωπικός πολιτικός φορέας και κατά συνέπεια οι συγκροτητικές συμφωνίες θα πρέπει να είναι ευρύχωρες. Ταυτόχρονα η ΛΑΕ είναι ένας καινούργιος μετωπικός φορέας –κανείς δεν πρέπει να ξεχνά ότι από την ίδρυσή της δεν έχει ακόμα κλείσει χρόνος‒ και ότι στις γραμμές της συγκεντρώνονται τάσεις που έχουν αρκετά διαφορετικές πολιτικές εμπειρίες: ένα μεγάλο τμήμα της προέρχεται από την Αριστερή Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ένα άλλο τμήμα προέκυψε μέσα από τις διεργασίες στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, κυρίως σχετικά με την κριτική στο σεχταρισμό.
Η πολιτική συζήτηση στο διήμερο έθιξε κρίσιμα ζητήματα. Κάποιες απόψεις προσπάθησαν να ορίσουν τις προοπτικές της ΛΑΕ κυρίως ως «αντι-ΕΕ ρεύμα», υποτιμώντας την αναγκαία σύνδεση του στόχου μας για ρήξη/έξοδο από την Ευρωζώνη με την καθοριστική μάχη ενάντια στη λιτότητα, τα μνημόνια και το νεοφιλελευθερισμό. Αυτή η υποτίμηση του σαφούς ταξικού περιεχομένου στην αντίθεσή μας με το ευρώ και την ΕΕ συνδέεται με την υποτίμηση της αντικαπιταλιστικής στρατηγικής (που ρητά υιοθετείται στις αποφάσεις), την υποτίμηση της αναφοράς στη γενικότερη σοσιαλιστική απελευθέρωση (μιας αναφοράς που «χρωματίζει» καθοριστικά την πολιτική μας και θέτει σαφή όρια π.χ. στις επιτρεπτές πολιτικές συμμαχίες...), αντιπροτείνοντας μια επιστροφή στις στρατηγικές «εθνικής ανεξαρτησίας».
Όμως ο κόσμος σήμερα δεν είναι όπως ήταν στις δεκαετίες του 1950-60. Η πολιτική του ιμπεριαλισμού δεν επιβάλλεται στις «αποικίες χρέους» (δηλαδή ακόμα και σε μεγάλες οικονομίες όπως π.χ. η Ισπανία, η Ιταλία κ.λπ.) διά των κανονιοφόρων, αλλά κυρίως διά των τραπεζών. Η διαφορά δεν είναι μόνο τακτική: σε χώρες όπως η Ελλάδα, η ντόπια κυρίαρχη τάξη είναι δεμένη με χιλιάδες νήματα με το ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό κέντρο, στήριξε με όλες της τις δυνάμεις τις συμφωνίες με τους δανειστές, αποδέχθηκε τα μνημόνια και δεν έδειξε καμιά πρόθεση για πειραματισμούς «νασερικού» τύπου, αυτονόμησης από τη γραμμή των διεθνών «θεσμών», ακόμα και σε μια συντηρητική εκδοχή. Αυτή η κεντρική διαπίστωση κάνει μετέωρες τις στρατηγικές «εθνικής ανεξαρτησίας»: η αντιμνημονιακή ανατροπή της λιτότητας, η έξοδος από το ευρώ με ένα φιλολαϊκό-εργατικό πρόγραμμα, ή θα είναι ενταγμένη σε ένα μεταβατικό σχέδιο προς το σοσιαλισμό ή δεν θα υπάρξει. Αυτό ήταν το υπόβαθρο και των διαφορετικών εκτιμήσεων για το Brexit.
Μια άποψη είναι να αντιλαμβάνεσαι το Brexit ως απόδειξη της κρίσης και των αντιφάσεων του αντιπάλου, να χαίρεσαι γι’ αυτό, αλλά να επιμένεις στην αυτόνομη ταξική και πολιτική προοπτική σου. Και είναι άλλη άποψη να χαίρεσαι μεν για το Brexit, όμως να υποτιμάς τα συγκεκριμένα προβλήματα πολιτικής διεύθυνσης που αναδείχθηκαν στη Βρετανία και –γυρίζοντας στην Ελλάδα‒ να ψάχνεις για ντόπιους Φάρατζ, αναγνωρίζοντάς τους μάλιστα και κάποιον τάχα «απελευθερωτικό» ρόλο.
Η επιμονή στον ορισμό της γραμμής της ΛΑΕ ως αντιμνημονιακής-αντικαπιταλιστικής συγκεκριμενοποιείται ομαλά στις αποφάσεις που πήραμε για τον προγραμματισμό δράσης ενάντια στην αντιμεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού, ενάντια στις αλλαγές στον εργασιακό νόμο, αντίσταση στις ιδιωτικοποιήσεις και στους πλειστηριασμούς λαϊκών κατοικιών, οργάνωση της αλληλεγγύης στους πρόσφυγες. Τι θα σήμαινε σε αυτό το κρίσιμο πεδίο της δράσης (όπου ανακαλείται στη μνήμη το «γαλλικό μοντέλο» που, κάπως, υποτιμήθηκε στη συζήτηση...) η στρατηγική της εθνικής ανεξαρτησίας; Τι περιεχόμενο θα είχαν π.χ. Επιτροπές Υπεράσπισης της Εθνικής Κυριαρχίας; Τι περιεχόμενο θα είχαν οι –ευτυχώς ακραία μειοψηφικές‒ προτάσεις για «έλεγχο των συνόρων»;
Όσοι θέλουν να καταλάβουν πραγματικά τις διαθέσεις της βάσης της ΛΑΕ, ας συνεκτιμήσουν ότι η ΛΑΕ, επισήμως πλέον, είναι το πρώτο πολιτικό «κόμμα» στην Ελλάδα που ολοκλήρωσε την απόρριψη στην ομοφοβία, εγκρίνοντας με άνετη πλειοψηφία την τροπολογία για το δικαίωμα τεκνοθεσίας στα ομόφυλα ζευγάρια.
Δεν έχουμε καμιά αυταπάτη, ούτε και αντίρρηση, ότι αυτή η συζήτηση «έκλεισε»: γνωρίζουμε ότι θα συνεχίσει, σε στενή σύνδεση πλέον με τις δραστηριότητες των 180 οργανώσεων της ΛΑΕ. Και ακριβώς γι’ αυτό είμαστε αισιόδοξοι για την τελική έκβαση αυτής της συζήτησης, πιστεύοντας ακράδαντα ότι υπάρχει μια μεγάλη πλειοψηφία προσανατολισμένη στην αριστερή ριζοσπαστική πολιτική.
Η συζήτηση για το Καταστατικό της ΛΑΕ δεν ολοκληρώθηκε. Η αναζήτηση της πιο δημοκρατικής συγκρότησης, στενά συνδεδεμένης με το ζήτημα της διεύρυνσης της ΛΑΕ, της συλλογικής ηγεσίας και της σαφούς σχέσης μεταξύ του δημόσιου λόγου και των «κομματικών» αποφάσεων, οδήγησε σε δεκάδες τροπολογίες, που έκαναν ανέφικτο το κλείσιμο της συζήτησης. Γνώμη μας είναι ότι όλο αυτό το «υλικό» πρέπει να μελετηθεί από τα νέα εκλεγμένα όργανα, να ομαδοποιηθούν τα ζητήματα με σαφήνεια και να κληθεί ένα νέο Διαρκές Συνέδριο, όπου θα συζητηθεί με άνεση και θα αποφασιστεί ομαλά ο Κανονισμός Λειτουργίας της ΛΑΕ.
Οι μέχρι τότε λειτουργίες μας θα πρέπει να καθοριστούν από την «καταρχήν» έγκριση της πρότασης που έγινε, αλλά και με την ευαισθησία που είναι απαραίτητη για όποιον «άκουσε» τα αιτήματα που τέθηκαν.
Σε ό,τι μας αφορά, η ΛΑΕ αποτελεί τον κρίσιμο «τόπο» για την ανασύνταξη της ριζοσπαστικής αντιμνημονιακής Αριστεράς, μετά τη διαλυτική συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η συνδιάσκεψη ήταν ένα θετικό βήμα σε αυτήν την κατεύθυνση, κατεύθυνση στην οποία σκοπεύουμε να επιμείνουμε αποφασιστικά.
Μέσα στη Συνδιάσκεψη, το Κόκκινο Δίκτυο ανέδειξε τα βήματα συγκρότησης και πολιτικής ωρίμανσης που έχει πραγματοποιήσει: εκλέξαμε 14 συντρόφους και συντρόφισσες στο νέο ΠΣ της ΛΑΕ, πάνω σε μια βάση «ανοιχτή» μεν σε συνεργασίες, αλλά με σαφείς ιδεολογικές και πολιτικές επιλογές, αρνούμενοι μοντέλα «μπλοκ» που αποτελούσαν ομπρέλες πολυσυλλεκτικής και αντιφατικής εκλογικής συνεργασίας.
Έτσι θα συνεχίσουμε.