Η άτακτη υποχώρηση της συγκυβέρνησης μπροστά στις αξιώσεις της Ιεραρχίας επισφραγίζει την ελέω Αρχιεπισκοπής διακυβέρνηση της χώρας από τους ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ.

Ένας από τους μεγάλους, σχεδόν ιδρυτικούς, μύθους του νεότερου Ελληνισμού αφορά τον «ρόλο» της Εκκλησίας της Ελλάδος στην ελληνική κοινωνία και το κράτος, μύθος που συντηρείται κατά καιρούς και από τα πιο αρμόδια προς τούτο χείλη, τους ίδιους τους ιεράρχες ή τον πρώτο μεταξύ ίσων Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, σήμερα τον Ιερώνυμο Λιάπη. Ο Ιερώνυμος στην εναρκτήρια συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου επανέλαβε λίγο – πολύ αυτούσιες τις πάγιες θέσεις της Εκκλησίας για τον περιβόητο «ρόλο» της, τοποθετώντας την μάλιστα στη θέση ενός «θύματος», μιας «ομήρου» του κράτους και της πολιτείας, που δεν αφήνουν (την Εκκλησία) είτε να εκφραστεί ελεύθερα είτε να εκπληρώσει τον διαχρονικά κερδισμένο «ρόλο» της.

Πολλοί έκαναν λόγο για ομιλία σκοταδισμού και οπισθοδρόμησης αναντίστοιχη με όσα έως τώρα είχε δείξει ο Ιερώνυμος στον αρχιεπισκοπικό θρόνο (ναι, έτσι τον λένε και η συνδήλωση και το υπονοούμενο είναι εμφανή). Προφανώς όσοι ισχυρίζονται τα παραπάνω και έπεσαν από τα σύννεφα με τον Ιερώνυμο δεν γνωρίζουν απολύτως τίποτα για την Εκκλησία της Ελλάδος και τις ικανότητες αυτοαναπαραγωγής, προσαρμοστικότητας, χαλύβδινης εσωτερικής ενότητας και κυρίως τις εξουσιαστικές λογικές που την διέπουν, ανεξάρτητα από τον ποιος τυχαίνει να είναι ο τύποις προκαθήμενος. Η δε άτακτη υποχώρηση της κυβέρνησης στο θέμα των Θρησκευτικών όπως αυτή σαλπίστηκε από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, στη διμερή συνάντηση αντιπροσωπειών στο Μέγαρο Μαξίμου οξύνει τα αντανακλαστικά της Ιεραρχίας, η οποία βλέπει για μια ακόμη φορά, την Χ κυβέρνηση να υποχωρεί στις αξιώσεις της - μόνο οι ταυτότητες πέρασαν εν τέλει τα τελευταία χρόνια, ενώ η καρκινοβατούσα μεταρρύθμιση  στα Θρησκευτικά εκκρεμεί τουλάχιστον μια εικοσαετία.

Προνομιακοί συνομιλητές του πρωθυπουργού, ρασοφόροι στρατολόγοι της Χρυσής Αυγής, ιερείς που θεωρούν «άθεη» την κυβέρνηση του ή εκδίδουν σκοταδιστικές, προεκλογικές εγκυκλίους προς τους πιστούς;

Με ποιους όμως συναντήθηκε μεταξύ άλλων ο Τσίπρας και υποχώρησε μπροστά στις αξιώσεις τους; Όπως έγραψα και νωρίτερα, η Εκκλησία της Ελλάδος στα κατ’ αυτήν ζωτικά ζητήματα, εμφανίζει μια χαλύβδινη ενότητα, η οποία συντηρείται ανεξάρτητα από παρελθούσες ή μελλοντικές διαιρέσεις και διαστάσεις απόψεων. Είναι ακριβώς αυτό που εκμεταλλεύεται προκλητικά και η πλευρά των ΑΝΕΛ και προσωπικά ο Πάνος Καμμένος, καθώς ο Τσίπρας είναι μεταξύ άλλων έρμαιο των διαθέσεων του κυβερνητικού του εταίρου. Και οι ΑΝΕΛ έδειξαν εξαρχής τη διάθεση τους να λειτουργήσουν σαν Πέμπτη Φάλαγγα της Εκκλησίας μέσα στη συγκυβέρνηση, η οποία προσπαθεί να σταθεί όπως - όπως και να μην καταρρεύσει μέσα στην τριτομνημονιακή έρημο, που έχει σύρει τη χώρα.

Πώς εμφανίζεται αυτή η χαλύβδινη ενότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος στη συνάντηση με τον πρωθυπουργό; Από τις επιλογές των μητροπολιτών που συνόδευσαν τον Ιερώνυμο και ξεκινάμε με την επιλογή να τον συνοδεύσει και να κάτσει εκ δεξιών του την ώρα των συνομιλιών, ο μητροπολίτης Σπάρτης, Ευστάθιος Σπηλιώτης - μια διόλου τυχαία επιλογή.

Ο Ευστάθιος υπήρξε ο κύριος αντίπαλος του Ιερώνυμου στη μάχη διαδοχής του 2008, όταν πέθανε ο Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης. Τότε, τα επιτελεία και οι σύμμαχοι ανώτατοι κληρικοί των δύο μονομάχων επιδόθηκαν σε έναν έντονο παρασκηνιακό πόλεμο για την τελική επικράτηση, ο οποίος στο προσκήνιο πήρε διαστάσεις μόλις ο μητροπολίτης Μεσσηνίας (νομός καταγωγής του Ευστάθιου), Χρυσόστομος κατήγγειλε τον αντίπαλο του Ιερώνυμου για απειλές, εκβιασμούς και άνομες πρακτικές επηρεασμού του. Το μπάχαλο που επακολούθησε για λίγες μέρες ήταν αρκετό, έτσι ώστε το μέχρι εκείνη τη στιγμή φαβορί για την Αρχιεπισκοπή, δηλαδή ο Ευστάθιος, να ηττηθεί, και τη θέση να καταλάβει ο Ιερώνυμος. Φυσικά όλα αυτά, μπροστά στα ζωτικά συμφέροντα που υπερασπίζεται σύσσωμη η Ιεραρχία ανήκουν στην κατηγορία περασμένα - ξεχασμένα, αλλά είναι ενδεικτικά της πραγματικά επικρατούσας κατάστασης πίσω από τα άβατα και τις κουρτίνες της Εκκλησίας.

Όπως επίσης δηλωτικά και αποκαλυπτικά του τι πρεσβεύσει σημαντική και επιδραστική μερίδα του ανώτατου κλήρου, με τους οποίους συνομιλεί προνομιακά ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, είναι όσα περιλαμβάνονται στη δικογραφία της Χρυσής Αυγής. Αντιγράφω από το τότε ρεπορτάζ της «Εφημερίδας των Συντακτών» (13.12.2013): «Οι σχέσεις της Εκκλησίας με τη Χρυσή Αυγή αποκαλύπτονται στα βίντεο που προέρχονται από το ηλεκτρονικό υλικό που κατάσχεσαν οι αστυνομικές αρχές από τους υπολογιστές του Νίκου Μιχαλολιάκου και άλλων κατηγορούμενων βουλευτών του ναζιστικού μορφώματος.

Στο ηλεκτρονικό υλικό -που διαβιβάστηκε από τα εγκληματολογικά εργαστήρια της ασφάλειας στο ανακριτικό γραφείο των Ιωάννας Κλάπα και Μαρίας Δημητροπούλου- ο λαλίστατος προφυλακισμένος γενικός γραμματέας της Χρυσής Αυγής αποκαλύπτει ποιοι ρασοφόροι της Ιεραρχίας τον ενίσχυαν οικονομικά και σε ψήφους και ποιους έχει στη «μαύρη λίστα» που δεν ασπάζονται καθώς φαίνεται τη ναζιστική ιδεολογία του.

Ο Νίκος Μιχαλολιάκος, ακούγεται να λέει: «Έχουμε Μητροπολίτες που αξίζουν. Ο Πειραιώς Σεραφείμ που δεν καταλαβαίνει τίποτε… Αποκαλεί τον Άνθιμο: ΄Μεγάλο πολιτικάντη και σκατιάρη΄».

«Αυτός ο σκατιάρης αν δεν ήτανε δεν θα ήταν Αρχιεπίσκοπος ο Ιερώνυμος, θα ήταν ο Ευστάθιος που είναι καθαρός… Το έπαιξε δίπορτο ο Άνθιμος…. Ο Σπάρτης είναι πολύ καλός, δέχτηκε τα παιδιά από την τοπική οργάνωση, έβαλε ένα ολόκληρο γηροκομείο και μας ψήφισε στις εκλογές ο Σπάρτης. Καλός αλλά επίσης πολιτικάντης, παρά τα πύρινα λόγια του είναι ο Καλαβρύτων. Αυτοί που είναι διαμάντια στην εκκλησία, τους έχω μετρήσει και ζυγίσει, να ξέρεις είναι: Ο Ανδρέας ο Κονίτσης, ο λεβέντης. Πλήρωνε και το γραφείο μας όποτε είμαστε… Ο Πειραιώς Σεραφείμ και ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, ο οποίος βοήθησε τώρα στις εκλογές με όλες του τις δυνάμεις και παρά λίγες χιλιάδες ψήφους θα έβγαινε για πρώτη φορά στην ιστορία της Κύπρου εθνικιστής βουλευτής.»

Τι χρείαν έχομεν μαρτύρων, που λέει και ο ευαγγελιστής Ματθαίος; Αξίζει να τονιστεί ότι ο Ευστάθιος προσπάθησε να διαψεύσει τον φυρερίσκο Μιχαλολιάκο, μιλώντας τότε στον τηλεοπτικό σταθμό Μέγκα Τσάνελ και εκδίδοντας ανακοίνωση όπου ισχυριζόταν, ψευδώς, ότι η μητρόπολή του δεν διαθέτει γηροκομείο στην Σπάρτη - βέβαια ο Μιχαλολιάκος δεν αναφερόταν σε γηροκομείο Σπάρτης, αλλά σε... γηροκομείο αορίστου τόπου. Στην ιστοσελίδα βέβαια της μητρόπολης καταγράφονται τέσσερα τέτοια ιδρύματα - μεταξύ αυτών και ένα στη Σπάρτη. Ιδού και πως είχε αντιδράσει ο Ευστάθιος μιλώντας στο Μέγκα: 

«Εγώ και κατά το παρελθόν και εύχομαι και κατά το μέλλον, και παρακαλώ το Θεό να μου στηρίζει αυτή την πεποίθηση, ουδέποτε σε διεργασίες πολιτικές και κομματικές και προεκλογικές έχω λάβει μέρος». Κληθείς να δώσει μια εξήγηση για τα λεγόμενα του Νίκου Μιχαλολιάκου, ο κ. Ευστάθιος απάντησε: «Πώς να ξεύρω εγώ πώς σκέφτεται ο καθένας;». Ερωτηθείς εάν είναι θεμιτό να υπάρχουν ιεράρχες που να διατηρούν σχέσεις με τη Χρυσή Αυγή, ο ίδιος απέφυγε να τοποθετηθεί σαφώς, λέγοντας: «Δεν θέλω να παρέμβω σε αυτό το θέμα. Ο καθένας για τον εαυτό του πρέπει να δίδει λόγο».

Προσπερνάμε τον Ευστάθιο. Μαζί με τον Ιερώνυμο παρέστησαν οι μητροπολίτες Μεσογαίας Νικόλαος Χατζηνικολάου και Φθιώτιδος, Νικόλαος Πρωτοπαπάς. Ας ξεκινήσουμε από τον δεύτερο, ο οποίος σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες δημόσιες τοποθετήσεις του, δείχνει να τον απασχολούν διάφορα θέματα όπως π.χ. το γεγονός ότι οι νεότεροί του ιερείς δεν κάνουν τις πλέον «κατάλληλες» επιλογές συζύγων και μελλοντικών πρεσβυτέρων, οι οποίες γενικώς κατά τον μητροπολίτη «έχουν εξοκείλει». Επίσης σε συνεντεύξεις του, δηλώνει ότι η σημερινή κυβέρνηση «είναι άθεη και ελπίζω ότι ο λαός δεν θα μετανιώσει για την εκλογή της», ενώ υποστηρίζει ότι «αυτοί οι κυβερνώντες ετοιμάζουν ένα άθρησκο κράτος, αλλά δεν θα τους περάσει, γιατί υπάρχουν οι απαγορεύσεις της Εκκλησίας». Όπως είναι φανερό, ο Φθιώτιδος ανήκει στην πλέον σκληροπυρηνική πτέρυγα της Ιεραρχίας, την οποία υποστηρίζει και ο... άθρησκος Καμμένος. 

Ο έτερος Νικόλαος, ο Μεσογαίας, θεωρείται μεταξύ άλλων και πιθανός διάδοχος του Αρχιεπισκόπου. Ιδού τι έγραφε, μεταξύ άλλων,  σε εγκύκλιό του προς τους πιστούς της μητρόπολής του, ενόψει των ευρωκοινοβουλευτικών εκλογών του 2014 - τα συμπεράσματα δικά σας:

«Στην πραγματικότητα αντιλαμβανόμαστε ότι η κρίση είναι πνευματική. Εδώ είναι το πρόβλημα. Γι’ αυτό και οι ελπίδες μας είναι μόνο πνευματικές. Αυτό σημαίνει ότι και τα κριτήριά μας και οι πολιτικές μας επιλογές και η ψήφος μας πρέπει να έχουν βασικά πνευματικό υπόβαθρο. Αλήθεια, πώς να ψηφίσουμε έναν άνθρωπο δίχως αρετή και τόλμη; Πώς να εμπιστευθούμε ηγέτες δίχως σοβαρότητα και αρχές, δίχως φόβο Θεού και σεβασμό στην ιστορία, δίχως ευαισθησία πίστεως, δίχως σταθερές και αξίες; Αν σε τέτοιους εμπιστευθούμε την ψήφο μας, αμαρτάνουμε.

Η αλήθεια είναι ότι η ευθύνη γενικά των πολιτικών εκπροσώπων μας είναι μεγάλη. Αυτοί μας χάλασαν. Αυτοί μας έφτιαξαν μια κοινωνία ανεκτική στα ναρκωτικά, ασεβή στα ιερά, άτονη ή αναρχική στις αντιδράσεις. Αποποινικοποίησαν τη μοιχεία, νομιμοποίησαν τις αμβλώσεις, θεσμοθέτησαν τον πολιτικό γάμο και τις ανίερες συμβιώσεις, κατήργησαν την αργία της Κυριακής. Και τώρα; Τώρα θέλουν να καίνε τους νεκρούς, να παντρεύουν άτομα του ιδίου φύλου, να παίρνουν τα όργανά μας εικάζοντας τη συναίνεσή μας, να διευκολύνουν τους ανθρώπους να φεύγουν από αυτόν τον κόσμο με πολιτική κηδεία, αδιάβαστοι, δίχως μια προσευχή, δίχως μια ευλογία για την άλλη ζωή, με μοναδική σφραγίδα ένα μικρό ηλεκτρονικό τσιπάκι και ένα τεράστιο ψέμα μέσα και γύρω τους».

Και λίγο πιο κάτω αναφέρει: Ας προσέξουμε πολύ σε αυτές τις εκλογές. Το μήνυμα που θα δώσουμε πρέπει να είναι πνευματικό. Μας λένε ότι η Εκκλησία πρέπει να σιωπήσει. Δεν είναι δουλειά της να ταράζει τον κόσμο. Είναι όμως αποστολή της να αφυπνίζει. Γι’ αυτό και τώρα είναι η ώρα που πρέπει να μιλήσει. Αν πάλι σιωπήσουμε, τότε ‘‘και οι λίθοι κεκράξονται’’. Δεν αντέχουμε άλλο. Έχει αποστρέψει το πρόσωπό του ο Θεός από πάνω μας. Νιώθουμε εντελώς αβοήθητοι σε έναν κατήφορο χωρίς τέρμα. Θέλουμε το φρένο της παρουσίας του Θεού στη ζωή μας. Και αυτό έχει να κάνει με την ψήφο μας. Εμπιστευόμαστε μόνον ανθρώπους που πιστεύουν στο Θεό, που τιμούν την ιστορία και τις παραδόσεις μας, που σέβονται τον εαυτό τους, που αγαπούν την Ελλάδα πάνω από τα συμφέροντά τους, πρόσωπα τίμια και με σεβασμό στην ιερή παρακαταθήκη που κληρονομήσαμε και όχι με υποτέλεια στην άθλια ταυτότητα που μας κατασκευάζουνε».

Πιο πρόσφατα, τον περασμένο Δεκέμβριο, ο Νικόλαος αρθρογράφησε εξαπολύοντας μύδρους εναντίον και του συμφώνου συμβίωσης τόσο για τα ετερόφυλα όσο και για τα ομόφυλα ζευγάρια. Παραθέτω, χωρίς σχόλια, τα χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«Ελπίζουμε ότι αυτοί που είναι εντεταλμένοι να νομοθετούν και να εκφράζουν το λαϊκό αίσθημα θα ακούσουν την υπαρξιακή ανάσα του λαού που τους έδωσε την ψήφο του και δεν θα προσβάλουν το τίμιο κομμάτι του ασεβώντας στην αξιοπρέπειά του και τα χρηστά ήθη. Καμία κομματική πειθαρχία δεν επιτρέπεται να πνίξει την τίμια βουλευτική συνείδηση. Καμία Ευρωπαϊκή οδηγία δεν μπορεί βίαια να ασελγήσει στο ιερό σώμα της παράδοσης και της ιστορίας μας. Κανένα Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν μπορεί να τιμωρήσει τη λογική, το ήθος, τον αυτοσεβασμό και την οικογενειακή ιερότητα. Όταν η προσωπική δυστυχία από ανομία γίνεται απαιτητικό δικαίωμα, στη συνέχεια εξελίσσεται σε πανίσχυρο lobby, έπειτα σε παγκόσμια μόδα και καταλήγει σε διεθνή νομιμοποίηση και θεσμοθέτηση, τότε η πραγματική απειλή δεν είναι το ψέμα της λεγόμενης ‘‘ομοφοβίας’’, αλλά το παραλήρημα της άκριτης ομομανίας (...) Ίσως πάλι να είναι καιρός να αποσυρθεί το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης και από τα ετερόφυλα ζευγάρια. Από εκεί άρχισε το κακό».

Με αυτούς συναγελάζοναι, συζητούν και λύνουν... παρεξηγήσεις ο Τσίπρας και η συγκυβέρνησή του, έχοντας πια σαν μόνη ατζέντα τη διατήρηση της εξουσίας με κάθε μέσο, με κάθε τρόπο και με κάθε υποστηρικτή, από τα πιο συντηρητικά και αντιδραστικά τμήματα του κράτους, του παρακράτους και της κοινωνίας. Με αυτούς κάθονται στο ίδιο τραπέζι και καθορίζουν την εκπαιδευτική πολιτική. Αυτούς «ξεπλένουν» και τους εμφανίζουν στο λαό ως ισότιμους αν όχι ισχυρούς συνομιλητές τους.

Γιατί δεν τους καλούν και στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ να κάνουν έναν ωραιότατο αγιασμό, τώρα που απέκτησαν τόσο φιλικές και προνομιακές σχέσεις;

Σε αυτό το σημείο όμως αξίζει μια μικρή ιστορική αναδρομή για τον (παρα)κρατικό μηχανισμό της Εκκλησίας, τον ανώτατο κλήρο και τον πραγματικό ρόλο τους στην ελληνική ιστορία. 

Η Εκκλησία ως (παρα)κρατικός μηχανισμός εν κράτει και τα θύματα του μίσους της

Ας περάσουμε στον περιβόητο... ρόλο της Εκκλησίας, της δήθεν «μάνας» του έθνους. Ποιος είναι αυτός ο… ρόλος της; Φυσικά όχι οι κατασκευασμένοι μύθοι του Κρυφού Σχολειού επί Τουρκοκρατίας, της κάλπικης ύψωσης της σημαίας στην Αγία Λαύρα, της δήθεν συμμετοχής της Εκκλησίας στην πρώτη γραμμή όλων των σύγχρονων «αγώνων του Ελληνισμού».

Εδώ αξίζει μια κρίσιμη προκαταρκτική σημείωση: Πολύ βολικά, προκειμένου να εξυπηρετήσουν  τα συμφέροντά τους, πολλοί συγχέουν την Εκκλησία, που έχει αναπτυχθεί και εμπεδωθεί στην ελλαδική επικράτεια σε πέντε διαφορετικά διοικητικά συστήματα, ένας μεγάλος (παρα)κρατικός μηχανισμός, συγχέουν και μπερδεύουν σκόπιμα αυτό τον μηχανισμό, με τα έργα και τις ημέρες είτε απλών ιερέων είτε μεμονωμένων μητροπολιτών, που σε όλες τις περιπτώσεις αποτέλεσαν εξαιρέσεις που επιβεβαίωσαν (ή και παραβίασαν τους «ιερούς») κανόνες και πάντοτε πλήρωσαν πολύ ακριβά, τη στάση τους να βρεθούν ακόμη και απέναντι στον επίσημο διοικητικό και (παρα)κρατικό μηχανισμό, καθώς η ίδια η Εκκλησία τούς καταδίωξε μετά μανίας ακόμη και στον τάφο.

Αυτό που για παράδειγμα συνέβη στον μέγιστο ιερωμένο διαφωτιστή, Θεόφιλο Καΐρη, επειδή δίδασκε στο μετεπαναστατικό ορφανοτροφείο που είχε ιδρύσει με δικά του έξοδα, γαλλικά, λογική, αρχαίους συγγραφείς, ρητορική, μαθηματικά και φιλοσοφία. Η Εκκλησία της Ελλάδος, τον πέρασε από εκκλησιαστικό δικαστήριο, τον έθαψε στην κυριολεξία ζωντανό σε ένα μπουντρούμι, για να πεθάνει από φυματίωση, ενώ φανατικοί του εκκλησιάσματος άνοιξαν τον τάφο του, τεμάχισαν το πτώμα του και του έριξαν ασβέστη - ούτε νεκρός δεν βρήκε ησυχία ο Καΐρης από τους διώκτες του και ας αθωώθηκε μετά θάνατον, για όλες τις κατηγορίες, από τον Άρειο Πάγο. 

«Θεόφιλοι Καΐρηδες» βρέθηκαν πολλοί και πολλές απέναντι στους ιεράρχες και τον (παρα)κρατικό μηχανισμό με την επωνυμία Εκκλησία της Ελλάδος (που κανονικά πρέπει να συμπληρώνεται και από την ένδειξη Ανώνυμη Εταιρεία, με τόσες επενδύσεις, εμπορικές χρήσεις και ακίνητα που διαθέτει, απολαμβάνοντας προκλητικές φοροαπαλλαγές…), ειδικά στα νεότερα χρόνια - Ροΐδης, Λασκαράτος, Καζαντζάκης, το ανάθεμα στον Βενιζέλο ή τον... Δαρβίνο κατά τη δικτατορία του Μεταξά, αργότερα ο αποσχηματισμός και οι διώξεις για τους ΕΑΜίτες μητροπολίτες Ιωακείμ και Αντώνιο και άλλους.

Αλλά το κακό με την Εκκλησία της Ελλάδος, όπως είναι γνωστό σε όποιον έχει στοιχειώδη γνώση της ιστορίας από το Βυζάντιο έως την έναρξη του επαναστατικού αγώνα στη Μολδοβλαχία, ξεκίνησε από την εγκαθίδρυση μιας ιδιότυπης δυαρχίας στην κορυφή πρώτα της βυζαντινής και μετέπειτα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όταν πατριάρχες και τοπικοί μητροπολίτες σε κρίσιμες και πλούσιες έδρες εμπέδωσαν ένα καθεστώς καισαροπαπισμού, προσαρμοσμένο στο ανατολικό δόγμα και τις πολιτικοκοινωνικές συνθήκες του «ελληνικού Μεσαίωνα».

Ο καισαροπαπισμός στο Βυζάντιο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία

Ένας καισαροπαπισμός, καλύτερα καισαροπατριαρχισμός, με έμφαση στο δεύτερο συνθετικό. Ο αυτοκράτορας ορκιζόταν και στεφόταν από τον πατριάρχη στην Αγία Σοφία, δηλώνοντας αργότερα πίστη (όταν επήλθε το σχίσμα) στα πρωτεία της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας – άθλια κατάλοιπα αυτής της παράδοσης είναι ο αποκλειστικά θρησκευτικός όρκος του Προέδρου της Δημοκρατίας και η τελετή αγιασμού της Βουλής, με όλη την Ιεραρχία να ευλογεί κυβέρνηση και βουλευτές, οι οποίοι καμαρώνουν μπροστά σε αυτό το πολιτειακό όνειδος σαν γύφτικα σκεπάρνια.

Αυτά τα… πρωτεία πλήρωνε βαριά ο κάθε αυτοκράτορας είτε όταν έχανε την εύνοια του εκάστοτε πατριάρχη είτε όταν καλούταν η αυτοκρατορία να αντιμετωπίσει εξωτερικούς εχθρούς, Άραβες, Βούλγαρους, Γότθους, Πατσινέγκους, αργότερα Οθωμανούς ή Σελτζούκους Τούρκους. Τα χρονογραφήματα και οι ιστορικές μαρτυρίες της εποχής βρίθουν από περιστατικά και γεγονότα, όπου αυτοκράτορες-επαίτες εκλιπαρούσαν πατριάρχες και μητροπολίτες να ανοίξουν τα ξέχειλα σεντούκια και τα θησαυροφυλάκιά τους και να επιβάλουν στρατιωτική θητεία στους χιλιάδες ρασοφόρους και μοναχούς του Αγίου Όρους, όταν η αυτοκρατορία κινδύνευε. Οι επικεφαλής ρασοφόροι κώφευαν επιδεικτικά ή απαιτούσαν με τη σειρά τους δυσβάστακτες για τη συγκυρία φοροαπαλλαγές και νέα προνόμια και νέα κτήματα στη Μακεδονία ή τη Θεσσαλία, την ώρα που η Βασιλεύουσα γλίστραγε στον γκρεμό.

Το Βυζάντιο κατασπαράχθηκε στα σωθικά του πρώτα από τους εκκλησιαστικούς επικεφαλής και παράγοντες και από μέσα - μετά ήταν εύκολη λεία είτε για τους δυτικούς σταυροφόρους είτε για τους Οθωμανούς. Η φράση «καλύτερα σαρίκι τουρκικό παρά τιάρα παπική» προήλθε πρώτα από εκκλησιαστικά χείλη και τη φανατική μερίδα των ανθενωτικών. Η Κερκόπορτα στα τείχη της Κωνσταντινούπολης δεν άνοιξε με κάποιο φύσημα του αέρα - βρέθηκαν ανθρώπινα χέρια και την άνοιξαν.

Για την κατάσταση στον τουρκοκρατούμενο ελλαδικό χώρο, είναι γνωστή τοις πάσι η ουσιαστική μεταλαμπάδευση του βυζαντινού μοντέλου διοίκησης στην Υψηλή Πύλη, κατάσταση που οδήγησε στην τουρκοντυμένη και τουρκόφρονα κάστα των Φαναριωτών, με ορισμένες, ολιγάριθμες, αλλά οικονομικά και πολιτικά πανίσχυρες, οικογένειες Ελλήνων να ελέγχουν όλον τον διοικητικό μηχανισμό της αυτοκρατορίας, από τις θέσεις των βοεβόδων, των ηγεμόνων, των δραγουμάνων του στόλου και της Πύλης, των υπουργών Εξωτερικών και φυσικά του Πατριάρχη. Η εξουσία δεν κατανεμόταν μεταξύ των οικογενειών Καλλιμάχη, Σούτζου, Μαυρογένη, Καρατζά, Καντακουζηνού, Υψηλάντη, Μαυροκορδάτου κ.ά. σε συνθήκες ομαλότητας ή καλής πίστης - αλληλοϋπονομεύσεις, φόνοι, καρατομήσεις, διαβολές, ίντριγκες, συνωμοσίες, αυτό που πέρασε στην κοινή συνείδηση και την ιστορία ως «βυζαντινισμοί» και «Βυζάντιο», μια τυραννία για τους υποτελείς πληθυσμούς ανεξαρτήτως καταγωγής και θρησκεύματος μέσα στην τυραννία.

Κατάλοιπα της βυζαντινής και της οθωμανικής αυτοκρατορίας είναι τα περιβόητα αυτοκρατορικά χρυσόβουλα και τα σουλτανικά φιρμάνια, που έχουν καταστήσει την Εκκλησία αν όχι τον κορυφαίο, έναν από τους μεγαλύτερους ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας στον ελλαδικό χώρο, με λογής - λογής «Βατοπέδια» να ανακύπτουν κάθε τρεις και λίγο, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την επαναφορά της διεκδίκησης του μισού δήμου Περιστερίου στην Αττική από μια μονή στη Λαμία, που επικαλείται «έγκυρους» τίτλους ιδιοκτησίας από την εποχή του Μεσαίωνα.

Η Εκκλησία εναντίον της Επανάστασης

και του Διαφωτισμού

Η Εκκλησία τάχθηκε εναντίον της Επανάστασης του 1821, με τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ να αφορίζει τους εξεγερμένους από τη Μολδοβλαχία έως την Πελοπόννησο, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να πειθαρχήσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς - όπως όφειλε, ως ανώτατος εκκλησιαστικός, διοικητικός και δικαστικός τους ηγέτης, με τα προνόμια αυτών των θέσεων που του είχε εκχωρήσει το σουλτανάτο της Υψηλής Πύλης. Η αποτυχία του ακριβώς να τιθασεύσει τους εξεγερμένους οδήγησε στον απαγχονισμό του, όχι τα επαναστατικά του φρονήματα, τα οποία ήταν ούτως ή άλλως, ανύπαρκτα.

Προτού περάσει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης τον Προύθο, ήταν γνωστή η απολύτως εχθρική στάση της επίσημης εκκλησιαστικής, πατριαρχικής δομής εξουσίας σε κάθε διαφωτιστικό, μορφωτικό και επαναστατικό μήνυμα ερχόταν από την υπόλοιπη Ευρώπη, με αποκορύφωμα την περιβόητη έκδοση της λεγόμενης «Πατρικής Διδασκαλίας», βαθύτατα αντιδραστικού κειμένου, γραμμένου από τα χέρια ανώνυμου ρασοφόρου, αν και ολοφάνερα είχε την έγκριση του Πατριαρχείου, καθώς το κείμενο διαβαζόταν, μαζί με το Ευαγγέλιο, στις εκκλησίες μπροστά στα πλήθη των αναλφάβητων χριστιανών χωρικών.

Τι έλεγε μέσες - άκρες η «Πατρική Διδασκαλία» που είχε κυκλοφορήσει στον ελλαδικό χώρο, λίγο μετά τον φόνο του Ρήγα Φερραίου και παράλληλα με τα πρώτα κείμενα του Κοραή, τη θεωρούμενη ως δικό του έργο «Αδελφική Διδασκαλία», και κυρίως τη συγκλονιστική «Ελληνική Νομαρχία»; Ότι η κυριαρχία της Υψηλής Πύλης και του σουλτάνου ήταν «εκ Θεού» προερχόμενες, λόγω δήθεν των αμαρτιών στις οποίες είχε πέσει ο ραγιάς ρωμιός,, ότι οι χριστιανοί όφειλαν να έχουν «πίστη εις τον Πατριάρχη και τους εκκλησιαστικούς τους πατέρες» και να σέβονται τις τοπικές αρχές και την εξουσία του Σουλτάνου, ότι κάθε μήνυμα διαφωτισμού, μόρφωσης και επαναστατικής έξαρσης από τη Δύση ήταν «αθεϊστικό» και «επικίνδυνο», ικανό να βλάψει τους σκλαβωμένους, που όφειλαν πίστη μόνο στο Ευαγγέλιο και τους ιερείς ποιμένες τους και υπακοή στις οθωμανικές αρχές - μοιρολατρία, ραγιαδισμός και υποτέλεια σε συσκευασία... χριστιανικής πίστης.

Στην διάρκεια της Επανάστασης, δεν χρειάζεται ίσως να υπενθυμίσουμε ότι οι υψηλόβαθμοι του ράσου, όσοι τελοσπάντων έλαβαν μέρος, υπήρξαν πηγή κυρίως κακών, διαλυτικών και υπονομευτικών για την Επανάσταση συμβάντων, με αποκορύφωμα την εμπλοκή του Γρηγόριου Δικαίου - Φλέσσα (Παπαφλέσσα) στο αιματοκύλισμα του δεύτερου εμφυλίου πολέμου από τη θέση του γραμματέα (υπουργού) Εσωτερικών και Δημόσιας Ασφαλείας της κυβέρνησης Κουντουριώτη. Μια εμπλοκή που καθαγιάστηκε και ξεχάστηκε μετά το Μανιάκι, αν και ο Δικαίος προηγουμένως υπήρξε ο καθ’ ύλη αρμόδιος και υπεύθυνος για την καταστροφική και αδελφοκτόνα επιδρομή των Ρουμελιωτών στην Πελοπόννησο, την ουσιαστική, οργανωτική και επιμελητειακή διάλυση των κατά των Τουρκοαιγυπτίων εκστρατευτικών μονάδων και την εδραίωση του Ιμπραήμ πρώτα στη Μεσσηνία και κατόπιν σχεδόν σε όλη την Πελοπόννησο.

Ο δε Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο οποίος στα απομνημονεύματά του διαψεύδει κατηγορηματικά τον μετέπειτα μύθο της κήρυξης της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα, καθώς ήταν χιλιόμετρα μακριά από τη μονή, υπήρξε ο κακός δαίμων της πολιορκίας της Πάτρας, της πλέον μακρόχρονης και άκαρπης πολιορκίας της Επανάστασης, καθώς ενώ αυτή ξεκίνησε στα τέλη του Μάρτη του 1821, έληξε επτάμισι χρόνια αργότερα, με την αποβίβαση των γαλλικών στρατευμάτων του Μαιζόν, τον Οκτώβρη του 1828 - έχοντας μεσολαβήσει η λύση της κατά καιρούς από τον Ιμπραήμ. Ο Γερμανός πρωταγωνίστησε στις εσωτερικές έριδες του ελληνικού στρατοπέδου, καθώς πρόκριτοι και ρασοφόροι επικεφαλής της Πάτρας και της Βοστίτσας (Αιγίου) διαφωνούσαν (το θέτουμε ήπια...) για τη μοιρασιά των λαφύρων και την πιθανή τύχη των αιχμαλώτων, ενώ, έναντι αδράς αμοιβής, προμήθευαν κρυφά τις πλουσιότερες οικογένειες των Τούρκων πολιορκημένων, με τρόφιμα και ρουχισμό, σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας.

Είναι χαρακτηριστικό της κατάστασης το γεγονός ότι ενώ μετά την πτώση της Τριπολιτσάς, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης προθυμοποιήθηκε να συνδράμει τους πολιορκητές και να σπεύσει σε βοήθειά τους, προκειμένου το στρατηγικής σημασίας κάστρο να πέσει στα χέρια των επαναστατών, οι πρόκριτοι και οι ρασοφόροι της Αχαΐας του διαμήνυσαν να μην τολμήσει να πατήσει το πόδι του σε αχαϊκό έδαφος, καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, «το κεφάλι του δεν θα έστεκε καλά στους ώμους του» (απομνημονεύματα Γερμανού και υπασπιστή του Γέρου, Φωτάκου).

Αξίζει εδώ να τονίσουμε ότι δίπλα στους επαναστάτες, με πολλές προσωπικές θυσίες, στάθηκαν ιερωμένοι όπως ο μετέπειτα καταδιωκόμενος από τους μητροπολίτες Καΐρης, ο οποίος όχι μόνο είχε πολεμήσει με το όπλο στο χέρι, αλλά και είχε τραυματιστεί τρεις φορές, μαχόμενος στον Όλυμπο και την Πελοπόννησο - το πώς αντιμετώπισε μετά η επίσημη Εκκλησία τον Καΐρη για το φιλανθρωπικό και κυρίως το εκπαιδευτικό του έργο, τα γράψαμε πιο πάνω.

«Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια» και οι ελέω Θεού μονάρχες

Η έλευση του Όθωνα και η επιδίωξη των Βαυαρών να επιβάλουν ένα καθεστώς ελέω Θεού μοναρχίας «κούμπωσε» ιδανικά με την αντίστοιχη επιδίωξη των ρασοφόρων να απαγκιστρωθούν διοικητικά από το Πατριαρχείο και να αποκτήσουν δική τους, αυτοκέφαλη Εκκλησία, με όλα τα προνόμια που μπορούσε αυτή η ίδρυση να συνεπιφέρει.

Όσο ο 19ος αιώνας προχωρούσε και η Ελλάδα ισορροπούσε μεταξύ ενός ιδιότυπου αστικού εκσυγχρονισμού και της συντήρησης κοτζαμπασικών καταλοίπων της οθωμανικής περιόδου, η Εκκλησία υπήρξε μήτρα παραεκκλησιαστικών οργανώσεων και παρακλαδιών της στην ελληνική κοινωνία, προσδοκώντας έμμεση πολιτική επιρροή και αποτελώντας ταυτόχρονα την κοιτίδα του διαχρονικού, αντιδραστικού και σκοταδιστικού τριπτύχου «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια», που αργότερα έκαναν σημαία τους όλες οι δικτατορικές εκτροπές και οι συντηρητικοί πολιτικοί και οικονομικοί κύκλοι της χώρας.

Στον άλλοτε θερμό και άλλοτε ψυχρό εμφύλιο πόλεμο μεταξύ βενιζελικών και κωνσταντινικών, η πλειονότητα των μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος και σύσσωμες οι παραεκκλησιαστικές οργανώσεις της τάχθηκαν με την πλευρά του στέμματος και των ακραία μοναρχικών αντιλήψεων του Κωνσταντίνου Γκλίξμπουργκ.

Αργότερα, η Εκκλησία υπήρξε πυλώνας της δικτατορίας του Μεταξά, με τη σύσφιξη των εκατέρωθεν σχέσεων ανάμεσα στο αντικομμουνιστικό και αντικοινοβουλευτικό κράτος ασφαλείας του δικτάτορα και την ανοικτή πια δράση των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων στο πλευρό των πιο πιστών οπαδών του καθεστώτος. Ανάμεσα στα βιβλία που έκαψε το μεταξικό καθεστώς, σε τελετουργικές πυρές - αντιγραφή των ναζιστικών, ήταν και η «Θεωρία της εξέλιξης και της ααταγωγής των ειδών» του Κάρολου Δαρβίνου, επειδή «πιθήκιζε» το δυτικό «αντικληρικανιστικό» πνεύμα και ευτέλιζε την ουσία της θεϊκής δημιουργίας - πολλοί ανώτατοι εκπρόσωποι της Εκκλησίας τα ίδια λένε και σήμερα.

Τότε, επίσης, άρχισε να σχηματοποιείται και η τετρακέφαλη εξουσία του «κράτους της Δεξιάς», που ταλάνισε κυρίως την ελληνική επαρχία, με τον δήμαρχο ή τον κοινοτάρχη, τον ενωμοτάρχη της Χωροφυλακής, τον παππά και το δάσκαλο να έχουν στα χέρια τους τις τύχες των τοπικών κοινωνιών, από κοινού και σχεδόν διά βίου, συγκροτώντας εκ της θέσεώς τους και τις διαβόητες τοπικές Επιτροπές Εθνικής Ασφαλείας.

Η Εκκλησία στην Κατοχή και τον Εμφύλιο

Η περίφημη άρνηση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρύσανθου να ορκίσει την πρώτη κυβέρνηση δωσιλόγων και να τελέσει δοξολογία υπέρ των κατακτητών, όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1941, ήταν μια δήλωση πίστης στο βασιλιά Γεώργιο Β’ Γκλίξμπουργκ, στον οποίον χρωστούσε και την εκλογή του στην Αρχιεπισκοπή, και ενώ ήδη η θέση του είχε υπονομευτεί εκ των ένδον. Και αυτό γιατί της κίνησης του Χρύσανθου είχε προηγηθεί η ανοικτή προς τους κατακτητές στήριξη του μητροπολίτη Ιωαννίνων, Σπυρίδωνα Βλάχου, ο οποίος υπήρξε ο αρχιτέκτονας της συνθηκολόγησης του Τσολάκογλου με τους χιτλερικούς, όταν αυτοί έφτασαν στα Γιάννενα.

Μάλιστα, οι Γερμανοί, ενθουσιασμένοι με την προθυμία και τις διπλωματικές ικανότητες του Σπυρίδωνα, που είχε πείσει μερίδα των ελάχιστα ούτως ή άλλως απρόθυμων στρατιωτικών να συνεργαστούν με τους κατακτητές και να παρακούσουν τις εντολές του Γενικού Επιτελείου για επιπλέον αντίσταση μεταξύ Θεσσαλίας και Κεντρικής Ελλάδας, του πρότειναν να αναλάβει αυτός την πρωθυπουργία στην πρώτη κυβέρνηση δωσιλόγων, αλλά ο Σπυρίδων υπέδειξε ως καταλληλότερο για τη συγκυρία τον Τσολάκογλου.

Ο Χρύσανθος, χολωμένος από αυτό το παζάρι θέσεων που τον είχε θέσει αντικειμενικά εκτός των διαπραγματεύσεων, αλλά και ουσιαστικά εκτός του δικού του θώκου, δεν τέλεσε τη λειτουργία και δεν όρκισε τους πρώτους δωσίλογους - η Ιεραρχία τον καθαίρεσε, έπειτα από μια μεθοδευμένη και διάτρητη  διαδικασία και τον αντικατέστησε ταχέως με τον Δαμασκηνό Παπανδρέου, ο οποίος όρκιζε τους πάντες, συζητούσε με όλους και διαπραγματευόταν στο προσκήνιο και το παρασκήνιο με εχθρούς και φίλους κρατώντας εξαρχής ανοικτό δίαυλο επικοινωνίας με το Κάιρο, την εξόριστη κυβέρνηση και τους Βρετανούς.

Ο Δαμασκηνός, ως γνωστόν, έφθασε να αναδειχθεί με υπόδειξη των Βρετανών, Αντιβασιλέας, μετά το Δεκέμβρη του 1944 και σε όλη την πρώτη περίοδο του Εμφυλίου, γεγονός που του εξασφάλισε έναν τεράστιο ανδριάντα έξω από την Μητρόπολη Αθηνών, καθώς ανέκαθεν οι... άγιοι πατέρες της Εκκλησίας έβλεπαν εαυτούς σαν τουλάχιστον «εθνάρχες» και την Ιεραρχία, τον κατεξοχήν πολιτικό πόλο των πιο συντηρητικών στρωμάτων της κοινωνίας .

Ένας Αρχιεπίσκοπος, υποψήφιος πρωθυπουργός επίδοξων δικτατόρων

Μετά το θάνατο του Δαμασκηνού, το 1949, Αρχιεπίσκοπος, εκλέχτηκε από τους υπόλοιπους μητροπολίτες, ο Σπυρίδων, ο οποίος έβαλε τις βάσεις για την ανοικτά αντικομμουνιστική και «εθνικόφρονα» δράση της Εκκλησίας, στο μετεμφυλιακό κράτος. Έφτασε σε τέτοιο σημείο η δράση του Σπυρίδωνα, ώστε οι πρώτοι πραξικοπηματίες του ΙΔΕΑ, όταν το 1951 κατέβασαν τα άρματα μάχης, για να τα αποσύρουν «βελούδινα» και σχετικά σύντομα χωρίς να υποστούν καμιά κύρωση, πρότειναν στο μεσοδιάστημα την πρωθυπουργία της χώρας στον Σπυρίδων - τόσο ικανοποιημένο με τα έργα και τις ημέρες του πολυπράγμονα Σπυρίδωνα ήταν το κράτος και το παρακράτος της Δεξιάς, που αναβίωσε την πρόταση των χιτλερικών αξιωματικών!

Για την τύχη όσων (δύο μόλις...) μητροπολιτών ή (πολλών) απλών ιερέων έκαναν το... λάθος να πολεμήσουν τον κατακτητή, μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ, τα γράψαμε ενδεικτικά παραπάνω: αποσχηματισμοί, διαπομπεύσεις, εκκλησιαστικά δικαστήρια, εξοβελισμοί, απομόνωση, ατίμωση, διώξεις.

Η Χούντα και ο Ιερώνυμος ο Α’ (ο Κοτσώνης)

Σε αυτό το νοσηρό κλίμα του κράτους και του παρακράτους της Δεξιάς «του Κυρίου» μπήκαν τα θεμέλια της «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών» που αποτέλεσε την προμετωπίδα της Εκκλησίας της Ελλάδος και της χούντας των συνταγματαρχών, η οποία όρκισε δικό της Αρχιεπίσκοπο, σε αγαστή συνεργασία με το Παλάτι, τον πρωθιερέα των Ανακτόρων και εκλεκτό μυστικοσύμβουλο της Φρειδερίκης Γκλίξμπουργκ, Ιερώνυμο Κοτσώνη.

Τότε συντελέστηκε το εκκλησιαστικό «πραξικόπημα μέσα στο πραξικόπημα», όταν συνταγματάρχες και Ιερώνυμος απομάκρυναν μέσα σε λίγες μέρες όλους του μη αρεστούς στη χούντα μητροπολίτες, τοποθετώντας ανθρώπους του Ιερώνυμου που είχαν όλοι τους δύο κοινά χαρακτηριστικά: Αφενός είχαν θητεύσει στη διάρκεια του Εμφυλίου ως στρατιωτικοί ιερείς του Εθνικού Στρατού ή ως ιερείς στο κολαστήριο της Μακρονήσου και αφετέρου είχαν όλοι υψηλόβαθμες, διοικητικές και οικονομικές θέσεις στις παραεκκλησιαστικές οργανώσεις «Ζωή» και «Σωτήρ». Αυτές ήταν οι... κεφαλές της Εκκλησίας της Ελλάδος στη διάρκεια της χούντας, άνθρωποι της παλατιανής Κίρκης, φανατικοί αντικομμουνιστές και αντικοινοβουλευτικοί, με σκοτεινές δοσοληψίες με το κράτος και το παρακράτος - την ίδια εποχή, ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος, Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης, κατά δήλωσή του... διάβαζε.

Διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας... χθες!

Η αναδρομή στα πιο πρόσφατα γεγονότα ίσως παρέλκει - η υπαναχώρηση του ΠΑΣΟΚ για την εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο «ιερός πόλεμος» για τις ταυτότητες που κήρυξε ο Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης κραδαίνοντας και το... λάβαρο της Αγίας Λαύρας στη συγκέντρωση της πλατείας Συντάγματος, η παρούσα «κρίση» με αφορμή τη διδασκαλία των Θρησκευτικών και το πέφτω-από-τα-σύννεφα παραλήρημα του Ιερώνυμου ενάντια σε κάθε προοδευτική αλλαγή, ενάντια στην Αριστερά και τις κατακτήσεις του λαϊκού, κοσμικού χαρακτήρα της εκπαίδευσης.

Ζητούμενο παραμένει ο πλήρης και οριστικός διαχωρισμός του κράτους από την Εκκλησία, μια κατάσταση Κράμερ εναντίον Κράμερ, καθώς στην πραγματικότητα η ελλαδική Εκκλησία των πέντε διαφορετικών εκκλησιαστικών συστημάτων σε μια επικράτεια (Αυτοκέφαλη της Ελλάδος, Αυτοκέφαλη της Κρήτης, Νέες Χώρες υπαγόμενες πνευματικά στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, Δωδεκάνησα υπαγόμενα πνευματικά και διοικητικά απευθείας στο Πατριαρχείο και Αυτόνομη Αθωνική Πολιτεία του Αγίου Όρους) διακλαδώνεται εντός του ίδιου του κράτους και κρίσιμων τομέων του, είτε στο δημόσιο είτε στον ιδιωτικό  χώρο, π.χ. στις τράπεζες και το εμπόριο.

Ο διαχωρισμός όμως πρέπει να γίνει, με τρόπο επωφελή για την κοινωνία και ως ένα ανολοκλήρωτο στάδιο εμπέδωσης πραγματικά λαϊκού κράτους και όχι αυτής της ιδιότυπης θεοκρατίας, η οποία διαθέτει και διακομματικό «κόμμα της Εκκλησίας» - το υπονοεί στην εγκύκλιό του και ο Μεσογαίας Νικόλαος. Μια κατάσταση γνωστή από χρόνια σε όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα, κυβερνητικά ή μη, καθώς υπάρχουν βουλευτές και υπουργοί που αντλούν ακριβώς την πολιτική ύπαρξη και τη δύναμή τους από τις εκλεκτικές σχέσεις με την Ιεραρχία και τη γραμμή σταυροδοσίας που δίνει άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο φανερά η Εκκλησία σε συγκεκριμένες, «δυνατές» περιφέρειες και «δικούς» της υποψηφίους - ας ανατρέξει κανείς στις στιγμές του αγιασμού της Βουλής και θα διαπιστώσει ότι οι περισσότεροι εξ αυτών βρίσκονταν και στα μπροστινά έδρανα, περιμένοντας να τους καταβρέξει ο Ιερώνυμος. Το αυτό βέβαια συμβαίνει και στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης σε πλείστες όσες περιπτώσεις.

Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ υποχώρησε μπροστά στις αξιώσεις της Ιεραρχίας και αυτό είναι το συγκυριακά μείζον. Και αυτό γιατί μπορεί το ζητούμενο να είναι ο διαχωρισμός, που προφανώς αναβάλλεται ξανά για άγνωστο χρονικό διάστημα, αλλά πια η Εκκλησία φαντάζει πιο έτοιμη να επιβάλει την αναστολή και άλλων προωθητικών και αυτονόητων σε άλλες χώρες μέτρων και θεσπίσεων, όπως είναι και ήταν εκείνες για την καύση των νεκρών, το ισλαμικό τέμενος ή την ίδρυση ισλαμικού νεκροταφείου στην Αττική, την αναβάθμιση και την καθιέρωση ως αποκλειστικά έγκυρων για την πολιτεία, του πολιτικού όρκου και του πολιτικού γάμου. Και όλα αυτά, μόνο και μόνο για να χυθεί περισσότερη άμμος στην κλεψύδρα μιας συγκυβέρνησης που αλλού πατά και αλλού βρίσκεται. 

Ετικέτες