Οι πυκνότατες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις διεθνώς πιέζουν τη ριζοσπαστική Αριστερά να εμπλουτίσει την απελευθερωτική στρατηγική της, αλλά και τη συγκεκριμένη πολιτική της.
«Για την Αριστερά, η σύγκρουση με τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό της παγκοσμιοποίησης, της χρηματοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού δεν προϋποθέτει απόσυρση από τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και φαντασιακή αναδίπλωση στο “ιγκλού” του μικρού μας έθνους- κράτους». (Πέτρος Παπακωνσταντίνου: Ο Τραμπ, η παγκοσμιοποίηση και η Αριστερά, iskra 21/1/17).
Οι πυκνότατες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις διεθνώς πιέζουν τη ριζοσπαστική Αριστερά να εμπλουτίσει την απελευθερωτική στρατηγική της, αλλά και τη συγκεκριμένη πολιτική της.
Η κρίση διεθνώς παρατείνεται και πυροδοτεί πλέον χαοτικά φαινόμενα στο πολιτικό πεδίο. Το Brexit, ο Τραμπ και η Λεπέν περιγράφουν ένα ισχυρό και διεθνές πολιτικό ρεύμα στροφής στον προστατευτισμό και στις πολιτικές «εθνικής προτεραιότητας». Δεν πρόκειται, ασφαλώς, για μια κάποια γενικευμένη εγκατάλειψη της «παγκοσμιοποίησης», με ένα αφηρημένο και θεωρητικό σχήμα. Αντίθετα, ισχυρά τμήματα των κυρίαρχων τάξεων σε μεγάλες χώρες, πατώντας ακριβώς πάνω στις κατακτήσεις τους επί «παγκοσμιοποίησης» και νεοφιλελευθερισμού, αλλά και επιδιώκοντας να τις διαφυλάξουν και να τις επεκτείνουν, αντιμετωπίζουν πλέον την κρίση με προτεραιότητα τις ανάγκες της δικής τους εθνικής οικονομίας. Αυτό εκφράζει το κοινό σύνθημα της μαζικής-«λαϊκίστικης» πολιτικής «πρώτα η Αμερική» που κραυγάζει ο Τραμπ, ή «πρώτα η Γαλλία» που ουρλιάζει η Λεπέν, ή «πρώτα η Βρετανία» που υποστηρίζει η Μέι προχωρώντας στην πολιτική ενός «σκληρού Brexit».
Τα βασικά συμπεράσματα από την ανάδειξη αυτού του ρεύματος (πρέπει να) είναι δύο:
α) Η παγκοσμιοποίηση δεν υπήρξε ποτέ μια διαδικασία κατάργησης της «εθνικής βάσης» των κεφαλαίων, δεν οδήγησε σε έναν διάχυτο «υπερ-ιμπεριαλισμό» που προέβλεπε πριν από έναν αιώνα ο Καρλ Κάουτσκι, σε σύγκρουση με τον Β. Λένιν και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Όσοι κατανόησαν τις διεθνείς εξελίξεις τα τελευταία 30-40 χρόνια σαν μια διαδικασία πολτοποίησης «των εθνών, των κρατών, των παραδόσεων και των ταυτοτήτων τους», μέσω της κυριαρχίας κάποιων «αόρατων δικτύων», έκαναν λάθος και διαψεύδονται από τις εξελίξεις.
β) Η αντίσταση στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, στον νεοφιλελευθερισμό, για να είναι αποτελεσματική από τη σκοπιά των εργαζόμενων και των λαϊκών τάξεων, οφείλει να συνδέεται όλο και περισσότερο με την αντικαπιταλιστική στρατηγική. Οι οπαδοί της «εθνικής προτεραιότητας» όχι μόνο δεν είναι σύμμαχοί μας σε αυτόν τον αγώνα, αλλά σε κάποιες εκδοχές τους αποτελούν θανάσιμους εχθρούς.
Η Ιδρυτική Συνδιάσκεψη της ΛΑΕ έχει θέσει ως βασικό στόχο, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ανατροπή των Μνημονίων και της λιτότητας, την έξοδο από το ευρώ, τη ρήξη με την Ευρωζώνη και τη σύγκρουση με την ΕΕ, «υπό αριστερή-εργατική ηγεμονία». Δεν υπάρχει τίποτα στη συγκυρία που να υποβαθμίζει τον στόχο της εξόδου από το ευρώ. Υπάρχουν όμως πολλά που αναβαθμίζουν το «υπό αριστερή-εργατική ηγεμονία» και κάθε υποχώρηση από αυτό το πολιτικό πλαίσιο μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά πολιτικά λάθη.
Εκτιμώντας μια συζήτηση
Στη ΔΕΘ ο Κυριάκος Μητσοτάκης υποσχέθηκε κάποια κρίσιμα πράγματα στους έλληνες καπιταλιστές: μείωση της φορολογίας των κερδών, «κούρεμα» των χρεών των επιχειρήσεων στις τράπεζες και το Δημόσιο, διατήρηση της «ελληνικότητας» στον έλεγχο των επιχειρήσεων, ευνοϊκή τροποποίηση του πτωχευτικού δικαίου με στόχο να δίνονται «δεύτερες ευκαιρίες» σε αναξιοπαθούντες καπιταλιστές. Όταν τα εντοπίσαμε, κάποιοι σύντροφοι αντέτειναν ότι «αυτά δεν γίνονται», γιατί παραβιάζουν τις μνημονιακές διατάξεις. Αποδείχθηκε το ανάποδο. Το κουαρτέτο όχι μόνο δεν αντέδρασε, αλλά πιέζει την κυβέρνηση Τσίπρα, που ήδη τα νομοθετεί σταδιακά, να επεκτείνει το «κούρεμα» χρεών των επιχειρήσεων στις οφειλές ΦΠΑ (δηλ. στην καραμπινάτη φοροκλοπή), αλλά και στις οφειλές προς τα ασφαλιστικά Ταμεία. Αποδεικνύεται ότι τα Μνημόνια δεν συνιστούν μια γενικευμένη πίεση πάνω στο «έθνος-οφειλέτηη», αλλά μια πολύ πιο ευέλικτη ταξική πολιτική, που ενισχύει τους καπιταλιστές, αδιαφορώντας για το μέγεθος των «θυσιών» που αυτή η ενίσχυση θα επιφέρει για τους εργαζόμενους και τις λαϊκές τάξεις.
Μετά το Brexit και κυρίως μπροστά στο ενδεχόμενο νίκης του Τραμπ, ισχυριστήκαμε ότι εμφανίζεται μια προοπτική αμφισβήτησης του status quo από τα δεξιά, ένα ρεύμα απέναντι στο οποίο η ριζοσπαστική Αριστερά δεν μπορεί να έχει καμία φιλική πρόθεση. Πήραμε απαντήσεις που ισχυρίζονταν ότι υποτιμάμε τα πλήγματα που «αντικειμενικά» επιφέρουν στην παγκοσμιοποίηση αυτές οι εξελίξεις. Σε ιστοσελίδες της Αριστεράς εμφανίζονταν άρθρα αναλυτών, όπως του Ν. Ιγγλέση, που ισχυρίζονταν ότι «ο αγώνας κατά της παγκοσμιοποίησης είναι αγώνας πρωτίστως εθνικοαπελευθερωτικός για κάθε λαό» και περιέγραφαν «τον Ντόναλντ, τον Μπόρις, την Μαρίν και τον Μπέπε» ως τους «σύγχρονους κόκκινους», φτάνοντας στον ισχυρισμό ότι η Μαρί Λεπέν στη Γαλλία έχει αναλάβει το ρόλο της άκρας Αριστεράς! Ασφαλώς πρόκειται για μια «ακραία» περίπτωση. Όμως η φιλοξενία αυτών των παραλογισμών έφερνε στην επιφάνεια μιαν προϋπάρχουσα «ευελιξία» απέναντι στις ιδέες και στους εκπροσώπους (π.χ. ΕΠΑΜ) του λεγόμενου «εθνικού αντιμνημονιακού» χώρου.
Σήμερα ελπίζουμε τα πράγματα να είναι πιο καθαρά.
Συζητώντας για το ευρώ
Η έξοδος από το ευρώ ήταν και παραμένει απαραίτητη, για: Την ανατροπή των Μνημονίων και την έξοδο από τη λιτότητα. Τη στάση πληρωμών στο χρέος με προοπτική τη διαγραφή του. Την εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση των τραπεζών και αντιστροφή των ιδιωτικοποιήσεων. Με την έννοια αυτή η έξοδος από το ευρώ αποτελεί έναν από τους πυλώνες του μεταβατικού προγράμματος, με στόχο τη γενικότερη σοσιαλιστική απελευθέρωση.
Πράγματι, η Αριστερά οφείλει να «συγκεκριμενοποιήσει» τους όρους της «μετάβασης προς το εθνικό νόμισμα». Όμως το βασικό καθήκον αυτής της συγκεκριμενοποίησης είναι η περιγραφή των συγκεκριμένων (μέσα στις σημερινές συνθήκες και συσχετισμούς) αντικαπιταλιστικών ανατροπών και μεταρρυθμίσεων, μέσω των οποίων μια έξοδος από το ευρώ αποκτά φιλεργατικά χαρακτηριστικά, λογοδοτεί στις ανάγκες της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας.
Γιατί το νόμισμα, από μόνο του, δεν έχει καμία αυτόνομη δυναμική. Για παράδειγμα, ένα υποτιμημένο νόμισμα δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι πυροδοτεί μια διαδικασία «ανάπτυξης». Διεθνώς, πολλές χώρες με «μαλακό» νόμισμα διαπιστώνουν τον περιορισμό των εξαγωγών, την εκτόξευσης της αξίας των εισαγωγών και τον μαρασμό της τουριστικής βιομηχανίας τους. Για παράδειγμα, η δυνατότητα εκτύπωσης νομίσματος δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι οδηγεί σε αυξημένη «ρευστότητα» προς π.χ. τις συνεταιριστικές επιχειρήσεις και τις ανάγκες του Δημόσιου τομέα, εάν και εφόσον η πραγματική οικονομία παραμένει υπό τον ασφυκτικό έλεγχο και λειτουργεί με τα κριτήρια των καπιταλιστών (π.χ. στον ΟΤΕ, στη ΔΕΗ, στον ΟΠΑΠ, στα διόδια κ.ο.κ.).
Είναι αλήθεια ότι σήμερα κεντρική επιλογή της κυρίαρχης τάξης στην Ελλάδα παραμένει η πρόσδεση με το ευρώ. Όμως όχι με τόση αυτοπεποίθηση και σιγουριά, όπως πριν 6-7 χρόνια. Ο Κ. Σημίτης, ο αρχιτέκτονας της ελληνικής εισόδου στην ΟΝΕ, δήλωσε ότι αν η χώρα αποτύχει να βγει στις αγορές μέσα στον επόμενο χρόνο, τότε προκύπτει για την πολιτική ηγεσία της το καθήκον να καθοδηγήσει μια συντεταγμένη επιστροφή στη δραχμή. Ο ΣΕΒ διατύπωσε πρόσφατα όρους (ελληνικότητα επιχειρήσεων, ομαλή χρηματοδότηση από τράπεζες) προκειμένου να συνεχίσει να υποστηρίζει την παραμονή στο ευρώ. Η ακροδεξιά και η Χρυσή Αυγή δηλώνουν με έμφαση την πρόθεση επιστροφής στη δραχμή, αλλά και τον έρωτά τους για τη...Ρωσία του Πούτιν. Το αδιέξοδο της μνημονιακής πολιτικής διαμορφώνει σταδιακά τους όρους για να εμφανιστεί και εδώ το ρεύμα της «εθνικής προτεραιότητας».
Η ριζοσπαστική Αριστερά οφείλει να επιμείνει στην πολιτική της ρήξης με την Ευρωζώνη και την έξοδο από το ευρώ, αλλά επιμένοντας περισσότερο από ποτέ στη σύνδεση αυτής της πολιτικής με το σύνολο των μεταβατικών στόχων της, με την αντικαπιταλιστική-σοσιαλιστική στρατηγική, με τον αντιεθνικισμό και τον αντιρατσισμό.
*Αναδημοσίευση από την "Εργατική Αριστερά" που κυκλοφορεί