Δεν πρόλαβε να στεγνώσει το μελάνι της συγγραφής των εφαρμοστικών νόμων του Τρίτου Μνημονίου, που ψηφίστηκαν τον Μάϊο του 2016 και αφορούσαν κυρίως την κοινωνική ασφάλιση και τη φορολόγηση, όχι μόνον της μισθωτής εργασίας αλλά και των μικροαστικών στρωμάτων, και έχουν αρχίσει να συγγράφονται, σε διάστημα μικρότερο του ενός χρόνου, οι ρυθμίσεις του Τετάρτου Μνημονίου που αναθεωρούν επί το δυσμενέστερο τις προβλέψεις του Τρίτου Μνημονίου (κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις, μείωση του αφορολογήτου ορίου κλπ.).
Το αν αυτό καθυστερεί οφείλεται αποκλειστικά στην αναζήτηση και ανεύρεση ενός «φύλου συκής» για ένα σύνολο κοινωνικών και οικονομικών ρυθμίσεων που ωθούν τη λαϊκή εξαθλίωση στα έσχατα όρια, με βάση το οποίο να εμφανισθεί η μνημονιακή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ότι αποδέχεται μεν τον καινούριο «επώδυνο συμβιβασμό», εντούτοις κατορθώνει να διατηρήσει μια κάποια «κόκκινη γραμμή» σε ένα δευτερογενές ζήτημα.
Μια μνημονιακή νομοθεσία που επιβάλλεται χωρίς αντιστάσεις
Το μείζον ζήτημα που προέκυψε τον προηγούμενο Μάϊο και συνεχίζει και σήμερα να χαρακτηρίζει τη σημερινή συγκυρία είναι ότι τα μέτρα αυτά καταγγέλλονται, καταδεικνύεται η αντιλαϊκότητά τους, και ταυτόχρονα δεν καταγράφεται η παραμικρή συντονισμένη αντιπολιτευτική ανάταξη του εργατικού κινήματος, προκειμένου να ορθωθεί φραγμός σ’ αυτές τις τελευταίες πλέον μάχες οπισθοφυλακών. Οι εφαρμοστικοί νόμοι του Τρίτου Μνημονίου ψηφίστηκαν από τη βουλή χωρίς την παρουσία μιας ευρείας απεργιακής κινητοποίησης που υποκαταστάθηκε από μία 48ωρη πανελλαδική απεργία «στα χαρτιά», εφόσον προκηρύχθηκε ως μέρα πραγματοποίησής το Σαββατοκύριακο κατάθεσης των μέτρων στην εθνική αντιπροσωπεία. Στη τρέχουσα περίοδο των αρχών του 2017. Οι δύο «κύριες» δυνάμεις του οργανωμένου θεσμικού συνδικαλιστικού κινήματος (ΠΑΜΕ και ΓΣΕΕ) κινούνται σε μια τροχιά αδράνειας και παρακολούθησης των εξελίξεων. Ιδιαίτερα μάλιστα οι βρυχηθμοί του ΠΑΜΕ απέναντι στις ρυθμίσεις του Τετάρτου Μνημονίου (μια και η ΓΣΕΕ εκφράζει τον καθαρό εργοδοτικό και καθεστωτικό συνδικαλισμό) δείχνουν την απροθυμία και της αδυναμία της να αντιδράσει αποτελεσματικά. Το ριζοσπαστικό συνδικαλιστικό κίνημα, παρόλες τις ενωτικές και αγωνιστικές του προθέσεις δεν μπορεί να προβάλλει μια διαφορετική πορεία, λόγω και του περιορισμένου του μεγέθους στην εργατική τάξη της καπιταλιστικής παραγωγής.
Αλλά και στο καθαρά πολιτικό επίπεδο, οι τρεις βασικοί σχηματισμοί της ελληνικής Αριστεράς (ΚΚΕ, Λαϊκή Ενότητα, Ανταρσύα), ενώ ασκούν την πλέον πληθωρική και ακραία κριτική στα καινούρια μνημονιακά μέτρα, εντούτοις αδυνατούν καταφανώς, είτε από μόνας, είτε μέσα από συμμαχικά σχήματα, να προτάξουν μια αποτελεσματική λαϊκή αντιπολίτευση, τέτοια που να μπορεί να κλονίσει τη μονιμοποίηση των μνημονιακών καθεστώτων. Κυρίως είναι προσανατολισμένα στον πολιτικό τους υποκειμενισμό, αντί της πρόταξης και προαγωγής ενός γενικού, και αντικειμενικά ενωτικού, κινήματος των ζωτικών λαϊκών αναγκών και ενεργοποίησης των λαϊκών τάξεων σε μια κινηματική διαδικασία ανάδειξής τους. Κι’ αυτό μάλιστα τη στιγμή που είναι δεδομένο ότι δεν μπορεί να υπάρξει μεταστροφή των λαϊκών τάξεων με μόνη μια πολιτική επιχειρηματολογία (είτε έχει στο επίκεντρό της την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την ευρωζώνη, είτε τοποθετεί στο κέντρο των προσανατολισμών της στον ελληνικό καπιταλισμό), αν δεν συνοδεύεται άρρηκτα από την οικοδόμηση μιας λαϊκής συμμαχίας στη βάση των καίριων ζωτικών λαϊκών αναγκών. Απόδειξη το γεγονός ότι, παρά την καταφανή χρεοκοπία της οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, παρά το γεγονός ότι ένα σημαντικό μέρος των εκλογικών του δυνάμεων έχει μετακινηθεί προς τη «αποστασιοποίηση», η δυνητική εκλογική επιρροή των αριστερών πολιτικών σχημάτων παραμένει στα χαμηλά επίπεδα του Σεπτεμβρίου 2015.
Είναι πρωτοφανές τελικά για τα ευρωπαϊκά δεδομένα να μπορεί και να ψηφίζεται και να εφαρμόζεται ένα τέτοιου εύρους μνημονιακό πρόγραμμα, χωρίς να «ανοίγει ρουθούνι», χωρίς να ξεσηκώνει ένα ευρύτατο κύμα λαϊκών αντιδράσεων. Αυτό οφείλεται στο μοναδικό για τα ευρωπαϊκά και ευρύτερα δεδομένα γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ λειτουργεί ως άτεγκτος φορέας εφαρμογής των μνημονιακών πολιτικών, διαθέτοντας ακόμη ένα μέρος των εκλογικών εργατικών εκπροσωπήσεων των εκλογικών αναμετρήσεων του 2015. Η κοινωνική του υποστήριξη δεν βρίσκεται πλέον σήμερα στην γενική αναφορά της εκπροσώπησης των λαϊκών τάξεων που πλήττονταν από το Πρώτο και το Δεύτερο Μνημόνιο : Ένα σημαντικό μέρος (περί το 20% - 25%) του εκλογικού σώματος συνεχίζουν να ωθούνται στο περιθώριο και στην εξαθλίωση της μακροχρόνιας ανεργίας, των εξαιρετικά χαμηλών συντάξεων, των αυτοαπασχολουμένων μικροαστικών στρωμάτων, των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα με τα νέα εργασιακά δεδομένα (κατάργηση συλλογικών συμβάσεων, εργατικών δικαιωμάτων κλπ.). Αυτό είναι το λαϊκό τμήμα που έχει πάρει τις αποστάσεις του από τον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να διαμορφώνει σχέσεις εκπροσώπησης με τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό της ΝΔ, και έτσι «αιωρείται» στη σημερινή συγκυρία σε ένα είδος «κενού εκπροσωπήσεων». Το υπόλοιπο όμως μισό της αρχικής εκλογικής του εκπροσώπησης του 2015 παραμένει στη συγκυρία προσανατολισμένο στον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί πρόκειται για κοινωνικά στρώματα που έχουν πληγεί μεν από τις μνημονιακές ρυθμίσεις, ωστόσο βρίσκεται μακράν της «κολάσεως» της κοινωνικής εξαθλίωσης: Ένα σημαντικό μέρος των δυνάμεων της δημοσιοϋπαλληλίας, των εργαζομένων σε μεγάλες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, των μικρομεσαίων στρωμάτων και μικροεπιχειρήσεων κλπ.
Το κύριο πολιτικό επίδικο της περιόδου για την Αριστερά και το εργατικό κίνημα θα ήταν η διαμόρφωση οργανικών σχέσεων εκπροσώπησης και μορφών ταξικής συλλογικότητας μ’ αυτό το πρώτο μέρος των «κοινωνικά απόκληρων», που ωστόσο είχαν κάνει το διάβημα της κοινοβουλευτικής υποστήριξης στον ΣΥΡΙΖΑ το 2012 και το 2015. Εντούτοις με τα υπαρκτά δεδομένα κίνησης των αριστερών και εργατικών δυνάμεων αυτό δεν φαίνεται να μπορεί να έρθει στην επιφάνεια, όπως άλλωστε είχε αποδειχθεί στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2012. Τόσο το ΚΚΕ όσο και η Ανταρσύα, καθώς και παράλληλα η Αριστερή Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ, δεν κατόρθωσαν να αξιοποιήσουν την μαζική μεταστροφή της λαϊκής βάσης της σοσιαλδημοκρατίας, παρόλο που είχαν προηγηθεί οι πανεργατικές απεργίες του 2010 – 12, με αποτέλεσμα όλο αυτό το εργατικό κύμα της κοινωνικής βάσης του ΠΑΣΟΚ να κατευθυνθεί αποκλειστικά στην μεγέθυνση του ΣΥΡΙΖΑ, υπό την ηγεμονία των δυνάμεων της μικροαστικής εκσυγχρονιστικής ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Οι ιστορικές ευκαιρίες δίνονται μια φορά… Αν το ΚΚΕ, η Ανταρσύα και η Αριστερή Πλατφόρμα είχαν κατορθώσει μια διεύρυνση της συσπείρωσής τους τον Ιούνιο 2012, τότε στο επόμενο διάστημα μέχρι τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 ριζικά διαφορετικά θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, εφόσον η ισχύς αυτών των σχηματισμών θα λειτουργούσε ως τροχοπέδη της αστικής μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ, θα προκαλούσε αντιπαραθέσεις και αναγκαστική αποσαφήνιση των πολιτικών τακτικών, και το όλο εγχείρημα του 2015 θα είχε εξελιχθεί με εντελώς διαφορετικούς όρους.
Έτσι βρισκόμαστε σήμερα μπροστά στην κατάσταση προετοιμασίας της ψήφισης του Τετάρτου Μνημονίου, αφοπλισμένοι από δύο πλευρές: Της πλήρους ακινησίας και παράλυσης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος σε όλα τα επίπεδα και τους τομείς, χωρίς καμία αξιόπιστη προοπτική μιας αποτελεσματικής απεργιακής αντιμετώπισης. Και από την άλλη πλευρά της αδυναμίας συσπειρωτικής δυναμικής, επιμέρους ή συμμαχικής, αριστερών δυνάμεων, πέραν του ιστορικού, μικρότερου ή μεγαλύτερου, χώρου της εμβέλειάς τους. Βέβαια σε πολύμορφους τομείς της κοινωνικής παραγωγής κινούνται αγωνιστικές διαδικασίες, οι οποίες όμως έχουν εντελώς μερικά χαρακτηριστικά, αδυνατώντας να κλονίσουν τις κυρίαρχες κυβερνητικές κατευθύνσεις του 4ου Μνημονίου, συνήθως με αφορμή την άρνηση της εργοδοσίας για την πληρωμή των «δεδουλευμένων», την ακύρωση μιας απόλυσης παράνομης και καταχρηστικής, τις συνθήκες υγιεινής της εργασίας, το κλείσιμο επιχειρήσεων λόγω της καπιταλιστικής κρίσης κλπ. Εντούτοις πρόκειται κυρίως για εξαιρετικά αμυντικούς στόχους, προϊόν προφανώς της όξυνσης των συνθηκών της ταξικής αντιπαράθεσης, που δεν φαίνονται να ενοποιούνται διαλεκτικά σε ένα ενωτικό λαϊκό αντιμνημονιακό μέτωπο.
Ν’ αλλάξουμε ριζικά πορεία πλεύσης στα πράγματα
Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση πραγμάτων που χαρακτηρίζεται από τον πολιτικό υποκειμενισμό της Αριστεράς (Το ΚΚΕ θέτει ως κύριο στόχο του 20ου Συνεδρίου του την «ενίσχυση του εαυτού του», η Λαϊκή Ενότητα αναλώνεται σε μια εκστρατεία μονομερώς προσανατολισμένη στο εθνικό νόμισμα και την εθνικό – πατριωτική οικονομική ανάπτυξη κλπ.). – Αν συνεχίσει η κυριαρχία συνδικαλιστικών δυνάμεων της αδράνειας (είτε εργοδοτικού συνδικαλισμού που αναπαράγουν οι πλειοψηφικές εκπροσωπήσεις των ΔΕΚΟ, είτε ταξικών αναφορών, ωστόσο σε μια ιδιότυπη κατάσταση απομονωτισμού). – Αν έτσι εμπεδωθεί όπως φαίνεται μια αντιπολίτευση προς την μνημονιακή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που ασκείται ουσιαστικά μόνον από τα δεξιά του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, με ένα σημαντικό μέρος του λαϊκού ριζοσπαστισμού στο περιθώριο, τότε θα είναι βέβαιη πλέον η επικράτηση και των ρυθμίσεων του Τετάρτου Μνημονίου, οι οποίες αθροιζόμενες στις προηγούμενες δημιουργούν ένα καθεστώς που θα είναι πλέον δυσχερέστερα ανατάξιμο, μετά από μια επταετία συνεχών και αλλεπάλληλων ηττών και υποχωρήσεων.
Μπροστά σ’ αυτή την αναποτελεσματική και άγονη πορεία, εκείνο που μπορεί να συμβάλλει σε μια ορισμένη διέξοδο κλονισμού της αστικής πολιτικής των μνημονίων είναι πρωταρχικά η δρομολόγηση ενός ανεξάρτητου, ευρύτατου κινήματος λαϊκής χειραφέτησης και προβολής στο επίκεντρο των ζωτικών λαϊκών αναγκών (μισθών και όρων εργασίας, αδιάλειπτης μείωσης των συντάξεων, ατελεύτητων μέτρων φορολογικών επιβαρύνσεων, σταθεροποίησης της μακροχρόνιας ανεργίας σε πολύ υψηλά επίπεδα, αποκατάστασης των δημόσιων νοσηλευτικών υπηρεσιών κλπ.). Σ’ αυτό το κίνημα, με κύρια εργατικά ταξικά χαρακτηριστικά μπορούν να βρουν τη θέση τους ο εργαζόμενος κόσμος της Αριστεράς και του μεγάλου τμήματος του ΣΥΡΙΖΑ που έχει πάρει τις αποστάσεις του, ανεξαρτήτως πολιτικών προσανατολισμών και εντάξεων, θέτοντας δύο επίπεδα προτεραιοτήτων της: Στον πυρήνα τα καίρια ζητήματα των χαμηλοσυνταξιούχων, των ανέργων, των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα με συνθήκες οικονομικής και θεσμικής εξαθλίωσης, και στην περιφέρεια τις καίριες ανάγκες των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα και στις μεγάλες επιχειρήσεις της καπιταλιστικής παραγωγής, των μικροαστικών στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου. Η λειτουργία αυτού του πανεργατικού, πανελλαδικού κινήματος, πέραν από οποιονδήποτε συσχετισμό με τον θεσμικό εργοδοτικό συνδικαλισμό, όπως και εκείνον της αγωνιστικής «περιχαράκωσης», μπορεί να προσλάβει ποικιλόμορφα κινηματικά χαρακτηριστικά και να κλονίσει τον πυρήνα της αστικής πολιτικής, εθνικής και διευρωπαϊκής, θέτοντας το σύνολο των καίριων ζητημάτων (ριζικά αναδιανομή εισοδήματος, άμεση παύση πληρωμών του δημόσιου χρέους, επιδότηση ανεργίας για το σύνολο τν ανέργων, σύγκρουση με την αστική κυριαρχία και την χρηματιστηριακή επιτροπεία κλπ.).
Σ’ αυτή την κατεύθυνση καίριας σημασίας είναι η καθολική υποστηρικτική παρέμβαση των σχηματισμών του αριστερού αντιμνημονιακού κινήματος, παρακάμπτοντας τους υποκειμενισμούς που κατατρέχουν εξολοκλήρου την Αριστερά, καθώς και αντίστοιχες συνδικαλιστικές παρατάξεις. Ποια είναι σε τελική ανάλυση η «αξία χρήσης» της Αριστεράς: Να ασχολείται και να καταναλώνεται με τον εαυτό της ή να υπηρετεί την δρομολόγηση ενός τέτοιου κινήματος, το οποίο και αποτελεσματικότητα μπορεί να έχει, και να φέρει τις λαϊκές δυνάμεις στο πολιτικό προσκήνιο της αντιπαράθεσης, έναντι της καταφανούς σήψης που χαρακτηρίζει το αστικό πολιτικό σκηνικό, που τόσο αποτροπιασμό προκαλεί στον κόσμο των λαϊκών τάξεων, ιδιαίτερα μάλιστα μετά την ολοσχερή προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στη αστική πολιτική. Αυτή είναι και η μοναδική οδός για να διαδραματίσουν οι δυνάμεις της λαϊκής χειραφέτησης έναν κεντρικό ρόλο στο συσχετισμό των δυνάμεων, εκφράζοντας πολιτικά την κοινωνική δυναμική αυτού του αυτόνομου κινήματος. Και είναι η περίπτωση που μπορεί να συγκεντρώσει ευρείες πλειοψηφίες σε μέτρα και προσανατολισμούς αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα όπως η αντιμετώπιση της ευρωπαϊκής πολιτικής και νομισματικής ολοκλήρωσης, μεγάλων αλλαγών στην ίδια την δομή των αστικών σχέσεων παραγωγής, εξουσιών ελέγχου των εργαζομένων στο κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι κλπ.