Δεν μπορεί κατά κανέναν τρόπο η Αριστερά να προτάξει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (αύξηση της καπιταλιστικής παραγωγής) παραπέμποντας στις ελληνικές καλένδες τα μέτρα μετασχηματισμού των αστικών σχέσεων παραγωγής, όπως επίσης και την λεγόμενη «παραγωγική ανασυγκρότηση» (αναδιάρθρωση του ελληνικού κεφαλαίου), πράγμα που άλλωστε προωθεί συστηματικά η σημερινή μνημονιακή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Προς το τέλος της κρατικής επιχειρηματικής δραστηριότητας
Φαίνεται ότι στο διάστημα που διανύουμε για την συμπλήρωση της πρώτης τετραετίας μνημονιακής διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, ολοκληρώνονται οι διαδικασίες ιδιωτικοποίησης και των τελευταίων δημόσιων επιχειρήσεων που έχουν απομείνει, μετά από μια ολόκληρη 25ετία συνεχών και σταθερών επιδιώξεων του νεοφιλελευθερισμού, για το άνοιγμα των αγορών και τη λειτουργία μιας ενιαίας ιδιωτικής καπιταλιστικής οικονομίας, χωρίς κρατικά μονοπώλια και κρατικές επιχειρήσεις. Η μεταβίβαση των περιφερειακών αεροδρομίων στην γερμανική Fraport, η πώληση του 66% του Οργανισμού Λιμένα Θεσσαλονίκης, η εκποίηση της βιομηχανίας αμυντικών συστημάτων ΕΛΒΟ προωθούνται πλέον χωρίς καθυστερήσεις, αφού είχαν προηγηθεί η αποκρατικοποίηση του ΟΣΕ, του Οργανισμού Λιμένα Πειραιά, ενός μέρους της ΔΕΗ, και μετά τους σχεδιασμούς για την ιδιωτικοποίηση των δικτύων ύδρευσης και αποχέτευσης (ΕΥΑΘ και ΕΥΔΑΠ). Σήμερα πλέον ο τομέας των κοινωφελών επιχειρήσεων έχει συρρικνωθεί σχεδόν ολοκληρωτικά και οι αρχές της νεοφιλελεύθερης ανταγωνιστικής οικονομίας έχουν κυριαρχήσει στο σύνολο της κοινωνικής παραγωγής.
Η Αριστερά, στη διαφορετικότητα των εκφράσεών της, θεωρούσε ιστορικά ότι ο τομέας των δημόσιων επιχειρήσεων, στα χέρια μιας προοδευτικής αριστερής διακυβέρνησης, αντιπροσώπευε ένα καθοριστικό οικονομικό εργαλείο για την προώθηση της ανάπτυξης σ’ ένα πλαίσιο ανεξάρτητο από το πλειοψηφικό ιδιωτικό κεφάλαιο, στην ιδιοκτησία και στον έλεγχο του κράτους. Προορίζονταν δηλαδή να αποτελέσουν «αναπτυξιακό μοχλό κίνησης» της οικονομίας και πάροχο επαρκών και χαμηλού κόστους υπηρεσιών (μεταφορών, επικοινωνίας κλπ.). Βέβαια και σ’ αυτή την περίπτωση οι επιχειρήσεις αυτές θα λειτουργούσαν ως κρατικές μορφές παραγωγής, χωρίς δυνατότητες επηρεασμού του χαρακτήρα της κατά πολύ πλειοψηφικής ιδιωτικής οικονομίας. Σήμερα, με βάση τις νέες πραγματικότητες, των ούτως ή άλλως διεκπεραιωμένων αποκρατικοποιήσεων, τα δεδομένα άσκησης της οικονομικής πολιτικής τίθενται με εντελώς διαφορετικούς όρους, εφόσον οι δημόσιες αυτές επιχειρήσεις έχουν ενσωματωθεί πλήρως στη λειτουργία των αρχών της ελεύθερης ανταγωνιστικής οικονομίας.
Στην ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων οι δημόσιες επιχειρήσεις δεν συγκροτήθηκαν από το αστικό κράτος για να διαδραματίσουν έναν ρόλο υπηρέτησης των λαϊκών συμφερόντων. Το αντίθετο μάλιστα είχε συμβεί. Οι δραστηριότητες αυτές (λ.χ. σιδηρόδρομοι, επικοινωνίες, ενέργεια κλπ.) προσέλαβαν κρατική επιχειρηματική μορφή λόγω του μεγάλου ύψους των επενδύσεων που απαιτούνταν για την πραγματοποίησή τους, πράγμα στο οποίο δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν οι ιδιώτες καπιταλιστές. Και από την άλλη πλευρά προωθήθηκαν για να διασφαλίσουν γενικούς όρους της λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας (π.χ. οδική, θαλάσσια και σιδηροδρομική μεταφορά των εμπορευμάτων, οργάνωση της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος αναγκαίου για την μεγάλη βιομηχανική παραγωγή κ.ά.). Δευτερογενώς τα τιμολόγιά τους προσαρμόστηκαν σε βασικές, γενικού χαρακτήρα, λαϊκές ανάγκες, πράγμα που αποσκοπούσε με τη σειρά του στη διαμόρφωση ενός εργατικού δυναμικού χαμηλότερου κόστους. Στην αντίθετη περίπτωση της ελεύθερης λειτουργίας υψηλών τιμολογίων (π.χ. στα σύγχρονα μέσα αστικών μεταφορών), θα οδηγούσε τους εργαζόμενους στην διεκδίκηση υψηλότερων αποδοχών για την κάλυψή τους. Τέλος, λειτούργησαν με ένα σταθερό, δημόσιο σύστημα εργασιακών σχέσεων, και αποτέλεσαν το κατ’ εξοχήν παραγωγικό πεδίο διορισμών και προσλήψεων του αστικού δικομματισμού, πράγμα που διαμόρφωσε έναν αστικό προσανατολισμό αυτών των εργατικών δυνάμεων, με αποτέλεσμα η σημερινή τους αποκρατικοποίηση να μην συναντά την μαζική και σταθερή αντίθεση και την αντιπαλότητα αυτού του εργατικού δυναμικού.
Η ενιαία ιδιωτική καπιταλιστική οικονομία
Κατ’ αυτό τον τρόπο οι αποκρατικοποιήσεις υλοποιήθηκαν χωρίς μια αποτελεσματική αντιμετώπιση από την πλευρά του αριστερού εργατικού κινήματος, γιατί :
Από τη μια πλευρά, η πλειονότητα του εργατικού δυναμικού στις κοινωφελείς επιχειρήσεις, επειδή ακριβώς ανήκαν στη σφαίρα του εργοδοτικού συνδικαλισμού, δεν προέβαλαν παρά «τυπικές» αντιστάσεις, απέχοντας να δώσουν μάχη για την υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα αυτών των παραγωγικών μονάδων.
Από την άλλη πλευρά οι όποιες αντιστάσεις προβλήθηκαν δεν πλαισιώθηκαν από το ευρύτερο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και τις κοινωνικές δυνάμεις, λόγω της διαφοράς των εργασιακών καθεστώτων στους δύο αυτούς τομείς της οικονομίας (διασφάλιση της απασχόλησης έναντι της μαζικής ανεργίας και εργασιακής απορρύθμισης), αλλά και της γενικότερης ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού της αγοράς και του ανταγωνισμού.
Κατά συνέπεια το σημερινό εργατικό κίνημα και η Αριστερά βρίσκονται σε τελική ανάλυση απέναντι σε μια ενιαία ιδιωτική καπιταλιστική οικονομία που συμπεριλαμβάνει πλέον κατά ενιαίο τρόπο και τις πρώην δημόσιες επιχειρήσεις. Από την πλευρά του κεφαλαίου αυτό επιδιώχθηκε και έγινε εφικτό επειδή πλέον τα τιμήματα εξαγοράς αυτών των επιχειρήσεων βρίσκονταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, επειδή διασφάλιζαν μια σταθερή και σίγουρη αγορά σχεδόν μονοπωλιακού χαρακτήρα, κι’ αυτό τους έδινε τη δυνατότητα μιας εξασφαλισμένης κερδοφορίας, με την αυθαίρετη διαμόρφωση των τιμολογίων τους. Τα κεφάλαια που διατέθηκαν για την ιδιωτικοποίησή τους, δεν αποτελούν «παραγωγικές επενδύσεις», όπως διατείνεται η σημερινή μνημονιακή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μορφή μεταβίβασης της ιδιοκτησίας (από δημόσια σε ιδιωτική), τη στιγμή που τα πάγια κεφάλαια προϋπήρχαν εφόσον είχαν χρηματοδοτηθεί επί δεκαετίες από τον κρατικό προϋπολογισμό. Πρόκειται πλέον για μια συνολική οικονομία αμιγώς καπιταλιστικού χαρακτήρα, απέναντι στην οποία έχει να διαμορφώσει πολιτική η Αριστερά, αφού πλέον ο κύκλος των αποκρατικοποιήσεων βαδίζει προς την ολοκλήρωσή του.
Σήμερα οι αριστερές δυνάμεις δεν μπορούν πλέον να επικαλεστούν τις δημόσιες επιχειρήσεις, οι οποίες με τις κατάλληλες επενδύσεις και προσανατολισμούς θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον «κινητήριο μοχλό» της οικονομικής ανάκαμψης της χώρας, πράγμα που αποτελούσε κύριο χαρακτηριστικό της αριστερής πολιτικής. Άρα απαιτείται η υιοθέτηση μιας διαφορετικής αντιμετώπισης της λειτουργίας της οικονομίας η οποία πλέον να θέτει στο επίκεντρό της την κατάκτηση του θεσμού του εργατικού ελέγχου και την υλοποίηση κοινωνικοποιήσεων ιδιωτικών επιχειρήσεων, σε συνάρτηση προφανώς με τον κάθε φορά ταξικό συσχετισμό των δυνάμεων, παράλληλα με μια αναδιανεμητική εισοδηματική πολιτική με την ταυτόχρονη ισχυρή φορολόγηση της επιχειρηματικής κερδοφορίας. Με τέτοιου είδους μέτρα μπορεί να δρομολογηθεί μια σταθερή «πολιορκία» του κεφαλαίου, τόσο στο άμεσο παραγωγικό επίπεδο, όσο και στο επίπεδο των συνολικών πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών.
Αυτή η οπτική αντιμετωπίζει την κοινωνική καπιταλιστική παραγωγή στο σύνολό της, και προφανώς δεν «πριμοδοτεί» ορισμένες πρώην δημόσιες επιχειρήσεις, γιατί σε τελική ανάλυση στο επίκεντρο βρίσκεται το σύνολο των παραγομένων προϊόντων και προσφερομένων υπηρεσιών που έχουν κοινωνική χρησιμότητα. Γιατί είναι μεγαλύτερης σημασίας η παραγωγή οπλικών συστημάτων έναντι της παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων, γιατί αντίστοιχα η εμπορευματική και λιμενική δραστηριότητα έναντι της αναγκαιότητας κοινωνικοποίησης της τουριστικής οικονομικής δραστηριότητας κλπ. ; Άλλωστε αυτός ο δρόμος είναι σε θέση να αποφύγει το ολισθηρό έδαφος του κρατικού καπιταλισμού (επιχειρήσεις που λειτουργούν με εργοδότη το αστικό κράτος), που ιστορικά εμφανίζονταν, εντελώς εσφαλμένα όπως αποδείχθηκε, ως μορφή ανάπτυξης και λειτουργίας του σοσιαλισμού. Αυτός βασίζεται στην ίδια ιεραρχική οργάνωση της εργασίας, στην ίδια την ανάδειξη μιας διευθυντικής τεχνοκρατίας, και τελικά στον παραγκωνισμό της ίδιας της εργατικής τάξης.
Ορόσημα της πολιτικής έναντι του επιχειρηματικού κεφαλαίου
Α) Η αριστερή πολιτική, πέραν των δημοσιονομικών και νομισματικών της προσδιορισμών, έχει να αντιμετωπίσει έτσι έναν ενιαίο καπιταλιστικό τομέα της οικονομίας, και να βασιστεί σε ορισμένα μεταβατικού χαρακτήρα ορόσημα. Και κατ’ αρχήν πρωταρχικό της βήμα, εκ των ων ουκ άνευ, είναι η ριζική αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος των λαϊκών τάξεων και σε βάρος της κερδοφορίας της αστικής τάξης (αποκατάσταση και αύξηση μισθών και συντάξεων, επιδόματα ανεργίας για το σύνολο των ανέργων κλπ.) όπως αυτή πραγματοποιήθηκε στην τελευταία επταετία και σηματοδοτήθηκε από μια μαζική μεταφορά εισοδήματος από την εργατική τάξη προς το επιχειρηματικό κεφάλαιο. Αυτός είναι ό πρώτος όρος για να αγκαλιασθεί μια τέτοια πολιτική από τον κόσμο της μισθωτής εργασίας και της ανεργίας, αναγκαία κοινωνική προϋπόθεση για κάθε παραπέρα ριζοσπαστικό πολιτικό βηματισμό . Ταυτόχρονα αυτό είναι και βασική οικονομική συνθήκη για την αύξηση της κατανάλωσης και την κίνηση της παραγωγικής βιομηχανικής δραστηριότητας.
Δεν μπορεί κατά κανέναν τρόπο η Αριστερά να προτάξει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (αύξηση της καπιταλιστικής παραγωγής) παραπέμποντας στις ελληνικές καλένδες τα μέτρα μετασχηματισμού των αστικών σχέσεων παραγωγής, όπως επίσης και την λεγόμενη «παραγωγική ανασυγκρότηση» (αναδιάρθρωση του ελληνικού κεφαλαίου), πράγμα που άλλωστε προωθεί συστηματικά η σημερινή μνημονιακή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η πρωταρχική αναδιανομή εισοδήματος είναι μέτρο κοινωνικοποίησης ενός μέρους της παραγόμενης υπεραξίας, και μ’ αυτή την έννοια χαρακτηρίζει ολόκληρη τη μεταβατική περίοδο. Ούτε προφανώς η Αριστερά μπορεί να αναλάβει τον ρόλο στήριξης διαφόρων κατηγοριών επιχειρήσεων (π.χ. μικρομεσαίων), πράγμα που αντιστοιχεί στο ρόλο μιας αστικής οικονομικής πολιτικής.
Β) Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, και εφόσον επιτυγχάνεται μια ταξική και ριζοσπαστική αναγέννηση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος (πράγμα που είναι στόχος προς κατάκτηση), και τροποποιούνται οι κοινωνικοί συσχετισμοί των δυνάμεων, η επιβολή του ενεργού εργατικού ελέγχου στο σύνολο της επιχειρηματικής δραστηριότητας, στο επίπεδο των επιμέρους παραγωγικών μονάδων και στους ευρύτερους θεσμούς άσκησης κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής, σηματοδοτώντας τον δραστικό περιορισμό της άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος του κεφαλαίου. Αυτό δίνει στον εργαζόμενο κόσμο την δυνατότητα επηρεασμού των οικονομικών εξελίξεων, και αποτελεί ουσιαστικό πεδίο χειραφέτησης της μισθωτής εργασίας, στην προοπτική της κατάκτησης της κοινωνικής δυνατότητας συνολικής διεύθυνσης της παραγωγικής διαδικασίας.
Πρόκειται για ένα πεδίο οξύτατης ταξικής έντασης, στο μέτρο που λειτουργεί η απόλυτα κατηγορηματική αρνητική στάση της καπιταλιστικής εργοδοσίας. Ουσιαστικά, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θέτει το ζήτημα της εξουσίας, δυαδικής αρχικά μορφής, που εκ των πραγμάτων θα προσλάβει μονοδιάστατα χαρακτηριστικά (αστικής ή εργατικής). Ωστόσο η λειτουργία θεσμών εργατικού ελέγχου συμβάλει στην ταξική υποκειμενοποίηση των λαϊκών τάξεων, πράγμα που τις προσδίδει έναν πρωταγωνιστικό πολιτικό ρόλο στην διαμόρφωση των πραγμάτων, κατά τρόπο άμεσο και αδιαμεσολάβητο, πέραν των κοινοβουλευτικών εκπροσωπήσεων. Είναι σε τελική ανάλυση η ασφαλέστερη οδός που χαρακτηρίζει τον τρόπο ριζοσπαστικής κοινωνικής μετάβασης.
Γ) Τέλος, η κοινωνικοποίηση, με όλα τα στοιχεία που μπορούν να την προσδιορίζουν, αντιπροσωπεύει τον στρατηγικό στόχο της εργατικής χειραφέτησης, και αφορά τόσο την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, όσο και τον καταμερισμό της εργασίας (ιεραρχικό ή οριζόντιο), καθώς και τον τρόπο παραγωγικής λειτουργίας και κατανομής των αποτελεσμάτων της παραγωγής. Αυτή δεν μπορεί να αφορά παρά το σύνολο των παραγωγικών δραστηριοτήτων, και δεν μπορεί να περιορισθεί σε κάποιες επιχειρήσεις «στρατηγικής σημασίας», μέσα σε ένα ευρύτερο καπιταλιστικό περιβάλλον, και με τον κίνδυνο του κρατικού καπιταλισμού να είναι υπαρκτός σε κάθε πολιτικό βήμα. Φυσικά πρόκειται για ανοιχτή, άνευ όρων και ορίων διαπάλη για την εξουσία, διαπάλη βέβαια που η τελική της έκβαση εξαρτάται από τους όρους ηγεμονίας της Αριστεράς, από τις συμμαχίες των εργατικών και λαϊκών μερίδων και στρωμάτων, από την ισχύ του εργατικού κινήματος, από την λειτουργία ήδη μορφών εργατικού παραγωγικού ελέγχου.