Η περί τον Αλ. Τσίπρα ηγετική ομάδα εκτιμά ότι η υπογραφή της κατάπτυστης συμφωνίας με τους δανειστές αποτελεί το «πέρασμα του κάβου», ότι η κυβέρνηση έχει πλέον μπροστά της «ήρεμα νερά», όπου δικαιούται να περιμένει από δω και μπρος κυρίως θετικές εξελίξεις, που θα της δίνουν τη δυνατότητα για πολιτικές πρωτοβουλίες και ανάκτηση του χαμένου εδάφους.
Η κυβέρνηση, πράγματι, κέρδισε κάποιον πολιτικό χρόνο: τη δυνατότητα να παραμείνει για ένα ακόμα διάστημα στην εξουσία και να καταφύγει στις κάλπες στα τέλη του 2018, πριν αρχίσει η πρακτική εφαρμογή των σκληρότερων μέτρων του Μνημονίου 4. Όμως ακόμα και αυτή η δυνατότητα είναι ασταθής και υπονομευμένη από την προϋπόθεση ότι όλες οι «παράμετροι» της συμφωνίας (οικονομικές, σχέσεις μεταξύ ΕΕ και ΔΝΤ κ.ο.κ.) θα εξελιχθούν ομαλά. Κατά τα άλλα, οι γενικότερες αισιόδοξες εκτιμήσεις στο Μαξίμου είναι απολύτως κούφιες.
Το μέλλον της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ θα κριθεί σε τρία ουσιαστικά πεδία.
α) Η εφαρμογή των μέτρων. Η ανθεκτικότητα του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και όλων των κομμάτων, καθορίζεται από τη δύναμη της σχέσης με τα κοινωνικά στρώματα που (ανέλαβε να) εκπροσωπεί. Το Ασφαλιστικό, όπως μας λέει η ιστορία (με κορυφαίο παράδειγμα το «εκσυγχρονιστικό», πανίσχυρο τότε, ρεύμα του Σημίτη, που μπήκε σε ιστορική παρακμή μετά την αντιμεταρρύθμιση Γιαννίτση…) είναι παράγοντας καθοριστικός για τους δεσμούς με τα εργατικά-λαϊκά στρώματα. Με το νόμο Κατρούγκαλου, ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε καταρχήν το ίδιο με όλα τα προηγούμενα σοσιαλφιλελεύθερα και δεξιά κόμματα: μείωσε κατά 30% τις «νέες», τις μελλοντικές συντάξεις. Σήμερα η κοινωνία κατανοεί ότι έκανε κάτι ακόμα χειρότερο: επέκτεινε τις περικοπές και στις «παλιές», στις καταβαλλόμενες συντάξεις. Σταδιακά θα αρχίσει να κατανοεί ότι αυτή η αντιμεταρρύθμιση –κατά τη γνώμη μου η χειρότερη από τη Μεταπολίτευση- έκανε εφικτή μια βαρβαρότητα: καταργώντας όλες τις παλιές «θεσμίσεις» αφήνει ως μόνη σταθερά στο δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα, ως μόνη εγγυημένη «παροχή», τη λεγόμενη «εθνική σύνταξη» των 384 ευρώ. Κατά τα άλλα, αν έχει ο Θεός θα δίνει, αν δεν έχει δεν θα δίνει…
Αν σε αυτή τη βαρβαρότητα που έχει ήδη εγκατασταθεί στο Ασφαλιστικό, προσθέσουμε την ανάλγητη περικοπή των επιδομάτων και τη θηριώδη φοροεπιδρομή πάνω στα φτωχότερα των νοικοκυριών, είναι εύκολο να συμπεράνουμε ότι το «κλαρί» πάνω στο οποίο ο Αλ. Τσίπρας στηρίχθηκε για να ανέβει στην εξουσία το 2015 θα έχει αμετάκλητα «πριονιστεί». Και το κενό που ήδη έχει αρχίσει να δημιουργείται (βλ. πχ στις δημοσκοπήσεις) θα πρέπει να καλυφθεί με γρήγορη αλλαγή κοινωνικής αναφοράς. Μόνο που αυτό, ενώ είναι εύκολο για άτομα και κύκλους στελεχών, είναι εξαιρετικά δύσκολο για κόμματα και πολιτικά ρεύματα (η ιστορία του ΠΑΣΟΚ είναι διδακτική και σε αυτό το σημείο).
β) Το βύθισμα της κυβέρνησης στις ενδοαστικές και στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Οι πιο θρασείς από την παρέα του Μαξίμου, παρουσιάζουν ήδη το «μοντέλο» να ρεφάρουν τις απώλειες στα εργατικά και λαϊκά στρώματα μέσα από μια πρωτοφανή σε κυνισμό βελτίωση των σχέσεων με τμήματα της κυρίαρχης τάξης. Άλλοι γίνονται οι «υπουργάρες» του Μελισσανίδη και άλλοι στρώνουν το δρόμο στον Ιβάν Σαββίδη. Μόνο που δεν πρέπει να ξεχνούν ότι αυτό το «μαχαίρι» είναι δίκοπο: γιατί εκτός από τον Μελισσανίδη, υπάρχει και ο Μαρινάκης (ποιος θυμάται άραγε κάτι πλούσια γεύματα σε ψαροταβέρνες του Πειραιά…) και εκτός από τον Σαββίδη υπάρχει και ο Βαρδινογιάννης. Στα 1989, ένας ισχυρότερος του Τσίπρα πολιτικός ηγέτης κατέρρευσε μέσα από μια υπόθεση που ονομάστηκε τότε «σκάνδαλο Κοσκωτά»…Αν κάποιος διαβάσει τη λίστα των ιδιωτικοποιήσεων που ανέλαβε να προωθήσει το ΤΑΙΠΕΔ, θα κατανοήσει ότι ο Στ. Πιτσιόρλας στήνει ένα ξέφρενο πάρτι διαρκείας. Μόνο που το πάρτι θα εμπεριέχει και ένα διαρκή, ανελέητο πόλεμο για κυριαρχία, μεταξύ ανθρώπων και ομάδων που δεν φημίζονται για το ότι τηρούν το fair play.
Με ακόμα πιο επικίνδυνο τρόπο, η ηγετική ομάδα Τσίπρα επιχειρεί να παίξει ένα ανάλογο παιχνίδι στο διεθνές πεδίο. Ο Τσίπρας επισκέπτεται το Πεκίνο και υπόσχεται τα πάντα στην κινεζική ηγεσία, ζητώντας να γίνει «κόσμος» στο νέο «δρόμο του Μεταξιού». Την ίδια ώρα οι Καμένος και Κοτζιάς επιχειρούν να κλείσουν συμφωνία με την κυβέρνηση Τραμπ για τη μεταφορά της νατοϊκής βάσης του Ιντσιρλίκ στη Σούδα, ενώ διεκδικούν από την υπερδύναμη νέους εξοπλισμούς με ευνοϊκούς όρους. Όσο αυτά τα «ακροβατικά» μοιάζουν να δουλεύουν, το κλίμα παραμένει εύκρατο και υγιεινό. Όταν όμως μπλοκάρουν, τότε συνήθως η προσγείωση είναι εξαιρετικά οδυνηρή. Και η ομιλία του Αμερικανού πρέσβη σχετικά με το ενδεχόμενο πώλησης της Εθνικής Ασφαλιστικής σε κινεζικό όμιλο, ηχεί ως προειδοποίηση, δείχνει ότι η στιγμή που «ο κόμπος φτάνει στο χτένι» δεν είναι εύκολο να αναστέλλεται επ’ άπειρον.
γ) Οι διαρκείς αξιολογήσεις, με απόλυτο κριτήριο τα πλεονάσματα, που εγκαθιστά η νέα συμφωνία. Η κυβέρνηση μόλις βγαίνει από την «περιπέτεια» της 2ης αξιολόγησης του 3ου μνημονίου, έχοντας μάλιστα ακόμα «κρατούμενα» και εκκρεμότητες. Η περιπέτεια αυτή ήταν κατά πολύ μακρύτερη (ο Τσακαλώτος εκτιμούσε ότι θα είχε ολοκληρωθεί πέρσι το Δεκέμβρη) και αρκετά οδυνηρότερη από τον αρχικό κυβερνητικό σχεδιασμό.
Το μέλλον που εγκαθιστά η νέα συμφωνία είναι γεμάτο από διαδοχικές τέτοιες και χειρότερες περιπέτειες: η κυβέρνηση οφείλει να πάρει τη δόση για τα ομόλογα Ιούνη-Ιούλη, να παραμείνει ζωντανή μέσα στη διαπραγμάτευση μεταξύ ΔΝΤ και ΕΕ για το χρέος, να αποδεικνύει διαρκώς την ικανότητα να διασφαλίζει αιματηρά πλεονάσματα σε τακτικούς ελέγχους των δανειστών. Σε κάθε στροφή αυτής της προοπτικής είναι πιθανός ο εκτροχιασμός, είτε από «ατύχημα» είτε από απώλεια ελέγχου, είτε από επιδείνωση των διεθνών οικονομικών, είτε από μαζικό ξέσπασμα οργής, είτε…
Μετά το 4ο μνημόνιο δεν θα υπάρχουν «ήρεμα νερά» στις πολιτικές εξελίξεις. Μια κυβέρνηση πιο αδύναμη, στηριγμένη σε ένα κόμμα πιο αποσαθρωμένο, θα έχει να εφαρμόσει μια εξαιρετικά σκληρή πολιτική και μια «συμφωνία» με πολλούς-πολλούς απροσδιόριστους, «αλγεβρικούς» όρους.
Ο Τσίπρας και η παρέα του μπορεί να επιχειρήσουν να ξεφύγουν απ’ αυτά τα αδιέξοδα, παίρνοντας ένα δρόμο ολοκληρωτικής σοσιαλφιλελευθεροποίησης, ένα δρόμο τύπου Ρέντσι ή Μακρόν αλα ελληνικά. Αυτή η διαφυγή δεν θα «χωρά» προφανώς όλον τον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και τον σημερινό. Κυρίως όμως (όπως έχει διδάξει η ιταλική κεντροαριστερά) αυτή η διαφυγή δεν συνιστά οδό προς τη σταθερότητα και την πολιτική μακροημέρευση. Και κανείς δεν δικαιούται να ξεχνά τη λαϊκή σοφία, όταν αυτή προειδοποιεί για την προοπτική της λεμονόκουπας…
*Αναδημοσίευση από την "Εργατική Αριστερά" που κυκλοφορεί