Ψηφίστηκε από τους κυβερνητικούς βουλευτές ακόμη ένα μνημονιακό πακέτο το οποίο περιλαμβάνει νέα μέτρα ταξικής λιτότητας με επίκεντρο τις περαιτέρω μειώσεις των συντάξεων και του αφορολόγητου καθώς και την επιπλέον αποδόμηση των εργασιακών σχέσεων.
Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση προσπαθούν με κάθε τρόπο να συγκαλύψουν ή έστω να σχετικοποιήσουν την ταξική βαρβαρότητα της κυβερνητικής πολιτικής. Χρησιμοποιούν συχνά απροκάλυπτα ψέματα («ούτε ένα ευρώ λιτότητα»), ομιχλώδεις υποσχέσεις (αντίμετρα) και μπόλικο επικοινωνιακό περιτύλιγμα (από την κηδεία του Κάστρο μέχρι το σπίτι του Μπελογιάννη). Κυρίως όμως επανέρχονται στο «ιδρυτικό» επιχείρημα αυτής της κυβέρνησης ότι δεν συμφωνούν με την επιβαλλόμενη από την επιτροπεία πολιτική και πως μεθοδεύουν την λύση στην υπόθεση του χρέους. Ο Α. Τσίπρας δηλώνει πως δεν θα υλοποιήσει τους νόμους που έφερε και ψήφισε εάν δεν συνοδεύονται από την ελάφρυνση του χρέους. Πλην όμως καμιά τέτοια ρήτρα δεν υπάρχει στην συμφωνία ούτε και «λευκός καπνός» προκύπτει από τις σχετικές συζητήσεις μεταξύ ΟΝΕ/ΕΕ – ΔΝΤ. Ακόμη κι αν αυτό (μπορούσε να) συμβεί, μαζί με την επιστροφή στην «ανάπτυξη» και στις αγορές, δεν θα άλλαζε ούτε στο ελάχιστο τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής, που στην Ελλάδα εφαρμόζεται δια μνημονίων και αφορά στην υποτίμηση της εργασίας έναντι του μεγάλου κεφαλαίου – πρωτίστως του εγχώριου - καθώς μιλάμε για την ανάταξη της κερδοφορίας στον ελληνικό καπιταλισμό. Η πρόκληση για την Αριστερά αφορά στην ανατροπή του ταξικού συσχετισμού στην χώρα, τον οποίο τα μνημόνια έχουν διαμορφώσει λεόντια υπέρ του κεφαλαίου, συντρίβοντας μαζί με το βιωτικό επίπεδο εκατομμυρίων, τις κοινωνικές κατακτήσεις του κινήματος πολλών δεκαετιών.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση και ο ίδιος ο Α. Τσίπρας κάνουν ότι μπορούν ώστε να βρουν στηρίγματα στον αστικό κόσμο για να ενισχύσουν τις πιθανότητες επιβίωσής τους στο πολιτικό παιχνίδι. Έτσι, μαζί με το περίφημο «παράλληλο πρόγραμμα» και την φιλολαϊκή αφήγηση, οικοδομεί μια νέα «παράλληλη αφήγηση», εντελώς διαφορετική, που τεκμηριώνει την βαθιά συστημική υποταγή του, έτσι κι αλλιώς, αριστεροδέξιου κυβερνητικού μορφώματος. Στην πραγματικότητα ο Α. Τσίπρας θάθελε να κρυφτεί όμως η ανάγκη δεν τον αφήνει κι έτσι πλέον ανοιχτά μιλά με τα επιχειρήματα των μνημονιακών προκατόχων του για την επιστροφή στην ανάπτυξη ως συνέπεια /επιτυχία των μνημονίων («να πιάσουν τόπο οι θυσίες») και εκτίθεται χωρίς προσχήματα όταν «εκλιπαρεί» την στήριξη των πιο τυχοδιωκτικών και «ύποπτων» αστικών κέντρων που συχνάζουν, μεταξύ άλλων, στα ποδοσφαιρικά γήπεδα, με αποκορύφωμα τον «έρωτα» με τον Σαββίδη.
Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, επί διετία, από την «αριστερή» κυβέρνηση είναι να έχει χάσει πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνικής και εκλογικής της βάσης όσο κι αν προσπαθεί, όταν βρίσκει την ευκαιρία που να μην δημιουργεί όρους ρήξης με το πρόγραμμα και τις απαιτήσεις των δανειστών, να προβάλει επιλογές που υπαινίσσονται την κοινωνική της ευαισθησία και τον αριστερό της χαρακτήρα, όπως το εφάπαξ χαρτζιλίκι που μοίρασε τον περασμένο Δεκέμβρη ως δήθεν 13η σύνταξη.
Η Δεξιά
Απέναντι στον Α. Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ - που κυβερνά υλοποιώντας νεοφιλελεύθερα μνημόνια λιτότητας, συγκυβερνά με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ, ψήφισε για πρόεδρο τον Παυλόπουλο (της ιδιωτικοποίησης των πανεπιστημίων, μεταξύ άλλων…) και επικοινωνεί με τη «λαϊκή Δεξιά» (ο Αντώναρος πρόσφατα ζήτησε να αφεθεί η κυβέρνηση να ολοκληρώσει την τετραετία), προσπαθεί απεγνωσμένα να συνδεθεί με εγχώρια αστικά κέντρα, αλλάζει δημόσια την «αφήγηση» και τα επιχειρήματά του σαν τα πουκάμισα και πάνω απ’ όλα περνά τα μέτρα με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο από όλες τις προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις για την αστική τάξη και τους δανειστές, - βρίσκεται ο Κ. Μητσοτάκης και η ΝΔ. Με κεντρική επιλογή την διαχωριστική «Δεξιά – Αριστερά», ο Μητσοτάκης αντιπολιτεύεται απ’ τα δεξιά, διακινδυνεύοντας την απώθηση δυνητικού εκλογικού του ακροατήριου (δημόσιους υπάλληλους και τα πιο φτωχά κοινωνικά τμήματα) με τις θέσεις του αλλά και με την επιλογή του να μην ψηφίζει τα «αντίμετρα». Παράλληλα κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ για σχέσεις με την Βενεζουέλα και τον πιστώνει, εν πολλοίς, όχι για λάθος στρατηγική κατεύθυνση αλλά για «ερασιτεχνισμό» στην διαχείριση, ακριβώς επειδή δεν «πιστεύει» στην στρατηγική και στα μέτρα που παίρνει! Έτσι όμως αναγνωρίζει ταυτόχρονα στον ΣΥΡΙΖΑ τον ρόλο ή έστω την διεκδίκηση του αριστερού πυλώνα ενός ενδεχόμενου νέου συστημικού δικομματισμού.
Στο υπόβαθρο αυτής της αντιπαράθεσης βρίσκεται ένα σημείο «συμφωνίας», το ΤΙΝΑ (δεν υπάρχει εναλλακτική). Αναδεικνύεται το δήθεν «αντικειμενικό» πλαίσιο της οικονομίας: το κυνήγι της «ανάπτυξης» και της επιστροφής στον δανεισμό από τις αγορές. Συνέπεια αυτού είναι όλα τα υπόλοιπα: μνημόνια, λιτότητα, στήριξη του εγχώριου μεγάλου κεφαλαίου κ.ο.κ. Η επιμονή στο ευρώ είναι το «κερασάκι στην τούρτα» που υπογραμμίζει την «συμφωνία» συγκαλύπτοντας ταυτόχρονα την ουσία – την υποταγή στους «νόμους της αγοράς».
Η εικόνα της ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης όπως αυτή εξελίσσεται και εμφανίζεται στα μάτια της κοινωνίας είναι σύνθετη και εξόχως αντιφατική. Μιας κοινωνίας η οποία διαιρέθηκε βαθιά στην μνημονιακή περίοδο και ριζοσπαστικοποιήθηκε πολιτικά. Η «σύγχυση» που έχει επιφέρει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει αναιρέσει τους όρους της κοινωνικής/ταξικής - ιδεολογικοπολιτικής πόλωσης των προηγούμενων μνημονιακών χρόνων, με κορυφαία έκφραση το δημοψήφισμα. Όχι ακόμα τουλάχιστον. Διότι δεν έχουν συγκροτηθεί ευρείες συναινέσεις στην ασκούμενη νεοφιλελεύθερη πολιτική και στρατηγική. Το εντελώς αντίθετο. Δημοσκοπικά αλλά και εμπειρικά προκύπτει ως απολύτως πλειοψηφικό το κοινωνικό τμήμα που απορρίπτει την μνημονιακή πολιτική δηλώνοντας την οργή του. Το νομισματικό δίλλημα δεν αποτελεί πλέον παντοδύναμο φόβητρο με την απόρριψη του ευρώ να αγγίζει ακόμη και το μισό του δείγματος. Τέλος, φαίνεται πως η κυβέρνηση χάνει διαρκώς εκλογική επιρροή, ενώ , από την άλλη, η αντιπολίτευση έχει πιάσει από καιρό «ταβάνι».
Η μόνιμη καταγγελία της κυβέρνησης όσο κι αν είναι αυτονόητη και αναγκαία δεν αρκεί. Πολύ περισσότερο όταν αγνοεί πως η εξομοίωσή της, αν όχι ο χαρακτηρισμός της ως χειρότερη, από τη ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη δεν βρίσκει μαζική ανταπόκριση από το αριστερόστροφο κοινωνικό ακροατήριο. Η πτώση της απ’ τα’ αριστερά είναι ευκταία για πολλούς /ες όχι όμως και απ’ τα δεξιά!
Η σύνθετη και αντιφατική κατάσταση της ταξικής / ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης συμπυκνώνεται στο πολιτικό κενό που εμφανίζεται. Όσο η πολιτική κρίση και η αστάθεια διαιωνίζεται από τις συστημικές αντιφάσεις και τα αδιέξοδα τόσο το φαινόμενο θα υποδηλώνει την κοινωνική διαθεσιμότητα, την «ζήτηση» για εναλλακτικές, ριζοσπαστικές απαντήσεις.
Ριζοσπαστική Αριστερά
Η Αριστερά μπορεί να διεκδικήσει πρωταγωνιστικό ρόλο, υπό προϋποθέσεις. Η προοπτική ανατροπής της νεοφιλελεύθερης, μνημονιακής διακυβέρνησης απ’ τα κάτω και απ’ τ’ αριστερά είναι μαχητή μέσα στην περίοδο. Πρέπει όμως να οικοδομηθεί συγκεκριμένα καθώς απαιτείται άνοδος του μαζικού κινήματος αλλά και συγκέντρωση δύναμης της Αριστεράς.
Χρειάζεται να οικοδομηθεί ο πόλος της Αριστεράς «έξω από το κάδρο». «Έξω από το κάδρο» ως προς το πολιτικό σύστημα - κατά προτεραιότητα ενάντια στην σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ που έχει αναλάβει την εκπροσώπηση των αστικών συμφερόντων και ίδια ώρα ενάντια στη ΝΔ που φιλοδοξεί να διαδεχτεί στην ίδια κατεύθυνση την κυβέρνηση - αναδεικνύοντας ότι δεν νοείται «ριζοσπαστική αριστερά» που συνεννοείται ή/και πολύ περισσότερο υποτάσσεται στους δανειστές και στο εγχώριο μεγάλο κεφάλαιο. «Έξω από το κάδρο» ως προς τον οικονομικό «ρεαλισμό», τις επιλογές της λιτότητας ως στρατηγική εξόδου από την κρίση, την προτεραιότητα της «επιστροφής στην ανάπτυξη» ως προϋπόθεση αναδιανεμητικής και φιλολαϊκής πολιτικής, τους «μονόδρομους» της αγοράς. «Έξω από το κάδρο» ως προς τους καταναγκασμούς των ιμπεριαλιστικών κέντρων και πρώτα’ απ’ όλα της ΟΝΕ/ΕΕ και του ΝΑΤΟ. «Έξω από το κάδρο» ως προς την αντιμετώπιση της κοινωνίας ως εκλογικό ακροατήριο με όρους ανάθεσης.
Η εναλλακτική αριστερή, ριζοσπαστική πρόταση καθορίζεται από τον στρατηγικό στόχο και την προτεραιότητα των κοινωνικών τμημάτων στα οποία απευθύνεται. Αυτό σημαίνει πολιτικούς στόχους και συνθήματα που ανταποκρίνονται άμεσα στις ανάγκες και τα αιτήματα του κόσμου της εργασίας και των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων με ταυτόχρονα ρητή αναφορά στην αντικαπιταλιστική / σοσιαλιστική προοπτική, αντί της προβολής ενός σχεδίου για την «εθνική οικονομία» γενικά. Εδώ η ρήξη με την ΟΝΕ/ΕΕ αποτελεί συνέπεια μιας ταξικής αντιμετώπισης (αριστερή έξοδος – LEXIT) παρά ένα σχέδιο διαταξικής ειρήνης και «εθνικής προοπτικής» με εθνικό νόμισμα (δεξιός ευρωσκεπτικισμός). Την ίδια ώρα όμως, είναι απαραίτητο να διεκδικεί το πολιτικό κενό στον παρόντα χρόνο που σημαίνει επιλογές συγκέντρωσης της δύναμης, ενιαίου μετώπου και συσπείρωσης του κόσμου της αριστεράς. Σήμερα αυτό σημαίνει επιμονή στην κατεύθυνση μετώπου της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Χωρίς αυτή την επιλογή η ριζοσπαστική έως και αντικαπιταλιστική προπαγάνδα μετατρέπεται σε πρόσχημα για ένα σεχταρισμό που τελικά απορρίπτει την ιστορική πρόκληση και …αποσύρεται.
Η αδυναμία που εμφανίζει σήμερα η Αριστερά, στις περισσότερες εκδοχές της, υιοθετώντας στην πραγματικότητα είτε την μία είτε την άλλη προϋπόθεση, όχι όμως και τον συνδυασμό τους (αντικαπιταλιστική γραμμή – μετωπική προσέγγιση) πολυδιασπά και απογοητεύει τον κόσμο της. Η περίοδος παραμένει αντικειμενικά «ανοιχτή» και πρέπει να επιμείνουμε στις προβολή των δυνατοτήτων που κρύβονται για το κίνημα και την Αριστερά μέσα στις αντιφάσεις της.
*Το άρθρο, σε μια πιο συνοπτική εκδοχή, δημοσιεύτηκε στην Εργατική Αριστερά που κυκλοφορεί (φ. 384 – 24/5/17)