Τόσο η κυβερνητική εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και το μεγαλύτερο φάσμα των πολιτικών δυνάμεων, από τα δεξιά μέχρι τα αριστερά, προβάλλουν την «ανάπτυξη» της ελληνικής οικονομίας ως την διέξοδο, που εφόσον πραγματωθεί, θα συμβάλει στην αντιμετώπιση της ανεργίας, στην αύξηση του ΑΕΠ, στην βελτίωση της οικονομικής θέσης της χώρας και του πληθυσμού της.
Τα προσκλητήρια «ανάπτυξης» διατρέχουν όλους σχεδόν τους πολιτικούς σχηματισμούς. Πρόκειται για μια επίκληση και έναν στόχο που διαπερνά ολόκληρο το πολιτικό τόξο της χώρας, απέναντι στο οποίο υποκλίνονται όχι μόνον αστικά στρώματα και επιχειρηματικά κέντρα αλλά και τμήματα των ίδιων των λαϊκών τάξεων. Προφανώς καθώς γίνεται λόγος για την «ανάπτυξη», αυτή νοείται αποκλειστικά στο πεδίο της λειτουργίας των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής που κυριαρχούν στην ελληνική οικονομία. Εκείνο που διαφοροποιείται είναι ο τρόπος με τον οποίο επιδιώκεται αυτή η «ανάπτυξη», και αποτελεί το σημείο έριδας των πολιτικών κομμάτων, στο πλαίσιο βέβαια πάντα του ίδιου «αναπτυξιακού» στόχου.
«Ανάπτυξη» μέσα από μια τεράστια ειδική οικονομική ζώνη ;
Αυτή η «ανάπτυξη» επιδιώκεται προφανώς επειδή στη διάρκεια της τελευταίας σχεδόν δεκαετίας (2008 – 2017) έχει επισυμβεί η συστηματική μείωση του ΑΕΠ κατά το ένα τέταρτο, η ανεργία έχει κατ’ ελάχιστον τριπλασιαστεί, ένα σημαντικό μέρος βιομηχανικών και άλλων επιχειρήσεων έχουν σταματήσει τη λειτουργία τους. Έτσι πρωτεύουσα σημασία έχει να αναδειχθεί η αιτιολογία αυτής της «από-ανάπτυξης», της «από-βιομηχάνισης» προκειμένου να διερευνηθούν και οι όροι της οικονομικής ανάκαμψης και «ανόρθωσης» της χώρας. Προβάλλονται κατ’ αυτό τον τρόπο διάφορες ερμηνείες οι οποίες και καταλήγουν και σε διαφορετικές συνταγές θεραπείας του προβλήματος.
Η μία άποψη, η καθαρά και διακηρυγμένα αστική, επιδιώκει να συσκοτίσει τα αίτια της παραγωγικής καταστροφής ενός μέρους της ελληνικής οικονομίας, αποδίδοντάς την, κατά έναν τρόπο ουδέτερο και ουδόλως επιστημονικό, σε μια νεφελώδη αναφορά στην «κρίση» γενικώς, που έχει προέλθει από το διεθνές οικονομικό υπερπέραν. Παράλληλα επιστρατεύει τη λογική της επίδρασης των «διαρθρωτικών» αδυναμιών του συστήματος παραγωγής, την χαμηλή παραγωγικότητα της οικονομίας, την ως εκ τούτου μειωμένη ανταγωνιστικότητά της, τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της οικονομίας από το κράτος, την «υπέρμετρη» φορολόγηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας κλπ. Προφανώς μπροστά στον κλονισμό του ελληνικού καπιταλισμού από το 2008 και μετά, και την έκρηξη σημαντικών ζημιογόνων αποτελεσμάτων της πλειονότητας των ιδιωτικών επιχειρήσεων, η ελληνική αστική τάξη, σε οργανική συμμαχία με τους θεσμούς της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, υιοθέτησε ως πολιτικό πρόγραμμα την εφαρμογή των μνημονίων για την αποψίλωση της εργατικής τάξης από το εισόδημα και τα δικαιώματά της, προκειμένου να αντιστραφεί η πορεία του επιχειρηματικού τομέα και να εισέλθει (από το 2015 πλέον) σε μια κερδοφόρα πλειοψηφικά πορεία.
Εκείνο έτσι που επιζητεί η συντηρητική παράταξη είναι η μονιμοποίηση της μνημονιακής πολιτικής, προκειμένου να επιτευχθεί η ολοσχερής έξοδος του ελληνικού καπιταλισμού από την κρίση, η απαλλαγή της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τη φορολογία, η καθολική ιδιωτικοποίηση κάθε μορφής δημόσιας επιχειρηματικής δραστηριότητας, η μετατροπή ολόκληρης της χώρας σε μια «ειδική οικονομική ζώνη», κατά τα σημερινά βαλκανικά πρότυπα. Σ’ αυτή την κατεύθυνση κινείται για την «προσέλκυση» διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων, τα οποία εφόσον αναλάβουν ορισμένες επενδυτικές πρωτοβουλίες, σε ένα κατεστραμμένο εργασιακό πεδίο, θα λειτουργήσουν «αναπτυξιακά», επιφέροντας το πολυπόθητο ξεκόλλημα της οικονομίας από την ύφεση και τη στασιμότητα. Και αν ακόμη ευοδωθεί αυτός ο πολιτικός σχεδιασμός της ΝΔ και των συγγενών προς αυτήν δυνάμεων, θα πρόκειται για μια «ανάπτυξη» ισχυροποίησης του ελληνικού καπιταλισμού, πράγμα που προϋποθέτει την επιδείνωση απασχόλησης της εργατικής τάξης.
Τα ασύμβατα συμφέροντα εργασίας και αστικής «ανάπτυξης»
Από την άλλη πλευρά, μια άλλη οπτική που είναι αυτή της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, διακηρύσσει ως διέξοδο την «ανάπτυξη» η οποία όμως θα συνοδεύεται από μέτρα κοινωνικής δικαιοσύνης. Αυτή η αντίληψη αποδίδει τη συρρίκνωση της παραγωγικής δραστηριότητας στις μνημονιακές πολιτικές της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, ενώ η ίδια θεωρεί πως βγάζει την χώρα από τον φαύλο μνημονιακό κύκλο, υιοθετώντας ωστόσο νέες μνημονιακές ρυθμίσεις, και μάλιστα με ρυθμό ταχύτερο από ό,τι οι προκάτοχοί της. Και σ’ αυτή την περίπτωση ο «από μηχανής θεός» που επικαλείται είναι η ικεσία για την εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων στη χώρα, που θα δώσουν την σχετική «αναπτυξιακή» ώθηση, βάζοντας τέρμα στη στασιμότητα. Με τα πολιτικά δεδομένα που κινείται η κυβερνητική διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να επιτευχθεί οικονομική ανάπτυξη και πολύ περισσότερο αυτή δεν μπορεί να συνοδεύεται από μια πολιτική που εξυπηρετεί τους «πολλούς και όχι τους λίγους». Κι’ αυτό για τους ακόλουθους λόγους :
Το επιχειρηματικό κεφάλαιο που έχει κατορθώσει να επιτύχει την ανάκαμψη της κερδοφορίας του απαιτεί κατά τρόπο άτεγκτο την συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής που επιβάλλει την υποτίμηση της εργατικής δύναμης. Άρα, με ποιόν τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ θα διασφαλίσει την κοινωνική δικαιοσύνη (και γιατί μέχρι σήμερα στα διόμιση χρόνια της διαχείρισής του δεν το έκανε αποκαθιστώντας τους μισθούς και τις συντάξεις κλπ.;), όταν ψηφίζει δύο συνεχόμενα μνημόνια που αναπαράγουν τους όρους εξαθλίωσης των εργαζομένων τάξεων ;
Τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια δεν παίρνουν τον δρόμο προς την ελληνική οικονομία επειδή έχει επέλθει και συνεχίζεται η ριζική μείωση της καταναλωτικής ζήτησης, με αποτέλεσμα να στερούνται δυνατοτήτων κερδοφόρου λειτουργίας στην ελληνική αγορά λόγω χαμηλής ζήτησης. Άλλωστε αυτά τα κεφάλαια έχουν επίγνωση ότι το τοπίο στην ελληνική κοινωνία κάθε άλλο παρά χαρακτηρίζεται από σταθερότητα, εφόσον οι ταξικές αντιθέσεις είναι εξαιρετικά οξυμένες, και εγκυμονούν ανά πάσα στιγμή δυνητικές εκρήξεις. Τέλος, οι μόνες «επενδύσεις» για τις οποίες γίνεται λόγος δεν αφορούν παρά την εξαγορά ελληνικών δημόσιων επιχειρήσεων (ΟΛΘ, ΔΕΣΦΑ, ΟΣΕ κλπ.), και μ’ αυτή την έννοια αντιπροσωπεύουν μεταβιβάσεις του μετοχικού κεφαλαίου σε ιδιώτες και όχι καινούριες παραγωγικές επενδύσεις. [ Σχετική ομιλία του Α. Τσίπρα στο Συνέδριο του Economist ] . Άλλωστε αν αυτές οι υποτιθέμενες άμεσες ξένες επενδύσεις αφορούν αποκλειστικά στη λειτουργία καθαρά εξαγωγικών επιχειρήσεων, τότε γιατί να μην γίνονται, όπως και άλλωστε συμβαίνει, στις ίδιες τις χώρες προορισμού αυτών των εξαγωγών, που είναι και πιο αποδοτικές λύσεις ; Και επιπρόσθετα, πώς είναι δυνατό να κινηθεί η πλεονάζουσα παραγωγική ισχύς όταν πραγματοποιείται συστηματικά η ετήσια αφαίρεση ενός μέρους του ΑΕΠ (περί το 15%) για την αποπληρωμή των δόσεων των τοκοχρεολυσίων του δημόσιου χρέους, αποστερώντας την οικονομία από πόρους ;
Το εθνικό νόμισμα κινητήρας της οικονομικής απογείωσης ;
Μια τρίτη τέλος αντίληψη, που χαρακτηρίζει ορισμένες δυνάμεις της ίδιας της ελληνικής Αριστεράς, θεωρεί ότι η σημερινή κοινωνική καταστροφή προέρχεται πρωτίστως και κυρίαρχα από το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία βασίζονταν σε «πήλινα πόδια», δεν ήταν ένας «πραγματικός» καπιταλισμός, έτσι ώστε με την επενέργεια των συνεπειών της ένταξής της στην ΟΝΕ στο μεταίχμιο του 2000, οδηγήθηκε στην μετέπειτα παραγωγική της συρρίκνωση [ Για τον χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού ως «ψωροκώσταινας» ομιλία του Κ. Λαπαβίτσα στο Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης ]. Ως εκ τούτου, με βάση αυτή την οπτική, εκείνο που απαιτείται αφετηριακά είναι η απαλλαγή από τον κορσέ του ευρώ, και η δρομολόγηση μιας «αναπτυξιακής άνοιξης», εντός προφανώς των πλαισίων των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, ως αποτέλεσμα της οποίας θα υπάρξει η αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης προς όφελος των εργαζομένων. Πρόκειται για την κλασική αντίληψη του οικονομισμού, ισχυρή στους κόλπους του κομμουνιστικού κινήματος ήδη από την εποχή του μεσοπολέμου, με βάση την οποία η Αριστερά όφειλε πρωτίστως να προάγει την «ανάπτυξη» των παραγωγικών δυνάμεων, ευελπιστώντας ότι αυτή σε μια μεθύστερη μελλοντική φάση (που χάνεται στο βάθος του ιστορικού ορίζοντα), θα διαμορφωθούν όροι για μια σοσιαλιστική προοπτική.
Από αυτή την άποψη πρωτεύουσα θέση κατέχει η «παραγωγική ανασυγκρότηση» της ελληνικής οικονομίας, μια και η δομή της θεωρείται «στρεβλή και εξαρτημένη», με κυρίαρχο τον ρόλο ενός είδους κρατικού καπιταλισμού. Παράλληλα προάγεται η επιδίωξη της στήριξης και ενίσχυσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (που αντιπροσωπεύουν μια ευρεία βάση του ελληνικού καπιταλισμού), ακόμη και η συμμαχία με τμήματα της αστικής τάξης, τα οποία υποτίθεται ότι «δυσανασχετούν» με την «ξενική κατοχή» και ότι κάτω από ορισμένους όρους θα μπορούσαν να συνταχθούν με ένα κοινό σχέδιο εθνικού νομίσματος και αυτοδύναμης αστικής «ανάπτυξης» [ Για την αναγκαιότητα συμμαχίας με τμήματα της αστικής τάξης ομιλία του Κ. Λαπαβίτσα στον Αλέξανδρο της Θεσσαλονίκης ]. Άλλωστε τέτοιου είδους κατευθύνσεις οικονομικής πολιτικής, ακολουθούνται και από τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος και είναι επικεντρωμένος στην «παραγωγική ανασυγκρότηση» (εκτός και αν υπάρχει προοδευτική και αντιλαϊκή εκδοχή της «παραγωγικής ανασυγκρότησης», πράγμα εντελώς οξύμωρο ) , και στην ευρύτατη χρηματοδοτική στήριξη του μικρομεσαίου ελληνικού καπιταλισμού. Προφανώς μια τέτοια πολιτική πριμοδότησης της «ανάπτυξης» των παραγωγικών δυνάμεων παραπέμπει ουσιαστικά τον οποιοδήποτε μετασχηματισμό των σχέσεων παραγωγής στις ελληνικές καλένδες. Για να μιλάμε καθαρά και χωρίς περιστροφές, πρόκειται για την κοινή αφετηρία του ιστορικού ΣΥΝ, όπου η μία εκδοχή επιδιώκει την καπιταλιστική «ανάπτυξη» στα πλαίσια της ευρωζώνης, και η άλλη εκδοχή επιζητεί τον ίδιο στόχο, εντός του πεδίου λειτουργίας ενός «εθνικού» νομίσματος.
Βέβαια συνήθως αντιτείνεται το επιχείρημα ότι και η ίδια η σοβιετική επαναστατική εξουσία στην πρώτη της πενταετία, και ανεξάρτητα από τον μετέπειτα εκφυλισμό της, έθετε στο επίκεντρό της την οικονομική ανόρθωση της χώρας, την ανάπτυξη της οικονομίας («εξηλεκτρισμός»). Ωστόσο αυτός ο στόχος συνοδεύονταν από μέτρα πρωτογενούς σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, όπως η κοινωνική αναδιανομή του παραγόμενου προϊόντος, οι εργατικές εξουσίες στα εργοστάσια κλπ. («σοβιέτ»). Μ’ άλλες λέξεις στη σοσιαλιστική οπτική δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων παρά μόνον στη βάση του αντικαπιταλιστικού μετασχηματισμού των σχέσεων παραγωγής. Η εξαφάνιση και κατάργηση των «σοβιέτ» στη συνέχεια, η επιβολή του αστικού ιεραρχικού καταμερισμού της γνώσης και της εξουσίας, άφησε μόνον τον στόχο του «εξηλεκτρισμού», οδηγώντας στον στείρο οικονομισμό με όλες τις αντιλαϊκές συνέπειες που αυτό συνεπάγονταν [ Για τον χαρακτήρα του μετέπειτα σοβιετικού καθεστώτος ως μορφής κρατικού καπιταλισμού S.A. Resnick και R.D.Wolff «Καπιταλισμός και κομμουνισμός στην ΕΣΣΔ» ].
Από τον οικονομισμό στην αντικαπιταλιστική πολιτική
Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις τα σκήπτρα κατέχει η λογική της «ανάπτυξης» των παραγωγικών δυνάμεων, μέσα στο υπάρχον πλαίσιο των αστικών σχέσεων παραγωγής, στη βάση της προσέλκυσης διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων, και στο έδαφος των συνεπειών των μνημονιακών πολιτικών αποψίλωσης των αμοιβών και των δικαιωμάτων του κόσμου της μισθωτής εργασίας. Άλλωστε ως «επενδύσεις» κατά την καθαρή κυβερνητική επιχειρηματολογία δεν θεωρούνται παρά οι εξαγορές, δημόσιων ή μη, επιχειρήσεων που έχουν να κάνουν με την ενέργεια (ΔΕΗ και λοιποί οργανισμοί), τις μεταφορές και το διαμετακομιστικό εμπόριο (ΟΣΕ, λιμενικές πύλες), τον τουρισμό και την «ανάπτυξη» ερευνητικών κέντρων με το εξειδικευμένο ανθρώπινο κεφάλαιο, με τον τερματισμό του brain drain (εδώ βέβαια γελά κάθε πικραμένος, εφόσον κάθε ελληνική οικογένεια έχει τουλάχιστον ένα γόνο της ως μετανάστη στις ευρωπαϊκές καπιταλιστικές χώρες). Με την συνέχιση έτσι της εισοδηματικής λιτότητας και της αφαίμαξης κοινωνικών πόρων για την μακροχρόνια εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, δεν πρόκειται να προκύψει κανενός είδους αξιόλογη οικονομική «ανάπτυξη», αλλά και αν έρθει στην επιφάνεια θα είναι μια «ανάπτυξη» με όρους οικονομικής και κοινωνικής εξαθλίωσης της εργατικής τάξης, όπου η μόνη παράμετρος που θα «αναπτύσσεται» θα είναι η καπιταλιστική κερδοφορία σε ένα απέραντο πεδίο «ειδικής οικονομικής ζώνης».
Στις σημερινές συνθήκες όπου είναι περισσότερο από εμφανής η αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να δώσουν παραγωγική ώθηση στην οικονομία, όπου ο καπιταλισμός εξ αιτίας της μακροχρόνιας κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου δυσκολεύεται τα μέγιστα να ξεκολλήσει από τη στασιμότητα, η «ανάπτυξη» των παραγωγικών δυνάμεων με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης δεν είναι εφικτή χωρίς την αφετηριακή απαρχή μετασχηματισμού των ίδιων των αστικών παραγωγικών σχέσεων. Αυτό σημαίνει πάνω από όλα, και πέρα από όλα, την πολιτική κατάκτηση της ριζικής αναδιανομής εισοδήματος σε βάρος του κερδοφόρου επιχειρηματικού κεφαλαίου και προς όφελος των λαϊκών τάξεων και των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών.
Όπως η αστική τάξη ανέδειξε ως πολιτική της γραμμή την αδιάλειπτη εφαρμογή των μνημονίων για να αποκαταστήσει την κερδοφορία της, έτσι και οι δυνάμεις της εργασίας και της Αριστεράς δεν μπορούν παρά να έχουν ως άμεση πολιτική γραμμή μορφές κοινωνικοποίησης της επιχειρηματικής κερδοφορίας, με την παράλληλη προφανώς επιβολή θεσμών ενεργού εργατικού ελέγχου, επαναλειτουργίας παραγωγικών μονάδων που έχει απαξιώσει η κρίση κλπ. Αυτό θα δώσει αναγκαστικά ώθηση στην άνοδο και ενεργοποίηση της βιομηχανικής και ευρύτερης παραγωγής για να υπάρξει ανταπόκριση στην αυξημένη ζήτηση. Άρα μόνον η έναρξη πολιτικού μετασχηματισμού των αστικών παραγωγικών σχέσεων μπορεί να ανοίξει τους ορίζοντες για μια αλματώδη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων με τον εργαζόμενο κόσμο να μπορεί να ιδιοποιείται τα αποτελέσματα αυτής της «ανάπτυξης». Η «ανάπτυξη» είναι αποτέλεσμα της κοινωνικής δικαιοσύνης και όχι προϋπόθεσή της.