Πατριωτικό μέτωπο απέναντι στην «ξενική» επικυριαρχία;
Στους πολιτικούς προβληματισμούς και στις κατευθύνσεις σχηματισμών της ελληνικής Αριστεράς προβάλλεται ως κυρίαρχο δίπολο αντιπαράθεσης η αντίθεση ανάμεσα στην Ελλάδα, τον ελληνικό λαό, την χώρα από τη μια πλευρά, και από την άλλη η «ξενική» επιβολή και κυριαρχία της Ευρωζώνης, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με προεξάρχοντα τον ρόλο του γερμανικού καπιταλισμού. Στο πρόσφατο πολιτικό φεστιβάλ της Λαϊκής Ενότητας «Unity» που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις αρχές Ιουλίου 2017, αυτή ήταν η κατηγορηματική τοποθέτηση της Ζ. Κωνσταντοπούλου στην σχετική της εισήγηση, η οποία και εκφράζει πραγματικά έναν ορισμένο κόσμο του αριστερού κινήματος. Μ’ αυτή τη λογική η κύρια αντίθεση που εκδηλώνεται δεν έχει να κάνει με οποιαδήποτε ταξικά χαρακτηριστικά και περιεχόμενο, αλλά με την εθνική αντιπαράθεση ενός πατριωτικού μετώπου απέναντι στην επιβολή των δανειστών, των θεσμικών οργάνων της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης.
Η άποψη αυτή συμπληρώνεται από την αντίληψη της «εξάρτησης» της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, και γι’ αυτό ακριβώς απαιτείται ένα γενικό διαταξικό μέτωπο «απελευθέρωσης» από αυτό τον «ζυγό» των ξένων επικυρίαρχων, όπως την διατύπωσε ο Α. Αλαβάνος στην σχετική του αναφορά σ’ αυτό το πολιτικό φεστιβάλ. Συνακόλουθα ο «πατριωτισμός» γίνεται κυρίαρχο στοιχείο μιας τέτοιας πολιτικής γραμμής, σε διαφοροποίηση με τον «κοσμοπολιτισμό» που χαρακτηρίζει δυνάμεις όπως ο παλιός ΣΥΝ και ο σημερινός κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό ακριβώς και χρειάζεται η συμμαχία με τις δυνάμεις της μικρομεσαίας εργοδοσίας, ακόμη και με «εθνικές» δυνάμεις της ελληνικής αστικής τάξης για να πραγματωθεί αυτή η «παλιγγενεσία».
Άρα οι σύγχρονες ανάγκες του κινήματος απέναντι στις μνημονιακές πολιτικές που ασκούνται αδιαλείπτως την τελευταία επταετία, απαιτούν ένα μέτωπο του τύπου του ΕΑΜ του πρώτου μισού της δεκαετίας του 1940, το οποίο να έχει στο επίκεντρό του την «εθνική απελευθέρωση» από την μπότα των ευρωπαίων «κατακτητών», που να συσπειρώνει το σύνολο των αριστερών πολιτικών δυνάμεων, και στο κοινωνικό επίπεδο να συμπεριλαμβάνει οριζόντια όλες σχεδόν τις κοινωνικές τάξεις, με την εξαίρεση ίσως της μεγάλης οικονομικής ολιγαρχίας (αντιμονοπωλιακή πολιτική). Σ’ αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε η τοποθέτηση του Π. Λαφαζάνη στην εκδήλωση του φεστιβάλ «Unity», μια τοποθέτηση που επιβεβαιώνει την κεντρική θέση για την αντίθεση μεταξύ «ελλήνων» και «ξένων».
Είναι ηλίου φαεινότερο ότι μ’ αυτές τις εισηγήσεις που ρίχνουν το κύριο βάρος της αντιπαλότητας στο εθνικό – ευρωπαϊκό πεδίο, ο ελληνικός καπιταλισμός, αλλά και η ιερή συμμαχία των αστικών τάξεων της Ευρώπης, τίθενται κυριολεκτικά στο απυρόβλητο. Στη διάρκεια μιας πολύωρης πολιτικής εκδήλωσης δεν έγινε ούτε μια φορά αναφορά στον «ελληνικό καπιταλισμό», τις αντιθέσεις του, την κοινωνική του κυριαρχία στον κόσμο της μισθωτής εργασίας, η κερδοφορία και η εκμεταλλευτική του δραστηριότητα, θαρρείς και η ελληνική πραγματικότητα δεν διατρέχεται από την αντιπαλότητα εργατικής και αστικής τάξης με κύριο επίδικο την πολιτική των μνημονίων, ως κεντρική πολιτική γραμμή της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας και των πολιτικών κομμάτων που την υπηρετούν. Εντός της ελληνικής πραγματικότητας η μοναδική αντίθεση που προβάλλεται είναι η «προδοτική» και «ενδοτική» στάση των αστικών πολιτικών κομμάτων και εν προκειμένω του ΣΥΡΙΖΑ. Η ελληνική κοινωνία εμφανίζεται ως ένα ενιαίο διαταξικό σύνολο που βρίσκεται σε αντιπαλότητα με τους «ξένους», την ευρωπαϊκή αντίδραση, έτσι ώστε η «απελευθέρωση» της χώρας από τα δεσμά της «εξάρτησης» θα επέφερε την λύτρωσή της και έτσι όλες οι κοινωνικές τάξεις, πιασμένες χέρι – χέρι, θα βαδίσουν στον δρόμο της «προόδου» και της «ανάπτυξης».
Η πρωταρχική αντίθεση προς την καπιταλιστική εξουσία
Ωστόσο τα πράγματα σε καμία περίπτωση δεν είναι όπως διατείνεται η εθνικό-πατριωτική, διαταξική αντίληψη της πρωταρχικής και μονοδιάστατης αντιπαλότητας στα θεσμικά όργανα της καπιταλιστικής ευρωπαϊκής διεθνοποίησης, θέτοντας το ελληνικό σύστημα της αστικής κυριαρχίας στο απυρόβλητο. Τόσο για τον δημόσιο δανεισμό, την επιβολή της συνεχούς πληρωμής τοκοχρεολυσίων, της υπέρμετρης λαϊκής φορολόγησης, των δρακόντειων δημοσιονομικών περιορισμών, όσο και για την αλματώδη αύξηση της ανεργίας και την ριζική αφαίμαξη του λαϊκού εισοδήματος, πρωταρχικός υπεύθυνος είναι ο ελληνικός καπιταλισμός, η κρίση του και οι διαδικασίες ανάκαμψης της κερδοφορίας του. Η επιβολή της επιτροπείας και των μνημονίων δεν προέκυψε εκ του μη όντος, επειδή τα ευρωπαϊκά κέντρα έτρεφαν αισθήματα «εκδικητικότητας» απέναντι στην ελληνική κοινωνία. Απεναντίας προέκυψε γιατί η ελληνική αστική τάξη και τα πολιτικά κόμματα που υπηρετούν τα συμφέροντά της δημιούργησαν με την φόρο - ασυλία τους και τα πολυποίκιλα «κίνητρα» που τους παρέχονταν, ένα δημοσιονομικό έλλειμμα που οι ίδιοι, προκειμένου να το καλύψουν, στράφηκαν στον ευρωπαϊκό δανεισμό. Και επιπλέον επιχείρησαν με τα μνημόνια που ψήφισαν να μεταφέρουν το βάρος της αποπληρωμής των δικών τους δανείων στους ώμους του εργαζόμενου λαού.
Και από την άλλη πλευρά, δεν ήταν εξίσου παρά η κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, η κατακόρυφη μείωση της αποδοτικότητάς του, που δημιούργησε τα κύματα των εκατοντάδων χιλιάδων απολύσεων με την εκκαθάριση πολυπληθών ζημιογόνων επιχειρήσεων. Και δεν ήταν παρά η αστική τάξη της χώρας που επέβαλε, από κοινού με την ιερή ευρωπαϊκή συμμαχία, τις μνημονιακές ρυθμίσεις για την ταπείνωση των εργατικών μισθών και συντάξεων, την πλήρη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων κλπ., με στόχο την ανάκαμψη της επιχειρηματικής κερδοφορίας, πράγμα που εδώ και μια διετία έχει ήδη συντελεστεί. Τα μνημόνια δεν είναι η έκφραση της «ξενικής» κατοχής στην ελληνική πατρίδα, αλλά η πολιτική γραμμή της ελληνικής αστικής τάξης, σε πλήρη σύμπλευση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης.
Συνεπώς η πρωταρχική αντίθεση που διατρέχει τη σημερινή ελληνική κοινωνία είναι η βαθύτατη και πρωταρχική αντιπαλότητα ανάμεσα στις δυνάμεις της μισθωτής εργασίας και τα κέντρα της αστικής πολιτικής και κυριαρχίας. Δευτερογενής και εκ του αποτελέσματος είναι η αντιπαλότητα προς τις αντιλαϊκές ρυθμίσεις των μνημονίων που επιβάλλουν οι δυνάμεις του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Μόνον μ’ αυτή την ταξική έννοια μπορεί να αποκτήσει ουσιαστικό περιεχόμενο και αποτελεσματικότητα η αντιπαράθεση με την διεθνική ευρωπαϊκή επικυριαρχία. Διαφορετικά, αν ως πρωτογενής αντιπαλότητα αναδεικνύεται η αντίθεση προς τις πρακτικές των ευρωπαϊκών θεσμών, με όρους διαταξικής συμπαράταξης και πατριωτικής σύμπνοιας των τάξεων, τότε αυτή ακόμη κι’ αν οδηγήσει στην απαλλαγή από την «ξένη εξάρτηση» και στην εθνική «απελευθέρωση», δεν σηματοδοτεί κατά κανέναν τρόπο μια αντικαπιταλιστική τομή στην ελληνική κοινωνία, αλλά περισσότερο διαδικασίες ενίσχυσης της εγχώριας καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Γι’ αυτό και στην διάρκεια του φεστιβάλ «Unity», η εκδήλωση που αφορούσε την ευρωπαϊκή Αριστερά με την συμμετοχή εκπροσώπων της Ανυπότακτης Γαλλίας, των Unidos Podemos, των βρετανών Εργατικών, του πορτογαλικού Μπλόκου, της γερμανικής Die Linke κλπ., το μήνυμα που αναδεικνύονταν ήταν εντελώς διαφορετικό, και εν πολλοίς αντίθετο, με το πολιτικό στίγμα της εκδήλωσης με τους Ζ. Κωνσταντοπούλου, Α. Αλαβάνο και Π. Λαφαζάνη. Μάλιστα η τοποθέτηση του Ε. Τουσέν από το Βέλγιο υπήρξε πέραν πάσης αμφιβολίας η κατηγορηματική επιμονή στο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα των αριστερών αντιμνημονιακών δυνάμεων, σε συνάρτηση με την παύση πληρωμών και την διαγραφή του χρέους. Οι ευρωπαϊκές αριστερές δυνάμεις θέτουν στο επίκεντρό τους πρωταρχικά την αντιπαλότητα στην εθνική αστική κυριαρχία των χωρών τους, τον δικό τους καπιταλισμό, και δευτερογενώς, εφόσον οι αλλαγές που ευαγγελίζονται προσκρούουν στις ευρωπαϊκές οικονομικές και νομισματικές ρυθμίσεις, θέτουν ζήτημα είτε ευρείας ανασύνθεσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, είτε απομάκρυνσης από αυτήν. Δεν ήταν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που εμποδίστηκε από την ευρωζώνη να εφαρμόσει το ριζοσπαστικό της πρόγραμμα. Ήταν ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ που είχε ήδη επιλέξει ταξικό στρατόπεδο, αποποιούμενος το πρόγραμμά του, και προσαρτώμενος στις υπαγορεύσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης που ακύρωσε τις προγραμματικές του δεσμεύσεις, προκειμένου να υπηρετήσει τις ευρωπαϊκές υπαγορεύσεις.
Μια γόνιμη και αποτελεσματική ευρωπαϊκή εμπειρία
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ ή οποιοδήποτε κόμμα της ευρωπαϊκής Αριστεράς επιχειρήσει να υλοποιήσει το ριζοσπαστικό του πρόγραμμα (αναδιανομή εισοδήματος, κατάργηση των ιδιωτικοποιήσεων δημόσιων επιχειρήσεων, ευρείες δημόσιες επενδύσεις κλπ.), έχοντας με το μέρος του την λαϊκή εργατική πλειονότητα, τότε η οποιαδήποτε απόπειρα επιβολής μνημονιακών μέτρων από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς είναι καταδικασμένη να αποτύχει, και εκ των πραγμάτων οδηγεί στην ρήξη με την ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση. Το αντίθετο όμως δεν ισχύει κατά κανέναν τρόπο : Αν κάτω από ορισμένους όρους υλοποιηθεί η αποχώρηση από την ευρωζώνη και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αυτό δεν σημαίνει την ανάδειξη αντικαπιταλιστικών μετασχηματισμών στην επιμέρους ευρωπαϊκή χώρα. Αυτό περισσότερο μπορεί να σηματοδοτήσει την συνέχιση της κυριαρχίας και ανάπτυξης του επιμέρους εθνικού καπιταλισμού (όπως συμβαίνει στη σημερινή Βρετανία), με όλες τις μέχρι σήμερα δυσμενείς επιπτώσεις.
Άλλωστε μια τέτοια πολιτική γραμμή που θέτει ως προοιμιακή προϋπόθεση την απομάκρυνση από το ευρωπαϊκό οικονομικό και νομισματικό οικοδόμημα, και όχι την πρωταρχική αντικαπιταλιστική αντιπαλότητα στην αντίστοιχη αστική ταξική κυριαρχία, δεν έχει ζήτηση σε κανένα κοινωνικό στρώμα. Οι αστικές τάξεις και τα ανώτερα μικροαστικά στρώματα δεν την έχουν ανάγκη γιατί η λειτουργία της ενιαίας αγοράς και της ζώνης του ευρώ διευκολύνει την κίνηση των εμπορευμάτων και των κεφαλαίων τους, γι’ αυτό και υπάρχει η ιερή συμμαχία των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων. Αλλά από την άλλη πλευρά ούτε τα λαϊκά εργατικά στρώματα επιδεικνύουν καμία τέτοια αποδοχή, εφόσον το επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους εντοπίζεται στην άμεση αντιμετώπιση των ζωτικών κοινωνικών τους προβλημάτων (ανεργίας, υπερφορολόγησης, λιτότητας κ.ά.), και δευτερογενώς στο χρώμα του χρήματος ή στο είδος του χρησιμοποιούμενου νομίσματος. Γι’ αυτό πρόκειται για μια πολιτική που δεν έχει την αποδοχή των αποδεκτών στους οποίους απευθύνεται, και έτσι παραμένει εξαιρετικά περιορισμένης εμβέλειας.
Οι τοποθετήσεις των αριστερών ευρωπαϊκών κομμάτων που πήραν μέρος στην εκδήλωση του φεστιβάλ «Unity» μπορούν ακριβώς να διαφωτίσουν με τον πιο γόνιμο τρόπο το ζήτημα που τίθεται : Οι πολιτικοί αυτοί σχηματισμοί, κινούμενοι στις χώρες τους με επίκεντρο τα ζωτικά λαϊκά ζητήματα που έχει προκαλέσει ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός, θέτουν σε πρώτο επίπεδο την αναγκαιότητα της αντικαπιταλιστικής πολιτικής. Μόνον στο μέτρο εφαρμογής μιας τέτοιας πολιτικής μπορεί να προκύψει η αντιπαράθεση με τις ρυθμίσεις και την επιβολή των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών οργάνων. Και είναι αυτά τα χαρακτηριστικά που θέτουν το άλογο μπροστά από το κάρο και διασφαλίζουν μια ευρεία λαϊκή απήχηση αυτών των νέων μορφών ευρωπαϊκού πολιτικού ριζοσπαστισμού. Επιτέλους, για να έχουμε αποτελεσματικότητα και λαϊκή ευρύτητα, είναι χρήσιμο και αναγκαίο να αξιοποιήσουμε δημιουργικά την αριστερή ευρωπαϊκή εμπειρία, στην κατεύθυνση άλλωστε ανάδειξης ενός γνήσιου εργατικού ευρωπαϊκού διεθνισμού.