Συνωστισμός υποψηφίων για τη θέση του επικεφαλής στον υπό δημιουργία πολιτικό φορέα της Κεντροαριστεράς, που για την ώρα βέβαια στερείται οργανωτικής δομής, ονόματος και κοινών πολιτικών θέσεων. Συγχρόνως, τις διεργασίες ανασύνθεσης στο χώρο του «ακραίου Κέντρου» παρακολουθούν στενά τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ, με το βλέμμα στραμμένο στο εκλογικό και μετεκλογικό τοπίο.

Μέχρι στιγμής, οι δεδομένοι υποψήφιοι για την ηγεσία ανέρχονται σε πέντε (Φώφη Γεννηματά, Γιώργος Καμίνης, Σταύρος Θεοδωράκης, Γιάννης Ραγκούσης και Γιάννης Μανιάτης) και ακούγεται έντονα ότι θα υποβάλουν ακόμη υποψηφιότητα ο ευρωβουλευτής Νίκος Ανδρουλάκης και ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ, Θανάσης Θεοχαρόπουλος. Σύνολο επτά, εκτός κι αν υπάρξει νέα υποψηφιότητα-έκπληξη, όπως του Γιάννη Τούντα από τις Κινήσεις Πολιτών, ενώ το ΚΙΔΗΣΟ του ΓΑΠ δεν δείχνει για την ώρα να κατεβάζει δική του υποψηφιότητα. Άγνωστη είναι η στάση που θα κρατήσει ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος με τις συνεχείς δημόσιες παρεμβάσεις του έχει σχεδόν αυτονομηθεί και ζητά ένα ευρύ αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Αποστάσεις κρατά και η Ώρα Αποφάσεων της Άννας Διαμαντοπούλου και του Γιώργου Φλωρίδη, που θέλουν μια κυβέρνηση «μεταρρυθμίσεων», προφανώς υπό τη ΝΔ του Μητσοτάκη.

Το άνοιγμα του παιχνιδιού των υποψηφιοτήτων και ειδικά η συμμετοχή των Καμίνη-Θεοδωράκη στη διαδικασία για την επανένωση του «μεσαίου χώρου» φαίνεται ότι υπερβαίνει τον αρχικό σχεδιασμό της Φώφης για ένα σχήμα ΔΗΣΥ plus, όπου η ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ θα ήταν εξασφαλισμένη. Αυτό δεν σημαίνει (λόγω και του ισχυρότερου κομματικού μηχανισμού που διαθέτει) ότι δεν παραμένει το φαβορί για το πρόσωπο που θα ηγηθεί του νέου φορέα. Όμως, κάτι η διαφαινόμενη δυνατότητα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας για όποιον/α είναι εγγεγραμμένος/η στους εκλογικούς καταλόγους (ίσως και για τους Έλληνες του εξωτερικού), κάτι οι συμμαχίες που μπορούν να διαμορφωθούν στον δεύτερο γύρο, αφήνουν ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα.

Το οξύμωρο και ταυτόχρονα γελοίο του πράγματος είναι ότι η μορφή και το πολιτικό στίγμα του σχήματος θα καθοριστούν μετά την ανάδειξη επικεφαλής, η οποία αναμένεται στις αρχές Νοέμβρη. Η Φ. Γεννηματά επιμένει σταθερά στον αυτόνομο ρόλο της «δημοκρατικής παράταξης» και στον σκληρό διμέτωπο απέναντι σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Γ. Ραγκούσης, που θέλει «την Κεντροαριστερά αξιωματική αντιπολίτευση» και απορρίπτει κάθε κυβερνητική συνεργασία με τη ΝΔ. Καμίνης και Θεοδωράκης προκρίνουν ένα κόμμα που θα κινείται στο χώρο του «προοδευτικού-εκσυγχρονιστικού Κέντρου», όπως και ο Ν. Ανδρουλάκης (επίσης με ερείσματα στον κομματικό μηχανισμό), ο οποίος το προηγούμενο διάστημα, μαζί με τον καρατομημένο γραμματέα της ΚΕ του ΠΑΣΟΚ, Στέφανο Ξεκαλάκη, είχε έρθει σε ευθεία σύγκρουση με τη Φώφη Γεννηματά.

Επίσης, σημείο αντιπαράθεσης αναμένεται να είναι το αν το νέο κόμμα θα είναι ενιαίο-πολυτασικό ή θα αποτελεί συνασπισμό κομμάτων και κινήσεων. Για παράδειγμα, πόσο εύκολη άραγε θα είναι μια απόφαση αυτοδιάλυσης του ΠΑΣΟΚ; Επιπλέον, κανείς δεν γνωρίζει προκαταβολικά αν οι χαμένοι της εκλογής θα συμμετέχουν στο συνέδριο και δεν θα ακολουθήσουν διασπάσεις ή αποκλίνουσες στρατηγικές.

Οι εξελίξεις στην Κεντροαριστερά ανησυχούν ιδιαίτερα τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ, που βλέπουν στα ρετάλια του ΠΑΣΟΚ και των υπόλοιπων «ακροκεντρώων» μια πιθανή εκλογική απειλή (αν και εφόσον συγκροτηθεί και ενισχυθεί ένας υπολογίσιμος ενδιάμεσος πόλος που θα τους αφαιρέσει εκλογικό ακροατήριο). Κυρίως όμως προσβλέπουν σε έναν πιθανό κυβερνητικό εταίρο την επομένη των εκλογών.

Η επανεμφάνιση Λαλιώτη, με το άρθρο υπεράσπισης του Ανδρέα Παπανδρέου και του «αντιδεξιού» DNA του ΠΑΣΟΚ για να πιέσει προς τη συμπόρευση ΣΥΡΙΖΑ-ΔΗΣΥ, που τόσο προέβαλαν τα φιλοκυβερνητικά μέσα, μόνο τυχαία δεν ήταν. Από την εφημερίδα του συγκροτήματος Λιβάνη «Νέα Σελίδα», ο στενός συνεργάτης του Α. Τσίπρα, Χ. Βερναρδάκης, απάντησε προχθές με δικό του άρθρο-προσκλητήριο («Η μοναξιά του Λαλιώτη και το μήνυμά του»), στο οποίο καλεί για «τη συσπείρωση όλων των πολιτικών δυνάμεων του αντιδεξιού και αντινεοφιλελεύθερου τόξου», κλιμακώνοντας τα ανοίγματα Τσίπρα στην εγχώρια (και διεθνή) σοσιαλιστική οικογένεια και θέτοντας ξανά το δίλημμα στη ΔΗΣΥ: «Με εμάς ή με τον Μητσοτάκη»;

Αυτό είναι και το βασικό επίδικο που έχει να απαντήσει ο νέος φορέας. Δηλαδή αν θα συνεργαστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ ή τη ΝΔ, παρά τις κορώνες της Φώφης και των λοιπών στελεχών ότι δεν θα γίνουν «κυβερνητικό συμπλήρωμα» κανενός.

Όλα τα παραπάνω φυσικά αποτελούν ασκήσεις επί χάρτου. Η επανάκαμψη του χρεοκοπημένου πολιτικού προσωπικού, που στα μάτια μεγάλου μέρους της κοινωνίας είναι (συν)υπεύθυνο για την άγρια νεοφιλελεύθερη επίθεση των τελευταίων ετών, δεν θα είναι εύκολη, παρά την επικοινωνιακή ομοβροντία των καθεστωτικών ΜΜΕ.

Η ανασύνταξη και αντεπίθεση του κινήματος, σε συνδυασμό με μια μαζική-ορατή και παρεμβατική ριζοσπαστική Αριστερά, ως ανταγωνιστική πολιτική δύναμη στο μνημονιακό μπλοκ, στην ευρωλιτότητα (όλων των εκδοχών) και στο ρατσισμό (όλων των αποχρώσεων), είναι η μόνη ελπιδοφόρα και αναγκαία αλλαγή στον πολιτικό χάρτη.

*Αναδημοσίευση από την "Εργατική Αριστερά", φ. 389-390 (30/8/17)

Ετικέτες