Το ταξίδι του Τσίπρα στις ΗΠΑ φέρνει στην επιφάνεια τις υπόγειες σχέσεις της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ με τον αμερικανικό παράγοντα και ταυτόχρονα δημοσιοποιεί την προοπτική ραγδαίας κλιμάκωσης αυτής της σχέσης.
Εχει σημασία να θυμηθούμε ότι ο Αλ. Τσίπρας επεδίωξε «να πάρει το δαχτυλίδι» από τις ΗΠΑ ως επερχόμενος πρωθυπουργός, το 2014, με τη διαβόητη επίσκεψη στο Τέξας, επίσκεψη που έγινε εν αγνοία του κόμματός του και χωρίς καμιά ουσιαστική ενημέρωση για το περιεχόμενο των εκεί συζητήσεων -έστω και μετά την επίσκεψη- ακόμα και στα κορυφαία κομματικά όργανα. Ήταν μια πρώτη εμφάνιση του «περίκλειστου κόμματος μέσα στο κόμμα», ουσιαστικά της ομάδας γύρω από τον Αλ. Τσίπρα, που παρουσίασε το άνοιγμα σχέσεων με την «διακυβέρνηση Ομπάμα» ως τάχα αντίβαρο στην πιεστική πολιτική της γερμανικής ηγεσίας, μέσω της γραμμής Σόιμπλε, με την απειλή για Grexit που στην πραγματικότητα πίεζε για την υπογραφή του μνημονίου 3.
Στη συνέχεια ο Αλ. Τσίπρας διεύρυνε τις σχέσεις του με τον «περίγυρο» του Δημοκρατικού Κόμματος που πέρα από τις πολιτικοοικονομικές ποικιλίες του, παραμένει ένας ισχυρός «πύργος» του αμερικανικού ιμπεριαλισμού: το Levy Institute είχε και έχει σοβαρή εκπροσώπηση στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ενώ η ηγεσία της ΕΥΠ δόθηκε στον Γ. Ρουμπάτη που έζησε και δούλεψε επί μακρόν στις ΗΠΑ.
Στα χρόνια που ακολούθησαν το 2015, οι Π. Καμένος και Ν. Κοτζιάς ακολούθησαν κατά γράμμα τις επιλογές της υπερδύναμης στην περιοχή: ο οικονομικός-στρατιωτικός-διπλωματικός «άξονας» με το κράτος του Ισραήλ και τη δικτατορία της Αιγύπτου (μια πολιτική που εγκαινίασε ο Αντ. Σαμαράς και ο επιστρέψας από τις ΗΠΑ ως νέο-ρεπουμπλικάνος Χρ. Λαζαρίδης του «πατριωτικού» Δικτύου 21…) παρέμεινε ως η ναυαρχίδα της διπλωματίας του ελληνικού κράτους, παρόλο που αντέφασκε κραυγαλέα με κάποια ιδεολογικά χαρακτηριστικά του κόμματος και του κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ (όπως πχ η αλληλεγγύη με την Παλαιστίνη και η αναφορά στις «πλατείες» της αραβικής άνοιξης).
Σε αντάλλαγμα ο Τσίπρας έπαιρνε κάποια νεύματα συμπάθειας από τον Ομπάμα σχετικά με τον χειρισμό του χρέους και κυρίως την υποστήριξη των ΗΠΑ στους κυπριακούς χειρισμούς για την ΑΟΖ, που στην πραγματικότητα αποτελούν τμήμα του σχεδίου του κράτους του Ισραήλ για κυριαρχία στην ανατολική Μεσόγειο.
Στο μεταξύ ο πλανήτης άναυδος διαπίστωνε τις πραγματικότητες πίσω από την εκλογική νίκη του Τραμπ: την ενίσχυση της ακροδεξιάς, τον ανοιχτό ρατσισμό, τις εθνικιστικές φιλοπόλεμες κραυγές, τον μιλιταρισμό της αύξησης των πολεμικών δαπανών, τον μισογυνισμό και την ομοφοβία, την άρνηση της απειλής της κλιματικής αλλαγής στο όνομα των κερδών των πολυεθνικών κ.ο.κ.
Η αντιδραστική καμαρίλα που έχει εγκατασταθεί στον Λευκό Οίκο δεν είχε κανένα πρόβλημα να συνεχίσει τις «θερμές σχέσεις» με την κυβέρνηση Τσίπρα παρόλο που αυτή (υποτίθεται ότι) εκπροσωπούσε μια κάποια ριζοσπαστική Αριστερά.
Ο νέος πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα, ο Τζέφρι Πάιατ, έχει επιταχύνει τη «σύσφιξη» των ελληνο-αμερικανικών σχέσεων, αδιαφορώντας φυσικά για το αν αυτό έδινε κάποιους «πόντους» στην κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που έβλεπε την επιρροή της να εξανεμίζεται λόγω της υπογραφής του κατάπτυστου μνημονίου 3. Η Πρεσβεία, που δεν έχει διστάσει στις πιο ξεδιάντροπες πολιτικές παρεμβάσεις, υπήρξε πολύ «διακριτική» στην ταραχώδη περίοδο που ακολούθησε το καλοκαίρι του 2015.
Η ερμηνεία για αυτήν την έμμεση αλλά ουσιαστική υποστήριξη πρέπει να αναζητηθεί στην απόλυτη ευθυγράμμιση της κυβέρνησης Τσίπρα με την αμερικανική πολιτική στην περιοχή, ευθυγράμμιση που έχει πρωτοφανείς διαστάσεις για τις μετά το 1974 συνθήκες.
Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από το «μενού» του τωρινού ταξιδιού του Τσίπρα στις ΗΠΑ. Το καθεστώς Τραμπ έχει δηλώσει ότι θεωρεί προτεραιότητες την «ασφάλεια» και τους εξοπλισμούς, όπως και τις ενεργειακές επιλογές.
Ο Τσίπρας πηγαίνει στην Ουάσινγκτον δηλώνοντας την «διαθεσιμότητα» να υπηρετήσει αυτές τις προτεραιότητες, παρέχοντας στις ΗΠΑ τη δυνατότητα να καλυφθεί το κενό που δημιουργεί στην νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ η σχετική ανεξαρτητοποίηση της πορείας της Τουρκίας και η στροφή του Ερντογάν προς τη Ρωσία του Πούτιν.
Το πρώτο σημείο των συζητήσεων αφορά την αναβάθμιση της βάσης της Σούδας, που μετατρέπεται σε κομβικό σημείο στήριξης των ΗΠΑ στην νοτιοανατολική Μεσόγειο. Κανείς πλέον δε δικαιούται να ξεχνά τις προτάσεις Καμένου που δήλωνε σε ανύποπτο χρόνο ότι (αν τελικά εγκαταλειφθεί το Ιντσιρλίκ) το ελληνικό κράτος είναι πρόθυμο να διαθέσεις χώρο (την Κάρπαθο;) για μια ακόμα μεγάλη βάση των αμερικανών σε κρίσιμο γεωγραφικά σημείο: σε απόσταση αναπνοής από τις τουρκικές ακτές και σε ακτίνα βολής προς τη Συρία, το Λίβανο, ακόμα και το Ιράν…
Ενα δεύτερο θέμα αφορά τους εξοπλισμούς. Σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής κρίσης το ελληνικό κράτος ζητά τον εκσυγχρονισμό του στόλου των 155 F-16 που ήδη διαθέτει, την απαρχή της διαδικασίας προμήθειας των υπερσύγχρονων F-35, αλλά και την προμήθεια υπερεξοπλισμένων πολεμικών πλοίων. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα πανάκριβο, που θα χρεωθεί ως το τελευταίο σέντσι στον απλό κόσμο, με διακηρυγμένο στόχο να διατηρηθεί η εξοπλιστική υπεροχή έναντι της Τουρκίας.
Στο ζήτημα της ενεργειακής διπλωματίας, ο Τσίπρας επιβεβαιώνει την υποστήριξη των αμερικανικών επιλογών ως προς τους αγωγούς, ενώ στα πλαίσια της γενικότερης πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων βάζει στο τραπέζι τα λιμάνια του ελλαδικού χώρου ως σημεία πιθανής μελλοντικής εισόδου των εξαγωγών υγροποιημένου αμερικανικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, προσπαθώντας να ενισχύσει τις προοπτικές του ήδη υπαρκτού «καρτέλ» της αμερικανικής Exxon Mobil, της γαλλικής Total και της ιταλικής Eni, με τη συμμετοχή των ΕΛΠΕ.
Σε αντάλλαγμα ο Τσίπρας δεσμεύεται για απόλυτη στήριξη της αμερικανικής πολιτικής στην ανατολική Μεσόγειο και στην Μέση Ανατολή.
Οι αβρότητες μεταξύ του Τσίπρα και του ακροδεξιού τραμπούκου που είναι επικεφαλής στη μεγαλύτερη ιμπεριαλιστική δύναμη του πλανήτη, είναι ένα θλιβερό θέαμα.
Η εικόνα αυτή θα λειτουργήσει ιδεολογικά. Τι αξία πχ μπορεί να έχει η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να αποκτήσει ένα «αριστερό αποτύπωμα» μέσω του νομοσχεδίου για τα δικαιώματα των τρανς, όταν ο αρχηγός του εναγκαλίζεται με τον κορυφαίο ομοφοβικό στον κόσμο;
Κυρίως όμως πρέπει να λειτουργήσει πολιτικά. Η κυβέρνηση των Τσίπρα-Καμένου-Κοτζιά έχει πάρει έναν πολύ επικίνδυνο δρόμο: Για να διασωθεί πολιτικά και να παραμείνει όσο μπορεί στην εξουσία δηλώνει πρόθυμη να αναλάβει το ρόλο του «μαντρόσκυλου» του ιμπεριαλισμού στην περιοχή. Επειδή όμως τα «μαντρόσκυλα» ενίοτε χρησιμοποιούνται, όλοι πρέπει να θυμόμαστε ότι η περιοχή έχει μετατραπεί σε πυριτιδαποθήκη και ότι ο Τραμπ (όπως έδειξε με τους πυραύλους στη Συρία ή με τις δηλώσεις του για την Κορέα) δεν έχει πρόβλημα να παίζει με τα σπίρτα.
Η πολιτική της κυβέρνησης Τσίπρα αποδεικνύεται ιδιαίτερα επικίνδυνη όχι μόνο γιατί είναι υποταγμένη στο νεοφιλελευθερισμό και στα μνημόνια, αλλά γιατί επίσης έχει εξελιχθεί στην απόλυτη συμφιλίωση με τον ιμπεριαλισμό, με τους εθνικιστικούς ανταγωνισμούς και κατά συνέπεια με τον κίνδυνο του πολέμου.