Προς ένα νέο κοινωνικό συνασπισμό εξουσίας
Η κυβερνητική διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ, δύο χρόνια μετά την εκλογική του επικράτηση στην αναμέτρηση του Σεπτεμβρίου 2015, και παρά τις περί του αντιθέτου προβλέψεις (κατάρρευση της κυβέρνησης λόγω της μνημονιακής της πολιτικής, ενδεχόμενο συγκυβέρνησής της με τη ΝΔ κλπ.), φαίνεται πλέον ότι προσλαμβάνει χαρακτηριστικά σταθερότητας τόσο στο εσωτερικό επίπεδο, όσο και στο πεδίο της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης, καθώς και στους διεθνείς γεωπολιτικούς συσχετισμούς. Η ιστορική μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ από τον λαϊκό μεταρρυθμιστικό ριζοσπαστισμό (από τον Δεκέμβριο ουσιαστικά του 2008 μέχρι τον Ιούνιο του 2012), και από εκεί στη μετριοπαθή σοσιαλδημοκρατία (Ιούνιος 2012 μέχρι Ιανουάριος 2015), και τέλος η μεταπήδηση στο επίπεδο υιοθέτησης της ανοιχτά αστικής μνημονιακής πολιτικής (Ιανουάριος 2015 μέχρι σήμερα), έχει οδηγήσει σε μια καταφανή επιτυχία της πολιτικής των μικροαστών εκσυγχρονιστών, εφόσον πρωτίστως κατόρθωσε να ψηφίσει δύο μνημόνια (που προστίθενται στα δύο του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ) χωρίς να «ανοίξει ρουθούνι»), διασφαλίζοντας την εξουδετέρωση και παθητικοποίηση του λαϊκού παράγοντα. Αυτό τη στιγμή που η προηγούμενη αστική κυβερνητική διαχείριση (Οκτώβριος 2009 – Ιανουάριος 2015), επέβαλε αντίστοιχες μνημονιακές ρυθμίσεις, τις οποίες όμως πέρασε δια πυρός και σιδήρου, και με εντονότατες εργατικές συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις.
Αποτελεσματική διαχείριση της καπιταλιστικής ανάκαμψης
Έτσι σ’ ένα πρώτο επίπεδο ο ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύεται πλέον πανηγυρικά στον πολιτικό εγγυητή της πιστής εφαρμογής τεσσάρων μνημονίων, στο μέτρο που η όποια διαφημιζόμενη «έξοδος» από τα μνημόνια δεν σημαίνει την κατάργησή τους, αλλά την αποφυγή της εισαγωγής νέων μνημονιακών διατάξεων, εφόσον μάλιστα οι εκατοντάδες εφαρμοστικοί νόμοι που δεν καταργούνται, έχουν παράξει (και συνεχίζουν να το κάνουν) συντριπτικά αποτελέσματα για τις εργαζόμενες τάξεις. Κατά συνέπεια, το κόμμα των μικροαστών τεχνοκρατών και του αστικού εξορθολογισμού, αναγνωρίζεται πλέον από τις δυνάμεις της ελληνικής αστικής τάξης ως ο αποτελεσματικότερος διαχειριστής της σύγχρονης καπιταλιστικής ανάπτυξης, ως εγγυητής της σταθεροποίησης της κερδοφορίας των (υγιών) επιχειρήσεων, εφόσον κατορθώνει και υλοποιεί αυτή την πολιτική κατά τρόπο αναίμακτο και χωρίς κλυδωνισμούς. Αυτή άλλωστε είναι θεμελιώδης κοινωνική προϋπόθεση για την ευθεία μετατροπή της ελληνικής οικονομίας σε πεδίο επενδυτικής δράσης του διεθνούς κεφαλαίου (γαλλικού, κινεζικού, αμερικανικού κλπ.), εφόσον συντρέχουν, μεταξύ των άλλων, οι παράγοντες : Της πλήρους εργασιακής απορρύθμισης, της ύπαρξης ενός αργούντος τεχνικό – επιστημονικού δυναμικού, της εκχώρησης του συνολικού δημόσιου τομέα στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, της παγίωσης μιας δρακόντειας δημοσιονομικής πολιτικής λιτότητας, της παροχής των πλέον ευνοϊκών αναπτυξιακών κινήτρων για τις επιχειρηματικές επενδύσεις.
Σε ένα δεύτερο πεδίο, η ολοσχερής συμμόρφωση προς τις αδιάλειπτες υπαγορεύσεις των οργάνων της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, με κύριο χαρακτηριστικό την κοινωνικοποίηση του βάρους αποπληρωμής του αστικού δημόσιου χρέους, δηλαδή της μετακύλισής του στις πλάτες των λαϊκών τάξεων (συνέχιση μιας ισχυρότατης φορολόγησης σ’ όλα τα επίπεδα), καταλήγει πλέον να του απονέμει τα εύσημα ως η πλέον τολμηρή και «υπεύθυνη» κυβερνητική εξουσία, που επιτυγχάνει αυτούς τους στόχους της δημοσιονομικής εξυγίανσης (= φορολογικής αφαίμαξης των λαϊκών εισοδημάτων), χωρίς να δημιουργούνται αποσταθεροποιητικές καταστάσεις λαϊκής αμφισβήτησης. Και από αυτή την άποψη η σταθερότητα στην εφαρμογή της λιτότητας αναγνωρίζεται πλέον από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς ως επίτευγμα του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή ως ικανότητα μεταβίβασης λαϊκών εισοδημάτων προς το ελληνικό και ευρωπαϊκό τραπεζιτικό κεφάλαιο, χωρίς αντιρρήσεις.
Τέλος, με την διαμόρφωση ενός ιδιαίτερου ρόλου της ελληνικής διπλωματίας στην ανατολική Μεσόγειο και στον βαλκανικό χώρο, ιδιαίτερα με την διαμόρφωση του άξονα μνημονιακής Ελλάδας – Ισραήλ στρατιωτικού καταστολέα στη Μέση Ανατολή – Δικτατορίας της Αιγύπτου, ένα καινούριο πλέον συμμαχικό τόξο που τοποθετείται σε τροχιά σύμπλευσης με τους σχεδιασμούς και τις επιδιώξεις του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για οποιαδήποτε «ξενοδουλεία» και «υποτέλεια», αλλά για την αναγνώριση του σύγχρονου ρόλου του ελληνικού καπιταλισμού που έχει ανακάμψει χάρη στις μνημονιακές πολιτικές, και διεκδικεί την αναβάθμιση του ρόλου του στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Και μάλιστα με μια στρατηγική που πέρα από αυτή την περιφερειακή συμμαχία, υπό την ομπρέλα του αμερικανικού ιμπέριουμ, επιδιώκει να διαδραματίσει έναν αναβαθμισμένο ρόλο και στην βαλκανική χερσόνησο, στην κατεύθυνση στήριξης και ενδεχόμενης ηγεμονίας της πορείας αυτών των χωρών προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση (Σερβίας και Αλβανίας) και την ένταξη στην Ζώνη του Ευρώ (Βουλγαρίας και Ρουμανίας).
Μια αποκορύφωση λοιπόν της αστικής πολιτικής σε όλο της το μεγαλείο (στο εσωτερικό μέτωπο, στη διεθνή σκηνή, στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση), όπου πλέον τίθεται το ζήτημα τι ρόλο έχει να διαδραματίσει η καθεαυτό αστική συντηρητική παράταξη της ΝΔ ; Η μοναδική και σημαντικότατη διαφορά βρίσκεται στο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατορθώνει και επιτελεί αυτό τον τριπλό ρόλο χάρη στην ψήφο των λαϊκών τάξεων και με την παθητικοποίηση, απονεύρωση και εξουδετέρωση των δυνητικών τους αντιδράσεων, ενώ τα κλασικά αστικά κόμματα (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) είχαν προκαλέσει τεράστια κύματα πανελλαδικών απεργιακών κινητοποιήσεων, που είχαν φτάσει να απειλούν την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής. Κατ’ αυτό τον τρόπο αποδομείται πλέον και αυτή τούτη η λειτουργία του αστικού διπολισμού (μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ), εφόσον ο σχηματισμός της πάλαι ποτέ Ριζοσπαστικής Αριστεράς έχει υποκλέψει ολόκληρο το πολιτικό οπλοστάσιο του αστικού πολιτικού φάσματος, οικειοποιούμενος τον πλέον απροσχημάτιστο νεοφιλελευθερισμό. Αποδεικνύεται δηλαδή ότι Ο ΣΥΡΙΖΑ, αφότου περιήλθε στον απόλυτο έλεγχο της μικροαστικής τεχνοκρατίας και του παραδοσιακού ΣΥΝ (από το καλοκαίρι του 2012 μέχρι τον χειμώνα του 2015), και στην εξουδετέρωση της όποιας αντιπολιτευτικής ένστασης στους κόλπους του, επέδειξε μια επαρκή ικανότητα στην ανάδειξη και υλοποίηση μιας αυθεντικά αστικής πολιτικής, εφόσον το κόμμα των μικροαστών εκσυγχρονιστών αντιπροσωπεύει τελικά το πιο άτεγκτο και ικανό βραχίονα της πολιτικής του σύγχρονου αστισμού.
Από όλα αυτά προκύπτει ότι εκείνο που επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ, ως εκφραστής μιας βαθύτατα αστικής πολιτικής, με χαρακτηριστικά εκσυγχρονισμού και εξορθολογισμού (π.χ. υγιείς επιχειρήσεις, δηλαδή κερδοφόρες, έναντι των κρατικοδίαιτων εταιριών, θεσμοθέτησης των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων με βάση τις σύγχρονες νομοθετικές τάσεις της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιβολή «τάξης» στο τηλεοπτικό τοπίο με την πλήρη κυριαρχία μη-διαπλεκομένων καπιταλιστών κλπ.) είναι η διαμόρφωση ενός μπλοκ εξουσίας «προοδευτικής Κεντροαριστεράς», που προφανώς δεν φέρει τα χαρακτηριστικά ούτε της Αριστεράς, ούτε παράλληλα εκείνα της κλασικής σοσιαλδημοκρατίας. Με δεδομένη την υιοθέτηση όλων των θεμελιωδών κατευθύνσεων της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής, της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης και της συγχώνευσής του στο ισχύον στάτους κβο του σημερινού ιμπεριαλιστικού συσχετισμού των δυνάμεων, ο συνασπισμός που επιδιώκει να οικοδομήσει (σε συμμαχία με μικρότερα αστικά κόμματα), περιλαμβάνει πλέον δυνάμεις των αστικών και μικροαστικών τάξεων, που τις πείθει για την αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησής του, έναντι μιας δυνητικής και σχεδόν βέβαιης αποσταθεροποίησης που θα προκύψει από μια ενδεχόμενη αντικατάστασή του στην κυβερνητική διαχείριση από την επανάκαμψη των ανοιχτά συντηρητικών δυνάμεων (ΝΔ και δορυφόρων της σχημάτων).
Έχει προφανώς επίγνωση, και δεν το κρύβει, ότι έχει υποστεί την αιμορραγία της αποστασιοποίησης τουλάχιστον του μισού εργατικού εκλογικού του ακροατηρίου, το οποίο και δεν είναι δυνατό να επανακάμψει σ’ αυτόν, άσχετα αν αυτό δεν προσανατολίζεται ευθέως προς τη υποστήριξη των πολιτικών σχηματισμών της Αριστεράς (ΚΚΕ, ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Αντιθέτως με την ιστορική εμπειρία του ΠΑΣΟΚ, αυτό είχε κατορθώσει να κρατήσει τις εκλογικές λαϊκές του εκπροσωπήσεις (μέχρι τον Οκτώβριο του 2009), επειδή ακριβώς είχε εφαρμόσει μέτρα σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής, που είχαν δημιουργήσει μακροχρόνιους δεσμούς εργατικής τάξης – σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής. Ο ΣΥΡΙΖΑ απεναντίας, δεν έχει να επικαλεσθεί τέτοιου είδους μέτρα με την κυβερνητική πολιτική που έχει ασκήσει (στοιχειωδώς λ.χ. δεν έχει αποκαταστήσει το επίπεδο των μισθών, δεν έχει σταματήσει την ατελεύτητη αποψίλωση των συντάξεων, δεν έχει καταργήσει τις έκτατες άμεσες και έμμεσες φορολογικές επιβαρύνσεις, δεν έχει προασπίσει τον δημόσιο επιχειρηματικό τομέα κ.ά.), και ως εκ τούτου είναι καταδικασμένος να χάσει το μισό τουλάχιστον του εργατικού εκλογικού ακροατηρίου του 2015.
Νέα σύνθεση του αστικού κοινωνικού συνασπισμού εξουσίας
Στην ελληνική κοινωνία εξ αιτίας της εφαρμογής των μνημονιακών πολιτικών (2010 – 15) αποδείχθηκε ότι η Αριστερά είναι σε θέση να εκφράσει την λαϊκή πλειοψηφία, την σχετική όπως έγινε με τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 (αθροιστικά 42%), ή και την απόλυτη πλειοψηφία (62% του «όχι» στο δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015). Από εκεί και πέρα, ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ μετατοπίστηκε από το πεδίο της Αριστεράς σ’ εκείνο της μετριοπαθούς σοσιαλδημοκρατίας, και αμέσως μετά στο πλαίσιο μετατροπής του στην αιχμή του δόρατος της πολιτικής καπιταλιστικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα οι σχηματισμοί της Αριστεράς (ΚΚΕ, ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ) δεν κατόρθωσαν, εξ αιτίας διαφοροποιημένων υποκειμενικών ανεπαρκειών, και σε συνάρτηση με την καθίζηση του εργατικού κινήματος, να αξιοποιήσουν αυτή την μαζική κοινωνική στροφή προς τα αριστερά, ανακαλύπτοντας σε ορισμένες περιπτώσεις και την «συντηρητικοποίηση» της ελληνικής κοινωνίας. Ο λαϊκός ριζοσπαστισμός εκφράστηκε πολλαπλά στο εκλογικό επίπεδο, εντούτοις ορισμένες αριστερές δυνάμεις αντιμετώπισαν αυτή τη ριζοσπαστικοποίηση με «συντηρητικούς» όρους.
Κατά συνέπεια η νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ του αφαιρεί ένα σημαντικό μέρος των λαϊκών του εκπροσωπήσεων, ενώ τα αριστερά σχήματα παραμένουν καθηλωμένα στις εκπροσωπήσεις τους του Σεπτεμβρίου 2015, με πολύ μικρές διακυμάνσεις. Έτσι η υιοθέτηση της σημερινής αστικής στρατηγικής (σε εσωτερικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο), οδηγεί τον ΣΥΡΙΖΑ πλέον να επιχειρήσει να αναπληρώσει τις διαρροές του εργατικού εκλογικού του ακροατηρίου με τον ευθύ πλέον διεμβολισμό του αστικού και μικροαστικού εκλογικού ακροατηρίου. Δεν υπάρχει πλέον κανένας σοβαρός πολιτικός λόγος που να εμποδίζει τις αστικές και μικροαστικές κοινωνικές δυνάμεις να στραφούν προς την στήριξη της σημερινής κυβερνητικής πολιτικής, αφαιρώντας το έδαφος κάτω από τα πόδια της συντηρητικής παράταξης της ΝΔ. Το ΠΑΣΟΚ με την ήπια σοσιαλδημοκρατική αναδιανεμητική του πολιτική και τις οργανικές σχέσεις με το οργανωμένο εργατικό κίνημα, είχε κατορθώσει να διατηρήσει τις λαϊκές του εκπροσωπήσεις επί σχεδόν τρεις ολόκληρες δεκαετίες. Ο ΣΥΡΙΖΑ που δεν διαθέτει κανενός είδους ουσιαστικές διασυνδέσεις με τον εργατικό κόσμο, αλλά και δεν εφαρμόζει κανενός είδους πολιτική εισοδηματικής αναδιανομής, δεν μπορεί να μακροημερεύσει παρά στρεφόμενος προς τις ταξικές δυνάμεις της αστικής κοινωνικής συμμαχίας, επιχειρώντας να καταστεί ο στιβαρός και αποτελεσματικός τους εκφραστής. Από εδώ άλλωστε και η παρατεταμένη νευρική πολιτική κρίση που μαστίζει τις δυνάμεις της κλασικής δεξιάς.
Η κοινωνική συμμαχία που προσπαθεί πλέον να αποτυπώσει ο ΣΥΡΙΖΑ έχει βαθειά διαταξικά χαρακτηριστικά, εν αντιθέσει με το ιστορικό ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ : Στην πρώτη περίπτωση επρόκειτο για εργατικές ταξικές εκπροσωπήσεις, ενταγμένες στη σοσιαλδημοκρατική (και στη συνέχεια νεοφιλελεύθερη) ενσωμάτωση, ενώ στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται εξίσου για μια ταξική συμμαχία (αστικής και μικροαστικών τάξεων) απέναντι στον λαϊκό συνασπισμό των «από κάτω». Πρόκειται για μια ιστορικά ανέκδοτη κοινωνική συμμαχία, ανεξάρτητα από ένα μέρος του πολιτικού της λόγου, που απευθύνεται σε αριστερά ακροατήρια και επιχειρεί να νομιμοποιήσει από τα αριστερά την ασκούμενη αστική πολιτική. Εδώ η πολιτική εξουσία της μεγαλύτερης πληθυσμιακά χώρας του κόσμου, ασκώντας την πλέον ακραιφνή πολιτική ανάπτυξης του κρατικού και ιδιωτικού καπιταλισμού, και μάλιστα με όρους ενός επιθετικού οικονομικού ιμπεριαλισμού, νομιμοποιείται μέσα από το συνέδριο του ΚΚ Κίνας, του κόμματος της πάλαι ποτέ προλεταριακής πολιτιστικής επανάστασης…
Αυτή η διαταξική συμμαχία υπό ακραιφνή αστική ηγεμονία, και με βραχίονα υλοποίησής της το κόμμα του μικροαστικού εκσυγχρονισμού και τεχνοκρατίας, (σε γενικές γραμμές τμήματα της μισθωτής εργασίας του δημόσιου τομέα και των μεγάλων επιχειρήσεων σταθεροποιημένης κερδοφορίας, μικρομεσαία στρώματα, μερίδες της αστικής τάξης), μπορεί να συγκροτηθεί και να έχει σταθερά χαρακτηριστικά με έναν θεμελιώδη όρο : Να κατορθώνει να εξουδετερώνει τις κοινωνικές αντιστάσεις του λαϊκού παράγοντα, μοναδική παράμετρος που έχει ανεξέλεγκτα χαρακτηριστικά. Αυτό μπορεί να καθησυχάζει τις μικροαστικές τάξεις και να δίνει ισχυρά κίνητρα στις κυρίαρχες μερίδες της αστικής τάξης για την πολιτική υποστήριξη του εξελισσόμενου κυβερνητικού εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ. Το καίριο ζήτημα για την υλοποίηση αυτού του σχεδίου κοινωνικής συμμαχίας υπό αστική κυριαρχία και μικροαστική διεκπεραίωση, απαιτεί προφανώς την συνέχιση της παθητικοποίησης των λαϊκών τάξεων που έχουν υποστεί τα πλήγματα της ανασυγκρότησης του ελληνικού καπιταλισμού (=μνημόνια) : Εργατική τάξη της εξαθλίωσης του ιδιωτικού τομέα, ελαστικές μορφές απασχόλησης στον δημόσιο τομέα, άνεργος πληθυσμός, ευρύτατα τμήματα της ανενεργού νεολαίας, πλατειά στρώματα των συνταξιούχων.
Η ανάταξη της κοινωνικής κινητοποίησης αυτής της σχετικής κοινωνικής πλειονότητας της ανασφάλειας, της στέρησης, της υποτίμησης, είναι σε θέση να ματαιώσει την συγκρότηση της νέας αστικής συμμαχίας με επίκεντρο την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, στο μέτρο που η αντιπολίτευση της συντηρητικής παράταξης διεκπεραιώνεται κατά τον πλέον αναποτελεσματικό τρόπο, και σε κάθε περίπτωση μια ενδεχόμενη κυβερνητική διαχείριση της ΝΔ δεν αντιπροσωπεύει την πρώτη επιλογή των εσωτερικών και διεθνών αστικών κέντρων, λόγω των κινδύνων κοινωνικής αποσταθεροποίησης που εμπερικλείει. Προς ώρας, και με βάση την μέχρι σήμερα εμπειρία των σχεδόν τριών χρόνων άσκησης της εξουσίας από τον σχηματισμό των μικροαστών εκσυγχρονιστών, η μνημονιακή πολιτική που ασκήθηκε δεν συνάντησε ικανές αντιδράσεις, αν δεν επρόκειτο για εντελώς υποτονικές κινητοποιήσεις, που εκθέτουν μάλιστα το κίνημα, αντί να το προωθούν και να αναβαθμίζουν την παρουσία και παρέμβασή του. Εξαιρετικά ολιγάριθμες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, χωρίς καν την διεξαγωγή απεργιακών κινητοποιήσεων, για όλες τις αριστερές και εργατικές συνδικαλιστικές δυνάμεις, συνταξιούχων, εργαζομένων και νεολαίας.
Συνεπώς η ανάδειξη του λαϊκού παράγοντα είναι μονόδρομος για το ελληνικό αριστερό κίνημα, εφόσον επιδιώκει την ματαίωση αυτής της πορείας, πράγμα που σημαίνει ότι η Αριστερά χρειάζεται να θέση τον εαυτό της στην υπηρέτηση της προαγωγής ενός αυτόνομου, ριζοσπαστικού λαϊκού κινήματος κοινωνικής χειραφέτησης, προβολής και διεκδίκησης της ικανοποίησης των άμεσων αναγκών των λαϊκών τάξεων. Ο λαϊκός κόσμος κινήθηκε προς τα αριστερά (εκλογές Ιουνίου 2012, Ιανουαρίου 2015, δημοψήφισμα Ιουλίου 2015) και η ίδια η Αριστερά του γύρισε την πλάτη με διάφορους τρόπους. Σήμερα οι αριστερές δυνάμεις έχουν σειρά να κινηθούν προς τον εργαζόμενο, άνεργο, συνταξιουχικό, νεολαιίστικο κόσμο και να υπηρετήσουν την ανάταξή του. Μόνον μ’ αυτό τον τρόπο μπορούν να επέλθουν ρήγματα στις λαϊκές και μικροαστικές εκπροσωπήσεις, να ηττηθεί το διαταξικό συμμαχικό μέτωπο του ΣΥΡΙΖΑ, να αποψιλωθεί η όποια εξασθενημένη ούτως ή άλλως δυναμική της ΝΔ και του «κεντρώου» χώρου. Έχουμε την πρόθεση να βαδίσουμε σ’ αυτό τον δρόμο ή θα συνεχίσουμε να αναλωνόμαστε στον εγωκεντρισμό και στον υποκειμενισμό μας ;