Οι ταξικές παράμετροι της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ
Από την θεωρία της «προδοσίας» στη ψυχρή ταξική ανάλυση
Σ’ ολόκληρη τη διάρκεια της σχεδόν τριετούς πλέον κυβερνητικής διαχείρισης του ΣΥΡΙΖΑ, αποτιμούμε την πολιτική που ασκεί σε κυβερνητικό επίπεδο, σχεδόν αποκλειστικά με όρους έγκλησής του για την εγκατάλειψη της «αριστερής» του φυσιογνωμίας, κατά έναν τρόπο που λίγο απέχει από τον πολιτικό εμπειρισμό, παρότι θέλουμε να εμπνεόμαστε από την μαρξιστική ανάλυση και κριτική. Και είναι γνωστό από αυτή την άποψη ότι η μαρξιστική μεθοδολογία πάντοτε αναζητούσε τις κοινωνικές δυνάμεις και τις ταξικές εκπροσωπήσεις από τις οποίες διέπεται η παρέμβαση των σχηματισμών όλου του πολιτικού φάσματος. Έτσι με αφορμή γεγονότα της τελευταίας περιόδου, όπως βέβαια και προηγούμενα, κατακρίνουμε τον ΣΥΡΙΖΑ ως «πρώτη φορά Αριστερά» γιατί προχωρά σε εμπόριο όπλων με την Σαουδική Αραβία προκειμένου να πληγεί στρατιωτικά ο πληθυσμός της Υεμένης, ότι το «κοινωνικό μέρισμα» που έχει θεσπίσει είναι εξαιρετικά χαμηλό και αποκλείει ολόκληρες λαϊκές κατηγορίες, ότι είναι συνυπεύθυνος, μαζί με τα αστικά κόμματα που διακυβέρνησαν προηγούμενα για την συστηματική αποφυγή δημόσιων επενδύσεων σε αντιπλημμυρικά έργα και δίκτυα απορροής των ομβρίων υδάτων, ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο προχωρά σε πλειστηριασμούς λαϊκών κατοικιών, στολίζοντάς τον με πολυποίκιλους χαρακτηρισμούς, που επιδιώκουν να αναδείξουν την «ασυνέπεια» των δεσμεύσεών του, το γεγονός ότι έκανε και συνεχίζει να πραγματοποιεί «κωλοτούμπες» και στροφές 180ο μοιρών κλπ. Σε καμία περίπτωση δεν προχωράμε στην ανάλυση των ταξικών αφετηριών της ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής, πράγμα που εφόσον το κάναμε θα μας οδηγούσε σε μια πολύ πιο ριζοσπαστική κριτική τοποθέτηση πάνω στα πεπραγμένα της διαχείρισής του. Έτσι αδυνατούμε να συλλάβουμε τις ταξικές παραμέτρους της φυσιογνωμίας και της πολιτικής του και συνεχίζουμε να πολιτευόμαστε με όρους «προδοσίας» του κινήματος και των λαϊκών προσδοκιών, αναπαράγοντας μια ελλειμματική και ανεπαρκή πολιτική εκτίμηση των πραγμάτων.
Είναι λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ ένας σχηματισμός αστικός, πρόκειται για ένα λαϊκό εργατικό κόμμα, είναι μια μορφή σοσιαλδημοκρατίας και μάλιστα σε μια παραμορφωμένη νεοφιλελεύθερη εκδοχή της, ή πρόκειται για έναν εντελώς διαφορετικό πολιτικό σχηματισμό του οποίου χρειάζεται να ερμηνεύσουμε τα χαρακτηριστικά για να μπορούμε να τον αντιμετωπίζουμε με πιο αποτελεσματικό και δραστικό τρόπο ; Μήπως μ’ αυτό τον τρόπο της αποφυγής της ταξικής του ανάλυσης επιδιώκουμε να απεκδυθούμε των δικών μας πολιτικών ευθυνών, στο μέτρο που συνεργήσαμε στην ανάδειξή του στην κυβερνητική εξουσία, παρόλο βέβαια που ασκούσαμε μιαν ορισμένη «αριστερή αντιπολίτευση», η οποία όμως ήταν εκ των πραγμάτων ενσωματωμένη στο γενικό πλαίσιο κίνησης του ΣΥΡΙΖΑ στην περίοδο που λειτουργούσε ως αντιπολιτευτική πολιτική δύναμη ; Κι’ αυτό βέβαια το ερώτημα δεν αφορά μόνον τον κόσμο που ακολούθησε μια ριζοσπαστική και αντιμνημονιακή πορεία εντός του ΣΥΡΙΖΑ, και στη συνέχεια διαχώρισε την θέση του από αυτόν μετά τον μοιραίο Αύγουστο του 2015, που υιοθέτηση το τρίτο μνημόνιο, αλλά αφορά εξίσου και τις υπόλοιπες αριστερές δυνάμεις (ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ), που δεν συμμετείχαν ούτε συμμάχησαν με τον ΣΥΡΙΖΑ, εντούτοις όμως έδωσαν και αυτές τις δικές τους ανεπαρκείς απαντήσεις για την εξέλιξη των πραγμάτων.
α) Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρξε ένα κλασικό αστικό κόμμα κατά την έννοια που είναι η συντηρητική παράταξη της ΝΔ, γιατί δεν συγκροτήθηκε από πολιτικές δυνάμεις ανοιχτά υπηρετικού χαρακτήρα για τα συμφέροντα της αστικής και ευρωπαϊκής κυριαρχίας στην ελληνική κοινωνία.
β) Παράλληλα δεν υπήρξε κόμμα λαϊκού εργατικού χαρακτήρα, στο βαθμό που στην πρακτική και στην σύνθεσή του στάθηκε συστηματικά ξένος προς την εργατική τάξη και τις όποιες οργανικές σχέσεις μαζί της, ούτε προφανώς των άλλων λαϊκών στρωμάτων (νεολαίας, ανέργων, συνταξιούχων κλπ.).
γ) Τέλος δεν αποτύπωσε σε καμία περίπτωση χαρακτηριστικά σοσιαλδημοκρατικού κόμματος που μεταστράφηκε προς τη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξή του, γιατί ένα κλασικό σοσιαλιστικό κόμμα διαθέτει αφετηριακά τουλάχιστον διαλεκτικές σχέσεις με το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και ασκεί μια μεταρρυθμιστική αναδιανεμητική πολιτική.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε το διευρυμένο πλαίσιο επιρροής και κυριαρχίας του προηγούμενου ΣΥΝ που είχε προκύψει στις αρχές της δεκαετίας του 1990 από τον διαχωρισμό του με τον ενιαίο ΣΥΝ και το ΚΚΕ. Ο ΣΥΝ δεν ήταν παρά ο πολιτικός κληρονόμος του ιστορικού ρεύματος της Ανανεωτικής Αριστεράς, όπως είχε αποτυπωθεί με το ΚΚΕ εσωτερικού και την ΕΑΡ, από κοινού με ένα μέρος των διανοητικών δυνάμεων που αποχώρησαν από το ΚΚΕ. Το ρεύμα αυτό είχε μια ιδιόμορφη σύνθεση και πολιτική που χαρακτηρίζονταν από την κυρίαρχη παρουσία τμημάτων της νέας μικροαστικής τάξης της διανοητικής εργασίας, που συγκροτούνταν αυτοτελώς εξ αιτίας : Αφενός της ιστορικής αντίθεσης με την δεξιά παράταξη που βαρύνονταν με το «κράτος της εθνικοφροσύνης», την στρατιωτική δικτατορία και τον μεταπολιτευτικό καραμανλικό αυταρχισμό, και αφετέρου της αντιπαλότητας προς τον σχηματισμό του ΠΑΣΟΚ εξ αιτίας του υπέρμετρα λαϊκού του χαρακτήρα, στο μέτρο που ήταν φορέας εκπροσώπησης ευρύτατων στρωμάτων της εργατικής τάξης και του αγροτικού κόσμου. Οι σχέσεις του ΣΥΝ με την εργατική τάξη, τη νεολαία και τους αγρότες ήταν εντελώς περιθωριακές αν όχι μηδαμινές. Η κυρίαρχη πολιτική του κατεύθυνση μέχρι την απαρχή της ίδρυσης του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο μικροαστικός εκσυγχρονισμός, μέχρι του σημείου αμφισβήτησης των ακραίων συνεπειών του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή το εγχείρημα υποστήριξης της καπιταλιστικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, επιφέροντας ορισμένες μεταρρυθμίσεις δημοκρατικών εκσυγχρονισμών, έτσι ώστε τα στρώματα που εκπροσωπούσε να μπορούν να βρουν τη θέση τους στους τεχνοκρατικούς μηχανισμούς διαχείρισης της αστικής εξουσίας.
Με την συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ στα μέσα της δεκαετίας του 2000, και την συμμετοχή σχημάτων και αγωνιστών της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (λ.χ. ΔΕΑ, ΚΟΕ, Ξεκίνημα κλπ.), ο σχηματισμός αυτός τέθηκε σε μια τροχιά ενός ορισμένου λαϊκού ριζοσπαστισμού, που χωρίς να ξεφεύγει από το γενικό πλαίσιο κίνησης του ΣΥΝ, δημιούργησε όρους μιας ευρύτερης αντιμνημονιακής συσπείρωσης με μια πολλαπλασιαστική δυναμική. Έτσι θέτοντας το ζήτημα της δυνατότητας κατάκτησης της κυβερνητικής εξουσίας και της ενότητας της Αριστεράς έγινε ο αποδέκτης της εκλογικής μαζικής στροφής προς τα αριστερά του λαϊκού εργατικού κόσμου που προέρχονταν από την κατάρρευση του μνημονιακού ΠΑΣΟΚ, κερδίζοντας τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (27%). Τα αποτελέσματα αυτά της κοινοβουλευτικής αναμέτρησης του Ιουνίου 2012 στάθηκαν ταυτόχρονα το εφαλτήριο για την άμεση εισδοχή στα πλαίσια του ΣΥΡΙΖΑ του λαϊκού ριζοσπαστισμού, όλου του όγκου των δυνάμεων του μικροαστικού δημοκρατικού εκσυγχρονισμού του ΣΥΝ, που μέχρι τότε βρίσκονταν σε αντίθεση με τις δυνάμεις του λαϊκού ριζοσπαστισμού. Η επικράτηση αυτή των δυνάμεων της νέας μικροαστικής τάξης της διανοητικής εργασίας (μηχανικών, γιατρών, δικηγόρων, πανεπιστημιακών, εκπαιδευτικών, οικονομολόγων κλπ.) ήταν άμεση, χωρίς να συναντήσει την αντιπαλότητα των λαϊκών ριζοσπαστικών δυνάμεων. Ο κυβερνητισμός, κοινοβουλευτισμός και εκλογικισμός ήταν πλέον το άμεσο αποτέλεσμα αυτής της κυριαρχίας, από τότε και μέχρι τον Ιανουάριο του 2015. Από εκεί και πέρα η αναφορά της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στην κατάργηση των μνημονίων, στο «σκίσιμό» τους σε μια νύχτα, στην ακύρωσή τους με ένα μόνον άρθρο δεν ήταν παρά μια δημαγωγική επίκληση του ίδιου τύπου της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ στις παραμονές της ανόδου του στην διακυβέρνηση της χώρας (1981) : «Στις 17 ψηφίζετε ΠΑΣΟΚ, στις 18 Σοσιαλισμός»…
Η επαναλαμβανόμενη αστοχία της κομμουνιστικής Αριστεράς
Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο τίθεται το πρώτο και καθοριστικό μείζον ζήτημα : Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επιχείρησε κατά κανέναν τρόπο να διαμορφώσει οργανικούς δεσμούς με τα εργατικά στρώματα που εγκατέλειψαν την ελληνική σοσιαλδημοκρατία, και απεναντίας τα «χρησιμοποίησε» ως εκλογικό και μόνον εφαλτήριο για την άνοδό του στην διακυβέρνηση της χώρας. Συνέχισε δηλαδή να είναι υποκειμενικά κόμμα του μικροαστικού δημοκρατικού εκσυγχρονισμού, πράγμα που αντικειμενικά συνιστά βραχίονα της αστικής πολιτικής, με πολιτική «εκμετάλλευση» των εκλογικών αντιμνημονιακών εργατικών και λαϊκών εκπροσωπήσεων. Και ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ λειτουργούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο, η υπόλοιπη Αριστερά (ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ) αδυνατούσε να αξιοποιήσει ένα μέρος τουλάχιστον της αριστερής μεταστροφής των κοινωνικών βάσεων της σοσιαλδημοκρατίας που κινούνταν προς τα αριστερά.
Α) Συνολικά, αν κάνει κανείς την αναδρομή στις παράλληλες ιστορικές πορείες της εργατικής τάξης και της Αριστεράς στις πάνω από τέσσερεις δεκαετίες που μας χωρίζουν από την μεταπολίτευση του 1974, διαπιστώνει ότι η εξέλιξη της πάλης των τάξεων στην ελληνική κοινωνία έδωσε, αν μπορεί έτσι να λεχθεί, τρία «ιστορικά ραντεβού» ανάμεσα στο εργατικό κίνημα και τις αριστερές δυνάμεις. Το πρώτο αυτό ραντεβού τοποθετείται στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο (1974 – 1981), στη διάρκεια του οποίου ο άνεμος του κοινωνικού ριζοσπαστισμού που προέκυψε από την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας είχε φυσήξει στα περισσότερα μεγάλα εργοστάσια, ιδιαίτερα στις βιομηχανικές ζώνες Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Στην περίοδο αυτή, και παρά την ισχύ του αντιδραστικού συνδικαλιστικού νόμου 330 / 1976, φύτρωσαν κυριολεκτικά σαν τα μανιτάρια μια πληθώρα εργοστασιακών σωματείων τα οποία και έδωσαν πεισματικούς απεργιακούς αγώνες για τους μισθούς, τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, τις απολύσεις κλπ. Έφτασαν μάλιστα να προβάλουν στόχους εργατικού ελέγχου, περιορισμού του διευθυντικού δικαιώματος του κεφαλαίου και ορισμένων μορφών κοινωνικοποίησης. Επρόκειτο για μια πηγαία και αυθεντική έκφραση της δυναμικής του ίδιου του βιομηχανικού προλεταριάτου σε πολλές περιπτώσεις (οι κινητοποιήσεις στην ΚΗΜ, στην ΜΕΛ, στην ΤΕΚΟΣΑ, την ΒΑΛΚΑΝ ΕΞΠΟΡΤ κλπ. μεταξύ πολλών άλλων περιπτώσεων ήταν χαρακτηριστική). Αυτό το εργοστασιακό συνδικαλιστικό κίνημα ήταν από την ίδια του τη φύση η πιο γνήσια έκφραση της στροφής του μισθωτού βιομηχανικού κόσμου «προς τα αριστερά».
Ποιά ήταν όμως η πολιτική και συνδικαλιστική στάση του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσωτερικού της εποχής απέναντι σ’ αυτό το αυθεντικό και πηγαίο εργατικό κίνημα; Το ΚΚΕ, που διέθετε μια μεγαλύτερη επιφάνεια, αντιμετώπισε τα επιχειρησιακά σωματεία με πλήρη εχθρότητα, καχυποψία και απώθηση, μια και η δυναμική τους δεν ήταν ελεγχόμενη από τις δυνάμεις του, εφόσον λειτουργούσαν με όρους αυτοτέλειας και ανεξαρτησίας. Βολεύονταν με την λειτουργία κλαδικών σωματείων, τα οποία και βρίσκονταν κάτω από τον άμεσο κομματικό έλεγχο, δεν είχαν όμως τη μαζικότητα και δυναμική της κίνησης του βιομηχανικού προλεταριάτου μέσα στη ίδια την εργοστασιακή παραγωγή. Και από την άλλη πλευρά το ΚΚΕ εσωτερικού ήταν βαθειά νυχτωμένο σε σχέση μ’ αυτές τις κοινωνικές διεργασίες, εφόσον ήταν φορέας της σύμπλευσης με τις δυνάμεις της «πεφωτισμένης» δεξιάς και αστικής τάξης, μέσα στα πλαίσια της πολιτικής του για την Εθνική Αντιδικτατορική Δημοκρατική Ενότητα (ΕΑΔΕ). Έτσι το αποτέλεσμα ήταν ότι εφόσον ο εργοστασιακός συνδικαλισμός συναντούσε «τοίχο» από την πλευρά των αριστερών δυνάμεων, να στραφεί προς την φαινομένη τότε «ριζοσπαστική» σοσιαλδημοκρατία του ΠΑΣΟΚ, συνεργώντας στην ανάδειξή της στην διακυβέρνηση της χώρας (1981), Ήταν το πρώτο «ιστορικό ραντεβού» το οποίο όχι μόνον δεν οδήγησε σε «γάμο», αλλά σε μια μόνιμη αντιπαλότητα κομμουνιστικής Αριστεράς και επιχειρησιακού εργατικού κινήματος.
Β) Το δεύτερο «ιστορικό ραντεβού» που ανάδειξε η ταξική πάλη σηματοδοτήθηκε από την μονεταριστική στροφή της κυβερνητικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ (1986) και τις πρώτες τροχιοδεικτικές βολές του μέλλοντος να αναφανεί νεοφιλελευθερισμού. Η μεγάλη πλειονότητα των συνδικαλιστικών δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας (εργοστασιακά συνδικάτα και Ομοσπονδίες της Κοινής Ωφέλειας) ήρθαν σε ρήξη με την κυβερνητική πολιτική του ΠΑΣΟΚ και προχώρησαν σε συμμαχία με τις δυνάμεις της ΕΣΑΚ και του ΑΕΜ (δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980). Σ’ αυτή την περίπτωση είναι αλήθεια ότι συνάφθηκε ένας ορισμένος «αρραβώνας» Αριστεράς και εργατικού κινήματος, και οι πλειοψηφίες ΣΣΕΚ και συνδικαλιστικών αριστερών δυνάμεων προχώρησαν σε εξαιρετικά μαζικές απεργιακές κινητοποιήσεις απέναντι στην πολιτική του «ήπιου» μονεταρισμού. Επρόκειτο για μια συμμαχία που θα μπορούσε να ανατρέψει και να μετασχηματίσει το συνολικό πολιτικό σκηνικό. Εντούτοις για μια καινούργια φορά η πολιτική Αριστερά, μπήκε στο δρόμο της ενοποίησης ΚΚΕ και ΕΑΡ, δημιουργώντας τον ενιαίο ΣΥΝ, και εγκαταλείποντας το πεδίο της ταξικής διαπάλης του εργατικού κινήματος. Υιοθέτησε τις λογικές της αναπτυξιολογίας, του εκσυγχρονισμού, της κυβερνητικής υπευθυνότητας, πεδίο δόξης λαμπρό για τις μικροαστικές τεχνοκρατίες που τότε ηγεμόνευαν και στα δύο κομμουνιστικά κόμματα, και που κατέληξαν στις συγκυβερνήσεις της Αριστεράς με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, πράγμα που άνοιξε διάπλατα το δρόμο για την επικράτηση του νεοσυντηρητικού χειμώνα της κυβέρνησης της Δεξιάς στην αρχή της δεκαετίας του 1990. Κατ’ αυτό τον τρόπο διαλύθηκε και αυτός ο «αρραβώνας» και το ίδιο το εργατικό κίνημα μπήκε σε μια μακρόχρονη πορεία αποδυνάμωσης και σταδιακού εκφυλισμού.
Γ) Το τρίτο και τελευταίο μέχρι σήμερα «ιστορικό ραντεβού» που ανέδειξε η πάλη των τάξεων ήταν αυτό της διετίας 2010 – 2012, που σημαδεύτηκε από τις μεγάλες και επαναλαμβανόμενες πανεργατικές απεργίες απέναντι στα δύο πρώτα μνημόνια του ΠΑΣΟΚ και της κυβερνητικής συμμαχίας του με τη ΝΔ. Αυτή η διετής ταξική αντιπαράθεση επέφερε την διάρρηξη των σχέσεων εκπροσώπησης εργατικής τάξης και σοσιαλδημοκρατίας, και απελευθέρωσε μια μαζική μεταστροφή του λαϊκού κόσμου της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ «προς τα αριστερά». Όπως είναι γνωστό αυτή η κοινωνική κίνηση κατευθύνθηκε προς τον ΣΥΡΙΖΑ που δήλωνε την αντίθεσή του στη μνημονιακή πολιτική, έθετε ζήτημα εναλλακτικής κυβερνητικής διεξόδου και ενότητας της Αριστεράς. Τόσο το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όσο και η αριστερή αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, δεν κατόρθωσαν στην συγκυρία του Μαίου – Ιουνίου 2012 να διαμορφώσουν οργανικούς δεσμούς μ’ αυτά τα εργατικά στρώματα που είχαν μείνει χωρίς πολιτική εκπροσώπηση, ενώ το ΠΑΣΟΚ κατέρρεε ολοταχώς.
Το ΚΚΕ αρνούνταν την προοπτική της αριστερής κυβερνητικής συμμαχίας και παρέμβασης, ενώ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πολιτεύονταν με όρους μαξιμαλιστικών επικλήσεων, που ανεξάρτητα από τον αντικαπιταλιστικό στρατηγικό τους χαρακτήρα, δεν μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν γέφυρες επικοινωνίας με την τεράστια κρίση πολιτικής εκπροσώπησης των σοσιαλδημοκρατικών κοινωνικών δυνάμεων. Έτσι το πράγμα κατέληξε σε ένα «συνοικέσιο από συμφέρον» με την έννοια ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε αποδέκτης όλης αυτής της μεταστροφής, προσέδωσε όμως σε αυτήν καθαρά εκλογικίστικα χαρακτηριστικά, ουδόλως διαμόρφωσε οργανικές σχέσεις μ’ αυτό τον εργατικό κόσμο, και το χειρότερο «χρησιμοποίησε» όλη αυτή την εκλογική λαϊκή εκπροσώπηση προκειμένου να εφαρμόσει τα δικά του σχέδια του μικροαστικού εκσυγχρονισμού και τεχνοκρατισμού, δηλαδή να υπηρετήσει ευθέως (από τον Ιανουάριο του 2015 και μέχρι σήμερα) την αστική πολιτική της καπιταλιστικής οικονομικής συσσώρευσης. Αυτός ο «γάμος συμφέροντος» προφανώς και διαλύθηκε, ο «γαμπρός» σφετερίστηκε την περιουσία (εκλογική εκπροσώπηση εργατικής τάξης) και η «νύφη» ξανακλείστηκε στο σπίτι της…
Αριστερή λαϊκότητα - γειωμένος εργατικός αντικαπιταλισμός
Η απουσία αυτή οργανικής σύνδεσης της Αριστεράς με τον εργαζόμενο μισθωτό κόσμο, και απεναντίας η αξιοποίηση του εκλογικού προσανατολισμού προς τους σχηματισμούς της αστικής πολιτικής (προς την σοσιαλδημοκρατία στις εκλογικές αναμετρήσεις της δεκαετίας του 1980 και προς τον μικροαστικό εκσυγχρονισμό στις αντίστοιχες κοινοβουλευτικές εκλογές στην περίοδο 2012 – 2015), έχει προφανώς να κάνει με την ίδια την πολιτική γραμμή των κομμουνιστικών πολιτικών σχηματισμών : Στην πρώτη περίπτωση (1974 – 1981) με την επιβολή «από τα έξω» στην εργατική τάξη αναφορικά με το ΚΚΕ, και την συμβιβαστική – συμφιλιωτική στάση του ΚΚΕ εσωτερικού. – Στην δεύτερη περίπτωση (δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980) με τον προσανατολισμό του ενιαίου ΣΥΝ (ΚΚΕ + ΕΑΡ) προς τον κυβερνητισμό και την υπευθυνότητα της αστικής συναινετικής διαχείρισης, εγκαταλείποντας την δυναμική του εργατικού κινήματος (ΣΣΕΚ + ΕΣΑΚ + ΑΕΜ). – Στην τρίτη σύγχρονη περίπτωση με μια στάση που ουσιαστικά αδυνατούσε να ανταποκριθεί στον στόχο συγχώνευσης εργατικού κινήματος και Αριστεράς, στο βαθμό που το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επικαλούνταν μεν έναν αντικαπιταλισμό, εντούτοις δεν μπορούσαν να τον γειώσουν με συγκεκριμένο τρόπο στις απαιτήσεις της συγκυρίας (είτε αδιαφορώντας για το ζήτημα της διακυβέρνησης και απωθώντας την «λαϊκή εξουσία» στο μακρινό μέλλον, είτε μετατρέποντας την αντικαπιταλιστική στρατηγική και την «κομμουνιστική επαγγελία» σε άμεση τακτική πρόταση).
Επιπρόσθετα δεν μπορεί να μην σημειώσει κανείς την ευθύνη της αριστερής αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ, που ενώ ήταν άμεσα ορατή η εκλογική στροφή της εργατικής πλειονότητας προς τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν κινήθηκε στην κατεύθυνση διαμόρφωσης οργανικών δεσμών μ’ αυτήν, δεν πριμοδότησε την κινηματική ανασύνταξη των εργαζομένων, δεν κατόρθωσε να εισάγει την εργατική κοινωνική δυναμική εντός του ΣΥΡΙΖΑ. Απεναντίας άφησε να αναπτυχθεί στις γραμμές του μετά τον Ιούνιο του 2012 η κυριολεκτική «άλωση» του κόμματος της Ριζοσπαστικής Αριστεράς από τις δυνάμεις της μικροαστικής εκσυγχρονιστικής τεχνοκρατίας, με την συνακόλουθη υιοθέτηση του τρίπτυχου «εκλογικισμός – κοινοβουλευτισμός – κυβερνητισμός», και περιορίστηκε στην αντιπαράθεσή της στο αποκλειστικό πεδίο της νομισματικής διαπάλης (ευρώ ή δραχμή), χωρίς να διαχωρίζεται και από τις κυρίαρχες παραμέτρους της οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ (οικονομισμός με ανάπτυξη και μετά κοινωνική αναδιανομή, παραγωγική ανασυγκρότηση, στήριξη της μαζικής βάσης της καπιταλιστικής επιχειρηματικής πυραμίδας των μικρό-μεσαίων επιχειρήσεων κλπ.).
Είναι συνεπώς περισσότερο από φανερό ότι το αναπότρεπτο επόμενο «ιστορικό ραντεβού» λαϊκών τάξεων και Αριστεράς, για να έχει γονιμότητα, να συνδυάζεται με ριζικούς επαναπροσδιορισμούς στους όρους υπόστασης και κίνησης του αριστερού κινήματος. Γιατί η ανάκαμψη του ελληνικού καπιταλισμού δεν έχει ακόμη ξεπεράσει την επίμονη κρίση υπερσυσσώρευσης, η μνημονιακή απορρύθμιση της εργασίας δεν φαίνεται να παίρνει τέλος, και η απομύζηση του λαϊκού εισοδήματος προβλέπεται να συνεχίζεται από το βάρος εξυπηρέτησης των δανειακών δεσμεύσεων. Έτσι μεταξύ των άλλων προβάλλουν ως αναγκαίοι επαναπροσδιορισμοί κατηγορηματικού χαρακτήρα :
1)Της τελεσίδικης υπέρβασης της ενδημικής αντίληψης της Αριστεράς ότι ο πολιτικός της ρόλος είναι η «εκπροσώπηση», ή ακόμα χειρότερα η «καθοδήγηση» των εργαζομένων, ανέργων, συνταξιούχων, νεολαίας, και μάλιστα στην κοινοβουλευτική εκδοχή αυτής της «εκπροσώπησης». Το κίνημα δεν υπάρχει για να λειτουργεί ως υποστηρικτική δύναμη των αριστερών δυνάμεων, αλλά απεναντίας η Αριστερά δεν μπορεί παρά να έχει ως πρωταρχικό ρόλο την υπηρέτηση της υποκειμενοποίησης και κίνησης της εργατικής τάξης. Η εργατική χειραφέτηση έχει τον δεσπόζοντα ρόλο έναντι της προτεραιότητας και κυριαρχίας του πολιτικού και κομματικού υποκειμενισμού. Χωρίς να παραγνωρίζονται οι ταξικές διαστάσεις της κοινοβουλευτικής διαπάλης, η Αριστερά δεν μπορεί να διαμορφώνει προοπτικές παρά και καθ’ υπέρβαση της αστικής κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης.
2)Το ξεπέρασμα των πρακτικών που είτε παραπέμπουν την εγκαθίδρυση της «λαϊκής εργατικής εξουσίας» στο απροσδιόριστο μέλλον, και έτσι αρκείται σε έναν άγονο αμυντισμό και μέχρι τότε στο «ατσάλωμα» του κομματικού υποκειμένου, είτε επιδιώκουν να εγκαταστήσουν την «κομμουνιστική στρατηγική» στο πεδίο των άμεσων τακτικών στόχων, αδυνατώντας να πραγματώσουν την υλική σύνδεση του πολιτικού φορέα με τις χειμαζόμενες λαϊκές τάξεις. Η ανάδειξη των άμεσων και εκρηκτικών ζωτικών κοινωνικών αναγκών είναι το μόνο πεδίο όπου μπορεί να λειτουργήσει μια ισότιμη διασύνδεση Αριστεράς και εργατικού κινήματος, όπου μπορεί να ανθίσει μια μεταβατική ριζοσπαστική προγραμματική λογική, και όπου, μέσα από την αλλαγή του ταξικού συσχετισμού των δυνάμεων, μπορεί να καρποφορήσει μια συνολική κινηματική και κυβερνητική διέξοδος γενικευμένης χειραφέτησης.
3)Την επικέντρωση στο ζήτημα του μετασχηματισμού των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής (κοινωνικοποίηση ιδιοκτησίας, διαχείρισης, γνώσης κλπ.) που οδηγεί στην καθολική χειραφέτηση των εργαζομένων, σε σχέση με την επιδίωξη της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Η επιζήτηση της «ανάπτυξης», της «παραγωγικής ανασυγκρότησης» κλπ. δεν οδηγεί παρά στην ισχυροποίηση της αστικής επιχειρηματικής εξουσίας, και σε καμία περίπτωση δεν έχει οδηγήσει στην μεταλλαγή των κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων. Απεναντίας η εγκαθίδρυση μορφών σοσιαλιστικής δόμησης και λειτουργίας των παραγωγικών σχέσεων είναι η μόνη που μπορεί να απελευθερώσει και να οδηγήσει τις παραγωγικές δυνάμεις στην πιο πλήρη τους ανάπτυξη.
4)Η μεταπολιτευτική εμπειρία έχει περίτρανα αποδείξει ότι και όταν ακόμη ένας πολιτικός σχηματισμός επικαλείται τον σοσιαλισμό, την ικανοποίηση των λαϊκών συμφερόντων, την κοινωνική αλλαγή κ.ά., ακόμη και αν βασίζεται στην εκλογική εκπροσώπηση εργατικών και αγροτικών δυνάμεων, δεν μπορεί παρά να οδηγείται στην ενσωμάτωση στην αστική κρατική διαχείριση (ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του 1980, ΣΥΡΙΖΑ στη σύγχρονη περίοδο), εφόσον στο υποκειμενικό πολιτικό του επίπεδο κυριαρχείται από μικροαστικές δυνάμεις «ειδημόνων», «τεχνοκρατών της εξουσίας», «επαϊόντων» κλπ. Γι’ αυτό η Αριστερά δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να οδηγήσει σε ριζοσπαστικές οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές αν στο εσωτερικό της δεν ηγεμονεύουν, δεν έχουν κυρίαρχη και αποφασιστική συμμετοχή οι ίδιες οι οργανωμένες κοινωνικές λαϊκές δυνάμεις που «εκλογικά» εκπροσωπούνται, αν σε τελική ανάλυση μέσα στα ίδια τα σπλάχνα της Αριστεράς δεν ασκείται η εργατική δημοκρατία και εξουσία.