Μια απάντηση στο άρθρο του Jacobin, «The New Communists»
Η συζήτηση για τα εκατό χρόνια από το 1917 υπήρξε παγκόσμια. Χαρακτηριστικό είναι ένα πρόσφατο άρθρο μερίδας της συντακτικής ομάδας του Jacobin (5/12/2017), που καλεί να αφήσουμε πίσω μας τον Οκτώβρη για να στηρίξουμε προσπάθειες τύπου Σάντερς και Κόρμπιν, δηλαδή ένα είδος σοσιαλδημοκρατίας. Το άρθρο είναι πολύ πειστικό, όσον αφορά την ανάγκη να σκεφτούμε πέρα από τον Οκτώβρη, αφού αντιμετωπίζουμε εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Όμως, οι αρθογράφοι ξεχνούν ότι η σοσιαλδημοκρατία είναι παλαιότερη από τους μπολσεβίκους και συνεπώς, αν θέλουμε να σκεφτούμε πέρα από τον Οκτώβρη, θα πρέπει να σκεφτούμε και πέρα από τη σοσιαλδημοκρατία. Φυσικά, αυτό δεν είναι απλό. Το να σκεφτούμε πέρα από τον Οκτώβρη χωρίς να ενσωματωθούμε στη σοσιαλδημοκρατία είναι ένα βασικό πρόβλημα που αντιμετώπισε το κομμουνιστικό κίνημα στον αναπτυγμένο καπιταλισμό, τουλάχιστον μεταπολεμικά.
Μάλιστα, όπως δείχνει ο Πέρι Άντερσον, οι πρώτοι που μας κάλεσαν να σκεφτούμε πέρα από τον Οκτώβρη ήταν οι ίδιοι οι μπολσεβίκοι. Ο Λένιν, ο Τρότσκι, ο Γκράμσι, ακόμη και ο Μπορντίγκα, είναι σύμφωνοι ότι ο Οκτώβρης δεν μπορεί να επαναληφθεί στη Δύση, γιατί οι συνθήκες είναι ριζικά διαφορετικές από αυτές που αντιμετώπισαν οι επαναστάτες στη Ρωσία. Αντί γι’ αυτό, ανέπτυξαν την τακτική του Ενιαίου Μετώπου, τακτική για μια ολόκληρη εποχή, κατά την οποία τα κομμουνιστικά κόμματα θα έπρεπε να επιδιώξουν την ηγεμονία, δηλαδή την πλειοψηφία, τουλάχιστον στο δικό τους ιστορικό μπλοκ, δηλαδή μεταξύ των υποτελών τάξεων. Αυτή η τακτική, που ο Γκράμσι την ονόμαζε πόλεμο θέσεων, στον πυρήνα της είναι δημοκρατική. Στο σημείο αυτό ξεκινούν τα προβλήματα.
Διόλου τυχαία, η πρώτη σχετική διατύπωση περί «πολέμου φθοράς», δηλαδή πολέμου θέσεων, δεν ανήκει ούτε στον Λένιν, ούτε στον Γκράμσι, ούτε και στον Τρότσκι· δεν ανήκει στους μπολσεβίκους, αλλά στον σοσιαλδημοκράτη Κάουτσκι. Πράγματι, η παραπομπή της επανάστασης στο αδιευκρίνιστο μέλλον και η αναγγελία μιας ολόκληρης εποχής που χαρακτηρίζεται από τη λιγότερο ή περισσότερο ειρηνική προσπάθεια για τον προσεταιρισμό της πλειοψηφίας, δεν έχει κάποια ουσιαστική διαφορά από την τακτική της σοσιαλδημοκρατίας. Δηλαδή, έχοντας κάνει μισό βήμα προς τη δημοκρατία, το κομμουνιστικό κίνημα αντιμετωπίζει τον κίνδυνο σοσιαλδημοκρατικοποίησης. Αυτός ο κίνδυνος δεν ήταν ορατός την εποχή των μαζών, δηλαδή την εποχή που τα κομμουνιστικά κόμματα συγκέντρωναν εκατομμύρια εργαζόμενους και οι ένοπλες απεργίες και συγκρούσεις ήταν στην ημερήσια διάταξη. Έγινε όμως εντελώς πραγματικός αργότερα και ιδιαίτερα μεταπολεμικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μοίρα του ευρωκομμουνισμού αλλά και του αριστερού λαϊκισμού.
Για να το θέσουμε λίγο πιο θεωρητικά, η τακτική του κομμουνιστικού κινήματος στον αναπτυγμένο καπιταλισμό διαπερνάται από μία βασική αντίφαση : κάνει μια κίνηση απομάκρυνσης από τον Οκτώβρη, αλλά κοιτάει ακόμη προς τον Οκτώβρη· ανοίγει μια περίοδο δημοκρατικής διεκδίκησης της πλειοψηφίας, που προηγείται της όποιας οιονεί ένοπλης αντιπαράθεσης, αλλά οικοδομεί μια οργάνωση με στρατιωτικά χαρακτηριστικά, που σκοπό έχει την εγκαθίδρυση μιας δικτατορίας. Την αντίφαση αυτή δεν μπορεί να την επιλύσει με περαιτέρω στρατιωτικοποίηση, με περαιτέρω συγκεντρωτισμό και γραφειοκρατία, με ένταση της πειθαρχίας, με επιστροφή και κλείσιμο στις παραδόσεις (του καθενός), με «κομμουνιστικοποίηση» όπως λένε ορισμένοι πρόσφατα, γιατί με αυτό τον τρόπο θα επέστρεφε στο αφετηριακή σημείο, από όπου μας απέτρεψαν ο Λένιν, ο Τρότσκι, ο Γκράμσι και ακόμη και ο Μπορντίγκα. Ταυτόχρονα, όσο δεν επιλύει την αντίφαση, είτε μένει μετέωρο -χωρίς να μπορεί να επιτύχει τους στόχους του- είτε οδηγείται στη σοσιαλδημοκρατικοποίηση. Αν θέλει να επιλύσει την αντίφαση χωρίς να οδηγηθεί στη σοσιαλδημοκρατικοποίηση, ο μοναδικός δρόμος είναι να ολοκληρώσει το δημοκρατικό βήμα.
Πράγματι, τα τελευταία χρόνια, καθώς ωριμάζουν στις συνειδήσεις οι συνέπειες από την πτώση του εντελώς ανύπαρκτου σοσιαλισμού, πολλαπλασιάζονται οι φωνές που υποστηρίζουν ότι ο κομμουνισμός του 21ου αιώνα θα πρέπει να είναι συνώνυμο της ριζοσπαστικής δημοκρατίας. Και οι φωνές αυτές δεν προέρχονται μόνο από τους συνήθεις υπόπτους. Για παράδειγμα, σε ένα κείμενο του 2009, υποστηρίζει την προοπτική μιας «διαρκούς δημοκρατικής επανάστασης» ο Μπενσαΐντ. Είναι πολύ λογικό· μια τέτοια επιλογή, σε επίπεδο τόσο οργανωτικό όσο και προτάγματος, θα επέτρεπε στην αντικαπιταλιστική αριστερά και να προσαρμοσθεί στις συνθήκες του αναπτυγμένου καπιταλισμού και να υπηρετήσεις τους στόχους της με τρόπο ριζικά διακριτό από τη σοσιαλδημοκρατία.
Φυσικά, το λογικό δεν περνάει ποτέ αυτόματα στο πραγματικό, ούτε και τα πράγματα είναι τόσο απλά όσο μπορεί να φαίνονται στο χαρτί και με έναν τόσο μεγάλο βαθμό αφαίρεσης. Η προβληματική της ριζοσπαστικής δημοκρατίας είναι κι αυτή αντιφατική, επικίνδυνη και αχανής και θέλει μεγάλη προσοχή ο τρόπος που θα περάσει στην πράξη του οργανωμένου κοινωνικού κινήματος. Αλλά δεν έχουμε να χάσουμε παρά τις αλυσίδες μας.
*Διδάκτορας πολιτικής θεωρίας και μέλος του Κόκκινου Δικτύου