Το «μακεδονικό» έχει εξελιχθεί σε κεντρικό ζήτημα της πολιτικής αντιπαράθεσης στην Ελλάδα. Πέρα από τους ευρύτερους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς που βρίσκονται πίσω από την ανακίνηση της «εξεύρεσης λύσης» σήμερα, γίνεται και αντικείμενο προς πολιτική εκμετάλλευση και διαμόρφωση πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών.

Από τη μία το «παιχνίδι» του Αλ. Τσίπρα που, παραμένοντας απολύτως εντός του πλαισίου που ορίζουν τα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού, βλέπει με ικανοποίηση τα εσωτερικά προβλήματα που δημιουργούνται στη Δεξιά κι επιχειρεί να εμφανιστεί ως ένα κάποιο «αντίπαλο δέος» στις εθνικιστικές υστερίες. Από την άλλη, η αξιοποίηση του ζητήματος από τμήματα της σκληρής Δεξιάς, της ακροδεξιάς, μηχανισμών του κράτους κ.ά. για μια αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού προς συντηρητική κατεύθυνση, όπως φάνηκε από τη διαδήλωση «για το όνομα» στη Θεσσαλονίκη.

Απέναντι στις διαφορετικές όψεις της αστικής πολιτικής («κοσμοπολίτικου» νατοϊσμού και επιθετικού εθνικισμού) είναι επιτακτική ανάγκη να διαμορφώσει ανεξάρτητη θέση η ριζοσπαστική Αριστερά, παίρνοντας υπόψη αρχές και κριτήρια που θα της επιτρέψουν να μην ρίξει «νερό στο μύλο» οποιασδήποτε εκδοχής αστικής πολιτικής.

Τη δεκαετία του ’90, η υπόκλιση σοβαρού τμήματος της Αριστεράς στο κλίμα και την πίεση «εθνικής ομοψυχίας» που επικρατούσε, αποτέλεσε μέρος του προβλήματος. Η αποφυγή αυτών των λαθών είναι απολύτως κρίσιμη σήμερα, για την γενικότερη προσπάθεια ανασυγκρότησης ενός διακριτού πόλου της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Γι’ αυτό το λόγο, είναι αναγκαία η πιο ανοιχτή συζήτηση για την στάση που οφείλουμε να κρατήσουμε και τον τρόπου που έχουμε να παρέμβουμε σε μια «σκληρή» δημόσια συζήτηση. 

Λίγες μέρες πριν, ο Παν. Λαφαζάνης, απαντώντας σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφων για το όνομα της γειτονικής FYROM (FYROM ως αναγνωρισμένο όνομα από την Ελλάδα, Δημοκρατία της Μακεδονίας ως όνομα αναγνωρισμένο από δεκάδες χώρες διεθνώς και πάνω απ’ όλα από το Σύνταγμα της ίδιας της χώρας) επέλεξε να τοποθετηθεί ως εξής: «Η θεσμική ακύρωση του αλυτρωτισμού της FYROM είναι το κεντρικό ζήτημα και όχι αποκλειστικά και μόνο το όνομα, ως προϋπόθεση για ένα νέο πλαίσιο σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών…  Εμείς δίνουμε βάρος σε αυτή την ανάγκη, της θεσμικής ακύρωσης του αλυτρωτισμού, έτσι ώστε να ανοίξει ένας καλύτερος δρόμος, ένας ουσιαστικότερος δρόμος, στις σχέσεις», συνδέοντας στο τέλος την προθυμία της ελληνικής κυβέρνησης να διευκολύνει τις επιδιώξεις των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ με την αγνόηση (κατά τη γνώμη του) του γειτονικού αλυτρωτισμού εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης (Iskra, «Προτεραιότητα ο αλυτρωτισμός της ΠΓΔΜ και όχι μόνο το όνομα»). Η αρθρογραφία που φιλοξενήθηκε τις τελευταίες μέρες στην Iskra κινήθηκε -πλειοψηφικά- σε ανάλογο τόνο, στο ίδιο κλίμα κινούνται οι θέσεις του ΚΚΕ, ενώ γενικότερα ανάλογες απόψεις έχουν γίνει με τα χρόνια αυτονόητος «κοινός τόπος» σε πολύ μεγάλο τμήμα του κόσμου της Αριστεράς.

Κάποιες πρώτες απαντήσεις ήρθαν από τον υπ. Εξ. Νίκο Κοτζιά που έχει επισημάνει ότι το πρόβλημα του «αλυτρωτισμού» συνιστά το πραγματικό πρόβλημα, πίσω από το ζήτημα της ονομασίας, και από τον Αλ. Τσίπρα του οποίου το «μήνυμα στα Σκόπια», ότι «δεν είναι μόνο το όνομα το πρόβλημα» και το «λύση χωρίς αλυτρωτισμούς» έκανε το γύρο των ΜΜΕ.

Αντί άλλης κριτικής στις εμφάσεις που επέλεξε να αναδείξει ο σ. Π.Λ., θα μπορούσαμε να σταματήσουμε εδώ, επισημαίνοντας τα αδιέξοδα στα οποία μπορεί να οδηγήσει μια αντιπολίτευση με όρους «εθνικής πλειοδοσίας» απέναντι στην κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου-Κοτζιά, η οποία συνδυάζει το σοσιαλ-φιλελευθερισμό των μνημονίων με μια βουτιά στον σοσιαλ-εθνικισμό όσον αφορά τα «εθνικά μας θέματα».

Ωστόσο, για ένα ζήτημα που είναι σημαντικό για την ειρήνη και την φιλία των εργαζόμενων τάξεων στα Βαλκάνια, αλλά και για την κίνηση που θα πάρει το «πολιτικό εκκρεμές» στην Ελλάδα, οφείλουμε να πούμε τα εξής, διαχωρίζοντας ρητά τη στάση μας και ξεκαθαρίζοντας κάποια ζητήματα που ταλανίζουν την δημόσια πολιτική συζήτηση στην Ελλάδα, «δηλητηριάζοντας» το κλίμα αλλά και βρίσκοντας αποδοχή σε σοβαρό τμήμα του κόσμου της Αριστεράς.

Ο υποτιθέμενος αλυτρωτισμός της Δ.Μ. δεν θα μπορούσε να απειλήσει στρατιωτικά τους Έλληνες φτωχούς, όταν η Ελλάδα είναι δεύτερη χώρα του ΝΑΤΟ σε εξοπλισμούς (σε ποσοστό ΑΕΠ) ενώ η Δ.Μ. σχεδόν δεν διαθέτει στρατιωτικές δυνάμεις. Η Δ.Μ. δεν διαθέτει καν στρατιωτική αεροπορία! Η δύναμη πυρός της κατά πάσα πιθανότητα δεν ξεπερνά αυτήν των Ελλήνων κυνηγών! (για το συσχετισμό δύναμης, αλλά και γενικότερα για τον χαρακτήρα της διαμάχης βλ. «Μακεδονικό: το όνομα, οι ελληνικοί εκβιασμοί και το ΝΑΤΟ»).

Στην πραγματικότητα οι αλυτρωτικές βλέψεις της Δ.Μ. αποτελούν ένα παραφουσκωμένο μύθο. Το bullying  της Ελλάδας τη δεκαετία του ’90 είχε δυο παγκοσμίως πρωτοφανή αποτελέσματα , πέρα από την αλλαγή ονόματος-βάφτιση άλλης χώρας: α) να αλλάξει η σημαία της Δ.Μ  και β) να επιβληθεί από την ελληνική πλευρά η αλλαγή συντάγματος στην γειτονική χώρα και να αφαιρεθούν από το Μακεδονικό Σύνταγμα τα λίγα εδάφια που θεωρούσε η Ελλάδα «ύποπτα αλυτρωτικών διαθέσεων». Πέρα από μια «εθνικιστική ντόπα» που ενδεχομένως χρησιμοποίησαν κυβερνήσεις όπως του Γκρουέφσκι στο παρελθόν, το σενάριο υπαρκτής διεκδίκησης εδαφών και αλλαγής συνόρων από την ΔτΜ απέναντι στην Ελλάδα, δεν μπορεί να σταθεί με κανέναν τρόπο.  

Ο -κατά πολύ- ισχυρότερος καπιταλισμός στην περιοχή μεταξύ των δυο χωρών είναι ο ελληνικός, αποτελώντας μάλιστα (ναι, ακόμα και σήμερα, μετά από 8 χρόνια μνημονίων) τον  δεύτερο μεγαλύτερο επενδυτή στη Δ.Μ., καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό την οικονομία της. Άλλη μια απόδειξη της ελληνικής ισχύος ήταν το ελληνικό βέτο του 2008 για την ένταξη της Δ.Μ. στο ΝΑΤΟ.

Υπάρχει βέβαια και το εκπαιδευτικό σύστημα της Μακεδονίας, που διδάσκει την μακεδονική ιστορία με τους παραμορφωτικούς φακούς της «εθνικής αφήγησης», αλλά αυτό ακριβώς κάνει και το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, όπως τα περισσότερα εκπαιδευτικά συστήματα διεθνώς: όλα τα έθνη-κράτη είναι σχετικά σύγχρονα δημιουργήματα του καπιταλισμού και ξαναγράψανε την ιστορία επεκτείνοντας την υποτιθέμενη ιστορικότητα των σύγχρονων εθνικοτήτων στα βάθη των αιώνων, για να ομογενοποιήσουν τις διάφορες εθνότητες στα εδάφη τους, γύρω από τα συμφέροντα της ντόπιας άρχουσας τάξης. Άμα η επίκληση κάποιας φανταστικής ιστορικής καταγωγής στα σχολικά βιβλία είναι “αλυτρωτισμός”, τότε τι να πουν και τα ελληνικά σχολικά βιβλία, με τις “χαμένες πατρίδες” που απλώνονται από την Αλβανία μέχρι την Ινδία...

Αντίθετα, στον εθνικισμό του ελληνικού κράτους μπορεί να εγγραφεί η ανοχή σε συνθήματα που φωνάζονταν «αυθόρμητα» στα μακεδονοφάγα κρατικά συλλαλητήρια των αρχών του ’90, απειλώντας τους Μακεδόνες με πόλεμο: «Η λύση είναι μία - σύνορα με τη Σερβία» και «στα όπλα να πάρουμε τα Σκόπια». Ή πιο πρόσφατες δηλώσεις, όπως του Ά. Τσοχατζόπουλου, υπουργού Εθνικής Άμυνας και του Θ. Πάγκαλου, πρώην υπουργού Εξωτερικών, που πρότεινε «δημιουργία υγειονομικής ζώνης εκείθεν των συνόρων μας με τα Σκόπια, σε βάθος 10 εως 20 χιλιομέτρων με οικισμούς στις περιοχές Μοναστηρίου, Γευγελής και Αχρίδας». Ενώ τους πραγματικούς λόγους εξηγούσε ο βουλευτής ΠΑΣΟΚ Κοζάνης,  Αλ. Αθανασιάδης: «Η αποστολή στρατευμάτων είναι, κατά την άποψή μου, μια πρόβα τζενεράλε για τη μόνιμη εγκατάσταση στρατευμάτων στα Σκόπια. Θεωρώ ότι η ελληνική συμμετοχή είναι αναγκαία και επιβεβλημένη. Οι Έλληνες επιχειρηματίες που βρίσκονται στα Σκόπια, και είναι που είναι πάρα πολλοί, αισθάνονται ανασφάλεια. Νομίζω δε ότι η παραμονή των ελληνικών στρατευμάτων εκεί θα δώσει μια πνοή σ’ αυτούς τους ανθρώπους για να πάρουν αποφάσεις». (Εφ.Συν., "Η επαγγελία της υγειονομικής ζώνης")

Κεντρική  επιδίωξη του ελληνικού καπιταλισμού μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ήταν να «ανοίξει» η οικονομία της χώρας στους Έλληνες «επενδυτές»-καπιταλιστές. Μέχρι το ‘90 οι ελληνικές κυβερνήσεις επί της ουσίας δεν είχαν πρόβλημα με το όνομα των Μακεδόνων ούτε με το όνομα “Λαϊκή/Σοσιαλιστική Δημοκρατία Μακεδονίας” στα πλαίσια της Γιουγκοσλαβίας.  Ο εθνικός τσαμπουκάς και οι στρατιωτικές απειλές, η στρατιωτική, πολιτική και οικονομική ισχύς της Ελλάδας επιστρατεύτηκαν ακριβώς όταν το μακεδονικό κράτος εμφανίστηκε μόνο του και αποδυναμωμένο. Για να μετατραπεί σε οικονομικό δορυφόρο του ελληνικού καπιταλισμού. Αυτό ήταν το νόημα των μαζικών, κρατικά οργανωμένων, κινητοποιήσεων γύρω από το όνομα μετά το ’90, αυτό ήταν το  νόημα του εμπάργκο του Αντρέα Παπανδρέου, αυτό ήταν –και είναι- το νόημα της «αγανάκτησης» για το «θράσος» των γειτόνων να διεκδικούν το «όνομά μας». Ο ελληνικός καπιταλισμός τα κατάφερε σχετικά γρήγορα (με τις πλάτες των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ) και αυτό ήταν το νόημα της δήλωσης του Κ.Μητσοτάκη το ’93, "Σε δέκα χρόνια κανείς δεν θα θυμάται αυτό το θέμα, όπως, επί 45 χρόνια κανείς δεν του έδινε σημασία".

Το θέμα λοιπόν είναι πολιτικό και όχι ιστορικό, όπως επικαλείται η ελληνική–αστική πλευρά. Βέβαια το όνομα της Μακεδονίας συνεχίζει να ανακινείται μέχρι σήμερα, είτε για να στερηθεί ένας δυνητικός σύμμαχος από τη Ρωσία, σύμφωνα με τα νατοϊκά συμφέροντα, είτε ίσως για πολιτικούς λόγους, εσωτερικής εθνικιστικής κατανάλωσης.

Βεβαίως υπάρχει ένα σοβαρό τμήμα της αστικής τάξης που θεωρεί πλέον κατεκτημένη χώρα την Δ.Μ. και δεν έχει πρόβλημα να κάνει κάποιες (ψευτο)παραχωρήσεις στο όνομα για χάρη της νατοϊκής συμμαχίας. Άλλωστε το όνομα δεν έχει πραγματική αξία, ήταν πάντα η πρόφαση, το προπαγανδιστικό όπλο. Αυτήν την αστική γραμμή φαίνεται να ακολουθεί ο Τσίπρας. Δεν «υποχωρεί εθνικά», αντίθετα διευκολύνει τους Αμερικανούς συμμάχους (με αντάλλαγμα την στήριξή τους στον πολύ πιο κρίσιμο ανταγωνισμό με την Τουρκία προς τα ανατολικά, και γνωρίζοντας ότι η «δουλειά» στα Δυτικά Βαλκάνια έχει ήδη γίνει για τους Έλληνες καπιταλιστές τα προηγούμενα χρόνια, που παίζουν κεντρικό ρόλο στην οικονομία της γειτονικής χώρας), παραμένοντας εντός των πλαισίων του «εθνικού τσαμπουκά» (που αξιοποιεί την θέση του για να έχει λόγο πάνω στο όνομα, ή και το σύνταγμα ή και το εκπαιδευτικό σύστημα, μιας άλλης χώρας). Το πρόβλημα είναι ότι δέχεται κριτική από τα δεξιά (περισσότερη εθνική πυγμή), και ότι τμήμα της Αριστεράς επίσης συμμερίζεται μια τέτοια στάση (όταν επιλέγει να διαχωριστεί από την κυβέρνηση ανοίγοντας κυρίως ζητήματα του «αλυτρωτισμού των άλλων», απαιτώντας τι ακριβώς;).

Η αριστερή διεθνιστική κριτική στους κυβερνητικούς χειρισμούς λέει ότι παραμένει παγκόσμια πρωτοτυπία το να ονομαστεί μια χώρα όπως επιθυμεί ένας γείτονας και όχι όπως θέλει η ίδια κι ο λαός της! Και επιμένει στο δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού. Η δεξιά πατριωτική-αστική γραμμή επιμένει στο δικαίωμα του ελληνικού τσαμπουκά. Και η φιλελεύθερη αστική γραμμή του Τσίπρα, αφήνει την ακροδεξιά να αλωνίζει προπαγανδιστικά, συμφωνώντας στην εσωτερική κατανάλωση των φανταστικών “αλυτρωτικών” βλέψεων του κρατιδίου, αλλά απλά διαφωνώντας με τον βαθμό της επιβολής στη διπλανή χώρα. Ο αριστερός πατριωτισμός που αφομοιώνει την αστική προπαγάνδα περί ιεράρχησης του μακεδονικού αλυτρωτισμού ως βασικού ζητήματος, ουσιαστικά ταυτίζεται σε αυτό με την κυρίαρχη άποψη, συνοδεύοντας τη θέση του με τον αντινατοϊκό αντι-ιμπεριαλισμό.

Η πάλη ενάντια στους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια αποτελεί σήμερα προφανώς βασικό καθήκον, μιας και αυτοί βρίσκονται στον «πυρήνα» της σημερινής ανακίνησης του ζητήματος. Όμως οι νατοϊκοί δεν έχουν κανένα λόγο να «ρίξουν» τους Έλληνες συμμάχους τους για τη μικρή Δ.Μ. Απλά ζητούν τώρα κατανόηση και οι Έλληνες σύμμαχοι φαίνεται ότι την δείχνουν. Αυτό που καθορίζει τις σχέσεις των δυο χωρών δεν είναι ο αδύναμος εθνικισμός της γείτονος. Είναι οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί και η διαχρονική προσπάθεια του ελληνικού καπιταλισμού να ενταχθεί σε αυτούς. Στην πραγματικότητα ο «τραμπούκος» στις διακρατικές σχέσεις των δύο πλευρών είναι η Ελλάδα. Το «στήριγμα του ΝΑΤΟ» στην περιοχή είναι επίσης η Ελλάδα –πολύ περισσότερο από την μικρή Δ.τ.Μ.

Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι υπόθεση του ελληνικού κράτους (Νο2 μετά το Ισραήλ πιο πιστό σύμμαχο των ΗΠΑ σε όλη την Μεσόγειο) να διαπραγματεύεται από θέση ισχύος τον αποκλεισμό ή την ένταξη της γειτονικής χώρας. Η πάλη για και η υλοποίηση του «έξω η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ – έξω το ΝΑΤΟ από την Ελλάδα» αποτελεί βασική προϋπόθεση για να γίνει αντιληπτή ως ειλικρινής η όποια «νουθεσία» από την ελληνική Αριστερά προς το γειτονικό λαό. Αντίθετα, όσο ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται στη σημερινή θέση ισχύος, και απολαμβάνει το προνόμιο της ένταξης στο ΝΑΤΟ, κάθε κριτική που απαιτεί «εθνικά περήφανη» στάση απέναντι στη γείτονα, περισσότερα προβλήματα δημιουργεί στην οικοδόμηση σχέσεων φιλίας μεταξύ των δύο λαών, μακριά από και ενάντια σε ιμπεριαλιστικές «διαμεσολαβήσεις» -πόσο μάλλον όταν αυτή προέρχεται από την Αριστερά.

Γι’ αυτό και η αντι-ιμπεριαλιστική στάση της Αριστεράς οφείλει να στέκεται και ενάντια στον δικό μας εθνικισμό, ενάντια στον πόλεμο, υπέρ της δραστικής μείωσης των εξοπλισμών στην δική «μας» χώρα, εστιάζοντας στην πάλη «μέσα», ενάντια στα μνημόνια και τα αφεντικά, και όχι στην κριτική των ελληνικών κυβερνήσεων με γνώμονα την εθνική πλειοδοσία, που όπως έδειξε και η δεκαετία του ’90, ενισχύει τους θανάσιμους αντιπάλους του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς…

Ο εθνικισμός που καλλιέργησαν οι μακεδονικές κυβερνήσεις τα προηγούμενα χρόνια είχε κατά βάση αμυντικό χαρακτήρα και βασικό «χορηγό»  την ελληνική επιθετικότητα. Η ελληνική Αριστερά έχει καθήκον να παλεύει πρώτα τον δικό «της» εθνικισμό και τον επεκτατισμό του ελληνικού κεφαλαίου, για να έχει δικαίωμα να μιλά για άλλους εθνικισμούς. Ειδικά όταν οι αλυτρωτισμοί τους είναι ανύπαρκτοι ή «δυνητικοί». Διαφορετικά, ρίχνει νερό στο μύλο του ελληνικού αστισμού και της ακροδεξιάς, υπό «αντι-ιμπεριαλιστικό» μανδύα. Καθήκον της Αριστεράς είναι να ενώσει τις εργατικές τάξεις των δυο χωρών, να σπάσει τον εθνικισμό στους έλληνες φτωχούς και να απευθύνει χείρα βοηθείας στους σλαβομακεδόνες φτωχούς, στερώντας από την μακεδονική κυβέρνηση το όπλο του εθνικισμού απέναντι στον ελληνικό λαό. Αναγνωρίζοντας το στοιχειώδες δικαίωμα των ταξικών αδελφιών μας να βαφτίζουν οι ίδιοι τον εαυτό τους όπως θέλουν!

Ο μακεδονικός εθνικισμός αντιμετωπίζεται με μακεδονικό αντι-εθνικισμό και ελληνικό διεθνισμό. Ούτως ή άλλως, αλλά πολύ περισσότερο που ο επιτιθέμενος και ισχυρός στην περιοχή είναι το ελληνικό κράτος. Η θέση της Αριστεράς οφείλει να είναι: δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, καμιά συμμετοχή του ελληνικού κράτους στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, καμιά αξιοποίησή τους.

Και μόνο από αυτή την σκοπιά πρέπει (και μπορεί πραγματικά) να πιέζει την -εκάστοτε- ελληνική κυβέρνηση. Οποιαδήποτε άλλη θέση καταλήγει ουρά του ενός ή του άλλου τμήματος του ελληνικού αστισμού κι εθνικισμού (που είναι και πιστοί σύμμαχοι των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ), κάτι που καταλήγει να συνεισφέρει στη διαιώνιση της -ιμπεριαλιστικής- κυριαρχίας του ελληνικού καπιταλισμού εις βάρος του γειτονικού λαού και να διαιωνίζει το «δηλητήριο» των εθνικιστικών ανταγωνισμών στα Βαλκάνια, που αποτελούσαν πάντοτε «πεδίο δόξης λαμπρό» για τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς…

Ετικέτες