Η πίεση της «εθνικής υπευθυνότητας» (που στη Γερµανία πήρε διαστάσεις «ευρωπαϊκής υπευθυνότητας») διέλυσε τη βραχύβια «αντιδεξιά» τοποθέτηση του SPD.
Η πρώτη που υπέκυψε στις σχετικές πιέσεις ήταν η ηγεσία του, µε πρώτο τον Μάρτιν Σουλτζ, που µερικούς µήνες πριν επιχειρούσε να εµφανιστεί ως εκπρόσωπος µιας κάποιας «νέας πορείας» του σοσιαλδηµοκρατικού κόµµατος. Έχοντας αποτύχει προεκλογικά, και κουβαλώντας το ταπεινωτικό 25% στις εκλογές, η ηγεσία του σοσιαλδηµοκρατικού κόµµατος πόνταρε στο σχηµατισµό κυβέρνησης Χριστιανοδηµοκρατών-Φιλελεύθερων-Πρασίνων και αρνούνταν εκ του ασφαλούς µια νέα σύµπραξη µε τη Δεξιά. Όταν οι συνοµιλίες κατέρρευσαν, το «εθνικό» κι «ευρωπαϊκό» καθήκον (δηλαδή oι ανάγκες του κεφαλαίου για σταθερότητα) άρπαξαν την ηγεσία του SPD από το γιακά, και ο Σουλτζ µε άλλα κορυφαία στελέχη µεταµορφώθηκαν σε φανατικούς υποστηρικτές ενός νέου Μεγάλου Συνασπισµού, σε πείσµα σοβαρού τµήµατος της βάσης του κόµµατός τους.
Στο κρίσιµο έκτακτο συνέδριο της Βόνης, κατάφεραν να περάσουν τη γραµµή τους, αλλά όχι εύκολα. Η «ανάταση χειρός» δεν ήταν αρκετή, χρειάστηκε καταµέτρηση στην οποία το «Ναι» επικράτησε µε 362 υπέρ έναντι 279 κατά. Άνοιξε έτσι ο δρόµος για συνέχεια των διαπραγµατεύσεων µεταξύ Μέρκελ και Σουλτζ για τη συγκρότηση κυβέρνησης.
Τα όσα συνέβησαν µέχρι να φτάσουµε σε αυτήν την κατάληξη έχουν πολιτικό ενδιαφέρον.
Καταρχήν, το πλήγµα στην εικόνα της Μέρκελ. Αν και η γερµανική Δεξιά αντέχει για κόµµα που κυβερνά αδιαλείπτως εν µέσω της κρίσης (σε σύγκριση µε τα δεδοµένα στην υπόλοιπη Ευρώπη), είδε τα ποσοστά της να υποχωρούν, απέτυχε να συγκροτήσει «πειθαρχία» γύρω από τον προτιµότερο κυβερνητικό συνασπισµό (µε Φιλελεύθερους και Πράσινους) και κατέληξε να περιµένει τους συνέδρους του SPD για να µάθει τις προοπτικές της.
Δεύτερον, αποδείχθηκαν τα «κοντά ποδάρια» της ύστερης προσπάθειας της ευρωπαϊκής σοσιαλδηµοκρατίας να διαφοροποιηθεί. Όποτε το σύστηµα απειλήθηκε µε σοβαρή αστάθεια, οι σοσιαλδηµοκράτες ηγέτες «γύρισαν στο µαντρί» (από τον Σάντσεζ µπροστά στην «καταλανική κρίση» στην Ισπανία ως τον Σουλτζ µπροστά στην «ακυβερνησία» στη Γερµανία).
Το τρίτο αφορά τα καθ’ ηµάς και αφορά την ταχύτατη µετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Ένας σχηµατισµός που είχε στις ιδρυτικές αρχές του την απόρριψη της κεντροαριστεράς, εξελίχτηκε τα τελευταία χρόνια σε βασική «προξενητή» µεταξύ της σοσιαλδηµοκρατίας και της ευρω-αριστεράς, κάνοντας σηµαία στο σχολιασµό του όσον αφορά τις διεθνείς εξελίξεις µια κάποια αναγκαία στροφή της σοσιαλδηµοκρατίας µακριά από τον εναγκαλισµό µε τη Δεξιά και προς τη συµµαχία µε την Αριστερά. Με αφορµή τις γερµανικές εκλογές, η µετάλλαξη ολοκληρώθηκε, µε τον Αλ. Τσίπρα να πηγαίνει πέρα από τα (ήδη δεξιά) ευχολόγια για «κεντροαριστερές συµµαχίες» (στη γερµανική περίπτωση, η διαρκής προσδοκία-διαφήµιση µιας πιθανής κυβέρνησης SPD-Πρασίνων-Αριστεράς) και να γίνεται «προξενητής»… µεταξύ της σοσιαλδηµοκρατίας και της Δεξιάς. Θα αφήναµε ασχολίαστη την παλιότερη παρέµβασή του που καλούσε το SPD να συγκυβερνήσει µε τη Μέρκελ, αν αυτή η παρέµβαση δεν γινόταν «όπλο» στα χέρια του Σουλτζ στην πάλη του ενάντια στην… αριστερή πτέρυγα του SPD στο συνέδριο της Βόνης. Εκεί, ο Σουλτζ επικαλέστηκε τον Μακρόν και τον Τσίπρα, ως συµµάχους στους οποίους το SPD δεν µπορεί να γυρίσει την πλάτη επιλέγοντας τον ανεύθυνο δρόµο των νέων εκλογών…
Στην επόµενη µέρα, θα γραφούν πολλά για «κοινωνικά ευαίσθητες» ή για «ευρωπαΐζουσες» πτυχές που ενσωµατώνονται στη συµφωνία Δεξιάς-Σοσιαλδηµοκρατίας. Η πρόσφατη εµπειρία αυτών των συγκυβερνήσεων αλλά και η ρητή επιµονή στο «χρυσό κανόνα» της δηµοσιονοµικής πειθαρχίας αφήνουν απειροελάχιστα περιθώρια για αυταπάτες. Ξέρουµε τι έχουµε να περιµένουµε από το δίδυµο Μέρκελ-Σουλτζ, και στη Γερµανία και στην Ευρώπη.
Απεργίες
Το ενδιαφέρον βρίσκεται αλλού. Ενώ εξελίσσονταν οι διαπραγµατεύσεις και τα συνέδρια, η IG Metal οργάνωνε κυλιόµενες στάσεις εργασίας και απεργίες σε κλάδους και επιχειρήσεις, που κινητοποίησαν το Γενάρη συνολικά εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες. Πρόκειται για «παράδοση» στο πλαίσιο του «κοινωνικού συµβολαίου», θα πει δίκαια ένας σκεπτικιστής. Αλλά το άγχος των συνδικαλιστικών ηγεσιών για «µια γρήγορη σύγκρουση που θα διευθετήσει το ζήτηµα» είναι ενδεικτικό. Γεµάτοι υπευθυνότητα, δεν θέλουν να εκτροχιάσουν ούτε τις πολιτικές εξελίξεις που βαδίζουν σε τεντωµένο σχοινί, ούτε την εργασιακή ειρήνη. Όµως η χαµηλή ανεργία, η ανάπτυξη, το ότι αυτά επιτεύχθηκαν µε «σφίξιµο του ζωναριού» έχει δηµιουργήσει προσδοκίες στα εργατικά στρώµατα («αν όχι τώρα, πότε;») στις οποίες υποχρεώνονται να λογοδοτούν. Απέναντί τους βρίσκουν την εργοδοτική αδιαλλαξία, που γνωρίζει ότι το «γερµανικό θαύµα» στήθηκε πάνω στο τσάκισµα των εργαζοµένων και κάθε υποχώρηση το απειλεί. Σε αυτό το φόντο, οι απεργίες διεκδικούν αυξήσεις 6% και δικαίωµα επιλογής µείωσης του εργάσιµου χρόνου (για όσους έχουν να φροντίσουν παιδιά/ηλικιωµένους/ασθενείς, µε 200 ευρώ µηνιάτικο εφάπαξ για κάλυψη των µισθολογικών απωλειών, και δικαίωµα επιστροφής σε πλήρη απασχόληση µετά από 2 χρόνια), ενώ οι εργοδότες κατακεραυνώνουν το (απολύτως επίκαιρο) αίτηµα για «περισσότερα λεφτά µε λιγότερη δουλειά».
Σε µια εποχή που το γερµανικό µοντέλο «ανταγωνιστικότητας» επιχειρείται να γενικευτεί, είναι καλοδεχούµενοι οι αγώνες που βάζουν τις ανάγκες των εργατών πάνω από την συντήρηση αυτής της «ανταγωνιστικότητας». Επιπλέον, δείχνει τα προβλήµατα που µπορεί να γεννήσει στους καπιταλιστές και η όποια «επιτυχία» τους.
Η IG Metal προειδοποιεί για κλιµάκωση αν δε βρεθεί λύση ως το Φλεβάρη. Η επιλογή του SPD (που έχει βάρος στα συνδικάτα) για «Μεγάλο Συνασπισµό» και η βαθιά παράδοση «κοινωνικού εταιρισµού» επιβάλλει να κρατάµε µικρό καλάθι για την εξέλιξη της µάχης. Όµως µπαίνουµε σε µια χρονιά που σε διαπραγµατεύσεις (και πιθανές απεργίες) θα µπουν µια σειρά ακόµα κλάδοι, και αυτό στο πολιτικό φόντο που περιγράφηκε παραπάνω, µε την ηγεσία του SPD να µπαίνει στην κυβέρνηση επιχειρώντας να πείσει τη µισή του κοµµατική βάση ότι «θα βγει κερδισµένη» από όλο αυτό.
Είναι συνθήκες που οφείλει να αξιοποιήσει η γερµανική Αριστερά. Είναι συνθήκες που δηµιουργούν τη µόνη δυνατότητα να µη βγει κερδισµένη από όλο αυτό η ακροδεξιά του AfD, που ενισχύθηκε ως αντίπαλο δέος στο δικοµµατισµό και πλέον βρίσκεται στη θέση της «αξιωµατικής αντιπολίτευσης»…
*Αναδημοσίευση από την "Εργατική Αριστερά"