Βδομάδες μετά την έναρξη της επιχείρησης με το οργουελικό όνομα «Κλάδος Ελαίας», τα αποτελέσματα είναι πενιχρά.
Κάποια λίγα τετραγωνικά χιλιόμετρα έχουν περάσει στον έλεγχο του τουρκικού στρατού και των υποστηριζόμενων από αυτόν αντάρτικων ομάδων του FSA. Στο προηγούμενο φύλλο της «ΕΑ» σχολιάζαμε ότι η αργή προέλαση αφορά και την αποτελεσματική αντίσταση των κουρδικών πολιτοφυλακών, αλλά και την επιλογή της Άγκυρας να κάνει «ένοπλη διαπραγμάτευση» και όχι να εξαπολύσει «σαρωτική επίθεση» (με ανυπολόγιστο πολιτικό ρίσκο στις σχέσεις με όλες τις δυνάμεις που δρουν στην περιοχή). Από τότε όμως έχουν περάσει δύο ακόμα εβδομάδες με πενιχρά αποτελέσματα και –κυρίως– έχουν αυξηθεί οι απώλειες του ίδιου του τουρκικού στρατού (εκτός δηλαδή από τους πολιτικά πιο «αναλώσιμους» για την Άγκυρα αντάρτες του FSA). Με στρατιωτικούς όρους, ο «Κλάδος Ελαίας» αποτελεί μέχρι τώρα μια αποτυχία για τον Ερντογάν. Σε αυτό το φόντο, ξεδιπλώνονται οι κινήσεις όλων των παικτών της περιοχής.
Στην ίδια την Τουρκία, η αρνητική εξέλιξη στα πεδία των μαχών μπορεί να αποτελέσει πηγή εσωτερικών προβλημάτων για τον Τούρκο πρόεδρο. Στην αρχή της επιχείρησης, πόνταρε, μεταξύ άλλων, και στην αναζωπύρωση του εθνικισμού. Οι κεμαλικοί και οι ακροδεξιοί υποστήριξαν την επιχείρηση. Κάθε φωνή αμφισβήτησης μπήκε στο στόχαστρο: τουλάχιστον 600 συλλήψεις για αντιπολεμικά σχόλια στα social media, έρευνα με κατηγορία περί «προδοσίας» ενάντια στην Τουρκική Ιατρική Ένωση που έβγαλε μια ανακοίνωση «ανθρωπιστικής» κριτικής στον πόλεμο, νέα καταπιεστικά μέτρα στα χωριά με κουρδική πλειοψηφία, σκληρές απειλές ενάντια «σε όποιον τολμήσει» να διαδηλώσει, νέες κατασταλτικές πιέσεις στο HDP. Οι (δυνητικές) απεργίες ως τώρα αντιμετωπίζονταν με την κατάσταση έκτακτης ανάγκης (μια παραμελημένη πτυχή της, την οποία φροντίζει να αναδεικνύει ο Ερντογάν όποτε απευθύνεται σε εργοδοτικές ενώσεις και «επενδυτικούς» θεσμούς). Τώρα χρησιμοποιείται και η «πολεμική προσπάθεια» για να αναστείλουν δράσεις τους και συνδικάτα που μέχρι πρότινος φλέρταραν με την ιδέα να αμφισβητήσουν αυτήν την πειθάρχηση στους χώρους δουλειάς (π.χ. στο μέταλλο). Σε αυτό το φόντο, κάποιοι αναλυτές εκτιμούσαν ότι μια επίσπευση των εκλογών θα ήταν προς όφελος του Ερντογάν και του κόμματός του.
Αν όμως η «πολεμική προσπάθεια» καταλήξει σε μια νέα εκτός συνόρων αποτυχία (η Τουρκία μετράει αρκετές τα τελευταία χρόνια), η εικόνα μπορεί να αντιστραφεί, υπενθυμίζοντας ότι παρά τα όσα φαίνονται στην επιφάνεια, το καθεστώς Ερντογάν συνεχίζει να αντιμετωπίζει μια βαθύτατη κρίση και να λειτουργεί ως «πολιορκημένο φρούριο».
Η Ρωσία και ο Άσαντ
Οσον αφορά τη στάση των άλλων δυνάμεων, έχει ήδη καταγραφεί η ρωσική έγκριση/ανοχή (και η επακόλουθη στάση του Ασαντ), που απομάκρυνε τις δυνάμεις της από το Αφρίν και «παραχώρησε» τον εναέριο χώρο (του οποίου είχε την ευθύνη). Λίγους μήνες πριν, η προσπάθεια της Μόσχας να πετύχει συνεννόηση Άσαντ-PYD είχε σκοντάψει, ενώ το τελεσίγραφο να παραχωρήσουν τον έλεγχο του Αφρίν στον κυβερνητικό στρατό για να το προστατέψει είχε απορριφθεί. Οπότε το «πράσινο φως» της Μόσχας αφορούσε και τη διατήρηση των καλών σχέσεων με την Τουρκία (στην προσπάθεια να τη «ρυμουλκήσει» μακριά από τη Δύση), αλλά αφορούσε και την αξιοποίηση του «μπαμπούλα» της τουρκικής απειλής για να πιεστεί το PYD να επιστρέψει αποδυναμωμένο, και χωρίς μεγάλες απαιτήσεις, στην «αγκαλιά» της Δαμασκού.
Όμως, επειδή ο στόχος είναι αυτός, Ρωσία και Άσαντ δεν έχουν γκρεμίσει τις γέφυρες με τους Κούρδους. Σε αυτόν τον τόσο μπερδεμένο πόλεμο υπάρχουν μόνο «λυκοφιλίες»: η συριακή αεροπορία έχει χτυπήσει άλλες κουρδικές θέσεις, δεν παρενοχλεί τα τουρκικά αεροπλάνα που βομβαρδίζουν το Αφρίν, ενώ την ίδια ώρα έχει δείξει «χαλαρότητα» στα στρατιωτικά σημεία ελέγχου όσον αφορά τη διέλευση Κούρδων μαχητών που μετακινούνται από άλλες περιοχές για να πάνε να υπερασπιστούν το Αφρίν. Εν τω μεταξύ, συριακά κρατικά ΜΜΕ ισχυρίζονταν ότι ο κυβερνητικός στρατός θα κινηθεί προς το Αφρίν για να το υπερασπιστεί. Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι υλοποιείται κάτι τέτοιο, ενώ επικρατούσαν αντικρουόμενες πληροφορίες (στελέχη των Κούρδων κάνουν αντιφατικές δηλώσεις για το αν υπάρχει ή όχι κάποια συμφωνία με τη Δαμασκό, ο Ερντογάν ισχυρίζεται ότι κατόπιν συνεννόησης με τη Μόσχα η κίνηση ματαιώθηκε). Όπως και να έχει, είναι ένα ακόμα δείγμα των «μετέωρων» κινήσεων όλων των παιχτών.
ΗΠΑ
Εξίσου μετέωρη είναι η στάση των ΗΠΑ. Σοβαρό θινκ τανκ του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, που κανονικά «δουλειά» του είναι να ξεδιαλύνει κουβάρια και να χαράσσει κατευθύνσεις, περιορίστηκε στην περιγραφή του κουβαριού, όπου επισήμανε τα τρία ζητήματα «που πρέπει να πάρει υπόψη η αμερικανική στρατηγική»: Οι σχέσεις με την Τουρκία είναι πολύ σημαντικές για να διαρραγούν για χάρη των Κούρδων. Ο συντονισμός με τους Κούρδους έχει προχωρήσει αρκετά για να διακοπεί. Οι Κούρδοι δεν πρόκειται να εξαφανιστούν από τα σύνορα Συρίας-Τουρκίας. Τόσο... απλά.
Όσο ο στόχος είναι το Αφρίν, είναι εύκολο για την Ουάσινγκτον να παρακολουθεί σιωπηλή, δηλώνοντας ότι «δεν ανήκει στην περιοχή όπου επιχειρούμε». Το κρίσιμο ζήτημα αφορά το ενδεχόμενο να κινηθεί ο τουρκικός στρατός προς την Μανμπίτζ, όπου είναι εγκατεστημένες αμερικανικές ειδικές δυνάμεις και υποστηρίζουν τις κουρδικές πολιτοφυλακές. Όπως έχουν τώρα τα πράγματα, ένα τέτοιο σενάριο θα αποτελούσε αυτό που ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Τσαβούσογλου περιέγραψε ως «οριστική κατάρρευση» των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας. Αυτό είχε να διαχειριστεί ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Ρεξ Τίλερσον, κατά τη διήμερη παρουσία του στην Αγκυρα. Είχε προηγηθεί επίσκεψη του ΜακΜάστερ, του κορυφαίου συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του Τραμπ.
Ο Τίλερσον είχε δύο πολύωρες συναντήσεις και με τον Ερντογάν και με τον Τσαβούσογλου, ενώ κορυφαίοι σύμβουλοι των δύο πλευρών συνέχισαν ολονύχτιες επαφές, επιχειρώντας να «συνεχίσουν/συγκεκριμενοποιήσουν» τη διμερή συζήτηση.
Σε επίπεδο επίσημων δηλώσεων, ο απολογισμός είναι θολός: Και οι δύο μίλησαν για «κρισιακό σημείο» στις σχέσεις των δύο κρατών και για την ανάγκη να λυθούν τα ζητήματα για να υπάρξει εξομάλυνση και όχι επιδείνωση. Οι τόνοι ήταν θετικοί σε επίπεδο προθέσεων («πλέον δεν θα δρα ο καθένας μόνος του ... θα εργαζόμαστε μαζί...», ανακοίνωση συγκρότησης «μηχανισμού προσανατολισμένου στην επίτευξη αποτελεσμάτων» κ.ο.κ.), αλλά στα συγκεκριμένα επίδικα (Συρία, αγορά ρωσικών πυραύλων, έκδοση Γκιουλέν, Αμερικανοί κρατούμενοι στην Τουρκία) δεν καταγράφηκε καμιά επίσημη πρόοδος.
Σε επίπεδο «διαρροών» εμφανίστηκε μια προσπάθεια πιο συγκεκριμένης συνεννόησης ως προς τη Συρία. Εκεί όπου η τουρκική πλευρά φέρεται να πρότεινε την «οικειοθελή» υποχώρηση των κουρδικών πολιτοφυλακών προς τα ανατολικά του Ευφράτη και την ταυτόχρονη παρουσία τουρκικών και αμερικανικών δυνάμεων στην Μανμπίτζ. Από την αμερικανική πλευρά, οι «διαρροές» αναφέρουν το δεύτερο σκέλος (βλέπουν με θετικό μάτι την παρουσία τουρκικού στρατού στη Μανμπίτζ), αλλά τηρούν σιγή ιχθύος για το πρώτο (τι θα γίνει με τις κουρδικές πολιτοφυλακές). Το σίγουρο είναι ότι το θέμα της Μανμπίτζ μπήκε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στα σοβαρά: θα είναι μάλλον το πρώτο με το οποίο θα καταπιαστεί ο νέος «μηχανισμός» που πιάνει δουλειά στα μέσα Μάρτη.
Για να κατανοήσει κανείς προτεραιότητες, το σημείο στο οποίο ο Τίλερσον φάνηκε να δίνει συνέχεια στην κόντρα και στις δημόσιες δηλώσεις του, διατηρώντας το ψηλά, είναι η εγκατάσταση ρωσικών πυραύλων. Αν για όλα τα υπόλοιπα μίλησε για «κατανόηση των θεμιτών ανησυχιών της Τουρκίας», στο ζήτημα της αναβάθμισης της στρατιωτικής σχέσης με τη Ρωσία υπαινίχθηκε (με την ευγενική γλώσσα της διπλωματίας) την επιβολή κυρώσεων αν προχωρήσει.
Βασικός στόχος των ΗΠΑ είναι η ανάσχεση της ιρανικής επιρροής: αυτό έχουν στο μυαλό τους οι σύμβουλοι του Τραμπ όταν –για να εξηγήσουν την παραμονή αμερικανικών δυνάμεων ακόμα και μετά το τέλος του πολέμου κατά του Ισλαμικού Κράτους– δηλώνουν ότι «δεν θα επαναλάβουμε το λάθος της αποχώρησης από το Ιράκ». Σε αυτόν το στόχο, η Ροζάβα χρησιμοποιείται σήμερα ως βολικό «όχημα», αλλά η υπεράσπισή της δεν αποτελεί αυτοσκοπό για το Πεντάγωνο. Το κίνημα των Κούρδων και των συμμάχων τους έχει βρεθεί μπλεγμένο μέσα σε έναν κυκεώνα ανταγωνισμών και λυκοσυμμαχιών.
Το PYD
Σε αυτό το φόντο, το κίνημα της Ροζάβα διατρέχει διπλό κίνδυνο:
α) Να αναζητήσει –και να βρει– «συμμάχους» που θα το χρησιμοποιήσουν ως εργαλείο για αντιδραστικούς και επικίνδυνους σχεδιασμούς στην περιοχή (με πρώτο τον θείο Σαμ, ο οποίος όταν δίνει κάτι με το ένα χέρι παίρνει πίσω δέκα με το άλλο, αλλά το ίδιο ισχύει και για τις άλλες μεγάλες δυνάμεις και για τα καθεστώτα της περιοχής).
β) Να εγκαταλειφθεί από πρώην, νυν ή δυνητικούς «συμμάχους» αν πάψει να είναι χρήσιμο ή επιχειρήσει να προωθήσει τη δική του ατζέντα μονομερώς. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει. Και δεν χρειάζεται πια να ανατρέχουμε στη μακρινή ιστορία: πάνε ελάχιστοι μήνες από την «καταστροφή» στο Ιράκ, όπου η πρωτοβουλία Μπαρζανί για δημοψήφισμα, δηλαδή η πρωτοβουλία μιας απολύτως αστικής ηγεσίας χωρίς δεσμούς με το «τρομοκρατικό» PKK και χωρίς αριστερές αναφορές, με πολύ πιο προνομιακούς δεσμούς με τις ΗΠΑ, με οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία, με αρμονική συνεργασία με την Τουρκία, οδήγησε σε ταχύτατη αντιστροφή όλων των κατακτήσεων της κουρδικής «αυτονομίας», υπό τη σιωπηλή έγκριση/ανοχή όλων των Μεγάλων Δυνάμεων και τη συνεργασία όλων των καθεστώτων με κουρδική μειονότητα στο εσωτερικό τους...
Στο Αφρίν, όπου οι πολιτοφύλακες αντιστέκονται ηρωικά και επιτυχημένα ως τώρα, τα βουνά αποδεικνύονται για άλλη μια φορά «ο μόνος πραγματικός φίλος των Κούρδων». Η ηγεσία του PYD επιδίωξε τη μέγιστη δυνατή «ευελιξία» στις συμμαχίες του: Ανά διαστήματα και ανά περιοχή (!) και με τον Άσαντ και με τους αντικαθεστωτικούς, και με τις ΗΠΑ και με τη Ρωσία. Σε αυτή την ευελιξία οφείλει αρκετές από τις επιτυχίες του τα προηγούμενα χρόνια. Αλλά αυτή η ευελιξία δημιούργησε σαθρό υπέδαφος και σε αυτήν μπορεί να αποδώσει κανείς τις σημερινές δυσκολίες που αντιμετωπίζει.
Δεν αρκεί να ξέρεις ότι «στο τέλος τέλος υπάρχουν μόνο τα βουνά» και μέχρι τότε να επιδιώκεις όποια βοήθεια από όπου μπορείς. Καμιά φορά, ως τακτική δείχνει «επιβεβλημένη» ή «ανέξοδη» (γιατί να μην αξιοποιήσει κανείς τα συμφέροντα των άλλων δυνάμεων;). Αλλά σε τελική ανάλυση, τίποτα δεν είναι «ανέξοδο», και γι’ αυτό είναι προτιμότερο να διαλέγεις, εκτός από τα βουνά, ποιους φίλους θέλεις να κερδίσεις σταθερά στο πλευρό σου. Και με αυτή την επίγνωση, να αποφεύγεις πρόσκαιρες «φιλίες» που κάνουν ζημιά σε αυτήν σου την προσπάθεια.
To Ισραήλ προκαλεί
Κι ενώ ο πόλεμος συνεχίζεται στο Ιντλίμπ (όπου προελαύνουν οι δυνάμεις του Άσαντ), και ενώ όλα τα φώτα είχαν στραφεί στις εξελίξεις στο Αφρίν, ως «νέα πηγή ανάφλεξης» και διεθνοποίησης της σύγκρουσης, ήρθε να προστεθεί μια ακόμα «πηγή ανάφλεξης» και διεθνοποίησης, με ευθύνη του Ισραήλ.
Η αλήθεια είναι ότι το Ισραήλ έχει πραγματοποιήσει δεκάδες αεροπορικά χτυπήματα σε συριακό έδαφος. Τον τόνο έδινε ότι ως τώρα το έκανε ανενόχλητο. Η νέα εξέλιξη αφορούσε την απάντηση, την κατάρριψη ισραηλινού μαχητικού από τη συριακή αεράμυνα. Ακολούθησε αυτό που περιγράφηκε ως «το μεγαλύτερο χτύπημα του Ισραήλ σε συριακό έδαφος από τη δεκαετία του ’80», όταν σύμφωνα με κάποια ρεπορτάζ χτυπήθηκε σκληρά το 50% της συριακής αεράμυνας. Η δραματική κλιμάκωση προετοίμαζε ακόμα και για πόλεμο.
Μέχρι τώρα, τα χτυπήματα της ισραηλινής αεροπορίας γίνονταν και για πρακτικούς λόγους (αφορούσαν κυρίως στόχους που είχαν να κάνουν με τον ανεφοδιασμό της Χεζμπολά), αλλά και ως «υπενθύμιση» των δυνατοτήτων της πολεμικής μηχανής του κράτους-τρομοκράτη απέναντι σε μια πιθανή αναβάθμιση του Ιράν και της Χεζμπολά μέσω του πολέμου στη Συρία. Μέχρι τώρα, η Δαμασκός δεν αντιδρούσε, θυμίζοντας τη ρήση ότι οι πραγματικές προτεραιότητες ή «κόκκινες γραμμές» του καθενός φαίνονται από το τι επιτρέπει ή δεν επιτρέπει να συμβαίνει στον εναέριο χώρο.
Για μια στιγμή, αυτή η εικόνα άλλαξε δραματικά. Το καθεστώς Άσαντ αποφάσισε να στείλει «μήνυμα» στον αέρα και το Ισραήλ προχώρησε σε επιθέσεις που δεν θύμιζαν απλή «υπενθύμιση». Τις επόμενες μέρες υπήρξε αποκλιμάκωση, μετά την επικοινωνία του Πούτιν με τον Νετανιάχου. Για την Τεχεράνη και τη Δαμασκό ήταν αρκετή προπαγανδιστική νίκη η κατάρριψη του ισραηλινού F-16, ενώ το Ισραήλ φαίνεται προς ώρας ικανοποιημένο από την απάντηση που έδωσε και συμφώνησε με την παραίνεση της Μόσχας να μη δώσει συνέχεια.
Όμως υπάρχει πλέον ένα σοβαρό «προηγούμενο» και προειδοποιεί ότι μπορεί να υπάρξει και νέο επεισόδιο. Πασχίζοντας κανείς να εξηγήσει την ξαφνική «αλλαγή πλεύσης» του συριακού καθεστώτος, μια ερμηνεία βρίσκεται στον στόχο: Η ισραηλινή επίθεση για πρώτη φορά αφορούσε επανδρωμένη ιρανική εγκατάσταση. Σε αυτή την «κόκκινη γραμμή» απαντούσε η συριακή αεράμυνα (όλοι γνωρίζουν ότι το γενικό πρόσταγμα έχουν Ιρανοί αξιωματικοί πλέον).
Αυτή είναι η ουσία και η μέγιστη απειλή για την περιοχή. Το κράτος του Ισραήλ δεν εξαπολύει πια προληπτικά «μηνύματα» απέναντι στη Χεζμπολά, αλλά σκληρές προειδοποιήσεις απέναντι στο Ιράν. Στο γενικό κλίμα παράνοιας ενάντια στην «αύξηση της ιρανικής επιρροής» (σε Ουάσινγκτον, Ριάντ κ.α.), κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει να αποφασίσει το σιωνιστικό κράτος να εξαπολύσει έναν φονικό πόλεμο για να λύσει λογαριασμούς με το Ιράν σε συριακό έδαφος...
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά