Στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης ΗΠΑ-Ρωσίας, συνεχίζεται η προσπάθεια ένταξης της Δηµοκρατίας της Μακεδονίας, αλλά µακροπρόθεσµα επίσης της Σερβίας και του Κοσόβου, στο ΝΑΤΟ.

Σε αυτή τη στρατηγική επιλογή των ΗΠΑ και των συµµάχων της έχει προσαρµόσει την πολιτική της η ελληνική άρχουσα τάξη και τα κόµµατα εξουσίας. Ο υπουργός Εξωτερικών Ν. Κοτζιάς πραγµατοποιεί γύρους εξορµήσεων στα Βαλκάνια, εκπροσωπώντας ακριβώς αυτή την πολιτική, αλλά ζητώντας βέβαια τα ανταλλάγµατα που απαιτεί ο ελληνικός καπιταλισµός µε βάση τον συσχετισµό δυνάµεων.

Μπούλινγκ

Πιο συγκεκριµένα, σε σχέση µε τη Δηµοκρατία της Μακεδονίας (ΔτΜ), συνεχίζεται το ελληνικό µπούλινγκ µε αναβαθµισµένους πλέον όρους, εφόσον ΗΠΑ και ΝΑΤΟ έχουν σταθερά δηλώσει ότι για να µπει αυτή η µικρή χώρα στη Συµµαχία πρέπει να συµφωνήσει µε την Ελλάδα για το όνοµα. Στις 16/4 ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δ. Τζανακόπουλος τόνισε πως στη διαπραγµάτευση η ελληνική κυβέρνηση εστίασε σε δύο κυρίως ζητήµατα: «Πρώτον τη σύνθετη ονοµασία και δεύτερον την ισχύ της ονοµασίας έναντι όλων, πράγµα που προϋποθέτει τη σχετική συνταγµατική αναθεώρηση στη γείτονα». «Η συµφωνία για να είναι δίκαιη και βιώσιµη πρέπει να καλύπτει αυτές τις δύο προϋποθέσεις», είπε. Προσέθεσε δε πως «η Ελλάδα βρίσκεται στη µέση της γέφυρας και αναµένει από την ΠΓΔΜ να καλύψει και εκείνη το απαιτούµενο έδαφος»».

Ποια µέση; Η ελληνική πλευρά ζητά από την πλευρά της ΔτΜ να διανύσει όλη τη γέφυρα και να έρθει στις ελληνικές θέσεις, αλλιώς δεν έχει… ΝΑΤΟ. Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα ζητά η νέα ονοµασία να ισχύει και στο εξωτερικό και στο εσωτερικό και σε όλες τις χώρες, άκλιτα, αµετάφραστα κλπ. Είναι βέβαια παρανοϊκό µια χώρα που έχει καµιά δεκαριά ονόµατα (Σι-λα στα κινέζικα, Γιουνανιστάν στα αραβικά και στις τουρκογενείς γλώσσες, Γκρέτσια σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, Γκρις στα αγγλικά, Γκρίχενλαντ στα γερµανικά, Γκρέτσιγια στα ρωσικά, Ελλάδα στα ελληνικά) να έχει την απαίτηση µια άλλη χώρα να έχει ένα όνοµα σε όλες τις γλώσσες για όλες τις χρήσεις και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό άκλιτα και αµετάφραστα.

Βέβαια, αυτές οι διεκδικήσεις όσο λογικές κι αν ακούγονται εντός Ελλάδας, δεν φαίνονται λογικές στον ΟΗΕ, ο οποίος δια του εκπροσώπου του Μ. Νίµιτς δεν υποστηρίζει το erga omnes (ένα όνοµα για όλες τις χρήσεις), καθώς και το άκλιτο και το αµετάφραστο (πώς θα το επιβάλλει σε τρίτες χώρες;). Ο ίδιος ο Νίµιτς αναφέρει πως από τη στιγµή που 137 χώρες έχουν αναγνωρίσει τη χώρα µε τη συνταγµατική της ονοµασία, δεν βλέπει λόγο να µην επιτρέπεται η χρήση του µόνο για το εσωτερικό. Θυµίζει επίσης πως η γλώσσα της γειτονικής χώρας έχει αναγνωρισθεί από τα Ηνωµένα Έθνη από το 1977 και η συντοµογραφία FYROM από το 1992 και συνεπώς δεν µπορεί να γίνει κάποια αλλαγή σε µια νύχτα.

 Ο Ζάεφ

Από την πλευρά της η κυβέρνηση της ΔτΜ έχει φάει τον εκβιασµό ΝΑΤΟ και Ελλάδας. Γι’ αυτό έχει αποδεχθεί το να αλλάξει το συνταγµατικό όνοµα της χώρας όσον αφορά τη διεθνή χρήση, τις διεθνείς συµβάσεις και φυσικά την είσοδο στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, δεχόµενη τον γεωγραφικό επιθετικό προσδιορισµό (µε πιο πιθανό το Γκόρνα Μακεντόνια που… µεταφράζεται σε Άνω Μακεδονία). Στα µέσα Απρίλη ο πρωθυπουργός Ζ. Ζάεφ δήλωσε: «Αυτό που λένε ορισµένοι [εντός της ΔτΜ] ότι µπορούµε να µπούµε στο ΝΑΤΟ ως FYROM, ανεξάρτητα από την επίλυση του θέµατος της ονοµασίας, νοµίζω ότι δεν είναι δυνατόν. Γιατί; Όταν ήρθε εδώ (σ.σ.: στα Σκόπια) ο ΓΓ του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενµπεργκ, είπε ότι αυτό δεν γίνεται. Και αυτό ήταν µία έντιµη στάση. Για να γνωρίζουµε, και εγώ και οι πολίτες της Μακεδονίας, ότι αν δεν βρούµε λύση στο πρόβληµα που έχει η Ελλάδα µε το συνταγµατικό µας όνοµα, πρόσκληση ένταξης στο ΝΑΤΟ δεν θα λάβουµε».

Έτσι η κυβέρνηση της ΔτΜ προσπαθεί να περισώσει το Σύνταγµα, το δικαίωµα να υπάρχει διπλή ονοµασία (για διεθνή χρήση αυτή που θα συµφωνηθεί µε την Ελλάδα και για εσωτερική χρήση η συνταγµατική ονοµασία), αλλά και το απολύτως στοιχειώδες δηλ. την ύπαρξη µακεδονικής ταυτότητας και γλώσσας.

Η ελληνική πλευρά εν χορώ επιµένει στην αλλαγή των «αλυτρωτικών άρθρων» του Συντάγµατος της ΔτΜ. Όµως ακόµη κι αν ήταν αλυτρωτικά, τα άρθρα αυτά έχουν ήδη αλλάξει σε προηγούµενες αναθεωρήσεις που είχαν γίνει στην ΔτΜ. Έχουν απαλειφθεί µέρη αυτών των άρθρων, ενώ έχουν προστεθεί άλλα που λένε ρητά ότι δεν υπάρχει καµία διεκδίκηση περιοχών σε γειτονικές χώρες, καθώς επίσης πως δεν υπάρχει πρόθεση για παρέµβαση στα εσωτερικά αυτών των χωρών και της κληρονοµιάς τους. Οι υπόλοιπες βαλκανικές χώρες δεν έχουν τόσο προσεκτικές διατυπώσεις στα άρθρα τους. Με τη λογική της ελληνικής πλευράς θα έπρεπε πολύ περισσότερο να απαιτείται από αυτές τις χώρες να αλλάξουν τα Συντάγµατά τους –και φυσικά θα έπρεπε κατ’ αναλογία να αλλάξει και το ίδιο το ελληνικό Σύνταγµα.

Φαίνεται τελικά ότι ως «αλυτρωτικά» η ελληνική πλευρά θεωρεί όλα τα άρθρα που µιλούν για µακεδονική εθνότητα, γλώσσα, παράδοση κλπ. Ουσιαστικά θεωρεί αλυτρωτισµό την ίδια την ύπαρξη της ΔτΜ.

ΝΑΤΟ και εθνικισµός

Βέβαια η σηµασία της εισόδου της ΔτΜ στο ΝΑΤΟ (και στη συνέχεια της Σερβίας και του Κοσόβου) είναι υψηλή για την Ουάσινγκτον ενόψει της εντεινόµενης αντιπαράθεσης µε τη Ρωσία. Οι ΗΠΑ θέλουν να αποσπάσουν σύντοµα από τη ρωσική επιρροή το Βελιγράδι, τον τελευταίο πιθανό σύµµαχο της Μόσχας στα Βαλκάνια, πριν κορυφωθεί η αντιπαράθεση µε τη Ρωσία. Γι’ αυτό ακόµη κι αν δεν υπάρξει συµφωνία µε την Ελλάδα, πολλοί θεωρούν ως πιθανό το ενδεχόµενο στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, τον Ιούλη στις Βρυξέλλες, να λάβει η ΔτΜ καθεστώς συνδεδεµένου µέλους στο ΝΑΤΟ, κατά το πρότυπο της Σουηδίας. Η πρόθεση του Ζάεφ όµως είναι η κανονική ένταξη, πράγµα που ξέρει η ελληνική πλευρά, γι’ αυτό πιέζει αφόρητα. Κατά τα φαινόµενα η πίεση αυτή θα συνεχιστεί στην επόµενη συνάντηση του Ν. Κοτζιά µε τον Μακεδόνα οµόλογό του Ν. Ντιµιτρόφ, που θα πραγµατοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη στις 3-4 Μαΐου και εν συνεχεία στις 11-12 Μαΐου στο Σούνιο.

Ο Ζάεφ λέει πως, ό,τι και να συµφωνήσουν οι δύο υπουργοί Εξωτερικών, η συµφωνία θα πρέπει να εγκριθεί από το κοινοβούλιο. Ωστόσο ξέρει καλά ότι ο εκβιασµός θα περάσει κι εκεί: Μη έγκριση θα σηµάνει µη είσοδο στο ΝΑΤΟ κι αυτό δεν το αντέχει η αντιπολίτευση της ΔτΜ.

Βέβαια, η πλευρά της ΔτΜ είναι πολύ δικαιολογηµένα επιφυλακτική σε σχέση µε το τι εννοεί ο Κοτζιάς. Ο Έλληνας ΥΠΕΞ, την ίδια ώρα που υποτίθεται ότι διαπραγµατεύεται µε καλές διαθέσεις µε την ΔτΜ,  παραβρίσκεται στην παρουσίαση και εκθειάζει το βιβλίο του «µακεδονοµάχου» Νικόλαου Μέρτζου, στελέχους της διαβόητης Συµβουλευτικής Επιτροπής της ελληνικής χούντας, ενός σώµατος που κατήγγειλε ακόµη και ο Κων. Καραµανλής.

Δυστυχώς όµως δεν είναι µόνον η κυβέρνηση και ο Κοτζιάς. Διότι, ενώ από τη δεξιά αντιπολίτευση είναι αναµενόµενη η εθνικιστική κριτική, ένα µεγάλο µέρος της Αριστεράς (έχοντας ενσωµατώσει στο DNA της τη σταλινική παράδοση του εθνικισµού) έχει απεµπολήσει τις στοιχειώδεις αρχές τις οποίες τηρούσε ακόµη και µέχρι τον Εµφύλιο απέναντι στη µακεδονική µειονότητα. Έτσι, ακόµη και ο «Ριζοσπάστης», που έχει µια σχετικά καλή ανάλυση για την αντιπαράθεση των µεγάλων ιµπεριαλισµών στην περιοχή, όταν φτάνει στην αντιπαράθεση µε τη ΔτΜ, χρησιµοποιεί τους απαξιωτικούς όρους «Σκοπιανοί», «Σκοπιανό», αλλά και το τραγελαφικό «ονοµατολογικό των Σκοπίων».

Είναι προφανές ότι η Αριστερά δεν πρέπει να επιθυµεί την ένταξη καµίας χώρας στην ιµπεριαλιστική δολοφονική λυκοσυµµαχία του ΝΑΤΟ. Είναι προφανές ότι η Αριστερά πρέπει να διεκδικεί τη διάλυση του ΝΑΤΟ, και πρώτο βήµα σε αυτό θα ήταν η αποχώρηση από τον οργανισµό, αν βρισκόταν στην κυβέρνηση αριστερό κόµµα. Ωστόσο το να συµµετέχει στον εκβιασµό σε βάρος µιας άλλης χώρας, επειδή η τελευταία θέλει να µπει στο ΝΑΤΟ, είναι υποκρισία, αφού εµείς, η ελληνική Αριστερά, δεν έχουµε καταφέρει να βγάλουµε την Ελλάδα από το ΝΑΤΟ. Ένα µεγάλο µέρος του πληθυσµού της ΔτΜ πιστεύει λανθασµένα ότι το ΝΑΤΟ θα της παράσχει ασφάλεια και ειρήνη. Η φιλία, η αλληλεγγύη και κυρίως η αναγνώριση του δικαιώµατος του αυτοπροσδιορισµού είναι το πρώτο βήµα για να πάψουν οι µικροί λαοί να θεωρούν προστάτες οργανισµούς όπως το ΝΑΤΟ.

Οι ιµπεριαλιστικοί σχεδιασµοί στην περιοχή είναι σίγουρα επικίνδυνοι. Ωστόσο ο δρόµος του εθνικισµού έχει αποδειχθεί εξίσου επικίνδυνος. Και έχει αποδειχθεί και εντελώς ανεπαρκής στο να σταµατήσει αυτούς τους ιµπεριαλιστικούς σχεδιασµούς. Αυτή η εµπειρία είναι πολύ επίµονη ιδιαίτερα στα Βαλκάνια…

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες