Με την πλήρη υποστήριξη της Δύσης στην ελληνική πλευρά
Για άλλη μια φορά διαφαίνεται προοπτική συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΔτΜ) για το όνομα της δεύτερης, ώστε η χώρα αυτή να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ τον Ιούλιο και αργότερα μέλος και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως έχουν διαμηνύσει όλες οι βορειοατλαντικές και ευρωπαϊκές ηγεσίες, αν η μικρή αυτή χώρα των Βαλκανίων δεν τα βρει με την Ελλάδα στο ζήτημα του ονόματος, δεν έχει ελπίδες να γίνει δεκτή στους δύο αυτούς οργανισμούς.
Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, τα ΜΜΕ παρουσίαζαν ως πολύ πιθανή κάποιου είδους συμφωνία στη συνάντηση που θα έχουν ο Τσίπρας με τον Ζάεφ στις 17 Μαΐου στη Σόφια, στο περιθώριο του Συμβουλίου της ΕΕ με τις χώρες των δυτικών Βαλκανίων. Μάλιστα είχαν και πάλι… βρει το όνομα, που θα είναι, λέει, μεταξύ του Nova Makedonija και του Gorna Makedonija. Αυτές οι εναλλαγές προτάσεων σε μηνιαία σχεδόν βάση από τους επίδοξους νονούς καθιστά προφανές ότι κανείς βέβαια στην Ελλάδα ή τη διεθνή κοινότητα δεν ενδιαφέρεται για την εθνική συνείδηση αυτού του λαού –και πολύ περισσότερο δεν ενδιαφέρονται οι Έλληνες οπαδοί του εθνικισμού. Οι εθνικές συνειδήσεις χτίζονται μέσα σε βάθος ετών και δεν μπορούν να αλλάζουν στη βάση μιας διαπραγμάτευσης κάποιων εντεταλμένων. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί λίγοι στην Ελλάδα ξέρουν πώς προφέρεται, ούτε πώς θα γράφεται αυτό το όνομα: Στα λατινικά ή στα κυριλλικά; Θα ζητήσει η Ελλάδα να αλλάξει και το αλφάβητο της γειτονικής χώρας; Και παρότι δεν τα ξέρουν όλα αυτά, σχεδόν όλα τα μεγάλα κόμματα στην Ελλάδα απαιτούν το νέο όνομα της γειτονικής χώρας να είναι erga omnes, δηλαδή και για εσωτερική και για διεθνή χρήση. Είναι χαρακτηριστικό του βάθους της γελοιότητας ότι, σύμφωνα με δημοσιεύματα, το Gorna Mekedonija «χάλασε», επειδή η Αθήνα ζητούσε το όνομα να είναι μόνο στα σλαβικά, ενιαίο και αμετάφραστο (Γκορναμακεντόνιγια), ενώ τα Σκόπια αποδέχονταν να είναι δύο λέξεις και να μεταφράζεται.
Και δεν είναι μόνο το όνομα της χώρας: Υπό διαπραγμάτευση βρίσκονται ακόμα το δικαίωμα βέτο, οι εγγυήσεις και το νομικό πλαίσιο της συμφωνίας, καθώς και οι ρήτρες απόσυρσης των δύο πλευρών. Ανοιχτό, ως προς τις διατυπώσεις που θα χρησιμοποιηθούν, παραμένει το όνομα της εθνότητας, της ιθαγένειας και της γλώσσας (άραγε μακεντόνσκι, νοβομακεντόνσκι, νοβομακεντόνσκικη;).
Αλλαγή Συντάγματος
Η ελληνική πλευρά, όπως είναι γνωστό, ζητά συνταγματική κατοχύρωση, με το επιχείρημα ότι μπορεί η επόμενη κυβέρνηση στη ΔτΜ να ακυρώσει τη συμφωνία.
Από την άλλη, η άρχουσα τάξη της ΔτΜ έχει κάνει την επιλογή της για είσοδο στο ΝΑΤΟ και είναι διατεθειμένη να κάνει ό,τι μπορεί γι’ αυτό το στόχο μέσω της εντεταλμένης της κυβέρνησης των σοσιαλδημοκρατών, δηλ\αδή του πάμπλουτου επιχειρηματία Ζ. Ζάεφ. Μάλιστα προκειμένου να «περάσει» το ζήτημα του ονόματος, ο πρωθυπουργός φέρεται να σχεδιάζει να «ξεχάσει» τη δέσμευσή του για δημοψήφισμα και να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές, θέτοντας ως κεντρικό δίλημμα την ένταξη ή όχι στις ευρωατλαντικές δομές: αφού η κυρίαρχη προπαγάνδα έχει πείσει εδώ και δεκαετίες την πλειονότητα του πληθυσμού ότι η ένταξη στον ιμπεριαλιστικό οργανισμό θα σημάνει ασφάλεια και ειρήνη για τη χώρα, ο πονηρός Ζάεφ σκέφτεται να θέσει ο ίδιος τον λαό στο δίλημμα: Θέλετε ΝΑΤΟ; Πάει πακέτο με την αλλαγή ονόματος.
Ασφαλώς συνταγματική αναθεώρηση δεν μπορεί να γίνει στο πι και φι, όπως ζητάνε συλλήβδην τα ελληνικά κόμματα. Σύμφωνα με τις δημοσιογραφικές πληροφορίες, η πλευρά της ΔτΜ δεσμεύεται ότι η διαδικασία θα ολοκληρωθεί σε διάστημα δύο ετών, επειδή δεν υπάρχει χρόνος (ούτε κυβερνητική πλειοψηφία) για να αλλάξει το Σύνταγμα. Όσα κόμματα στην Ελλάδα κάνουν από δεξιά κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ, ξεχνούν πόσο καιρό έχει πάρει η πολύ πιο «ελαφριά» αναθεώρηση του ελληνικού Συντάγματος. Αν μάλιστα φανταζόταν κανείς ότι η αναθεώρηση θα αφορούσε το ζήτημα της αλλαγής του ονόματος της Ελλάδας, θα καταλάβαινε τη σημασία του ζητήματος του χρόνου.
Σε αυτές τις συνθήκες η ελληνική κυβέρνηση σχεδιάζει να δέσει αλλιώς τον γάιδαρό της: Επιδιώκει ρητή δέσμευση ότι η συμφωνία αυτή θα έρθει στους διεθνείς οργανισμούς (ΟΗΕ, ΝΑΤΟ και ΕΕ), οι οποίοι θα την «εγγυηθούν». Ψάχνει, με άλλα λόγια, διασφαλίσεις ότι η συμφωνία θα καταστεί πλήρης, νομικά δεσμευτική, ισχυρή και... πολιτικά διαχειρίσιμη σε διεθνές επίπεδο.
Υποχώρηση
Όπως τονίζει ο υπεράνω κάθε υποψίας για διεθνισμό δημοσιογράφος Στ. Λυγερός, ο Ζ. Ζάεφ υποχώρησε αρκετά βήματα απέναντι στην Ελλάδα, όταν διαπίστωσε ότι ΕΕ και ΝΑΤΟ δεν προχώρησαν σε καμία πίεση προς την Αθήνα για επίλυση του ζητήματος (αντίθετα, σύμφωνα με δημοσιεύματα του ελληνικού Τύπου, εκείνος που έγινε αποδέκτης των πιέσεων της «διεθνούς κοινότητας» ήταν ο Χρ. Μιτσκότσκι, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη ΔτΜ, δηλ. του VMRO, το οποίο μετρίασε τους εθνικιστικούς τόνους). Έτσι τώρα η πλευρά της ΔτΜ ζητά αυτή τη διετή περίοδο «χάριτος» κατά την οποία ο Ζάεφ θα καταφέρει να περάσει τη συνταγματική αναθεώρηση.
Όμως κι αυτό δεν ικανοποιεί τους εθνικιστικούς κύκλους στην Αθήνα, που πλέον έχουν διαπιστώσει ότι μπορούν να ζητήσουν κι άλλα. Και δεν μιλάμε για περιθώριο. Η στάση των ΑΝΕΛ είναι σαφής (ο κυβερνητικός εταίρος του ΣΥΡΙΖΑ έχει δηλώσει ξεκάθαρα πως αλυτρωτισμό θεωρεί το ίδιο το συνταγματικό όνομα της ΔτΜ). Εθνικιστική στάση κρατά και η Νέα Δημοκρατία του (νέο)φιλελεύθερου Μητσοτάκη. Αντίστοιχα φαίνεται να κινείται και η Δημοκρατική Συμπαράταξη.
Όμως δεν είναι μόνον αυτοί. Ο θεματοφύλακας των αστικών αρχών, ο Παυλόπουλος –τον οποίο μόνος του τοποθέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ, στέλνοντας από τότε το μήνυμα στην άρχουσα τάξη ότι θα παραμείνει πειθήνιος στα κελεύσματά της– θυμίζει συχνά τις «κόκκινες γραμμές» του ελληνικού καπιταλισμού. Στις εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια από τη Μάχη του Σκρα, ο Παυλόπουλος, αφού θύμισε σε θερμοπολεμικό κλίμα και με εντελώς ανιστόρητο τρόπο πως «η σπουδαία νίκη στο Σκρα, αλλά και όλοι οι αγώνες των Ελλήνων κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, τεκμηρίωσαν, οριστικώς και αμαχήτως, την ελληνικότητα της Μακεδονίας», έστειλε τελεσιγραφικού χαρακτήρα μήνυμα στη γειτονική χώρα: «Ένας τρόπος υπάρχει για να προχωρήσει η ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ: Πρώτον, προηγούμενη αναθεώρηση, προς αυτή την κατεύθυνση, του Συντάγματός της […]. Και, δεύτερον, συμφωνία που θα εμπεριέχει όλες τις εγγυήσεις εξάλειψης του αλυτρωτισμού».
Οι δυνάμεις στην ΔτΜ
Στην ίδια τη Δημοκρατία της Μακεδονίας εκτός από τους σοσιαλδημοκράτες και τους συμμάχους τους (που είναι διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα για να μπει η χώρα σε ΝΑΤΟ και ΕΕ) και τους δεξιούς (που είναι διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα για να μπει η χώρα σε ΝΑΤΟ και ΕΕ, εκτός από το να αλλάξουν το όνομα), υπάρχει και μια μικρή Αριστερά που στέκεται τόσο απέναντι στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς όσο και απέναντι στον εθνικισμό. Η Λιλιάνα Ιστάτοβα, μιλώντας στην «Εργατική Αριστερά» εκ μέρους του κόμματος Λέβιτσα, τονίζει: «Οι υποσχέσεις του Ζάεφ πριν να φτάσει στην εξουσία, ήταν σταθερές και ακούγονταν καλές, αλλά μόνο τότε και μόνο ως υποσχέσεις. Από τη συγκρότηση της κυβέρνησης και μετά δεν υπήρχαν και δεν υπάρχουν μεταρρυθμίσεις που να βελτιώνουν τη ζωή μας[…]. Ο Μιτσκότσκι βρίσκει ευκαιρία: λέει ότι το όνομα δεν πρέπει να αλλάξει και ότι σίγουρα οι άνθρωποι πρέπει να έχουν την τελευταία λέξη με δημοψήφισμα. Λέει ότι εδώ και πολύ καιρό η Μακεδονία είναι αυτή που κάνει παραχωρήσεις συνέχεια, αλλά δεν έχει λάβει τίποτα για αντάλλαγμα». Και προσθέτει: «Όμως ο πολύς κόσμος μάλλον δεν ασχολείται πολύ με το όνομα, μια και αυτή η υπόθεση τραβάει από το 1992».
Η ίδια ξεκαθαρίζει επίσης πως το «Λέβιτσα είναι ενάντια στην αλλαγή ονόματος, ενάντια για ΝΑΤΟ, και συνεπώς ενάντια στην πολιτική του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, αλλά φυσικά ενάντια και στη Δεξιά και τον εθνικισμό».
Όταν τη ρωτάμε τι θα ήθελε το Λέβιτσα από την ελληνική Αριστερά, τονίζει ότι το Λέβιτσα είχε και έχει τη στήριξη πολλών ελληνικών αριστερών οργανώσεων και αυτό συνεχίζει να ζητά. Ωστόσο θεωρεί πως, κάθε υπόκλιση στον εθνικισμό, εδώ στην Ελλάδα, σημαίνει και ενίσχυση των εθνικιστών στη Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Καταλήγοντας τονίζει: «Πρέπει να σταματήσουν οι διαπραγματεύσεις για το όνομα, καθώς αυτό δεν έχει καμιά σχέση με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης ή την ευημερία των λαών στις δύο χώρες. Καθώς ο εθνικισμός αναπτύσσεται στα Βαλκάνια, η απάντησή μας πρέπει να είναι μια διεθνής και αμοιβαία συνεργασία της εργατικής τάξης με βάση το σεβασμό του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης όλων των εθνών. Τον μόνο που εξυπηρετεί η διάσπαση της εργατικής τάξης είναι τον κοινό μας εχθρό».
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά