Στη μνήμη του Διομήδη Κομνηνού που τα ματωμένα ρούχα του μας έδειξαν τον δρόμο του αγώνα.

Στην αίθουσα εκδηλώσεων του επαρχιακού, δημοτικού σχολείου στο οποίο έκανα τη θητεία και εξέτισα την... ποινή του «ελληνόπαιδος» μαθητή, κατά την διάρκεια της «κακής» δεκαετίας του ΄80, τα φώτα έσβηναν και η μηχανή προβολής των σλάιντς έπαιρνε μπροστά, φωτίζοντας το κινηματογραφικό πανί. Η πρώτη εικόνα ήταν πάντα η ίδια, όσα χρόνια θυμάμαι να έρχεται η 17η του Νοέμβρη - ένα ζιβάγκο με κόκκινο σημάδι στο μέρος της καρδιάς, μια μπλούζα πλημμυρισμένη στο αίμα,ένα παντελόνι, σκονισμένο από τον δρόμο και την ιστορία. Τα ρούχα ενός γυμνού μαθητή, σε μια κρύα αίθουσα, ενός κρύου νοσοκομείου, στο Ρυθμιστικό της Μεσογείων,μιας κρύας χώρας και μιας ακόμη πιο κρύας, άθλιας και ανθρωποφάγου, φασιστικής στρατοκρατίας, που ήθελε να θάψει τους νεκρούς, γυμνούς και την αλήθεια, ζωντανή.

Ήταν και είναι τα ρούχα του 17χρονου μαθητή, Διομήδη Κομνηνού.

Έπειτα, ερχόταν η φωτογραφία του, ένα ασπρόμαυρο πρόσωπο, με πλατιά, μεταλλικά γυαλιά οράσεως και ένα συγκρατημένο, αινιγματικό χαμόγελο, απροσδιόριστης αιτίας και λελογισμένης ειρωνείας. Έτσι τουλάχιστον το ερμηνεύω σήμερα και από μνήμης. Το ίδιο το όνομα ήταν ικανή αιτία για προβληματισμό και τροφή για σκέψη σε κατάσταση εκκρεμούς, ανάμεσα στο διάβασμα και το άκουσμα- και ομηρικός βασιλιάς στα λιβάδια του Άργους και τα άλογα του Ρήσου και βασανισμένος αυτοκράτορας στη θάλασσα της Προποντίδας.

Ένα κοκτέιλ που γεννά ήρωες για τις ιδέες και την ιστορία, την καθημερινή μάχη και τον αγώνα.

Μια ανώνυμη σφαίρα ενός ανώνυμου ελεύθερου σκοπευτή ενός ανώνυμου τουφεκιού στην επώνυμη ταράτσα του τότε υπουργείου Δημόσιας Τάξεως, στην υπηρεσία μιας επώνυμης χούντας, τον δολοφόνησε στο πεζοδρόμιο της εξέγερσης και την άσφαλτο του Αχέροντα.

Έπειτα, αυτός ο ανώνυμος εκτελεστής της ανώνυμης σφαίρας στην επώνυμη ταράτσα πήγε στο ανώνυμο σπιτάκι του, και την ανώνυμη και μίζερη ζωούλα του και άραγε τι είπε, τι διηγήθηκε και ενδεχομένως πώς καυχήθηκε στη γυναικούλα και τα παιδάκια του για τη δόλια πράξη του;

Τον πέτυχα κατάστηθα, εκεί που όντως τον βρήκε η δολοφονική σφαίρα; Το πέτυχα, το τσογλάνι, στο δόξα πατρί; Όπως το ΄χε πει ο Ντερτιλής στον οδηγό του, δολοφονώντας τον Μιχάλη Μυρογιάννη, δυο μέρες μετά, με το αίμα να κυλάει στο πεζοδρόμιο, τους μπάτσους να παλεύουν με μάνικες και νερό να σβήσουν τα ίχνη της ματοβαμμένης εισβολής και την μερσεντές του Κονοφάγου,αλοιφή, κάτω από την καγκελόπορτα της Πατησίων; Τον σκότωσα για τη δουλίτσα μου και την εθνοσωτήριο;

Τον έφαγα λάχανο επειδή ήμουν αστυφύλαξ της αστυνομίας πόλεων, πιστός κολίγας του κράτους και της Ελλάδος, Ελλήνων Χριστιανών, υποψηφίων βασανιστών και ΕΣΑτζήδων, γιος γριβικού χίτη και εγγονός μεταξικού φασίστα, χιτλερόφρων και εθνικόφρων, έχων διόλου σώας τας φρένας και καταλερωμένη τη φωλίτσα μου, αν και έψαχνα λεκέδες στη φωλιά των αλλονών, από τον Χορτιάτη και τη Μακρόνησο έως τον Πέτρουλα και τον Λαμπράκη, ένας Μιχάλης Πέτρου από τους πολλούς που πυροβόλησαν, έδειραν, βασάνισαν, βίασαν, κυνήγησαν, κακοποίησαν και έσπασαν πόδια και χέρια, και άνοιξαν κεφάλια και έφτυσαν πρόσωπα, και τράβηξαν μαλλιά διά την εθνοσωτήριον και το μισθοσυντήρητον του ένστολου ΤΕΑτζή και ταγματασφαλίτη, του επαγγελματία ρουφιάνου του «θα σας τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί» και της γραμμής σιδηροδέσμιων, πίσω από τα κάγκελα της Γυάρου;

Τι να ‘πε αυτός ο «άνθρωπος», που δεν το λένε σήμερα ακόμη και ξανά και από το βήμα της βουλής ή το κάθισμα ενός οδηγού ταξί, που ενώ του φταίει η... Ούμπερ, σιγοτραγουδά το ναζιστικό Ντόιτσλαντ ούμπερ άλες, διάφοροι φασίστες και διάφοροι χουνταίοι ή μεταξύ κομπολογιού, φέησμπουκ και καφέ διάφοροι τεμπελχανάδες της κρατικοδίαιτης εντρεπρενερίστικης επιχειρηματικότητας που έχουσιν τον τρόπον τους από συστάσεως μικροελλαδικού παρακράτους και από εναλλαγής βασιλείας και χούντας, μισοδημοκρατίας και κρατικοαυταρχίας, κωλεττισμού και καραμανλισμού, δηλιγιαννισμού και τσιπρισμού, όλα τα εγκληματικά φασιστόμουτρα που με την βούλα της αρεοπαγίτικης νομιμότητας διεκδικούν ψήφο και βουλευτική έδρα και ελευθερία στην... αντίθετη άποψη, δηλαδή την άποψη του δολοφόνου και του εγκληματία που σαρανταπέντε χρόνια μετά δεν ησυχάζει και φρίττει γιατί οι νεκροί δεν θάφτηκαν γυμνοί και η αλήθεια είναι ακόμη ζωντανή και οι βόμβες στο Ιντεάλ δεν βρήκαν τον στόχο τους και τα στιλέτα για τον Φύσσα δεν έμειναν αόρατα, όπως δεν έμειναν θαμμένοι ο Κουμής και η Κανελλοπούλου, ο Καλτεζάς, ο Τεμπονέρας και ο Γρηγορόπουλος.

Τι να ‘πε αυτός ο «άνθρωπος», ίσως συνταξιούχος μπάτσος σήμερα που χουχουλιάζει στον καναπέ του, στο σπιτάκι ή το γηροκομείο, και βλέπει μετά μανίας, λακε-δαιμονικές εκπομπές του ναζιστικού βόθρου, λακέδων του Χίμλερ και δαιμόνων του Γκέμπελς, και ξάφνου εμφανίζεται στην οθόνη θλιβερή φιγούρα ανθυποηγετίσκου της «αριστεράς» με ροπή στα... λάθη και έφεση στην... άγνοια και - μετά την αποχώρηση από το ταμείο της δημοσιότητας και του ίντερνετ κανένα πολιτικό και επικοινωνιακό λάθος δεν αναγνωρίζεται, να ήξερες να ρώταγες, να στάθμιζες και να είχες ενσυναίσθηση του σκονισμένου δρόμου και της ματωμένης ιστορίας - την καθαρή βλακεία, όπως την έχει περιγράψει ο Ευάγγελος Λεμπέσης,για την πολιτική και κοινωνική σημασία του βλακός εν τω συγχρόνω βίω,ου μη και τον βίο της «αριστεράς», τι να είπε και τι να λέει αυτός ο «άνθρωπος» σήμερα;

Για τα παιδιά που τα λένε αλήτες ή όπως το είχε θέσει ο Μάνος Χατζιδάκις για τη γενιά της ΕΠΟΝ, τα παιδιά της γαλαρίας που είχαν αποπειραθεί να γκρεμίσουν τον παλιό, αστικό κόσμο, που ούτως ή άλλως ήταν σάπιος και απών, και εκείνος εκδικήθηκε την αποκοτιά τους και την ρώμη της νεότητάς τους και τα άλεσε στα δόντια της εμφυλιακής μυλόπετρας.

Ανατριχιάζει άραγε αυτός ο «άνθρωπος» στα ονόματα του Καραμανή και του Φάμελλου, του Θεοδωρά και του Κοντομάρη, του Μικρώνη και του Κυριακόπουλου, της Μπεκιάρη και του Μιχαήλ;

Όλων των γνωστών και κυρίως των αγνώστων νεκρών, που η χούντα έθαψε γυμνούς και οι οικογένειές τους, τρομοκρατημένες και βουβές, γιατί θα τους τύλιγαν σε μια κόλλα χαρτί και η Γυάρος είχε χώρο για πολλούς ακόμη καταναγκαστικά ευρισκόμενους «αυθορμήτως προσαχθέντες» του «εσωτερικού τουρισμού» με την ευγενική χορηγία του Τομ Πάπας και τη στρατιωτική διαταγή του Στέλιου του Παττακού και του Μίμη του Ιωαννίδη, ανάθεμα τον αξιωματικό του ΕΛΑΣ που του χάρισε τη ζωή στην Καλλιθέα του Δεκέμβρη, και έγινε ο Μιμάκος η... αρσακειάδα των βασανιστών στη Μακρόνησο, με ένα περίστροφο στο αριστερό και ένα στυλιάρι στο δεξί, και ο σκύλος της ΕΣΑ που δάγκωσε και μάτωσε την Κύπρο,

διά το μεγαλείον της εθνοσωτηρίου,την ένωσιν με τη μητέρα Μήδεια-Ελλάδα, και τον πατριωτισμό, που ως γνωστόν είναι το έσχατο καταφύγιο όλων των απατεώνων και όλων των καθαρμάτων, και για το... όνομα της Μακεδονίας τα ίδια φασιστόμουτρα διεκδικούν δάφνες πατριωτικές και πικροδάφνες μιλιταριστικές, μας έβγαλαν φόρα παρτίδα και διάφορους φραγκοδίφραγκους «στρατηγούς» της οκάς, βγήκαν στην επιφάνεια και οι χρήσιμοι βλάκες της «αριστεράς» και των λακέδων του νεοφασισμού, όπου εθνικιστικός γάμος και πατριωτική χαρά, η «αριστερή» Βασίλω πρώτη, και τελοσπάντων,κάπου εδώ, ξεστράτισε το κείμενο και άλλα ήθελα να γράψω.

Για τους σχολάρχες των ιδιωτικών σχολείων, ήθελα να γράψω,και τους επί χρήμασι μαθητές τους, τις εκδηλώσεις για το Πολυτεχνείο που δεν έγιναν, τις φωτογραφίες και τις εικόνες που δεν προβλήθηκαν, χρόνια τώρα, όχι χθες, τον Γαβρόγλου που περί άλλων τυρβάζει, καλά αυτός είναι αλλού για αλλού ούτως ή άλλως,

τους καθηγητές μου στη... μεγάλη του γένους σχολή, το 2000, που ρουθούνιζαν «αγανακτισμένοι» επειδή τους είχε «κουράσει» το Πολυτεχνείο και έπρεπε να έχει αλλάξει το πλαίσιο εορτασμού και να καταργηθούν οι κομματικές νεολαίες, κατά προτίμηση και προτεραιότητα οι ριζοσπαστικές και οι αριστερές γιατί είναι ενοχλητικές, όχι όμως και οι άλλες, με τις εκδρομές στη Μύκονο και την Αράχωβα - ξέρεις ποιοι πάνε εκεί.. - ή τις συναλλαγές για τις ψήφους και την αλληλοϋποστήριξη, δώσε ημίν προεδρία τμήματος και πρυτανεία ιδρύματος και δώσω υμάς καλή βαθμολογία,

και είχαν γίνει διδακτορικοί φοιτητές και υφηγητές και τα παιδιά για τις βαλίτσες των καθηγητών της χωλής αποχουντοποίησης μέσα στη χούντα και λίγο μετά, και αργότερα, πάντα με μια βαλίτσα, γεμάτη ή άδεια, ενίοτε με την σφραγίδα και το περιεχόμενο γερμανικού τηλεπικοινωνιακού κολοσσού, να περιφέρονται και να διαπραγματεύονται και να συμφωνούν για το κράτος και την αγορά και τις εταιρείες και τα μπικικίνια,

και δώστου σήμερα να καταλαμβάνουν κρατικές θέσεις ου μη και κυβερνητικές και βουλευτικές έδρες και να υπογράφουν κείμενα συμπαράστασης σε λαδιάρηδες παλαιούς υπουργούς της βλαχομπαρόκ ψευτοεκσυγχρονιστικής ΠΑΣΟΚαρίας και του «κάτσε κάτω κουλοχέρη» - για τον Καράγιωργα το έλεγαν, τα καθάρματα- όχι βέβαια ότι οι ΝεοψευτοΔημοκράτες είναι καλύτεροι,

και να εκπροσωπούν την εκκλησία και τις... άγιες μονές σε δίκες ενάντια στην πολιτεία, για τα οικόπεδα και για τα λεφτά, ρε γαμώτο!, και να έχουν ιδρύσει και ιδιωτικές σχολές «τάδε σπουδών» κάπου στη Αττική, εκεί στα νότια και παραθαλάσσια προάστια να ψάξετε,

και να περιμένουν τον Τσίπρα και τον Μητσοτάκη να τους δώσουν το πράσινο φως για την ίδρυση μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών (χαχαχαχαχαχα, τι γράφω ο άνθρωπος!) πανεπιστημίων, - ούτως ή άλλως αυτοί οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι καθηγητάδες έχουν γράψει το... πλαίσιο της συνταγματικής αναθεώρησης - μπας και καταχρεώσουν τους μεθεπόμενους υποψήφιους φοιτητές που θα πληρώνουν φοιτητικά δάνεια μέχρι τον τάφο τους,

για ένα πτυχίο, μια αγορά και τον κάθε μαλάκα sugar daddy που έχει πιάσει τα πόστα και τα δερβένια και έχει τον τρόπο και τα μέσα, για να ξεφτιλίσει κορίτσια και αγόρια που θα κυνηγήσουν, στον ήλιο, μοίρα, έναντι ανταλλαγμάτων, αλλά ο ήλιος θα έχει σβήσει και η μοίρα θα είναι μαύρη, αν θαφτεί οριστικά, γυμνό, το Πολυτεχνείο. 

Και τόσα χρόνια, σωστά σαρανταπέντε, πάλεψαν και παλεύουν πολλοί για να το θάψουν μια και καλή. Η... «άλλη» γενιά του Πολυτεχνείου, οι ροπαλοφόροι ΕΚΟΦίτες και οι διορισμένοι χουντικοί στα φοιτητικά συμβούλια που έφτασαν ορισμένοι να γίνουν υπουργοί και βουλευτές, τα δαμανάκια και τα ανδρουλάκια που οπορτούνισαν και ενσωματώθηκαν - και δεν ήταν οι μόνοι με την ευγενική... μαθητεία στις πεφωτισμένες «ηγεσίες» μιας κάποιας «αριστεράς», δάσκαλοι που δίδασκαν τι ακριβώς;, οι πολιτειακές και πολιτικές ηγεσίες που έκοψαν και έρραψαν το Πολυτεχνείο στα μέτρα τους - με πρώτο μεταξύ ίσων τον.... κιουπκιοϊάρχη της δεξιάς ήδη από τον Νοέμβρη του ΄74 και τις τότε εκλογές,

οι ιδεολογικοί γκουρού από το κάτω ράφι και οι δευτεράντζες στυλ Γκόρντον Γκέκο του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης που έδιναν κακογραμμένα τσιτάτα του Βλαδίμηρου Ουλιάνοφ - δεν έφταιγε αυτός, δηλαδή ο Λένιν, ο άλλος τόσος ήταν... - στον Αντωνάκη τον Σαμαρά, μπας και ξεστραβωθεί και πει καμιά εξυπνάδα ο μεσσήνιος ακροδεξιός, βλαχοδήμαρχος,που έφτασε να γίνει πρωθυπουργός,

οι διάφοροι «αριστεροί» εργολάβοι τσιμέντων και κηδειών, που τη μία φωτογραφίζονται επικοινωνιακά με την φανέλα του Γιάννη του Αντετονκούμπο και την άλλη, ιδρύουν Μόριες της λάσπης και των μολυσματικών ασθενειών, γενικά περισσεύει η υποκρισία για το... νόημα της ημέρας και όσο πιο ψηλά στην πολιτική και κοινωνική πυραμίδα ανεβαίνεις, τόσο λιγότερο καταλαβαίνεις πια το Πολυτεχνείο.  

Γιατί η εξέγερση είναι σαν τη φωτιά, είναι υπόθεση και όπλο των νεοτέρων, του Διομήδη, του Μιχάλη, του Αλέξανδρου, των γυμνών της Πατησίων και των νεκρών της Μάρνη, των νεοτέρων και όσων δεν βολεύτηκαν,με κάθε σημασία του ρήματος,και κάθε στίχο του ποιητή «με λιγότερο ουρανό». Υπόθεση των λίγων δασκάλων, που στο απολύτως προβληματικό κρατικό και ιδιωτικό ελληνικό «σχολειό» προσπάθησαν να μεταλαμπαδεύσουν γνήσια ιδανικά ζωής και όχι κάλπικες συνταγές καριέρας.Υπόθεση της ενοχλητικής, ριζοσπαστικής Αριστεράς, και όχι των χρήσιμων βλακών που δεν ήξεραν, δεν ρώτησαν, δεν έμαθαν, και δεν παίδεψαν πραγματικά ποτέ το μυαλό τους, χρόνια τώρα, όχι σήμερα, και αυτοξεφτιλίζονται πάσας ευκαιρίας δοθείσης, στο διαδίκτυο και την τηλεόραση. 

Είναι εντέλει υπόθεση των νεκρών αγωνιστών και της ζωντανής αλήθειας, όση σκόνη του χρόνου και αν έχουν πιάσει οι παλιές φωτογραφίες, τα ξεχασμένα σε ένα κουτί σλάιντς, τα ματωμένα και βρώμικα από τον δρόμο και την ιστορία ρούχα. 

Είναι υπόθεση του Διομήδη και του Κομνηνού του άμεσου μέλλοντος.

Ετικέτες