Από τις αρχές Δεκέμβρη, η Γαλλία έχει βυθιστεί σε μια πολιτική κρίση. Ο πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν ήλπιζε να δραπετεύσει από αυτήν με το τηλε-διάγγελμα που έκανε το βράδυ της Δευτέρας, 10 Δεκέμβρη.
p { margin-bottom: 0.25cm; direction: ltr; line-height: 120%; text-align: left; widows: 2; orphans: 2
Το κίνημα των κίτρινων γιλέκων αναπτύσσεται από τα μέσα Νοέμβρη. Το Σάββατο, 1 Δεκέμβρη, ήταν ένα σημείο καμπής, που εγκαινίασε μια νέα φάση της κοινωνικής κρίσης. Οι συγκρούσεις στα Ηλύσσια Πεδία στο Παρίσι ήταν το σύμβολο εκείνης της μέρας, αλλά και σε πολλές πόλεις σε όλη τη χώρα, οι κινητοποιήσεις -με παρόμοια μεγέθη εκείνων της περασμένης βδομάδας- είχαν επίσης μεγαλύτερη συγκρουσιακότητα. Στην Τουλούζ, τη Μασσαλία, το Le Puy en Velay (όπου δέχτηκε επίθεση η έδρα του υπουργείο Εσωτερικών)… παντού η ριζοσπαστικοποίηση συνοδεύτηκε από τη γενίκευση του συνθήματος «Μακρόν παραιτήσου!». Η εικόνα της αστυνομίας να εκδιώκεται από την Αψίδα του Θριάμβου που καταλήφθηκε από τα κίτρινα γιλέκα, κυκλοφόρησε σε όλο τον κόσμο, αποκρυσταλλώνοντας την πολιτική κρίση και αποσταθεροποίηση της διακυβέρνησης Μακρόν.
Εν τω μεταξύ, και πριν την 1η Δεκέμβρη, η λαϊκή υποστήριξη στο κίνημα των κίτρινων γιλέκων είχε δημιουργήσει μια πολύ μεγάλη ταξική πόλωση, ενώνοντας τις εργαζόμενες τάξεις απέναντι στα αστικά και πλουσιότερα στρώματα.
Τις προηγούμενες μέρες, σε μια σειρά πόλεις είχε αρχίσει η σύγκλιση με τμήματα του συνδικαλιστικού κινήματος. Αυτή πήρε τη μορφή –εν μέρει τουλάχιστον- κοινών συγκεντρώσεων με την από πριν σχεδιασμένη μέρα δράσης της CGT για τα δικαιώματα των ανέργων στις 1 Δεκέμβρη. Αλλά επίσης και με άμεσες εκκλήσεις συνδικάτων του ιδιωτικού τομέα, των σιδηροδρόμων και των ταχυδρομείων για συμμετοχή στις διαδηλώσεις των κίτρινων γιλέκων.
Έτσι, παρά την αρχική καρικατούρα του κινήματος που ήταν διάχυτη στις γραμμές των συνδικάτων και της κοινωνικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς και στιγμάτιζε το κίνημα ως «φαιο-κίτρινο» (μια αναφορά στην ακροδεξιά), σταδιακά έγινε σαφής ο χαρακτήρας και το κοινωνικό περιεχόμενο των αιτημάτων του κινήματος. Αν και είναι κοινωνικά πολυσυλλεκτικό, υπερέχει η εμπλοκή των δυνάμεων της εργατικής τάξης. Έτσι κατέρρευσαν οι φραγμοί και άνοιξε ο δρόμος για την σύγκλιση και συνεπώς, την αλλαγή στο συσχετισμό δύναμης.
Το ζήτημα της «αγοραστικής δύναμης» σταδιακά μεταστράφηκε από το απλό θέμα της αύξησης στον φόρο καυσίμων προς το γενικότερο ζήτημα των φόρων: ότι οι έμμεσοι φόροι γενικά θίγουν τις εργαζόμενες τάξεις και ότι καταργήθηκε ο φόρος στον μεγάλο πλούτο και δίνονται φοροαπαλλαγές στους πλούσιους. Το ζήτημα της αναδιανομής του πλούτου έχει εμφανιστεί ρητά σε πολλές δηλώσεις και συνθήματα των κίτρινων γιλέκων. Τα ζητήματα των συντάξεων, των μισθών κλπ έχουν έρθει στο προσκήνιο, επιτρέποντας έναν σαφή δεσμό με τα εργατικά αιτήματα.
Άρα ακόμα και πριν την 1η Δεκέμβρη, η δυναμική ήταν ταξική, βάζοντας στο περιθώριο την ακροδεξιά. Όχι με την έννοια της απήχησής της σε κάποιους από τους διαδηλωτές, αλλά με την έννοια ότι το κίνημα πήρε αποστάσεις από την αγαπημένη της θεματολογία: την μετανάστευση ως πηγή όλων των κακών, την «υπερφορολόγηση» που τσουβαλιάζει τους φόρους που πληρώνουν οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες, την δημαγωγική επίθεση στους δημόσιους υπάλληλους.
Μετά την 1η Δεκέμβρη, η Γαλλία μπήκε σε βαθιά πολιτική κρίση. Με τις πλάτες τους στον τοίχο, ο Μακρόν και οι βουλευτές του κόμματός του είδαν να εξαερώνεται η όποια μικρή λαϊκή υποστήριξη είχαν, η οποία πλέον έχει περιοριστεί στον σκληρό πυρήνα της άρχουσας τάξης.
Ο Μακρόν άρχισε να «σπάει», βλέποντας ότι η εικόνα του ως δημοφιλής πρόεδρος είχε καταστραφεί διεθνώς και ότι ούτε η βία των συγκρούσεων της 1ης Δεκέμβρη δεν μετρίασε τη λαϊκή υποστήριξη στο κίνημα των κίτρινων γιλέκων.
Στον πανικό της επόμενης μέρας, ο πρωθυπουργός Εντουάρντ Φιλίπ ανακοίνωσε την αναβολή του φόρου στα καύσιμα για 6 μήνες κι έπειτα την ακύρωσή του για όλο το 2019. Αλλά όπως είπαν και τα ΜΜΕ, ήταν «πολύ λίγο και πολύ αργά»!
Τα κίτρινα γιλέκα όχι μόνο δεν ικανοποιήθηκαν από αυτές τις πρώτες παραχωρήσεις αλλά ενθαρρύνθηκαν να συνεχίσουν να αγωνίζονται. Όλοι όσοι είχαν δεχτεί επιθέσεις τα τελευταία 2 χρόνια και που είχαν ηττηθεί ο ένας μετά τον άλλο, άρχισαν να βλέπουν μια ευκαιρία να ακουστούν οι φωνές τους: Αγρότες, οδηγοί φορτηγών, λιμενεργάτες κλπ.
Η κυβέρνηση, ενώ άρχιζε να υποχωρεί, ταυτόχρονα ήθελε να δραματοποιήσει την κατάσταση, ανακινώντας τον φόβο του χάους και του «πραξικοπήματος», κι επικαλούμενη το μπαμπούλα της ακροδεξιάς, επιχειρώντας έτσι να σπάσει τη λαϊκή υποστήριξη του κινήματος και να αποφύγει την ένωση των κίτρινων γιλέκων με το εργατικό κίνημα στις 8 Δεκέμβρη.
Ο ίδιος ο Μακρόν παρέμεινε σιωπηλός ως τις 8 Δεκέμβρη, από φόβο μην προκαλέσει νέα δυσαρέσκεια. Και επιστράτευσε όλα τα ενδιάμεσα «σώματα» που ίδιος είχε παραγκωνίσει νωρίτερα: βουλευτές και γερουσιαστές, δήμαρχοι και συνδικαλιστές. Αυτοί υποτίθεται ότι ανέλαβαν να καλέσουν σε ηρεμία, με δηλώσεις που τόνιζαν τη σημασία του «κοινωνικού διαλόγου». Οι συνδικαλιστές ηγεσίες, με την εξαίρεση των SUD, εξέδωσαν μια αξιοθρήνητη κοινή δήλωση, που αποτελούσε μια «έκκληση σε τάξη». Αυτή η δήλωση προκάλεσε οργή σε πολλές ομοσπονδίες και σωματεία της CGT. Στη συνέχεια η CGT, υπό την πίεση της βάσης της, προκήρυξε μια απεργιακή μέρα δράσης για τις 14 Δεκέμβρη.
Αυτές οι τακτικές απέτυχαν πλήρως ως τις 8 Δεκέμβρη. Όχι μόνο οι υποχωρήσεις της κυβέρνησης ενθάρρυναν το κίνημα, αλλά προχώρησαν και οι συγκλίσεις με τμήματα του συνδικαλιστικού κινήματος σε διάφορες πόλεις και περιοχές. Αυτές εμφανίστηκαν στο δρόμο στις 8 Δεκέμβρη. Κατέβηκαν αντίστοιχα πλήθη διαδηλωτών με την 1η Δεκέμβρη και σε πολλές πόλεις και χωριά, υπήρξαν κοινές διαδηλώσεις όπου τα κίτρινα γιλέκα συμπορεύονταν με αγωνιστές των κοινωνικών κινημάτων και συχνά με τους διαδηλωτές κατά της κλιματικής αλλαγής.
Όλα αυτά τα στοιχεία συνέβαλαν στη ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος των κίτρινων γιλέκων στα κοινωνικά ζητήματα, περιορίζοντας την επιρροή των ακροδεξιών στοιχείων που παραμένουν ενεργά μέσα στο κίνημα.
Την ίδια ώρα, 100-200 σχολεία κατέβηκαν σε απεργία ή κατάληψη το απόγευμα της 8ης Δεκέμβρη. Αυτό το κίνημα επαναφέρει τα απαιτήματα ενάντια στη μεταρρύθμιση της πρόσβασης στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση κι ενάντια σε μια μεταρρύθμιση του μπακαλορεά.
Στις 8 Δεκέμβρη, υπήρξαν πολλές συγκρούσεις σε διάφορες πόλεις, ιδιαίτερα γύρω από τις έδρες του υπουργείου Εσωτερικών σε κάθε περιφέρεια –που αποτελούν τα απόλυτα σύμβολα του κράτους. Η αστυνομική βία και καταστολή δεκαπλασιάστηκε: Πάνω από 1.000 συλλήψεις, πολλές από αυτές «προληπτικές». Κατακόρυφη αύξηση των επιθέσεων στις διαδηλώσεις, με συστηματική χρήση δακρυγόνων και πλαστικών σφαιρών, που τραυμάτισαν εκατοντάδες. Αναπτύχθηκαν 85.000 αστυνομικοί μαζί με τα τεθωρακισμένα της «ζενταρμερί».
Παρακολουθούμε μια τελείως νέα μορφή πάλης ενάντια στις πολιτικές λιτότητας και την κυβέρνηση, ενάντια σε όλα τα αντικοινωνικά μέτρα, υπέρ μέτρων κοινωνικής δικαιοσύνης και μισθολογικών αυξήσεων και ευθέως κατά του Μακρόν.
Για πρώτη φορά μετά την εκλογή Μακρόν, και ίσως για πρώτη φορά μετά το 1995, αρχίζει να αλλάζει πραγματικά ο συσχετισμός δύναμης. Όλες οι μερίδες της εργατικής τάξης που δέχτηκαν επιθέσεις τα τελευταία χρόνια –που συχνά πάλεψαν και ηττήθηκαν η καθεμιά μόνη της- μπορούν να δουν μια ευκαιρία να ξαναβγούν στη δράση. Αλλά το παράδοξο είναι ότι το οργανωμένο εργατικό κίνημα δεν έχει –ως τώρα- αναλάβει την ευθύνη να επεκτείνει μέσα από τις απεργίες του ένα λαϊκό κίνημα στο οποίο οι εργάτες συμμετέχουν ως άτομα.
Στις 10 Δεκέμβρη ο Μακρόν έσπασε τη σιωπή του και προσπάθησε να παρουσιάσει μια πιο ταπεινή εικόνα για πρόεδρος που καλλιέργησε την ταξική του αλαζονεία επί 18 μήνες, σε μια προσπάθεια να σβήσει τη φωτιά της κινητοποίησης.
Ήθελε να τονίσει 3 σημαντικά μέτρα που αφορούν την αγοραστική δύναμη: μια υποτιθέμενη αύξηση 100 ευρώ στον κατώτερο μισθό, η ακύρωση της αύξησης των κοινωνικών εισφορών για τους συνταξιούχους που βγάζουν κάτω από 2.000 ευρώ, και η κατάργηση της φορολόγησης και των εισφορών στην υπερωριακή εργασία.
Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για αύξηση στον κατώτερο μισθό, αλλά η καταβολή ενός μπόνους που καλύπτει ο προϋπολογισμός.
Αυτό που προκάλεσε αίσθηση είναι ότι δεν υπήρξε καμιά αμφισβήτηση της ταξικής πολιτικής της κυβέρνησης, καμιά αμφισβήτηση για τα 45,2 δισ. ευρώ που πληρώνει ο κρατικός προϋπολογισμός στις εταιρίες μέσω της CICE (φορολογική πίστωση για εργοδότες), ούτε για όλες τις φορολογικές πολιτικές που ευνοούν τους πλουσιότερους. Δεν υπήρξε καμιά συζήτηση για την υπάρχουσα διανομή του πλούτου ενάντια στην οποία εξεγέρθηκαν τα κίτρινα γιλέκα –δηλαδή τα τμήματα των εργαζόμενων τάξεων που πλήττονται περισσότερο από την λιτότητα.
Η κυβέρνηση ελπίζει ότι έσβησε τη φωτιά και ότι τα κίτρινα γιλέκα θα απομονωθούν και θα καταρρεύσουν. Όλα θα εξαρτηθούν από το αν θα διατηρήσουμε το ρυθμό της κινητοποίησης, με δημοκρατικές δομές συγκρότησης στη βάση, με εξάπλωση και κινητοποίηση άλλων στρωμάτων, σε γειτονιές, χώρους δουλειάς, στα κοινωνικά κινήματα. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι η κινητοποίηση θα συνεχιστεί, να αποφύγουμε τη διαίρεση παρά το μιντιακό μπαράζ εκκλήσεων να υποχωρήσει το κίνημα, παρά τη σιωπή των συνδικαλιστών ηγετών που ξεπεράστηκαν από ένα μαζικό κοινωνικό κίνημα, προκειμένου να πετύχουμε μια γενικευμένη αντεπίθεση ενάντια στον Μακρόν και την πολιτική του.
* Στέλεχος του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος και των συνδικάτων SUD