Η ανακοίνωση του Ντόναλντ Τραμπ για αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από τη Συρία (και μείωση της δύναμης που υπάρχει στο Αφγανιστάν) ανέδειξε τα ζητήματα που αντιμετωπίζει ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός τα τελευταία χρόνια κρίσης της ηγεμονίας του.
Σε σχέση με τις αρχικές εντυπώσεις, που τροφοδοτήθηκαν από το «ωμό» ρητορικό στυλ του Τραμπ, η αποχώρηση φαίνεται ότι θα είναι πολύ πιο «σταδιακή» και «οργανωμένη» (δλδ. ανοιχτή σε διαπραγμάτευση είτε μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ είτε με διεθνείς φίλους και «εχθρούς»). Αλλά η πρόθεση υπάρχει.
Ο Τραμπ αποδεικνύεται σε αυτό το πεδίο συνεπής με την παράδοση ενός «απομονωτισμού» που υπάρχει ιστορικά σε τμήμα της αμερικανικής Δεξιάς. Αυτός ο δεξιός «απομονωτισμός» δεν είναι γραμμή ενάντια στις επεμβάσεις γενικά, αλλά μια γραμμή που λέει «πολεμάμε μόνο εκεί που το επίδικο είναι πραγματικά αμερικανικά ζωτικά συμφέροντα».
Οι ΗΠΑ στη Συρία
Η Συρία υπήρξε μια περίπτωση πολέμου που προκάλεσε τέτοιους προβληματισμούς από την αρχή. Μετά την κλιμάκωση της κρίσης, οι ΗΠΑ επιδίωξαν την εμπλοκή τους, για να επιχειρήσουν να ελέγξουν τις εξελίξεις, αλλά δεν είχαν σαφείς προτεραιότητες, στρατηγική ή συμμάχους. Η πολυφωνία μέσα στο αμερικανικό κράτος, η δημόσια συζήτηση για το αν «υπάρχουν καλοί» (ή «αξιόπιστοι σύμμαχοι» στο πιο ειλικρινές), η μόνιμη κριτική πρώτα στον Ομπάμα και έπειτα στον Τραμπ για «έλλειψη σαφούς στρατηγικής» και η διαρκής απορία «ποιος είναι ο αμερικανικός στόχος στη Συρία;» αντανακλούσαν αυτήν την πραγματικότητα. Γι’ αυτό και η εναντίωση στην αμερικανική εμπλοκή στη Συρία υπήρξε «σημαία» του δεξιού «απομονωτικού» ρεύματος (και κεντρική προεκλογική υπόσχεση του Τραμπ, ο οποίος λογοδοτούσε σε αυτό το κοινό αλλά και στην «Εναλλακτική Δεξιά» η οποία ταυτιζόταν περισσότερο με τον Μπασάρ Αλ Άσαντ στον «πόλεμο κατά των ισλαμιστών»).
Η ανάπτυξη αμερικανικών δυνάμεων και η οικοδόμηση σταθερών συμμαχιών προχώρησε όταν προέκυψε ένας σαφής πολιτικο-στρατιωτικός στόχος: Η αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους. Αυτή ήταν και η βάση της συνεργασίας των ΗΠΑ με τις κουρδικές πολιτοφυλακές. Φυσικά, ο πόλεμος κατά του ΙΚ υπήρξε ταυτόχρονα και «αγώνας δρόμου» για το ποια δύναμη θα απελευθερώσει ποιες περιοχές πρώτη, αποκτώντας ισχύ ενόψει της μεταπολεμικής διευθέτησης.
Το Ισλαμικό Κράτος έχει πλέον ηττηθεί, τουλάχιστον με τη μορφή που το γνωρίσαμε. Όμως στον «αγώνα δρόμου» που προηγήθηκε (αλλά και γενικότερα στις εξελίξεις των τελευταίων χρόνων σε Ιράκ και Συρία), μεγάλος νικητής αναδείχθηκε το Ιράν που έχει αυξήσει κατακόρυφα την επιρροή και την παρουσία του. Η συζήτηση για το «μέλλον της Συρίας» αφορά (τουλάχιστον από τη σκοπιά της Ουάσινγκτον, αλλά και του Τελ Αβίβ) κυρίως το ρόλο του Ιράν στη χώρα. Άλλωστε όταν είχε ανακοινωθεί η παραμονή των αμερικανικών δυνάμεων στη βορειοανατολική Συρία, η παραδοχή του Πενταγώνου ήταν ειλικρινής: Πλάι στις σάλτσες για «διασφάλιση της οριστικής ήττας του ΙΚ», έμπαινε ο στόχος «αποτροπής εξάπλωσης της ιρανικής επιρροής».
Ρωσία-Τουρκία-Ιράν
Ο Τραμπ, δηλώνοντας την πρόθεσή του να βάλει τέλος στην αμερικανική στρατιωτική παρουσία, αυτόν το στόχο δείχνει να διακινδυνεύει, προκαλώντας την οργή σημαντικών τμημάτων της αμερικανικής ηγεσίας (και στα δύο κόμματα και στον κρατικό μηχανισμό).
Όταν ο Τραμπ δηλώνει «ας ασχοληθούν άλλοι με την κατάσταση στη Συρία», αποδέχεται την Άστανα (συνεννόηση Ρωσίας-Ιράν-Τουρκίας) ως βασικό ρυθμιστή των μελλοντικών εξελίξεων και ενδεχομένως πετάει το γάντι σε όποιον διαφωνεί με αυτήν την προοπτική να αναλάβει δράση μόνος του. Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι αν «πετά λευκή πετσέτα» στην πάλη για το μέλλον της ιρανικής παρουσίας στη Συρία ή αν γνωρίζει/εκτιμά ότι αυτό θα λυθεί «στην Άστανα» (από τη Ρωσία). Το πρώτο σενάριο δεν μπορεί να αποκλειστεί. Η βασική ένσταση του Τραμπ στον παλιότερη επέμβαση στο Ιράκ ήταν ότι κατέληξε να παραδώσει τη χώρα στην επιρροή της Τεχεράνης. Ίσως αυτό να είχε στο μυαλό του όταν αποσυρόμενος από τη Συρία, δήλωνε σε Αμερικανούς φαντάρους στο Ιράκ ότι «δεν θα είμαστε πλέον τα κορόιδα της υπόθεσης». Το δεύτερο σενάριο ταιριάζει περισσότερο με κάποιες προηγούμενες εξελίξεις, όπου η Μόσχα ανέλαβε να καθησυχάσει το Ισραήλ και να εμφανιστεί ως εγγυήτρια του περιορισμού των φιλο-ιρανικών δυνάμεων μακριά από τα σύνορα και το Γκολάν…
Αυτό που είναι αναμφισβήτητο είναι η ραγδαία ενίσχυση του ρόλου της Ρωσίας, σε μια περιοχή έξω από την παραδοσιακή της «αυλή». Όλοι οι «παίχτες» (Τουρκία, Άσαντ, Κούρδοι, Ισραήλ) απευθύνουν πλέον τα παράπονα/αιτήματά τους στη Μόσχα, η οποία αναλαμβάνει τις πρωτοβουλίες κι επιχειρεί να δώσει κατευθύνσεις κι οδηγίες.
Αυτή η πραγματικότητα -που σίγουρα δεν διέφευγε από τον Τραμπ- απαντά και σε μια ερμηνεία που έλεγε ότι «οι ΗΠΑ δίνουν το πράσινο φως στον Ερντογάν να επιτεθεί στις κουρδικές περιοχές». Σίγουρα αποσύροντας την προστασία τους στους Κούρδους, οι ΗΠΑ διασκεδάζουν κάποιους φόβους της Άγκυρας. Αλλά όποιος γνωρίζει την πραγματικότητα της Άστανα, καταλάβαινε ότι το μέλλον αυτών των περιοχών μετά την αμερικανική αποχώρηση δεν θα γινόταν άμεσα πεδίο μάχης μετά από τουρκική εισβολή, αλλά αντικείμενο συζήτησης και διαπραγμάτευσης μεταξύ Άγκυρας-Μόσχας-Δαμασκού. Όπως και συμβαίνει αυτές τις μέρες, με τις διμερείς συναντήσεις Τούρκων-Ρώσων αξιωματούχων στη Ρωσία.
Πίβοτ
Κατά τα άλλα, η κατεύθυνση του Τραμπ είναι σε ένα βαθμό συνέχεια της πολιτικής Ομπάμα, που ήθελε να απεμπλακεί από τη Μέση Ανατολή για να οργανώσει το «πίβοτ στην ανατολική Ασία». Ο Ομπάμα δεν το πέτυχε ποτέ, ανακαλύπτοντας ότι δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση η απεμπλοκή από τη Μέση Ανατολή με τρόπο που να διαφυλάσσει ταυτόχρονα τα συμφέροντα των ΗΠΑ ή/και των συμμάχων τους. Κλήθηκε να διαχειριστεί την πραγματικότητα της «αμερικανικής υποχώρησης» (που απαιτεί ιεραρχήσεις κι επιλογές), ως επικεφαλής ενός κράτους που δε συμβιβαζόταν με αυτήν την νέα πραγματικότητα. Γι’ αυτό και βρέθηκε με μια αλλοπρόσαλλη στρατηγική στη Μέση Ανατολή και ειδικότερα στη Συρία. Ο Τραμπ, ως αυθεντικός εκφραστής της αμφισβήτησης των αποτελεσμάτων που είχε η «παγκόσμια» δράση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού (για τα συμφέροντα του ίδιου) και ως πιο «ανεξέλεγκτος» από τους παραδοσιακούς μηχανισμούς, υλοποιεί αυτή τη στροφή πιο αποφασιστικά.
Το εξήγησε ο Στιβ Μπάνον, γκουρού του Τραμπ και πρώην κορυφαίος σύμβουλός του (που είχε έρθει σε ρήξη με «τους στρατηγούς» λόγω της προσήλωσής τους στη Μέση Ανατολή). «Η γραφειοκρατία τον καθυστερούσε διαρκώς μέχρι που αγανάκτησε και το έκανε μόνος του… Όχι με τον καλύτερο τρόπο, αλλά επιτέλους έγινε». Σύμφωνα με τον Μπάνον, ο Τραμπ ήθελε από καιρό να τερματίσει την εμπλοκή σε Αφγανιστάν-Συρία, για να εστιάσει στον ανταγωνισμό με την Κίνα, την οποία θεωρεί τη μεγαλύτερη απειλή για τις ΗΠΑ: «Δεν είναι απομονωτισμός. Είναι πίβοτ απομάκρυνσης από την ανθρωπιστική εκστρατευτική νοοτροπία των διεθνιστών».
Αφήνοντας στην άκρη την κακοποίηση των όρων «ανθρωπισμός» και «διεθνισμός», ο σκοτεινός πρίγκιπας της ακροδεξιάς παρουσιάζει ένα νέο πρόγραμμα για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό: Όπου η προσήλωση στην αντιμετώπιση της Κίνας, για να γίνει αποτελεσματικά, θα αφήνει χώρο για «Γιάλτες» σε άλλα μέρη του πλανήτη, στις οποίες θα υπάρξουν κι άλλοι κερδισμένοι (όπως η Ρωσία στη Συρία) κι όχι υποχρεωτικά οι «παραδοσιακοί σύμμαχοι». Στον αντίποδα στέκεται η επιστολή παραίτησης του Μάτις, που έγινε «σύμβολο πίστεως» για το τμήμα της αμερικανικής ελίτ που αρνείται να αποδεχτεί τη νέα πραγματικότητα: Αφοσίωση στους συμμάχους ως μέσο επιβεβαίωσης του ρόλου των ΗΠΑ ως «το αναντικατάστατο έθνος του ελεύθερου κόσμου» και καμία υποχώρηση απέναντι σε ανταγωνιστές, σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Κρίση και διλήμματα
Είναι ζητήματα που βασανίζουν τα επιτελεία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού εδώ και περίπου μια δεκαετία. Μέτωπο απέναντι σε όλους τους «παραδοσιακούς αντιπάλους» ή προσπάθεια να βρεθεί συνεννόηση με κάποιους εις βάρος κάποιων άλλων; (με την Κίνα να είναι μόνιμα «απέναντι» και τη στάση απέναντι στο Ιράν επί Ομπάμα και τη Ρωσία επί Τραμπ να είναι πιο επαμφοτερίζουσα). Αποφασιστική στροφή στον Ειρηνικό ακόμα και αποδεχόμενοι κάποια αρνητικά τετελεσμένα σε άλλα μέρα του πλανήτη ή παραμονή στη Μέση Ανατολή που ήταν στο κέντρο της γεωπολιτικής αντιπαράθεσης για δεκαετίες; (η λέξη «πίβοτ» που στο μπάσκετ υποδηλώνει ότι το ένα πόδι παραμένει σταθερό παρά το ότι το υπόλοιπο σώμα γυρίζει είναι ενδεικτική του προβληματισμού) Παραμένει υπόθεση των ΗΠΑ η υπεράσπιση των συμφερόντων των «συμμάχων» ή «κόφτε το λαιμό σας» στις συνθήκες της κρίσης και του παροξυσμού των ανταγωνισμών και των προκλήσεων; Είναι το ερώτημα που αντιμετώπισαν όλες οι παλιές Αυτοκρατορίες κατά την αρχή της παρακμής τους: Πώς θα διαχειριστούν το γεγονός ότι η «υπερ-επέκταση» που πέτυχαν στο παρελθόν, σήμερα γίνεται μέρος του προβλήματος.
Ο Τραμπ με το «Πρώτα η Αμερική» εισηγείται μια γεωπολιτική απάντηση που θεωρεί ότι μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Αλλά όπως και στο μέτωπο της οικονομίας (όπου οι εμπορικοί πόλεμοι προκαλούν φρίκη στα περισσότερα πρωτοσέλιδα του αστικού οικονομικού Τύπου), ένα ολόκληρο στρώμα ανώτερων στελεχών που εκπαιδεύτηκε πάνω στην προηγούμενη στρατηγική και στα χρόνια της επιτυχίας της, δυσκολεύεται να αποδεχθεί την ανάγκη αλλαγής της…