Αυτές τις μέρες παρακολουθήσαμε την έντονη κλιμάκωση της αντιπαράθεσης στο κεντρικό πολιτικό πεδίο που κορυφώθηκε στη συζήτηση και την ψήφιση της συμφωνίας των Πρεσπών.
Κόμματα διαλύονται, βουλευτές μετακινούνται και συσχετισμοί αλλάζουν. Το παλιό πολιτικό σκηνικό μοιάζει να βυθίζεται στον «βούρκο του βυθού της λίμνης» μέσα από τον οποίο αναδύεται το καινούργιο πολιτικό σκηνικό. Η συμφωνία των Πρεσπών λειτούργησε σαν καταλύτης δεν είναι όμως η πραγματική αιτία της όξυνσης και των μεταβολών. Αν εξαιρέσει κανείς την φασιστοσυμμορία που ζει στιγμές «ανάτασης» συναντώντας όσο σπάνια τις εθνικιστικές της ονειρώξεις σε (σχετικά) μαζικό κοινωνικό επίπεδο, όλοι οι άλλοι πολιτικοί χώροι, από λίγο ως πολύ, κάνουν διαχείριση των απόψεών τους έως λένε ανοιχτά ψέματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δια του πρωθυπουργού και άλλων επιδίδεται με ιδιότυπο κυνισμό στην εναλλαγή απόψεων και κριτηρίων προπαγανδίζοντας ταυτόχρονα το «άσπρο» και το «μαύρο», δοκιμάζοντας την κοινή λογική του ακροατηρίου. Χαρακτηριστικό στιγμιότυπο από τη σχετική συζήτηση στην Βουλή, η κριτική στο ΚΚΕ ότι εγκαταλείπει την αρχή της αυτοδιάθεσης φέρνοντας μάλιστα παράδειγμα την κομμουνίστρια Μακεδόνισσα Μίρκα Γκίνοβα που εκτελέστηκε στον εμφύλιο και αποδεχόμενος ταυτόχρονα χωρίς πρόβλημα το αντιιμπεριαλιστικό, αντινατοϊκό επιχείρημα εις βάρος του, ενώ την ίδια ώρα «αποκάλυπτε» την ταύτιση την πραγματικής θέσης της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ με τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ σημειώνοντας με έμφαση την επιτυχία της συμφωνίας να «εξαφανίσει» οριστικά την σλαβομακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα! Η ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ εμφανίζονται ως «μακεδονομάχοι» ενώ υποστήριξαν επί σειρά ετών τη «λύση» που εντέλει υλοποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ προς ικανοποίηση της εγχώριας άρχουσας τάξης. Τέλος το ΚΚΕ έχει αλλάξει ιστορικά όλες τις πιθανές θέσεις έναντι του γειτονικού λαού με αποκορύφωμα το σημερινό «αντιιμπεριαλιστικό» ΟΧΙ διανθισμένο εντούτοις με «τους κινδύνους που γεννά ο αλυτρωτισμός των γειτόνων». Το μεγαλύτερο πρόβλημα μ’ αυτή την πολιτική «συμπεριφορά» τόσο του ΣΥΡΙΖΑ που αποδομεί κάθε ιδεολογικοπολιτική αφήγηση (όχι όμως και συστημική πράξη), της ΝΔ που προσκυνά την ακροδεξιά, όμως δυστυχώς και της αμήχανης πλην ρέπουσας προς τον εθνικισμό Αριστεράς, είναι η ενίσχυση της σύγχυσης των ιδεολογικοπολιτικών ταυτοτήτων και εν τέλει σε ένα ορισμένο κοινωνικό ακροατήριο η επιβεβαίωση του «αλήτες- προδότες –πολιτικοί», δηλαδή του φασιστικού κινδύνου.
Ανακατατάξεις ενόψει εκλογών
Στην πραγματικότητα, πίσω από το πρόσχημα της συμφωνίας, η αντιπαράθεση κλιμακώνεται όσο πλησιάζουν οι εκλογές (τόσο οι «ενδιάμεσες» όσο και κυρίως οι εθνικές).
Η συμφωνία των Πρεσπών αποτέλεσε τον καταλύτη και τον επιταχυντή των πολιτικών εξελίξεων. Βίαια επεισόδια στο πολιτικό πεδίο περιορίζουν το φάσμα των κοινοβουλευτικών κομμάτων με τρία τουλάχιστον κόμματα να διαλύονται (ΑΝΕΛ, Ποτάμι, Ε. Κ.) και το ΚΙΝΑΛ να αντιμετωπίζει υπαρξιακή κρίση.
Ουσιαστικά πρόκειται για «διορθώσεις» στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος ώστε να ανταποκριθεί στη «μεταμνημονιακή» πορεία ανάκαμψης του ελληνικού καπιταλισμού πάνω στις εκτεταμένες «κοινωνικές πληγές», ως «αναβαπτισμένος» δικομματισμός.
Ωστόσο η πορεία προς την ολοκλήρωση αυτής της προοπτικής περνά αφενός από την τριβή και τις αντιθέσεις συγκεκριμένων δικτύων συμφερόντων και σχέσεων πολιτικών πόλων με την οικονομική εξουσία («παλαιά» διαπλοκή) και αφετέρου από τη διαχείριση της κοινωνικής συμπεριφοράς και των απαιτήσεων κοινωνικών τμημάτων, κυρίως των «από κάτω» στη νέα «μεταμνημονιακή» πραγματικότητα.
Άσχετα από το παιχνίδι των εντυπώσεων για την ευθύνη και την ιδιοκτησία των μνημονίων μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων με πυρήνα τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, η πραγματικότητα είναι ότι έχει επιτευχθεί μια τεράστια μεταφορά πλούτου και ισχύος υπέρ του κεφαλαίου και σε βάρος της εργασίας και εν γένει της κοινωνικής πλειοψηφίας, μια καπιταλιστικά «δημιουργική» καταστροφή που αποτελεί τη νέα βάση για την ανάκαμψη του ελληνικού καπιταλισμού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται ότι τελείωσε τα μνημόνια ενώ στην πραγματικότητα κέρδισε στο πεδίο της πολιτικής (με τον γνωστό επώδυνο τρόπο για το κίνημα, την κοινωνική πλειοψηφία και την Αριστερά) το δικαίωμα να διεκδικήσει αυτόν τον τίτλο. Γι’ αυτή του την «επίδοση» ήταν απαραίτητος εξίσου τόσο ο αρχικός «αντισυστημικός» πολιτικός στόχος της κατάργησης των μνημονίων και του «καμία θυσία για το ευρώ» όσο και η υπογραφή του 3ου μνημονίου και η εμφατική συνέχιση της πρόσδεσης της χώρας στο ΝΑΤΟικό άρμα. Η εργαλειακή συνεργασία με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ ήταν απλά το «κερασάκι» όσο βέβαια και ισχυρή απόδειξη, ήδη από την πρώτη στιγμή του Γενάρη του ’15, του καιροσκοπικού χαρακτήρα της πολιτικής και της ηγεσίας του.
Σήμερα ξεφορτώνεται τον Καμένο που έτσι κι αλλιώς αποτελούσε «υποχρεωτικό» βαρίδι και «επιτίθεται» ηγεμονικά στον χώρο της κεντροαριστεράς προκειμένου να σταθεροποιηθεί ως αστικός/ ρεφορμιστικός πυλώνας του (νέου) 2κομματισμού. Είναι όμως ένας «μεταμοντέρνος» ρεφορμισμός χωρίς οργανικές σχέσεις με την εργατική τάξη, χωρίς δυνατότητα κοινωνικής κινητοποίησης, χωρίς μεταρρυθμίσεις αναδιανομής. Άπαξ και υποτάχτηκε στο «ΤΙΝΑ» βρέθηκε ιστορικά «ακαριαία» μέσα στην βαθιά κρίση στρατηγικής της σοσιαλφιλελεύθερης ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς και σοσιαλδημοκρατίας. Το μέλλον αυτού του κόμματος είναι εξαιρετικά ρευστό και αβέβαιο.
Παρά ταύτα στο μέτρο της τρέχουσας συγκυρίας μοιάζει να επωφελείται από την αδυναμία των αντιπάλων του. Το ρίσκο της συχνά εξόφθαλμα αντιφατικής αριστεροδέξιας ρητορικής του και πολύ λιγότερο και μόνο συμβολικά, της «αριστερής» πράξης του ενώ ταυτόχρονα υπηρετεί και μάλλον επιτυχημένα όλες τις συστημικές επιλογές «εσωτερικού» - «εξωτερικού», μοιάζει παρόλαυτά να αποδίδει.
Η «παραδοσιακή» κεντροαριστερά (κ/α) έχει συρρικνωθεί, διασπαστεί και χάσει τον δυναμισμό της κοινωνικής της σχέσης όσο κι αν πασχίζει να στηριχτεί, κυρίως το ΠΑΣΟΚ που αποτελεί και τον πυρήνα της, στα εναπομείναντα πελατειακά της δίκτυα κυρίως στον συνδικαλιστικό χώρο και στην αυτοδιοίκηση. Παρά ταύτα η αποχώρηση των ΑΝΕΛ από την κυβέρνηση (ή καλύτερα η αποχώρηση του Καμένου και η διάλυση των ΑΝΕΛ) ήταν αρκετή για να δεχτεί άμεσα τις ισχυρότατες «βαρυτικές» πιέσεις του ΣΥΡΙΖΑ που διεκδικεί την ηγεμονία στον κ/α χώρο.
Το «τέλος των μνημονίων» και η «συμφωνία των Πρεσπών» αποτελούν τις «εγγυητικές επιστολές» για το πιο ισχυρό και δυναμικό τμήμα των εγχώριων αστών αλλά και του διεθνούς παράγοντα (ΝΑΤΟ – ΕΕ κ.α.) διαμορφώνοντας συνθήκες που μοιάζουν να συνθλίβουν τις προσπάθειες του παλιού κ/α ηγετικού δυναμικού να διαπραγματευτεί όρους – κάποιου είδους «προγαμιαίο συμβόλαιο» – για την ενσωμάτωσή του στο νέο, υπό ανέγερση κεντροαριστερό πυλώνα του πολιτικού συστήματος.
Ο βασικός διεκδικητής της κυβερνητικής εξουσίας, το κόμμα της ΝΔ, ρισκάρει υπό την ηγεσία του Μητσοτάκη τη σαφήνεια της ταυτότητάς του ως νεοφιλελεύθερη Δεξιά – κεντροδεξιά, ως κόμμα εξουσίας και ιστορικός εκφραστής της εγχώριας άρχουσας τάξης, των ταξικών συμφερόντων της και των επιλογών των διεθνών σχέσεών της με τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κέντρα καθώς και τις ιδιαίτερες δικές της ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις. Διολισθαίνει διαρκώς προς την ακροδεξιά κυρίως σπρωγμένο από την αδημονία της επιστροφής στην κυβερνητική εξουσία αλλά και της μη διατάραξης των επί δεκαετίες συγκροτημένων πολιτικο-οικονομικών σχέσεων (διαπλοκή). Αποδέχεται την επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ για αντιπαράθεση στο δίπολο «Αριστερά – Δεξιά» και στην πραγματικότητα αποδέχεται την ακροδεξιά στρατηγική της ολοκληρωτικής επίθεσης στα δικαιώματα και τις απαιτήσεις του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς.
Βέβαια ζούμε σε μια εποχή όπου η ακροδεξιά αστική επιλογή έχει πλέον νομιμοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό καθώς σε αρκετές χώρες στη διεθνή κλίμακα - και πρώτ’ απ’ όλα στις ΗΠΑ, εγκαθιδρύονται εθνικιστικές, ρατσιστικές, φασίζουσες κυβερνήσεις. Εντούτοις, για διάφορους λόγους, η εγχώρια αστική τάξη δεν προσανατολίζεται σε κατευθύνσεις αντι – ευρωπαϊκές και αντι – παγκοσμιοποιητικές. Η πολιτική του Μητσοτάκη ενισχύει τη δική του ακροδεξιά φράξια (Σαμαράς, Γεωργιάδης, Βορίδης κ.α.) και όχι μόνο. Η παρουσία των ανοιχτά φασιστών και νεοναζί όχι μόνο δεν υποχωρεί εξαιτίας αυτής της πολιτικής και δεν ενσωματώνεται αλλά αντίθετα ενισχύεται.
Στην υπόθεση της συμφωνίας των Πρεσπών η ΝΔ κινήθηκε έντονα οπορτουνιστικά γυρίζοντας την πλάτη σε στρατηγικές επιλογές και ανάγκες του συνολικού δυτικού ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου, επιλογές που ξεπερνούν τις διαφορές ΗΠΑ – ΕΕ καθώς αφορούν στην επέκταση και ενίσχυση του ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα γυρίζοντας την πλάτη στην εφαρμοσμένη εθνικιστική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ που καταφέρνει εν τέλει να υλοποιήσει σε μόνιμη βάση την ελληνική επιβολή επί της γειτονικής χώρας και να αναβαθμίσει τον ρόλο της στην περιοχή την ώρα που επιχειρεί να ανακάμψει από την πρόσφατη κρίση.
Αυτές οι επιλογές της ΝΔ θα έχουν ασφαλώς συνέπειες για την ίδια και για το πολιτικό σκηνικό στο όχι μακρινό μέλλον.
Η Αριστερά και οι Πρέσπες
Δυστυχώς απέναντι σ’ αυτή την πολιτική πρόκληση και κυρίως στις συνθήκες που διαμορφώνονται για την «επόμενη μέρα» η Αριστερά συνεχίζει να δυσκολεύεται να βρει τον βηματισμό της μετά το σοκ που υπέστη από την πολιτική συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ και τις «μνημονιακές», συστημικές, ΝΑΤΟϊκές κυβερνητικές επιλογές του. Η κοινωνική απογοήτευση, εύλογα, δεν άφησε αλώβητα τα πολιτικά επιτελεία και τις οργανώσεις της Αριστεράς και οι κυρίαρχες (ηττοπαθείς και αμυντικές) ιδέες από προηγούμενες εποχές στον χώρο, δεν βοηθούν για την αντιμετώπιση των τρεχουσών προκλήσεων.
Η συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί μια win – win υπόθεση για τις κυρίαρχες ιδέες καθώς τόσο το ΝΑΙ όσο και το ΟΧΙ ευνοούν τον εθνικισμό και την ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων. Αυτό συμβαίνει επειδή η ισχύς και η δυνατότητα επιβολής της ελληνικής άρχουσας τάξης επί της γειτονικής χώρας είναι δεδομένη σε κάθε εκδοχή. Βέβαια στην περίπτωση του ΝΑΙ, το οποίο κατίσχυσε στην Βουλή, η χώρα αυτή αποκτά την ελευθερία να επιλέξει την είσοδό της στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ κάτι που ταυτόχρονα σημαίνει την «πιστοποίηση» στον πραγματικό, καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό κόσμο, της «αυτοδιάθεσής» της καθώς έτσι προσπαθεί να απομακρυνθεί από την επισφαλή αν όχι υπαρξιακά κρίσιμη κατάστασή της ως κυρίαρχο κράτος.
Έτσι λοιπόν το «αριστερό ΝΑΙ» στη συμφωνία, ελέω της αποδοχής του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των Μακεδόνων, κάνει ότι δεν βλέπει την ελληνική επιβολή στους γείτονες που βασίστηκε στην ισχύ του ελληνικού καπιταλισμού και την θέση του στο ΝΑΤΟϊκό στρατόπεδο για να επιβάλει εν τέλει την αλλαγή του ονόματος (και όχι μόνο) στη γειτονική χώρα. Απορρίπτοντας στην πράξη δηλαδή το αίτημά τους για αυτοδιάθεση ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Δεν χωρά αμφιβολία ότι πρόκειται για εφαρμοσμένο εθνικισμό - ιμπεριαλισμό της Ελλάδας ενταγμένο τόσο στους σχεδιασμούς του δυτικού ιμπεριαλισμού όσο και στον ρόλο της Ελλάδας στην περιοχή.
Όμως παρά τη φαινομενική αντίθεση και το «αριστερό ΟΧΙ» συναντά στο βάθος το ίδιο πρόβλημα. Απαιτεί την μη επέκταση του ΝΑΤΟ δια της αποτροπής της εισόδου σ’ αυτό της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας την ώρα που η Ελλάδα διεκδικεί στην περιοχή τον ρόλο του ισχυρού εκπροσώπου του!
Βέβαια το «αριστερό ΟΧΙ» δεν είναι ενιαίο. Χωρίζεται σε όσους αντιτίθενται στη συμφωνία από αντιιμπεριαλιστική σκοπιά αποδεχόμενοι το ρόλο της Ελλάδας και τονίζοντας τους ΝΑΤΟϊκούς σχεδιασμούς και σε όσους προσθέτουν στο αντιιμπεριαλιστικό επιχείρημα ζητήματα «εθνικής μειοδοσίας» έναντι του «αλυτρωτισμού» των γειτόνων. Η δεύτερη και πιο διαδομένη εκδοχή (π.χ. ΚΚΕ, δημόσια εκφώνηση της ηγεσίας της ΛΑΕ κ.α.) αν και εμφανίζεται σε διαφορετικά «μείγματα» και με διαφορετικές εμφάσεις, σε κάθε περίπτωση εκχωρεί έδαφος προς την κατεύθυνση του εθνικισμού και της ακροδεξιάς. Ιδιαίτερα στην τρέχουσα περίοδο αυτή η στάση είναι εξαιρετικά επικίνδυνη τόσο απέναντι στο διογκούμενο πρόβλημα της ανόδου του εθνικισμού και των φασιστών όσο και καταστροφική ως προς το μέλλον της Αριστεράς.
Στα πλαίσια της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς διατυπώνεται μια στάση, αντιιμπεριαλιστικού ΟΧΙ που ταυτόχρονα πασχίζει, ανεβάζοντας τους τόνους και οξύνοντας την κριτική να διαχωριστεί ρητά από τους «αριστερούς εθνικιστές» και κατ’ επέκταση από τον εθνικιστικό παροξυσμό γενικότερα. Η τάση αυτή αντιλαμβάνεται τους κινδύνους και διερευνά μια διαφορετική, όσο το δυνατό «θωρακισμένη» αντικαπιταλιστική οπτική στην περίοδο. Απ’ αυτή την άποψη αποτελεί θέση συγκεκριμένης αξίας όταν ερμηνεύεται με βάση τον συσχετισμό και την πολιτική αντιπαράθεση εντός της Αριστεράς. Παρόλαυτά είναι θέση ελλειμματική, αδύναμη και επίσης δεν αποτελεί «μαζική πολιτική».
Το κεντρικό πρόβλημα εδώ είναι ότι το ΟΧΙ στη συμφωνία αποτελεί αυτόματα, στο πεδίο της πραγματικής αντιπαράθεσης, βέτο για τις επιλογές του γειτονικού κράτους. Κρύβεται δηλαδή πίσω από την ισχύ του ελληνικού κράτους. Όμως ζήτημα σεβασμού της αυτοδιάθεσής των γειτόνων υπό όρους και προϋποθέσεις δεν τίθεται πέρα από τον εθνικό/ εθνικιστικό ανταγωνισμό (και επεκτατισμό). Ακόμη και οι Κούρδοι της περίφημης Ροζάβα στηρίχτηκαν και στηρίζονται στις μεγάλες δυνάμεις και μάλιστα πρωτίστως στις ΗΠΑ, κάτι που εξάλλου ισχύει ιστορικά από τη ναυμαχία του Ναυαρίνου και πριν απ’ αυτή.
Ταυτόχρονα το «αντιιμπεριαλιστικό-διεθνιστικό» ΟΧΙ δεν διεμβολίζει ως διαφορετική στρατηγική, την πόλωση μεταξύ του κυβερνητικού «κοσμοπολιτισμού» και της εθνικιστικής έως ακροδεξιάς αντιπολίτευσης, πολύ περισσότερο που ως η μικρότερη τάση στην αριστερή αντιπολίτευση και πέρα από την εγγενή αδυναμία της θέσης, καθορίζεται και συσκοτίζεται από το ΟΧΙ του «αριστερού» εθνικισμού και τον «αντιιμπεριαλισμό» που νοηματοδοτείται από την αντίθεση στον… αλυτρωτισμό των γειτόνων.
Στο επίπεδο της «μαζικής πολιτικής» το πλαίσιο είναι καθορισμένο και όλα τα ΝΑΙ και τα ΟΧΙ αθροίζονται πίσω από το πολιτικά κυρίαρχο σε κάθε περίπτωση (ΣΥΡΙΖΑ ή ΝΔ/ακροδεξιά). Στο πεδίο της μαζικής πολιτικής η κάθε επιλογή- θέση έχει αντικειμενική αξία η οποία επ’ ουδενί δεν διακυμαίνεται ανάλογα με την … επιχειρηματολογία.
Επικαιρότητα του Σοσιαλισμού και αναπλαισίωση των συστημικών διλλημάτων
Η Αριστερά οφείλει να τοποθετηθεί επιχειρώντας την ανατροπή του υφιστάμενου πλαισίου και αποκαλύπτοντας την εναλλακτική, αντικαπιταλιστική οπτική και στρατηγική που φωτίζει τις επιλογές της σε κάθε βήμα, διεκδικώντας το μαζικό, κοινωνικό της ακροατήριο: η συμφωνία των Πρεσπών δεν είναι προτεραιότητα από τη σκοπιά των ταξικών συμφερόντων των «από κάτω», ιδιαίτερα στην Ελλάδα που έχει το πλεονέκτημα της δύναμης. Η θέση του εργατικού κινήματος δεν βελτιώνεται ούτε και ο ταξικός συσχετισμός, τόσο με το ΝΑΙ (κατίσχυση του ιμπεριαλιστικού σχεδιασμού και των επιδιώξεων της ελληνικής άρχουσας τάξης) όσο και με το ΟΧΙ (κατίσχυση του εθνικισμού και της ακροδεξιάς).
Συμπερασματικά, το ζήτημα με τη διακρατική συμφωνία, τίθεται με το πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων. Το καθήκον της Αριστεράς εδώ είναι η «αναπλαισίωση», η αμφισβήτηση και η ανατροπή του συστημικού πλαισίου ώστε το ζήτημα να τεθεί με το πλαίσιο που αποκαλύπτει την ταξική καπιταλιστική ουσία και την αντικαπιταλιστική προοπτική:
Ούτε ΝΑΙ – ούτε ΟΧΙ στη διακρατική συμφωνία. Ο γειτονικός λαός να αποφασίσει ό,τι θέλει για τον εαυτό του και όσο για την Ελλάδα έξοδος τώρα από το ΝΑΤΟ.
Το πρόβλημα που εμφανίζεται με τη συμφωνία των Πρεσπών είναι μεθοδολογικά παρόμοιο με το αντίστοιχο ΝΑΙ ή ΟΧΙ στο Ευρώ και τη ΕΕ, ζήτημα που σχεδόν εμμονικά καθορίζει εδώ και πάνω από μια δεκαετία τη συζήτηση στην αριστερά και ιδιαίτερα στην ριζοσπαστική/ αντικαπιταλιστική. Το κυρίαρχο εδώ είναι το πλαίσιο της αγοράς, οι δήθεν αντικειμενικοί νόμοι της. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο κινείται τόσο το ΝΑΙ (παγκοσμιοποίηση, ΕΕ, Ευρώ) όσο και το ΟΧΙ (εθνική ανεξαρτησία, ανάπτυξη με εθνικό νόμισμα, προστατευτισμός). Η επιχειρηματολογία για την αντικαπιταλιστική έξοδο από το Ευρώ δεν διαμορφώνει καμία ισχυρά διακριτή ταυτότητα έναντι του συστημικού – ακροδεξιού ΟΧΙ, στην κλίμακα του μαζικού, κοινωνικού ακροατηρίου, της μαζικής πολιτικής. Πολύ περισσότερο που μεταξύ τους παρεμβάλλεται και εδώ το ΟΧΙ του «αριστερού εθνικισμού» που μάλιστα καταθέτει «δημιουργικές» προτάσεις για την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού (όλης της χώρας) με βάση το εθνικό νόμισμα.
Στο επίκεντρο αυτών των προβλημάτων βρίσκεται η πρόκληση για την επικαιρότητα της αντικαπιταλιστικής ανατροπής με ιστορικούς όρους, η επικαιρότητα και η ανανοηματοδότηση του Σοσιαλισμού. Στην θετική απάντηση δεν περιλαμβάνονται διάφορες προσεγγίσεις «σταδίων» διαχείρισης του ελληνικού καπιταλισμού και «λαϊκομετωπικών» τακτικών, όσο κι αν εμφανίζονται με αριστερό, ακόμη και ριζοσπαστικό περιτύλιγμα. Η στρατηγική αυτή δεν έχει κανένα νόημα από την σκοπιά του αντικαπιταλισμού καθώς έχει ηττηθεί ιστορικά σε βάρος του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος και ταυτόχρονα επειδή η μόνη ρεαλιστική και σύγχρονη εκδοχή διαταξικού, «λαϊκού μετώπου» βρίσκεται σήμερα στην κυβέρνηση με τις γνωστές επιδόσεις.
Η αποδοχή της επικαιρότητας του Σοσιαλισμού και της αντικαπιταλιστικής ανατροπής βάζει το ζήτημα των ταξικών σχέσεων στο επίκεντρο και «απαιτεί» την «λογοδοσία» όλων των πολιτικών απαντήσεων σε αυτό άμεσα. Σήμερα στην εποχή της έντασης των κοινωνικών ανισοτήτων διεθνώς και παράλληλα της απουσίας πολιτικής εκπροσώπησης των βαλλόμενων μαζικών κοινωνικών τμημάτων, η χρεωκοπία δηλαδή του μαζικού ρεφορμισμού, της σοσιαλδημοκρατίας και κεντροαριστεράς, αναδεικνύει μια καινούργια, εδώ και πολλές δεκαετίες, πρόκληση για την μαρξιστική, αντικαπιταλιστική Αριστερά. Απαιτεί εντούτοις μια διαφορετική αντιμετώπιση σε όλη την κλίμακα, τόσο των θεωρητικών- ιδεολογικών προσεγγίσεων που τόσο επηρέασε η ήττα των επαναστάσεων στις αρχές του 20ου αιώνα και η επικράτηση του σταλινισμού, διαμορφώνοντας πολλές ρεφορμιστικές εκδοχές (η οποίες συνέκλιναν στο πέρασμα του χρόνου στη νεοφιλελεύθερη κεντροαριστερά) αλλά και βαθύ σύνδρομο ήττας και απομόνωσης για την αντικαπιταλιστική Αριστερά. Απαιτεί όμως εξίσου και μια εντελώς νέα αντιμετώπιση του λεγόμενου «οργανωτικού ζητήματος» δηλαδή της οικοδόμησης του μαζικού κομματικού εργαλείου πέρα από (δήθεν δημοκρατικοσυγκεντρωτικές και άλλες) «συνταγές». Οι ιστορικές προκλήσεις και οι ευκαιρίες είναι αντικειμενικές και ορθάνοιχτες. Η ευθύνη και το βάρος αφορά στον υποκειμενικό παράγοντα…