Το «πρελούδιο πραξικοπήματος» στη Βενεζουέλα εξελίσσεται με εξοργιστικά ξεδιάντροπες μεθόδους, που δεν κρατάνε ούτε τα προσχήματα.
Ένα πρωί, ο πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης, Γκουαϊδό, αυτοανακηρύσσεται μεταβατικός πρόεδρος της χώρας! Για να δικαιολογήσει την ενέργειά του, ισχυρίζεται ότι η εκλογή Μαδούρο στην προεδρία της Βενεζουέλας μερικούς μήνες πριν ήταν παράνομη.
Θυμίζουμε ότι στις προεδρικές εκλογές του 2018, η πλειοψηφία της δεξιάς αντιπολίτευσης αποφάσισε να απέχει. Γράφαμε τότε σχετικά:
«Η “στρατηγική της έντασης” τους προηγούμενους μήνες αποδείχθηκε μπούμερανγκ για την αντιπολίτευση. Όχι μόνο δεν πέτυχε την ανατροπή της κυβέρνησης, αλλά “χρεώθηκε” το οικονομικό και πολιτικό χάος που επικράτησε, όπως και τη συμπόρευσή της με τις ΗΠΑ τη στιγμή που αυτές επέβαλλαν κυρώσεις και απειλούσαν. Αυτά αποτυπώθηκαν στην ήττα της Δεξιάς στις περιφερειακές εκλογές του περασμένου Οκτώβρη. Η απόφαση για μποϊκοτάζ στις προεδρικές πάρθηκε σε αυτό το φόντο – υπό το φόβο μιας νέας ήττας.
Όμως δεν επρόκειτο για “λευκή πετσέτα”, το ακριβώς αντίθετο… η άρνηση να δοκιμάσει τις τύχες της στην κάλπη και η εγκατάλειψη κάθε προσχήματος στην αυθαίρετη καταγγελία των εκλογών -πριν καν αυτές γίνουν- ως “παράνομες” προειδοποιούν για κλιμάκωση και για “άλλα μέσα”. Ήταν μια επιλογή “σκλήρυνσης” των τακτικών, και με δεδομένη την προηγούμενη αποτυχία της να νικήσει στο “πεζοδρόμιο” το ποιες θα είναι οι επόμενες, ακόμα πιο “σκληρές” τακτικές είναι ανησυχητικό».
Σε εκείνες τις εκλογές, όπου ο Μαδούρο κέρδισε με 67%, η συμμετοχή (46%) υπήρξε χαμηλή για τα δεδομένα της Βενεζουέλας. Ήταν αποτέλεσμα του δεξιού μποϊκοτάζ και μιας αριστερής αποχής που αξιοποίησε την ευκαιρία να στείλει μήνυμα δυσαρέσκειας στον Μαδούρο, καθώς δεν υπήρχε ορατός κίνδυνος νίκης της Δεξιάς. Παρόλα αυτά, ο Μαδούρο κυβερνά με τη στήριξη του 32% του εκλογικού σώματος. Είναι ποσοστό μεγαλύτερο από αυτό με το οποίο κυβερνούν δεκάδες κυβερνήσεις σε ΗΠΑ-Ευρώπη-Λατινική Αμερική.
Κι όμως. Με μπροστάρη τον Τραμπ, δεξιές λατινοαμερικάνικες κυβερνήσεις, δυτικές κυβερνήσεις και το Ευρωκοινοβούλιο, σπεύδουν να «αναγνωρίσουν» τον αυτοανακηρυγμένο «πρόεδρο» Γκουαϊδό, με την Ουάσινγκτον να δηλώνει ότι θα κατασχέσει/παγώσει βενεζουελάνικα περιουσιακά στοιχεία για να τα διαθέσει στην «κυβέρνησή» του.
Μέχρι πρότινος, η Βενεζουέλα ζούσε σε συνθήκες «νομοθετικής δυαδικής εξουσίας» (καθώς συγκροτήθηκε από το κυβερνητικό PSUV Συντακτική Συνέλευση που υπερβαίνει τις εξουσίες της Εθνοσυνέλευσης η οποία ελέγχεται από την αντιπολίτευση, με τα δύο σώματα να μην αναγνωρίζουν το ένα το άλλο). Τώρα, ο Γκουαϊδό προχωρά ένα βήμα παραπέρα, επιχειρώντας να συγκροτήσει και μια «παράλληλη κυβέρνηση». Ωστόσο, πέρα από τον τίτλο, ο Γκουαϊδό δεν ασκεί οποιαδήποτε εκτελεστική εξουσία μέσα στη Βενεζουέλα. Η αυτοανακήρυξή του σε πρόεδρο, χωρίς να έχει εκ των προτέρων εξασφαλισμένα σοβαρά ερείσματα μέσα στον κρατικό μηχανισμό, θα ήταν αστεία, και προκαλεί ερωτηματικά για τη στρατηγική του. Αλλά, αν απορρίψουμε την εκδοχή μιας παρορμητικής κίνησης απελπισίας (μετά από 20 χρόνια αποτυχημένων προσπαθειών) που θα του γυρίσει μπούμερανγκ, κάποιες πιθανές απαντήσεις στα ερωτηματικά βάζουν τέλος στην κωμικότητα του πράγματος.
Ένας σχεδιασμός, ο οποίος θα ξεδιπλωθεί με σημείο αφετηρίας την αυτοανακήρυξη του Γκουαϊδό σε πρόεδρο, λογικά θα αφορά τρία ζητήματα, αλληλένδετα μεταξύ τους: α) τον επιπλέον οικονομικό στραγγαλισμό της χώρας, μαζί με την οικονομική ενίσχυση της αντιπολίτευσης β) την προσπάθεια να αποσύρει ο στρατός τη στήριξή του στον Μαδούρο και γ) μια πιθανή ξένη επέμβαση.
Και τα τρία έχουν τεθεί στο τραπέζι ως επιλογές, δημόσια, τόσο από την αντιπολίτευση στη Βενεζουέλα, όσο και από τους διεθνείς συμμάχους της.
Το οικονομικό σκέλος προχωρά με γρήγορους ρυθμούς. Οι οικονομικές κυρώσεις (που ευθύνονται σε σοβαρό βαθμό για την όξυνση της υπαρκτής βαθιάς οικονομικής κρίσης στη Βενεζουέλα) υπάρχουν εδώ και καιρό κι έχουν ενταθεί αφότου ο Μπαράκ Ομπάμα ανακήρυξε (πάλι χωρίς μια λογικοφανή έστω δικαιολογία) τη Βενεζουέλα «ασυνήθιστη απειλή» για τις ΗΠΑ. Αλλά με την αναγνώριση μιας «παράλληλης κυβέρνησης», επιχειρείται να προστεθεί στο «μαστίγιο» των κυρώσεων (που αποδείχθηκε αντιπαραγωγικό πολιτικά για τη δημοφιλία της φιλοαμερικανικής αντιπολίτευσης) κι ένα εκβιαστικό «καρότο»: Οι πόροι που αποστερείται η Βενεζουέλα «όσο αυτή κυβερνάται από τον Μαδούρο», θα περάσουν πλέον στη διάθεση του Γκουαϊδό.
Η στάση του στρατού είναι αυτήν τη στιγμή το πλέον καυτό ζήτημα και το σημείο στο οποίο εστιάζουν και οι δύο πλευρές, διεκδικώντας την υποστήριξή του. Προς το παρόν, η ανώτατη στρατιωτική ηγεσία δηλώνει πιστή στον Μαδούρο. Αλλά θα μας επιτρέψετε να μη συμμεριστούμε τον ενθουσιασμό για την είδηση. Πρώτον γιατί είναι ενδεικτικό του πισωγυρίσματος της Μπολιβαριανής Διαδικασίας -μετά από 20 χρόνια πρωτότυπων κοινωνικών πειραματισμών- να βρίσκεται στο σημείο να θεωρείται ότι εξαρτάται από τη στάση των στρατηγών. Αλλά κυρίως γιατί η μαρξιστική παράδοση, η σύγχρονη ιστορία και το ταξικό ένστικτο συγκλίνουν στο να μην έχουμε καμιά εμπιστοσύνη στην κάστα των ανώτερων στρατιωτικών (συμπεριλαμβανομένου του παλιού στρατιωτικού Καμπέλο, που θεωρείται ο Νο2 της κυβέρνησης, ενώ παραδοσιακά συγκέντρωνε την καχυποψία αρκετών παλιών τσαβικών και που έχει ήδη συναντηθεί μια φορά με τον Γκουαϊδό). Κάποιοι αναλυτές, διαβάζοντας «πίσω από τις γραμμές» των ανακοινώσεων του στρατού, εκτιμούν ότι πέρα από την «κόκκινη γραμμή» απέναντι σε μια ξένη εισβολή, δηλώνουν εμμέσως ανοιχτοί σε διαπραγμάτευση.
Όσον αφορά την ξένη επέμβαση, αυτή βρίσκεται ρητά στο τραπέζι, τόσο από τον Τραμπ όσο και από την Ομάδα της Λίμα, τη συμμαχία δεξιών κυβερνήσεων της Λατ. Αμερικής που συγκροτήθηκε για να ξεπεράσει το «σκόπελο» του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών, οποίος δεν βγάζει πάντοτε τις αποφάσεις που θα ήθελαν. Μοιάζει παράτολμο. Και δείχνει δύσκολο. Δεν θα βρει εύκολα ερείσματα μέσα στο στρατό της Βενεζουέλας, θα προκαλέσει λαϊκή κινητοποίηση (επί Τσάβες δημιουργήθηκαν πολιτοφυλακές, τη δημιουργία των οποίων εύστοχα είχε ανακοινώσει σε μια επέτειο της ανατροπής Αλιέντε), θα ξεσηκώσει οργή στη Λατ. Αμερική, θα προκαλέσει αντιδράσεις μέσα στις ΗΠΑ. Ωστόσο δεν πρέπει να αποκλειστεί. Καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις έχουν αποσυρθεί και συνεχίζουν να απαγκιστρώνονται από τη Μέση Ανατολή, ότι ο κολομβιανός στρατός δεν έχει πλέον να φοβάται τα «μετόπισθεν» μετά την συμφωνία ειρήνης με τις FARC, ότι τη Βραζιλία κυβερνά ο κομμουνιστοφάγος Ζαΐρ Μπολσονάρο, κι ότι ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ στη Βενεζουέλα ορίστηκε ο Έλιοτ Άμπραμς, με πλούσια προϋπηρεσία σε Νικαράγουα και Ελ Σαλβαδόρ τη δεκαετία του ’80, δηλαδή την εποχή των εμφυλίων, των ταγμάτων θανάτου, του σκανδάλου Ιράν-Κόντρας κ.ο.κ.
Την άποψή μας για τα λάθη και τις ευθύνες της διακυβέρνησης Μαδούρο την έχουμε γράψει αρκετές φορές (πιο αναλυτικά στο τεύχος Νο 9 του περιοδικού «Κόκκινο»). Δεν βοηθά σε κάτι να αρνείται κανείς την δύσκολη πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί στη Βενεζουέλα, ειδικά μετά το 2013. Πόσο μάλλον όταν αυτή η πραγματικότητα έχει δημιουργήσει μια παρατεταμένη αίσθηση «κόπωσης» και αδιεξόδου, που δίνει συνεχώς ευκαιρίες στη Δεξιά και τον ιμπεριαλισμό να επιχειρούν.
Σήμερα, οι αστικές δυνάμεις και η Δεξιά επιτίθενται σε μια κυβέρνηση που -κατά τα λεγόμενα ξένου συντρόφου που την υπερασπίζεται με θέρμη στη σημερινή σύγκρουση- «κάνει παραχωρήσεις στους καπιταλιστές στο οικονομικό μέτωπο και στραγγαλίζει την επαναστατική πρωτοβουλία των μαζών στο πολιτικό μέτωπο». Αυτό το διπλό πρόβλημα (στο οικονομικό και στο πολιτικό πεδίο) κρατάει πολλά χρόνια με αποτέλεσμα να είναι σήμερα πιο αδύναμο το εργατικό στρατόπεδο –που τσακίζοντας το πραξικόπημα το 2002 και το εργοδοτικό λοκάουτ το 2002-03, και βάζοντας όλη του την ενέργεια στα διάφορα πειράματα αυτο-οργάνωσης τα επόμενα χρόνια, είχε δείξει έναν διαφορετικό δρόμο. Αντί για αυτόν το δρόμο, τα τελευταία χρόνια ο Μαδούρο φαίνεται να επιλέγει μια τακτική που έχουμε ξαναπεριγράψει ως «οχύρωση στο κράτος». Δεν εισακούγονται οι εκκλήσεις συλλογικοτήτων όπως το «Επαναστατικό Ρεύμα Μπολιβάρ Ζαμόρα», υπεράνω πάσης υποψίας για αντιτσαβισμό (κινητοποιεί ήδη τις Μπριγάδες Λαϊκής Αυτοάμυνας «Ούγκο Τσάβες» για υποστήριξη της κυβέρνησης αν χρειαστεί) που λένε πράγματα όπως «να προωθηθεί σε βάθος και με αποφασιστικότητα, στην συγκεκριμένη πολιτική πρακτική και διακυβέρνηση, ο χώρος για τη ριζοσπαστικοποίηση της επαναστατικής δημοκρατίας, και να γίνουν αποφασιστικά βήματα στη μάχη ενάντια στη διαφθορά… να συγκεντρωθούν όλες οι προσπάθειες και οι πόροι της κυβέρνησης και του οργανωμένου λαού για την αποκατάσταση της αποτελεσματικότητας των δημόσιων υπηρεσιών. Η δυσαρέσκεια που έχει προκαλέσει η οικονομική κρίση και η κατάρρευση των υπηρεσιών στην κοινωνική μας βάση δεν πρέπει να υποτιμηθεί».
Τον αντίθετο δρόμο φαίνεται να παίρνει η μπολιβαριανή ηγεσία, κάνοντας συντρόφους με προϋπηρεσία δράσης στη Λατινική Αμερική να υπενθυμίζουν «τους τελευταίους μήνες του Αλιέντε» (όταν το κράτος στράφηκε ενάντια στην εργατική αυτενέργεια, προτού ο Πινοσέτ στραφεί κι ενάντια στον Αλιέντε).
Ο Στάλιν Πέρεζ (Βενεζουελάνος αγωνιστής, μέλος της Luchas, έμπειρος συνδικαλιστής) σε κάθε μεγάλη κρίση υπενθυμίζει ότι «για να μη χαθούμε, χρειαζόμαστε μια νέα 13η Απρίλη» (η ημερομηνία που η εργατική κινητοποίηση τσάκισε το πραξικόπημα και ταυτόχρονα ριζοσπαστικοποίησε τη Μπολιβαριανή Διαδικασία). Αλλά όσο αυτή καθυστερεί, τόσο πιο δύσκολο είναι να επανεμφανιστεί, καθώς αποδυναμώνεται η ζωτικότητα, η ενέργεια, η αυτοπεποίθηση, οι οργανώσεις του ταξικού στρατοπέδου μας.
Όμως στη διεθνή Αριστερά μπαίνουν άλλα καθήκοντα αυτήν τη στιγμή. Η αλληλεγγύη μας στο βενεζουελάνικο λαό, η πάλη ενάντια στην ιμπεριαλιστική επέμβαση και η καταγγελία του πραξικοπήματος. Η «μετάβαση» που φιλοδοξεί να οργανώσει ο Γκουαϊδό, εκλεκτός του διαβόητου ακροδεξιού Λεοπόλντο Λόπεζ, δεν θα είναι μια τυπική εναλλαγή στην κυβερνητική εξουσία, σαν αυτές που συμβαίνουν π.χ. στην Ευρώπη. Θα είναι ρεβανσιστική παλινόρθωση. Ο Μπολσονάρο είναι μια προειδοποίηση. Κι αν τέτοια φαινόμενα εμφανίζονται στη Βραζιλία (όπου δεν είχαν αλλάξει πολλά στην κοινωνία κι όπου οι καπιταλιστές απλά «έπαψαν να ανέχονται» ένα PT με το οποίο συνεργάζονταν αρμονικά για 12 χρόνια), καταλαβαίνει κανείς τι θα γίνει στη Βενεζουέλα, που βρέθηκε στο «αριστερό-ριζοσπαστικό άκρο» του λεγόμενου ροζ κύματος και όπου επιβιώνουν ακόμα κατακτήσεις και λαϊκοί «θεσμοί» τους οποίους θέλει να συντρίψει μια αστική τάξη, που στη διάρκεια των τελευταίων 20 χρόνων, αισθάνθηκε αρκετές φορές ότι απειλείται.
Μετά την εκλογή Μαδούρο γράφαμε:
«Τη φιλεργατική διέξοδο από την οικονομική κρίση μπορούν να την επιβάλουν μόνο οι εργάτες της Βενεζουέλας, που θα χρειαστούν όντως μια “επανάσταση μέσα στην επανάσταση”, στο φόντο της κρίσης και των ορίων του κυβερνητικού “μπολιβαριανισμού”. Αλλά η υπεράσπιση των εργατών της Βενεζουέλας από έξωθεν απειλές (με κυρώσεις ή με απειλές επέμβασης) που κάνουν ακόμα πιο δύσκολες τις ζωές τους και τον αγώνα τους είναι υπόθεση και του διεθνούς κινήματος αλληλεγγύης». Αυτό το δεύτερο σκέλος, σήμερα γίνεται απολύτως επίκαιρο.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά