Η ευρωκάλπη της 26ης Μάη αποτύπωσε την πολιτική κρίση στην Ευρώπη.
Ο ιστορικός δικομματισμός (κεντροδεξιά και σοσιαλδημοκρατία) δέχεται σκληρά χτυπήματα σε μια σειρά χώρες και εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ιστορία του ευρωκοινοβουλίου αδύναμος να διατηρήσει την πλειοψηφία των εδρών. Άλλες δυνάμεις ήταν αυτές που κατέγραψαν άνοδο, όπως οι φιλελεύθεροι κεντρώοι, η ακροδεξιά και οι Πράσινοι.
Το «ακραίο κέντρο», η λογική της σύγκλισης κεντροδεξιάς-κεντροαριστεράς παράγει πλέον και διακριτές πολιτικές συγκροτήσεις (Μακρόν, Σιουδαδάνος) που επιχειρούν να λειτουργήσουν ως αστικές εφεδρείες στην κρίση των παραδοσιακών κομμάτων.
Η ακροδεξιά κατέγραψε την ενίσχυση της επιρροής της σε σχέση με το 2014, αλλά δεν πέτυχε την «έφοδο» που προσδοκούσε. Σε σχέση με τον «καλπασμό» μιας προηγούμενης περιόδου, φαίνεται ότι περνά στην φάση της «σταθεροποίησης». Αλλά η σταθεροποίηση από μόνη της είναι ανησυχητικό σημάδι: Οι αντιδραστικές δυνάμεις έχουν πλέον «εγκατασταθεί» μόνιμα στην πολιτική σκηνή και ο αγώνας εναντίον τους θα είναι παρατεταμένος.
Ως αντίπαλο δέος σε αυτές τις εκλογές εμφανίστηκαν οι Πράσινοι. Οι διεθνείς μαζικές κινητοποιήσεις για το κλίμα, σε συνδυασμό με την «απελευθέρωση» κοινωνικών δυνάμεων από την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας που επιμένουν να κοιτούν προς τα αριστερά και να στέκονται εχθρικά στην ακροδεξιά, οδήγησε στο «πράσινο τσουνάμι».
Σε αυτό το τοπίο, σε αυτόν τον κόσμο που αλλάζει, και συνεχίζει να παράγει κρίσεις (δικομματισμός), κινδύνους (ακροδεξιά) και ευκαιρίες (το κοινό των Πρασίνων) η χειρότερη είδηση της κάλπης ήταν η υποχώρηση της Αριστεράς, που πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις (όπως το Μπλόκο στην Πορτογαλία), εμφανίζεται να καταγράφει κάμψη των ήδη περιορισμένων δυνάμεων της, ανοίγοντας μια μεγάλη συζήτηση για τις αναγκαίες αλλαγές που πρέπει να προχωρήσουν στην πολιτική της (η χρεοκοπία του ευρω-μεταρρυθμισμού) αλλά και τα οργανωτικά της μοντέλα (η κρίση του «αριστερού λαϊκισμού») για να μπορέσει να απευθυνθεί πειστικά στο «ριζοσπαστισμό» που συνεχίζει να ζητά διέξοδο σε θολά σχήματα.
Αυτή η διεθνής εικόνα «φωτίζει» κάποιες πτυχές του εκλογικού αποτελέσματος και στην Ελλάδα.
Εδώ, τα πεπραγμένα του μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ την τελευταία 4ετία τον οδήγησαν σε βαριά ήττα και «έστρωσαν το χαλί» στη νεοφιλελεύθερη Δεξιά του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αλλά μια ματιά στην κρίση κάποτε πανίσχυρων κομμάτων πανευρωπαϊκά οφείλει να λειτουργήσει ως προειδοποίηση και για τις προοπτικές της Νέας Δημοκρατίας (που αξιοποιεί την «τιμωρία» του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αδυνατεί να χτίσει ένα δικό της «κοινωνικό πλειοψηφικό ρεύμα») και για τη σχετική συζήτηση περί «σταθεροποίησης ενός νέου δικομματισμού» (του οποίου ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να παρουσιαστεί ο «έτερος πόλος»).
Η διεθνής εικόνα επίσης προειδοποιεί ενάντια σε κάθε εφησυχασμό απέναντι στα ευχάριστα νέα της υποχώρησης της Χρυσής Αυγής ή στη σχετική στασιμότητα του ακροδεξιού χώρου στο σύνολό του. Η περίοδος συνεχίζει να δημιουργεί ευκαιρίες για αυτόν το χώρο και θα χρειαστεί να συνεχιστεί η αντιφασιστική-αντιρατσιστική δράση για να πιεστούν κι άλλο οι «φασίστες με αρβύλα» και για να μην ενισχυθούν άλλο οι «φασίστες με γραβάτα».
Δυστυχώς, η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση στην ευρωπαϊκή εικόνα, όσον αφορά την κατάσταση της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η κινηματική υποχώρηση στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ μετέτρεψε την ήττα του σε ήττα κάθε εκδοχής Αριστεράς, η οποία πιέστηκε στο σύνολό της από την εκλογική νίκη του συντηρητισμού. Εδώ, το μέγεθος της ήττας επιβάλει πολύ πιο επιτακτικά την αναγκαία συζήτηση, αυτοκριτική και ανασυγκρότηση, σε νέες βάσεις.
Το μόνο ελπιδοφόρο των εκλογικών αναμετρήσεων της 26ης Ιούνη είναι ότι αποδείχθηκε πως στις διαδικασίες αυτές δεν ξεκινάμε από το απόλυτο μηδέν. Η καλύτερη μοίρα που επιφύλαξε ο κόσμος της Αριστεράς σε αρκετά αριστερά ριζοσπαστικά σχήματα στην τοπική αυτοδιοίκηση (πάντα σε σχέση με την πανωλεθρία των ευρωεκλογών) αποδεικνύει ότι ενώ οι πολιτικές προτάσεις των βασικών «μετώπων» της ριζοσπαστικής Αριστεράς αποδοκιμάστηκαν, η «επί τόπου» δράση των αγωνιστών τους αναγνωρίζεται κι επιτρέπει να συσπειρώνουν γύρω τους ακόμα ένα κρίσιμο δυναμικό.
Αυτό το δυναμικό αποτελεί «τόπο» ανασύνταξης. Και τα δείγματα γραφής αρκετών τοπικών σχημάτων (ενότητα, «από τα κάτω» λειτουργία, αριστερός ριζοσπαστισμός αλλά και αμεσότητα στο λόγο,) δείχνουν καταρχήν και το «δρόμο» της ανασύνταξης.