Η επίσκεψη Πομπέο και η νέα Αμυντική Συμφωνία
Η επίσκεψη Πομπέο σφράγισε τη νέα Αμυντική Συμφωνία μεταξύ των ΗΠΑ και του ελληνικού κράτους, που αναβαθμίζει τις σχέσεις σε «στρατηγικές».
Οι συμμαχικές σχέσεις ασφαλώς προϋπήρχαν –η Ελλάδα είναι ιδρυτικό μέλος του ΝΑΤΟ– αλλά στη διπλωματική γλώσσα ο όρος «στρατηγικές σχέσεις» σημαίνει την αναγνώριση ρόλου βασικού στηρίγματος της υπερδύναμης σε μια περιοχή.
Η επίσκεψη Πομπέο ολοκλήρωσε το σχεδιασμό που άρχισε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Γουές Μίτσελ, σχεδιασμό για τον οποίο εργάστηκε άοκνα ο πολύπειρος πρέσβης στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ, σχεδιασμό που προέβλεπε την εξέλιξη του ελληνικού κράτους σε Frontal State («συνοριακό κράτος», κράτος-φύλακας ή κράτος-ακρίτας…), με κεντρικό ρόλο στο «τόξο ανάσχεσης» των ανταγωνιστών των ΗΠΑ: Πολωνία-Ελλάδα-Ισραήλ γίνονται οι «ακρίτες» των αμερικανικών συμφερόντων στη ζώνη της Ανατολικής Ευρώπης-Ανατολικής Μεσογείου. Για το Ισραήλ το γνωρίζαμε, για την Πολωνία μπορούσαμε βάσιμα να το ισχυριστούμε, ήρθε η ώρα να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό ισχύει και για το ελληνικό κράτος.
Κατά την επίσκεψη Πομπέο υπήρξε ακατάσχετη πολυλογία για το εάν οι ΗΠΑ προτίθενται «να συνδράμουν την Ελλάδα, ακόμα και στρατιωτικά, απέναντι στην Τουρκία», εάν οι ΗΠΑ «προτίθενται να δράσουν αποφασιστικά για τον περιορισμό των προσφυγικών ροών» και άλλες παραπειστικές μπουρδολογίες. Για το καυτό περιεχόμενο της Συμφωνίας επιλέχθηκε το προστατευτικό πέπλο σιωπής.
Για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση ενός «εθνικού δημοσιογράφου»: «οι στρατιωτικές διευκολύνσεις επεκτάθηκαν και κυρίως έλαβαν θεσμική μορφή». Κάθε λέξη έχει τη σημασία της. Ως προς την επέκταση, πέρα από τη Σούδα που μεγεθύνεται, από εδώ και μπρος το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, το αεροδρόμιο της Λάρισας, το Στεφανοβίκη Μαγνησίας, το Άκτιο, θα πρέπει πλέον να θεωρούνται επισήμως ως στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ. Ως προς τη «θεσμική μορφή» θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι «δραστηριότητες» που ήδη συνέβαιναν (όπως η εγκατάσταση φονικών drones ή άλλων υπερσύγχρονων «ευέλικτων» αμερικανικών όπλων μεγάλης καταστρεπτικής ισχύος) θα μπορούν πλέον να κλιμακωθούν, αφού είναι τμήμα επίσης Συμφωνίας, όπως και το γεγονός ότι όλα αυτά θα προχωρήσουν με τη «θεσμική μορφή» που αποκλείει την ενημέρωση της κοινής γνώμης και την έγκριση του περιεχομένου της Συμφωνίας από τη Βουλή.
Τα ανταλλάγματα αφορούν, καταρχήν, μια γενναία δόση εξοπλισμών. Τα πολεμοχαρή (και πρακτορικά) sites που ειδικεύονται στα «αμυντικά θέματα», κάνουν λόγο για μια μεγάλη παρτίδα μεταχειρισμένων, αλλά ετοιμοπόλεμων αμερικανικών όπλων, για επιτάχυνση της αναβάθμισης των F16, για ξεκίνημα της διαδικασίας προμήθειας των F35 και για «δανεισμό» φρεγατών από το αμερικανικό Ναυτικό, μέχρις ότου η Γαλλία ολοκληρώσει τη ναυπήγηση των φρεγατών τύπου Belhara, που έχουν ήδη παραγγελθεί. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα με στόχο την υπεροπλία στην περιοχή. Βλέπετε, για τέτοια μπιζουδάκια τα λεφτά –πάντα– υπάρχουν…
Επίσης δεν μπορεί να υποτιμηθεί η διπλωματική και γεωπολιτική σημασία των δηλώσεων Πομπέο, ο οποίος δεσμεύτηκε ότι οι ΗΠΑ θα παρέμβουν υπέρ των ελληνικών θέσεων στα ζητήματα των υδρογονανθράκων και της ΑΟΖ της Κύπρου, αλλά και στα ζητήματα «κυριαρχίας» επί αμφισβητούμενων νησίδων, βραχονησίδων και βράχων στο Αιγαίο και νοτιότερα. Πριν φτάσει κανείς στο ερώτημα «με τι μέσα θα υποστηρίξουν οι ΗΠΑ αυτή τη δέσμευση;», έχει σημασία η ίδια η δέσμευση: Με δεδομένο ότι και στα δύο θέματα υπάρχουν κρίσιμα αμφιλεγόμενα σημεία, η υποστήριξη των ΗΠΑ στην ελληνική εκδοχή της «συγκεκριμενοποίησης» του Διεθνούς Δικαίου, έχει πλέον καταγραφεί. Με τη γλώσσα του ίδιου «εθνικού δημοσιογράφου», «αν και φαίνεται ότι πήραμε λίγα στο χέρι, αγοράσαμε γεωστρατηγική επιρροή». Άλλος «εθνικός δημοσιογράφος», εγκατεστημένος στις ΗΠΑ, έσπευσε να δηλώσει, ως πληροφορίες από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ότι τα μέσα που έχει στη διάθεσή του ο Πομπέο για να στηρίξει τις δεσμεύσεις του «περιλαμβάνουν την επιβολή διεθνών κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας». Έχοντας κατοχυρώσει αυτά, υπήρξε ζήτηση για περισσότερα. Ο αξιολύπητος Κοτζιάς δήλωσε ότι απαιτούνται επειγόντως «μέτρα διπλωματικής και αμυντικής [δηλαδή στρατιωτικής…] αποτροπής».
Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ παρεμβαίνουν πλέον υπέρ των ελληνικών συμφερόντων στον ανταγωνισμό με την Τουρκία είναι αναμφισβήτητο. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ είναι πρόθυμες να φτάσουν σε πολεμική σύγκρουση με την Τουρκία. Λειτουργώντας ως υπερδύναμη, επιδιώκουν να αποκαταστήσουν προς όφελός τους το ρήγμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, επαναφέροντας τον Ερντογάν (ή την Τουρκία χωρίς Ερντογάν) στο «δυτικό μαντρί». Προς τούτο, η διαπραγματευτική «ύλη» είναι πλατύτερη των ελληνοτουρκικών σχέσεων:
Πριν απογειωθεί ο Πομπέο από την Αθήνα, ο Τραμπ ανακοίνωνε την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από τη Βόρεια Συρία, αφήνοντας ανοιχτό το έδαφος για την εισβολή του τουρκικού στρατού, με στόχο την εξόντωση των Κούρδων του YPG/PKK, που αποτελούσε και αποτελεί βασική προτεραιότητα της πολιτικής του καθεστώτος Ερντογάν. Οι Κούρδοι μίλησαν για «πισώπλατη μαχαιριά».
Οι δηλώσεις του Τραμπ έχουν πολιτική σημασία: Υπογραμμίζουν την πρόθεσή του να αποσύρει τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό από τους «γελοίους μικρούς πολέμους», να σταματήσει να σηκώνει το κύριο βάρος για λογαριασμό όλης της δυτικής ιμπεριαλιστικής αλυσίδας (καυτηριάζοντας χαρακτηριστικά τη στάση της ΕΕ και τις «αδυναμίες» της Γερμανίας) και να συγκεντρώσει το δυναμικό των ΗΠΑ στην αντιπαράθεση με τους «μεγάλους παίκτες», κυρίως την Κίνα και τη Ρωσία. Το δόγμα «Πρώτα η Αμερική» σημαίνει μια όλο και πιο αυταρχική διατύπωση των όρων της αμερικανικής κυριαρχίας, τον προσανατολισμό σε «διμερείς συμφωνίες» επ’ αυτών, αλλά και την υποβάθμιση της έμφασης που έδιναν μέχρι σήμερα οι ΗΠΑ στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που έχουν οι συνεταίροι τους στη δυτική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.
Προς το παρόν δεν είναι σίγουρο τι θα γίνει στη Βόρεια Συρία. Δεν είναι σίγουρο ούτε αν η πολιτική του Τραμπ θα επικρατήσει στο εσωτερικό του καθεστώτος των ΗΠΑ, όπου εκδηλώνονται ισχυρότατες αντιρρήσεις σχετικά με την αποχώρηση από τη Βόρεια Συρία. Πολύ περισσότερο δεν είναι δεδομένες οι συνέπειες ενός μείζονος γεγονότος, όπως θα είναι μια τουρκική εισβολή στη Συρία. Πιθανόν να λειτουργήσει ως βάση επανέναρξης μιας αμερικανοτουρκικής συνεννόησης. Πιθανόν, όμως, να λειτουργήσει κι αντίστροφα: με την ενίσχυση μιας χαοτικής ανισορροπίας, που θα μεγεθύνει τις απειθαρχίες των τοπικών δυνάμεων απέναντι στις ηγετικές παγκόσμιες δυνάμεις.
Αυτό που είναι απολύτως σίγουρο είναι ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη (βαδίζοντας στα χνάρια των Τσίπρα-Κοτζιά), με την υπογραφή της κατάπτυστης συμφωνίας με τις ΗΠΑ, παίζει κυριολεκτικά με τη φωτιά. Η ξετσίπωτη πρόσδεση στην ουρά του αμερικανικού ιμπεριαλισμού έχει ιδεολογικό φορτίο που θα «μεταφραστεί» σε πολιτικές εξελίξεις. Η αύξηση των εξοπλισμών πάντα συνοδεύεται με την ενίσχυση του μιλιταρισμού μέσα στις κρατικές γραφειοκρατίες. Η στρατιωτικοποίηση των ανταγωνισμών, η απληστία στα ζητήματα «κυριαρχίας» (υπό την αυταπάτη της προστασίας από τις Μεγάλες Δυνάμεις) θέτει σε κίνδυνο την ειρήνη, που αποτελεί μείζον αγαθό για τους εργαζόμενους και τις λαϊκές μάζες.
Η απόρριψη της συμφωνίας με τις ΗΠΑ, η απόρριψη των εξοπλισμών, η απόρριψη κάθε τυχοδιωκτισμού στο Αιγαίο ή στην Ανατολική Μεσόγειο, η συνειδητή υποστήριξη μιας πολιτικής συμφιλίωσης και ειρηνικής συνεργασίας με όλους τους λαούς της περιοχής, έξω από κάθε ιμπεριαλιστική επιρροή, είναι επείγοντα και καθοριστικά καθήκοντα για την Αριστερά σε όλες τις εκδοχές της. Είναι αναντικατάστατες προϋποθέσεις για να αντιμετωπιστούν με επιτυχία και οι άλλες «προκλήσεις»: στο μέτωπο των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων και της βάρβαρης λιτότητας.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά