Πέρι Άντερσον, Οι αντινομίες του Αντόνιο Γκράμσι, εκδόσεις redmarks, σελ. 214

Ο Αντό­νιο Γκράμ­σι, κο­ρυ­φαία φυ­σιο­γνω­μία του πα­γκό­σμιου κομ­μου­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος, είναι, εδώ και κά­ποια χρό­νια, από τις «πρώ­τες ανα­φο­ρές» για ένα σύ­νο­λο πα­ρεμ­βά­σε­ων με σαφές πο­λι­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο. Από θε­ω­ρη­τι­κούς των διε­θνών σχέ­σε­ων –κα­θό­λου αρι­στε­ρούς, μά­λι­στα- και ακα­δη­μαϊ­κούς «ει­δι­κούς» της ηγε­μο­νί­ας μέχρι πο­λι­τι­κούς ενός φά­σμα­τος, που εκτεί­νε­ται από διε­θνείς πα­σό­κους έως τον Ερε­χόν και τον… Τσί­πρα, όλοι έχουν ένα λόγο να πουν για το πόσο τους επη­ρέ­α­σε (sic) το έργο του και πόσο επί­και­ρος είναι ο στο­χα­σμός του.

Το «όπως είπε και ο Γκράμ­σι» χρη­σι­μο­ποιεί­ται πολύ συχνά στον κα­θη­με­ρι­νό πο­λι­τι­κό λόγο. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η «βιο­μη­χα­νία Γκράμ­σι» επε­κτεί­νε­ται καιρό τώρα ερ­γα­λειο­ποιώ­ντας μια σκέψη, η οποία κυ­ριο­λε­κτι­κά έχει γίνει αγνώ­ρι­στη μέσα από τη διευ­ρυ­μέ­νη, σε βαθμό ξε­χει­λώ­μα­τος, χρήση της. Αν, μά­λι­στα, προ­σα­να­το­λί­σου­με την προ­σο­χή μας, στις «κρί­σι­μες λέ­ξεις», όπως ηγε­μο­νία ή πό­λε­μος θέ­σε­ων, π.χ., τότε είναι προ­δή­λως φα­νε­ρό πως όσοι «επη­ρε­ά­ζο­νται» από το γκραμ­σια­νό θε­ω­ρη­τι­κό και στρα­τη­γι­κό από­θε­μα με­τριού­νται σε πολ­λές μυ­ριά­δες.

Όπως ση­μειώ­νει σε ένα από τα τε­λευ­ταία του βι­βλία, με τον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τίτλο The “H” Word, δη­λα­δή“Hegemony”, ο ίδιος ο Πέρι Άντερ­σον, η λέξη «Ηγε­μο­νία», απο­δι­δό­με­νη απο­κλει­στι­κά στον Γκράμ­σι, έχει γίνει πραγ­μα­τι­κό πο­λι­τι­κό πα­σπαρ­τού –για πάσα νόσο και πάσα μα­λα­κία, θα προ­σέ­θε­τα εγώ.

Το έργο του Γκράμ­σι, λοι­πόν, «αξιο­ποιεί­ται» από πολύ κόσμο κατά το δο­κούν. Ει­δι­κά δε στο χώρο της Αρι­στε­ράς όλων των πα­ραλ­λα­γών, είμαι βέ­βαιος πως μια ανά­λυ­ση λόγου εύ­κο­λα θα απο­δεί­κνυε πως το όνομά του είναι μάλ­λον το συ­χνό­τε­ρα ανα­φε­ρό­με­νο, ακόμη κι όταν πρό­κει­ται μόνο για την ανά­γκη να δοθεί μια αί­σθη­ση θε­ω­ρη­τι­κού «βά­θους» σε αυτό που λέ­γε­ται. Η πε­ρί­πτω­ση του Τσί­πρα είναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή από αυτήν την άποψη – η προ­φα­νής άγνοια των γκραμ­σια­νών κει­μέ­νων από μέ­ρους του, ακόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο η άγνοια κιν­δύ­νου που, κα­νο­νι­κά, υπο­δη­λώ­νει η ανα­φο­ρά σε θε­ω­ρη­τι­κούς τόσο δύ­σκο­λα «δια­χει­ρί­σι­μους» επί της ου­σί­ας πάει μαζί με την πλη­θω­ρι­στι­κή χρήση: «όπως είπε και ο Γκράμ­σι», άλ­λω­στε…

Οι Αντι­νο­μί­ες του Αντό­νιο Γκράμ­σι κυ­κλο­φό­ρη­σαν σε μια πε­ρί­ο­δο, όπου αυτή η διευ­ρυ­μέ­νη ερ­γα­λειο­ποί­η­ση των γρα­πτών του Γκράμ­σι –και, κυ­ρί­ως, των Τε­τρα­δί­ων της Φυ­λα­κής- είχε λίγο χρόνο που ξε­κί­νη­σε. Εξάλ­λου μέχρι τότε, τη δε­κα­ε­τία του 1970, δη­λα­δή- το έργο του ήταν ελά­χι­στα γνω­στό και απει­ρο­ε­λά­χι­στα επι­δρα­στι­κό, αν εξαι­ρε­θεί η επι­λε­κτι­κή χρήση κά­ποιων σπα­ραγ­μά­των κει­μέ­νων του από τον Το­λιά­τι.

Εί­μα­στε στο έτος 1977. Ο Πέρι Άντερ­σον δη­μο­σιεύ­ει δύο άρθρα στο εμ­βλη­μα­τι­κό πε­ριο­δι­κό της βρε­τα­νι­κής Αρι­στε­ράς New Left Review, του οποί­ου είναι ο διευ­θυ­ντής. Στη συ­νέ­χεια θα κυ­κλο­φο­ρή­σουν σε βι­βλίο και θα επη­ρε­ά­σουν ση­μα­ντι­κά τη σχε­τι­κή συ­ζή­τη­ση. Η πρό­σφα­τη ελ­λη­νι­κή έκ­δο­ση από το redmarks είναι η δεύ­τε­ρη. Το ελ­λη­νι­κό ανα­γνω­στι­κό κοινό είχε την τύχη να απο­κτή­σει πρό­σβα­ση στο σπου­δαίο αυτό κεί­με­νο, με την πρώτη καλή του έκ­δο­ση στη γλώσ­σα μας το 1985, από τη Μαρ­ξι­στι­κή Συ­σπεί­ρω­ση. Η τω­ρι­νή έκ­δο­ση, βελ­τιω­μέ­νη σε ό,τι αφορά το κύριο κεί­με­νο, πε­ριέ­χει, επι­πλέ­ον, τον εκτε­τα­μέ­νο πρό­λο­γο του 2017 για την τε­λευ­ταία έκ­δο­ση του Verso στην Αγ­γλία, από τον ίδιο τον Άντερ­σον –ένα εξαι­ρε­τι­κό κεί­με­νο για τα τε­λευ­ταία 40 χρό­νια της «βιο­μη­χα­νί­ας Γκράμ­σι» και τα απο­τε­λέ­σμα­τα, θε­ω­ρη­τι­κά και πο­λι­τι­κά. Πε­ρι­λαμ­βά­νει, ακόμη, τον πρό­λο­γο για την ελ­λη­νι­κή έκ­δο­ση, που έγρα­ψε ο Αντώ­νης Ντα­βα­νέ­λος, και πα­ρέ­χει χρή­σι­μες, από το ση­με­ρι­νό χρο­νι­κό ση­μείο και με βάση τις δικές μας, και τις ελ­λα­δι­κές, πο­λι­τι­κές εμπει­ρί­ες, σκέ­ψεις σχε­τι­κά με τα συμ­φρα­ζό­με­να του έργου του Γκράμ­σι στη φυ­λα­κή, όπου έμει­νε σε συν­θή­κες δρα­μα­τι­κές για την υγεία του, φορ­τω­μέ­νες με πολ­λές επώ­δυ­νες ασθέ­νειες, επί 11 ολό­κλη­ρα χρό­νια, μέχρι τον θά­να­τό του. Κυ­ρί­ως, ο πρό­λο­γος του Ντα­βα­νέ­λου το­πο­θε­τεί την πα­ρέμ­βα­ση του Γκράμ­σι στο πλαί­σιο της στρα­τη­γι­κής συ­ζή­τη­σης, που μαί­νε­ται στο εσω­τε­ρι­κό της Κομ­μου­νι­στι­κής Διε­θνούς στα χρό­νια εκεί­να, μετά από τη με­γά­λη Ρω­σι­κή Επα­νά­στα­ση, αλλά που ακο­λου­θή­θη­κε από τις επα­να­στα­τι­κές απο­τυ­χί­ες στην υπό­λοι­πη Ευ­ρώ­πη, τη με­γά­λη Κρίση του 1929 και την άνοδο του φα­σι­σμού. Πολύ κα­τα­το­πι­στι­κό είναι και το επί­με­τρο του επι­με­λη­τή της έκ­δο­σης Σω­τή­ρη Σια­μαν­δού­ρα, ο οποί­ος εξη­γεί πολύ πε­ριε­κτι­κά γιατί οι Αντι­νο­μί­ες είναι ένα από τα σπου­δαιό­τε­ρα έργα για την ερ­μη­νεία του γκραμ­σια­νού έργου.

Τέλος, στην έκ­δο­ση πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται και η πε­ρί­φη­μη και «κρυμ­μέ­νη», με εντο­λή της ηγε­σί­ας του Ιτα­λι­κού Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος, για πολ­λές δε­κα­ε­τί­ες, μαρ­τυ­ρία του Άθος Λίζα, από τη συ­νύ­παρ­ξή του με τον Γκράμ­σι στις φυ­λα­κές του Τούρι, η οποία βοη­θά­ει προ­κει­μέ­νου να γί­νουν κα­τα­νοη­τά όσα απα­σχο­λού­σαν τον Γκράμ­σι την πε­ρί­ο­δο εκεί­νη. Στην πε­ρί­πτω­ση αυτή, η ερ­γα­λειο­ποί­η­ση υπη­ρε­τή­θη­κε όχι δια της ερ­μη­νεί­ας, αλλά δια της αυ­στη­ρής από­κρυ­ψης.

                                                                                               ***

Οι Αντι­νο­μί­ες γρά­φο­νται λίγο μετά τα μέσα της δε­κα­ε­τί­ας του 1970. Λίγο, δη­λα­δή, μετά από όταν, για τε­λευ­ταία φορά, η επι­και­ρό­τη­τα του σο­σια­λι­στι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού –της σο­σια­λι­στι­κής επα­νά­στα­σης- ετέθη ως θέμα. Η πα­γκό­σμια έκρη­ξη του ’68, η κρίση του ιμπε­ρια­λι­σμού, όπως πολύ καλά εκ­δη­λώ­νο­νταν στο Βιετ­νάμ, η επα­νά­καμ­ψη, για πρώτη φορά από το 1929, της κα­πι­τα­λι­στι­κής κρί­σης στις μη­τρο­πό­λεις του συ­στή­μα­τος, μαζί και η προ­φα­νής κρίση του στα­λι­νι­σμού δια­μόρ­φω­σαν το έδα­φος για την τε­λευ­ταία ου­σιώ­δη και πα­ρα­γω­γι­κή συ­ζή­τη­ση για τα ζη­τή­μα­τα της κομ­μου­νι­στι­κής στρα­τη­γι­κής.

Ο Γκράμ­σι θα μπο­ρού­σε πολύ να βοη­θή­σει αυτόν τον αγω­νιώ­δη προ­βλη­μα­τι­σμό αν ανα­λο­γι­στού­με πόσο το εν­δια­φέ­ρον του ήταν εντο­πι­σμέ­νο στο ερώ­τη­μα: «πώς θα γίνει και στη Δύση αυτό που το 1917 συ­νέ­βη στην Ανα­το­λή;».

Μόνο που τα πράγ­μα­τα πήραν άλλο δρόμο. Το PCI, πε­ρισ­σό­τε­ρο ακόμη κι απ’ ό,τι πριν, με ορό­ση­μο το 1973 και την εμπει­ρία της Χιλής, έβγα­λε το συ­μπέ­ρα­σμα πως η μόνη εν­δε­δειγ­μέ­νη στρα­τη­γι­κή (sic) είναι ο «Ιστο­ρι­κός Συμ­βι­βα­σμός», η κυ­βερ­νη­τι­κή συ­νερ­γα­σία με την Κε­ντρο­δε­ξιά προ­κει­μέ­νου να απο­φευ­χθούν τα χει­ρό­τε­ρα! Η εθνι­κή ευ­θύ­νη του κόμ­μα­τος επέ­τασ­σε μια με­τριο­πα­θή, δια­τα­ξι­κή, ορ­θο­λο­γι­κή αντι­με­τώ­πι­ση της οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης, ώστε η εθνι­κή οι­κο­νο­μία να ανα­κάμ­ψει προς όφε­λος σχε­δόν όλων των Ιτα­λών! Τα πρω­τά­κου­στα αυτά –και πολλά αντί­στοι­χα, ακό­μη- που απο­τέ­λε­σαν την κλη­ρο­νο­μιά στο κί­νη­μα (!) του δε­ξιό­τα­του ευ­ρω­κομ­μου­νι­σμού, δια­μόρ­φω­σαν, με­τα­ξύ άλλων, τους όρους για τον πλήρη εξευ­τε­λι­σμό της ιτα­λι­κής Αρι­στε­ράς. Στην εποχή τους, δε, επι­χει­ρή­θη­κε να υπο­στη­ρι­χθούν και με τη χρήση της αυ­θε­ντί­ας του Γκράμ­σι. Είναι εν­δια­φέ­ρον να ση­μειω­θεί εδώ πως οι δια­νο­ού­με­νοι του Ιτα­λι­κού Σο­σια­λι­στι­κού Κόμ­μα­τος, ο Σαλ­βα­ντό­ρι, ο Κο­λέ­τι, ο Μπό­μπιο, αφού χαι­ρε­τί­σουν ανε­πι­φύ­λα­κτα την πλη­σί­στια προ­σχώ­ρη­ση του PCI στο ρε­φορ­μι­σμό, θα επι­ση­μά­νουν πως ο Γκράμ­σι δεν είχε τί­πο­τε να κάνει με αυτό. Ο Γκράμ­σι δεν ήταν παρά ένας μπολ­σε­βί­κος, κά­ποιος που ήθελε να κάνει την επα­νά­στα­ση απο­τε­λε­σμα­τι­κή στην Ιτα­λία.

Ο Πέρι Άντερ­σον με τις Αντι­νο­μί­ες θα υπο­στη­ρί­ξει, από εντε­λώς αντί­θε­τη, σε ό,τι αφορά τη στρα­τη­γι­κή ανά­λυ­ση, αλλά και τις προ­θέ­σεις, πλευ­ρά, το ίδιο. Ο Γκράμ­σι είναι κομ­μου­νι­στής της επο­χής του και πα­ρεμ­βαί­νει στη στρα­τη­γι­κή συ­ζή­τη­ση της Τρί­της Διε­θνούς με την έγνοια του πώς ο κομ­μου­νι­σμός θα γίνει εφι­κτός στις συν­θή­κες της Δύσης, τόσο δια­φο­ρε­τι­κές από αυτές της Ανα­το­λής. Πώς νι­κά­ει η Επα­νά­στα­ση στη Δύση –αυτό είναι, τε­λι­κά, το ζή­τη­μα για τον Γκράμ­σι.

Οι Αντι­νο­μί­ες είναι μια εξαι­ρε­τι­κά σύ­ντο­μη, αλλά πολύ βαθιά, «φι­λο­λο­γι­κή» με­λέ­τη των Τε­τρα­δί­ων της Φυ­λα­κής. Φράση τη φράση, λέξη τη λέξη, μέσα από τις «αντι­νο­μί­ες» που πε­ριέ­χει κάθε πα­ρα­γω­γι­κή δια­νοη­τι­κή προ­σπά­θεια –πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο στις συν­θή­κες έλ­λει­ψης πηγών και πλη­ρο­φο­ριών, λο­γο­κρι­σί­ας και ανα­γκα­στι­κών «αλ­λη­γο­ριών», που αντι­με­τώ­πι­ζε ο Γκράμ­σι- ο Άντερ­σον θα αντι­με­τω­πί­σει απο­τε­λε­σμα­τι­κά και μα­χη­τι­κά την ασύλ­λη­πτη, μέχρι ολο­κλη­ρω­τι­κής πα­ρα­μόρ­φω­σης, στρέ­βλω­ση των Τε­τρα­δί­ων, προ­κει­μέ­νου να επι­βλη­θεί μια ερ­μη­νεία υπο­στη­ρι­κτι­κή στην ολο­κλή­ρω­ση της απο­δε­δειγ­μέ­να πια κα­τα­δι­κα­στι­κής στρο­φής του Ιτα­λι­κού κόμ­μα­τος.

Θα δεί­ξει πόσο μια ορι­σμέ­νη επι­μο­νή στην «συ­ναί­νε­ση» και στην «από πριν» πο­λι­τι­σμι­κή ηγε­μο­νία δεν ση­μαί­νει τί­πο­τε αν ξε­χνά­ει πως, πά­ντο­τε και πα­ντού, η ύστα­τη κα­τα­φυ­γή της άρ­χου­σας τάξης, την κρί­σι­μη στιγ­μή, είναι ο κα­τα­να­γκα­σμός και η αι­μα­τη­ρή κα­τα­στο­λή. Χωρίς τον κα­τα­να­γκα­σμό καμιά «ηγε­μο­νία» δεν θα είχε την πα­ρα­μι­κρή τύχη. Το κρά­τος είναι κέ­νταυ­ρος –κυ­ριαρ­χία και συ­ναί­νε­ση μαζί, κυ­ριαρ­χία και έτσι συ­ναί­νε­ση.

Θα δεί­ξει, ακόμη, πως ο πό­λε­μος θέ­σε­ων δεν μπο­ρεί να έχει την οποια­δή­πο­τε αξία στο πλαί­σιο μιας επα­να­στα­τι­κής πο­λι­τι­κής, του εν­δια­φέ­ρο­ντος του Γκράμ­σι, χωρίς την πρό­νοια να γνω­ρί­ζου­με πως πά­ντο­τε, όπως ακόμη και ο Που­λαν­τζάς της ευ­ρω­κομ­μου­νι­στι­κής του φάσης επι­σή­μαι­νε, ο κα­τάλ­λη­λος συν­δυα­σμός του με τον πό­λε­μο κι­νή­σε­ων τον κάνει πραγ­μα­τι­κή στρα­τη­γι­κή και όχι φλη­νά­φη­μα υπεκ­φυ­γής στο πλαί­σιο μιας τα­κτι­κής, όπου το θέμα της ερ­γα­τι­κής επι­κρά­τη­σης πα­ρα­πέ­μπε­ται στο που­θε­νά. Πώς θα μπο­ρού­σε να είναι αλ­λιώς, άλ­λω­στε, αν γίνει απο­δε­κτό πως «η κί­νη­ση με­τρά­ει, ο στό­χος δεν είναι τί­πο­τε», για να θυ­μη­θού­με τον πραγ­μα­τι­κό θε­ω­ρη­τι­κό αυτής της «στρα­τη­γι­κής» προς το τί­πο­τε και το που­θε­νά στο όνομα των ση­με­ρι­νών κα­τα­κτή­σε­ων υπο­τί­θε­ται. Λες και υπήρ­ξε η πα­ρα­μι­κρή κα­τά­κτη­ση χωρίς την επι­δί­ω­ξη του με­γά­λου στό­χου.

Για τον Άντερ­σον, όπως ση­μειώ­νει εμ­φα­τι­κά στον πρό­λο­γο του 2017, είναι απο­λύ­τως προ­φα­νές πραγ­μα­το­λο­γι­κά πως ήταν το επα­να­στα­τι­κό και όχι το ρε­φορ­μι­στι­κό ρεύμα που είχε τη με­γα­λύ­τε­ρη συμ­βο­λή στην αλ­λα­γή του κό­σμου –την όποια και όσο αλ­λα­γή μέχρι σή­με­ρα.

Μας βοη­θά­ει, ακόμη, ο Άντερ­σον να κα­τα­λά­βου­με πόσο δεν ται­ριά­ζουν όλες οι λέ­ξεις σε αυτά που οι επα­να­στά­τες θέ­λουν και επι­διώ­κουν. Πόσο, δη­λα­δή το «έθνος» ή ο «λαός» ίσως δεν είναι κα­τάλ­λη­λα οχή­μα­τα προ­κει­μέ­νου να δια­μορ­φω­θεί ο ηγε­μο­νι­κός λόγος, που στο­χεύ­ει στην κοι­νω­νι­κή ανα­τρο­πή. Αν ο δε­ξιός ευ­ρω­κομ­μου­νι­σμός δεν είναι παρά ο λαϊ­κο­με­τω­πι­σμός «στα κά­γκε­λα», τότε δεν είναι άχρη­στο να θυ­μί­σου­με πως ο το­ξι­κός όρος «εθνο­μη­δε­νι­σμός» πρω­τοει­σή­χθη στην κομ­μου­νι­στι­κή (;) ορο­λο­γία από τον Δι­μι­τρόφ. Ή πώς από την πολλή «ηγε­μο­νία» οι θε­ω­ρη­τι­κοί του ΚΚ της Με­γά­λης Βρε­τα­νί­ας κα­τέ­λη­ξαν σύμ­βου­λοι του Μπλερ.

Για να κλεί­σω την πα­ρου­σί­α­ση, ενός βι­βλί­ου που δεν πα­ρου­σιά­ζε­ται παρά μόνο δια­βά­ζε­ται, υπο­γραμ­μί­ζω την εξαι­ρε­τι­κή ανά­λυ­ση του κα­θο­ρι­στι­κού ρόλου που παί­ζει στη Δύση η αντι­προ­σω­πευ­τι­κή δη­μο­κρα­τία ως μορφή κρά­τους εξαι­ρε­τι­κά απο­τε­λε­σμα­τι­κού στο να εκ­μαιεύ­ει τη συ­γκα­τά­θε­ση των αν­θρώ­πων στο μέτρο που τους πεί­θει πως πρό­κει­ται για το δικό τους κρά­τος, που «αντι­κα­το­πτρί­ζει προς τις μάζες την πλα­στή ενό­τη­τα του έθνους ως δική τους αυ­το­κυ­βέρ­νη­ση» (σελ. 87). Όπως και την βα­ρύ­τη­τα που δί­νε­ται στους κα­θη­με­ρι­νούς οι­κο­νο­μι­κούς πε­ριο­ρι­σμούς σε σχέση με τις «ιδέες» για την επι­βο­λή (!) μιας, πα­θη­τι­κής έστω, συ­γκα­τά­θε­σης, που, οσο­δή­πο­τε πα­θη­τι­κή, τη δου­λειά της, πά­ντως, την κάνει με το πα­ρα­πά­νω. Πράγ­μα που ισχύ­ει πολύ λι­γό­τε­ρο για τις ενέρ­γειες εκ­μαί­ευ­σης της συ­ναί­νε­σης με θε­τι­κές –προ­νοια­κές ρυθ­μί­σεις, γιατί οι τε­λευ­ταί­ες οδη­γούν σε αύ­ξη­ση των προσ­δο­κιών, οι οποί­ες μπο­ρεί να απο­βούν απο­στα­θε­ρο­ποι­η­τι­κές. Γι’ αυτό, πα­ρό­λα όσα λένε οι πε­πει­σμέ­νοι ρε­φορ­μι­στές, ποτέ τέ­τοιου εί­δους «πα­ρο­χές» δεν «δό­θη­καν» από την άρ­χου­σα τάξη –πά­ντο­τε κερ­δή­θη­καν και, μά­λι­στα, με έντο­νη και αι­μα­τη­ρή ακόμη σύ­γκρου­ση από τις ερ­γα­ζό­με­νες τά­ξεις.

                                                                                          ***

Οι Αντι­νο­μί­ες του Αντό­νιο Γκράμ­σι απο­τε­λούν ένα κα­τα­πλη­κτι­κό έργο της σύγ­χρο­νης μαρ­ξι­στι­κής θε­ω­ρί­ας. Η νέα ελ­λη­νι­κή έκ­δο­ση απο­τε­λεί μια με­γά­λη προ­σφο­ρά των εκ­δό­σε­ων redmarks στο ελ­λη­νι­κό αντα­γω­νι­στι­κό κί­νη­μα.

Στην εμπει­ρία μας ται­ριά­ζει –και μαζί, νο­μί­ζω, έχει με­γά­λη στρα­τη­γι­κή ση­μα­σία- το πα­ρά­θε­μα που ακο­λου­θεί με τα λόγια του Άντερ­σον, ο οποί­ος τον Αύ­γου­στο του 2015, συ­νέ­κρι­νε την ελ­λη­νι­κή «κα­τά­λη­ξη» με την προ­σχώ­ρη­ση της Σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας στο στρα­τό­πε­δο του τα­ξι­κού αντι­πά­λου το 1914.

«[Η] αστι­κή ηγε­μο­νία επε­κτει­νό­ταν και πέρα από τους συμ­μά­χους, στους αντι­πά­λους, καθώς η ηγε­σία υπα­γό­ταν στην κυ­ριαρ­χία.

Μπο­ρού­σε η προ­λε­τα­ρια­κή ηγε­μο­νία να ανα­πα­ρά­γει αυτό το σχήμα εξου­σί­ας; Δεν μπο­ρού­σε, υπο­στή­ρι­ξε ο Τζε­ρα­τά­να [ο μέ­γι­στος ιτα­λός ερευ­νη­τής του Γκράμ­σι, σύμ­φω­να με τον Άντερ­σον [Χ.Λ.]], για έναν λόγο που ο Γκράμ­σι τον ση­μειώ­νει αλλού. Οι αστι­κές ιδε­ο­λο­γί­ες ήταν σχε­δια­σμέ­νες για να υπο­κρύ­πτουν αντι­φα­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα, πα­ρου­σιά­ζο­ντάς τα ως ει­ρη­νι­κή συμ­φι­λί­ω­ση, κρύ­βο­ντας την εκ­με­τάλ­λευ­ση πάνω στην οποία βα­σι­ζό­ταν η κοι­νω­νία του κε­φα­λαί­ου. Είχαν ανά­γκη την εξα­πά­τη­ση. Ο μαρ­ξι­σμός αντι­θέ­τως ήταν η έκ­θε­ση της αντί­φα­σης κε­φα­λαί­ου και ερ­γα­σί­ας […] και απαι­τού­σε την αλή­θεια […] Γιατί «δεν ήταν ένα ερ­γα­λείο με το οποίο η εξου­σία των κυ­ρί­αρ­χων τά­ξε­ων θα απο­σπού­σε την συ­ναί­νε­ση και θα ασκού­σε ηγε­μο­νία στις υπο­τε­λείς τά­ξεις», αλλά «μια έκ­φρα­ση αυτών των υπο­τε­λών τά­ξε­ων, με την οποία ήθε­λαν να εκ­παι­δεύ­σουν τον εαυτό τους στην τέχνη του κυ­βερ­νάν και των οποί­ων το συμ­φέ­ρον ήταν να γνω­ρί­ζουν ολό­κλη­ρη την αλή­θεια, ακόμη κι όταν ήταν σκλη­ρή και να απο­φεύ­γουν, όχι μόνο την εξα­πά­τη­ση από τις ανώ­τε­ρες τά­ξεις, αλλά ακόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο την κάθε αυ­τα­πά­τη». Αυτή ήταν μια θε­με­λιώ­δης δια­φο­ρά. Ήταν δε­δο­μέ­νο για την υπάρ­χου­σα τάξη πραγ­μά­των ότι «είναι ου­σιώ­δες για την τέχνη της πο­λι­τι­κής το ψεύ­δος, η οξυ­δερ­κής ικα­νό­τη­τα να κρύ­βει κα­νείς τις πραγ­μα­τι­κές τους από­ψεις και σκο­πούς, να δεί­χνει προς τα έξω το αντί­θε­το από αυτό που θέλει.», αλλά «στη μα­ζι­κή πο­λι­τι­κή υπάρ­χει συ­γκε­κρι­μέ­νη πο­λι­τι­κή ανα­γκαιό­τη­τα να λέμε την αλή­θεια» και, κατά συ­νέ­πεια, το είδος συ­ναί­νε­σης στο οποίο βα­σι­ζό­ταν η κάθε μορφή ηγε­μο­νί­ας ήταν δια­φο­ρε­τι­κό: «πα­θη­τι­κή και έμ­με­ση» υπο­τα­γή στην πρώτη, «άμεση και ενερ­γή συμ­με­το­χή» στην άλλη» (σελ. 41).

«Εξα­πά­τη­ση», «αυ­τα­πά­τες», «αλή­θεια»: πάλι λέ­ξεις. Άμεσα συν­δε­δε­μέ­νες με την δική μας ελ­λη­νι­κή εμπει­ρία. Ας το κρα­τή­σου­με, όπως το λέει ο Τζε­ρα­τά­να και το ξα­να­λέ­ει ο Άντερ­σον. Η αλή­θεια (όλη η αλή­θεια) για την Αρι­στε­ρά είναι κα­θο­ρι­στι­κή, στρα­τη­γι­κή έν­νοια. Δεν είναι δια­πραγ­μα­τεύ­σι­μη με κα­νέ­να τρόπο και για κα­νέ­να λόγο. Ποτέ.

Ετικέτες