Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και το χρέος ως εργαλείο του ιμπεριαλισμού

[Α’ Μέρος1]

Στο βι­βλίο της «Η συσ­σώ­ρευ­ση του κε­φα­λαί­ου»2, που δη­μο­σιεύ­τη­κε το 1913, η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ3 αφιέ­ρω­σε ένα ολό­κλη­ρο κε­φά­λαιο για το ζή­τη­μα των διε­θνών δα­νεί­ων4, για να δεί­ξει πώς οι με­γά­λες κα­πι­τα­λι­στι­κές δυ­νά­μεις της επο­χής χρη­σι­μο­ποιού­σαν τις πι­στώ­σεις που χο­ρη­γού­σαν οι τρα­πε­ζί­τες τους στις χώρες της πε­ρι­φέ­ρειας, για να επι­βάλ­λουν την οι­κο­νο­μι­κή, στρα­τιω­τι­κή και πο­λι­τι­κή τους κυ­ριαρ­χία. Ιδιαί­τε­ρα επι­κε­ντρώ­θη­κε στην ανά­λυ­ση της χρέ­ω­σης των νέων κρα­τών της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής, που ανε­ξαρ­τη­το­ποι­ή­θη­καν μετά από τους πο­λέ­μους ανε­ξαρ­τη­σί­ας της δε­κα­ε­τί­ας του 1820, καθώς και του χρέ­ους της Αι­γύ­πτου και της Τουρ­κί­ας στον 19ο αιώνα, χωρίς να ξε­χνά­με και την Κίνα.

Συγ­γρά­φει το βι­βλίο αυτό σε μια πε­ρί­ο­δο επέ­κτα­σης του κα­πι­τα­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος σε διε­θνές επί­πε­δο, σε όρους οι­κο­νο­μι­κής ανά­πτυ­ξης και γε­ω­γρα­φι­κής επέ­κτα­σης. Την πε­ρί­ο­δο εκεί­νη, μέσα στη σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία στην οποία και εκεί­νη συμ­με­τεί­χε (Γερ­μα­νι­κό Σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κό Κόμμα και Σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κό Κόμμα της Πο­λω­νί­ας και της Λι­θουα­νί­ας -πε­ριο­χές που ήταν μοι­ρα­σμέ­νες ανά­με­σα στις αυ­το­κρα­το­ρί­ες της Γερ­μα­νί­ας και της Ρω­σί­ας), ένας ση­μα­ντι­κός αριθ­μός από σο­σια­λι­στές ηγέ­τες και θε­ω­ρη­τι­κούς υπο­στή­ρι­ζαν την αποι­κια­κή επέ­κτα­ση. Ιδιαί­τε­ρα στη Γερ­μα­νία, στη Γαλ­λία, στη Με­γά­λη Βρε­τα­νία και στο Βέλ­γιο. Όλες αυτές οι δυ­νά­μεις είχαν ανα­πτύ­ξει τις αποι­κια­κές τους αυ­το­κρα­το­ρί­ες στην Αφρι­κή, ιδιαί­τε­ρα κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα. Η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ αντι­τασ­σό­ταν πλή­ρως σε αυτόν τον προ­σα­να­το­λι­σμό και κα­τάγ­γελ­νε την αποι­κια­κή κα­τα­λή­στευ­ση και την κα­τα­στρο­φή των πα­ρα­δο­σια­κών (συχνά κοι­νο­τι­κών) δομών των προ­κα­πι­τα­λι­στι­κών κοι­νω­νιών από τον επε­κτει­νό­με­νο κα­πι­τα­λι­σμό.

Η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ αντι­τασ­σό­ταν σε όλους αυ­τούς τους σο­σια­λι­στές ηγέ­τες, που υπο­στή­ρι­ζαν ότι η ίδια η τότε φάση επέ­κτα­σης και έντο­νης ανά­πτυ­ξης του κα­πι­τα­λι­σμού θα απο­δεί­κνυε πως αυτός είχε ξε­πε­ρά­σει τις πε­ριο­δι­κές του κρί­σεις, καθώς η τε­λευ­ταία χρο­νο­λο­γι­κά ήταν στις αρχές της δε­κα­ε­τί­ας του 1890. Η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ κα­τάγ­γελ­νε την αντί­λη­ψη αυτή, που έδινε μια λα­θε­μέ­νη ερ­μη­νεία της λει­τουρ­γί­ας του κα­πι­τα­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος. Η Ρόζα αντι­τασ­σό­ταν στην αντί­λη­ψη αυτή ακόμα πε­ρισ­σό­τε­ρο καθώς αυτή χρη­σί­μευε σε ένα τμήμα των σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τών ηγε­τών με με­γά­λη απή­χη­ση για να δι­καιο­λο­γούν μια στάση όλο και με­γα­λύ­τε­ρης συ­νερ­γα­σί­ας με τις κα­πι­τα­λι­στι­κές κυ­βερ­νή­σεις της επο­χής5.

Γρά­φο­ντας το «Η συσ­σώ­ρευ­ση του κε­φα­λαί­ου», η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ είχε ως στόχο να οι­κο­δο­μή­σει μια ου­σια­στι­κή επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία για να αντι­πα­ρα­τα­χθεί στον προ­σα­να­το­λι­σμό υπέρ της αποι­κιο­κρα­τί­ας και της τα­ξι­κής συ­νερ­γα­σί­ας μέσα στη σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία που τον κα­τα­πο­λε­μού­σε από τα τέλη της δε­κα­ε­τί­ας του 1890. Ταυ­τό­χρο­να είχε και έναν άλλο στόχο, του οποί­ου η πηγή ξε­κι­νού­σε από το 1906-1908, όταν έδινε μα­θή­μα­τα μαρ­ξι­στι­κής οι­κο­νο­μί­ας στη σχολή στε­λε­χών του SPD, της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας της Γερ­μα­νί­ας, στο Βε­ρο­λί­νο. Πράγ­μα­τι, με την αφορ­μή αυτή, ετοι­μά­ζο­ντας δη­λα­δή τις δια­λέ­ξεις της, είχε ξα­να­βυ­θι­στεί στην ανά­γνω­ση του «Κε­φα­λαί­ου» και είχε βγά­λει το συ­μπέ­ρα­σμα ότι υπήρ­χε ένα λάθος στην από­δει­ξη του Καρλ Μαρξ σε σχέση με το σχήμα της διευ­ρυ­μέ­νης ανα­πα­ρα­γω­γής του κε­φα­λαί­ου6. Ακρι­βώς για να βρει τη λύση στο πρό­βλη­μα αυτό, ρί­χνε­ται σε μια τε­ρά­στια προ­σπά­θεια ανά­λυ­σης της εξέ­λι­ξης του κα­πι­τα­λι­σμού στον 19ο αιώνα. Πρέ­πει να διευ­κρι­νί­σου­με ότι ο Μαρξ, στο «Κε­φά­λαιο», ανα­πτύσ­σει τη θε­ω­ρη­τι­κή του από­δει­ξη, κά­νο­ντας σαν η κα­πι­τα­λι­στι­κή κοι­νω­νία να είχε φτά­σει σε ένα στά­διο όπου θα υπήρ­χαν πλέον απο­κλει­στι­κά κα­πι­τα­λι­στι­κές σχέ­σεις στην κοι­νω­νία. Ανα­λύ­ει τον κα­πι­τα­λι­σμό σε κα­θα­ρή κα­τά­στα­ση.

Η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ ξε­κι­νά­ει από τη δια­πί­στω­ση, που την έκανε και ο Μαρξ σε κεί­με­νά του όπως τα Grundrisse7 (που όμως η ίδια δεν τα είχε δια­βά­σει, γιατί ένα τμήμα του έργου του Μαρξ δεν είχε ακόμα εκ­δο­θεί) ή το κε­φά­λαιο 31 του Βι­βλί­ου 1 του «Κε­φα­λαί­ου»8, ότι επε­κτει­νό­με­νος ο κα­πι­τα­λι­σμός κα­τα­στρέ­φει τις πα­ρα­δο­σια­κές δομές των προ­κα­πι­τα­λι­στι­κών κοι­νω­νιών που κα­τα­κτά­ει στην αποι­κια­κή του φάση.

Σε σχέση με την αποι­κια­κή κα­τα­λή­στευ­ση, αξί­ζει να πα­ρα­πέμ­ψου­με στον Μαρξ του «Κε­φα­λαί­ου»: «Η ανα­κά­λυ­ψη χρυ­σο­φό­ρων και αρ­γι­ρο­φό­ρων πε­ριο­χών της Αμε­ρι­κής, η με­τα­τρο­πή των ιθα­γε­νών σε σκλά­βους, η διο­χέ­τευ­σή τους μέσα στα ορυ­χεία ή και η εξα­φά­νι­σή τους, η αρχή της κα­τά­κτη­σης και της κα­τα­λή­στευ­σης των Ανα­το­λι­κών Ιν­διών, η με­τα­τρο­πή της Αφρι­κής σε ένα είδος εμπο­ρι­κού σταθ­μού για το κυ­νή­γι μαύ­ρου δέρ­μα­τος, αυτές είναι οι ει­δυλ­λια­κές δια­δι­κα­σί­ες της πρω­ταρ­χι­κής συσ­σώ­ρευ­σης που χα­ρα­κτη­ρί­ζουν την κα­πι­τα­λι­στι­κή εποχή στην απαρ­χή της».

Σε αυτό το κε­φά­λαιο επί­σης, ο Καρλ Μαρξ κάνει μια δια­τύ­πω­ση που δεί­χνει τη δια­λε­κτι­κή σχέση ανά­με­σα στους κα­τα­πιε­σμέ­νους της μη­τρό­πο­λης και στους κα­τα­πιε­σμέ­νους των αποι­κιών: «Χρεια­ζό­ταν για βάθρο της κρυμ­μέ­νης σκλα­βιάς των μι­σθω­τών στην Ευ­ρώ­πη η σκλα­βιά χωρίς επί­θε­το στο Νέο Κόσμο». Και τε­λειώ­νει το κε­φά­λαιο αυτό δια­πι­στώ­νο­ντας ότι «το κε­φά­λαιο φτά­νει φτύ­νο­ντας αίμα και λάσπη απ’ό­λους τους πό­ρους του».

Ο Μαρξ πε­ρι­γρά­φει την κα­τα­στρο­φή των πα­ρα­δο­σια­κών υφα­ντουρ­γεί­ων στην Ινδία από την ίδια τη βρε­τα­νι­κή αποι­κια­κή επέ­κτα­ση. Επί­σης ανα­λύ­ει την κα­τα­στρο­φή των μη κα­πι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων που υπήρ­χαν στην Ευ­ρώ­πη πριν από τη μα­ζι­κή επέ­κτα­ση της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας. Αλλά, όταν φτά­νει στη διευ­κρί­νι­ση των νόμων λει­τουρ­γί­ας του κα­πι­τα­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος, θέτει ως προ­ϋ­πό­θε­ση ότι ο κα­πι­τα­λι­σμός κυ­ριαρ­χεί πλή­ρως στο σύ­νο­λο των πα­ρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων και ότι έχει ήδη πλή­ρως κα­τα­στρέ­ψει ή/και απορ­ρο­φή­σει τους προ­κα­πι­τα­λι­στι­κούς το­μείς9.

Αυτό που είναι ιδιαί­τε­ρα γό­νι­μο με τη μέ­θο­δο της Ρόζας Λού­ξε­μπουργκ είναι η τε­ρά­στια κρι­τι­κή της ικα­νό­τη­τα και η θέ­λη­σή της να βάλει τη θε­ω­ρία στην κρίση της πρα­κτι­κής. Εμπνέ­ε­ται από τον Καρλ Μαρξ εκ­φρά­ζο­ντας μια θε­με­λιώ­δη συμ­φω­νία μαζί του, αλλά αυτό δεν την εμπο­δί­ζει από το να θέσει σε αμ­φι­σβή­τη­ση, δι­καί­ως ή αδί­κως, ορι­σμέ­να από τα συ­μπε­ρά­σμα­τά του.

Ένα ση­μείο στο οποίο η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ ταυ­τί­ζε­ται πλή­ρως με τον Καρλ Μαρξ είναι το ζή­τη­μα των άνι­σων σχέ­σε­ων ανά­με­σα στις κα­πι­τα­λι­στι­κές δυ­νά­μεις και στις άλλες χώρες, όπου εξα­κο­λου­θούν κατά πολύ να υπάρ­χουν προ­κα­πι­τα­λι­στι­κές σχέ­σεις πα­ρα­γω­γής. Οι χώρες αυτές υπο­τάσ­σο­νται στις πρώ­τες, που τις εκ­με­ταλ­λεύ­ο­νται, για να συ­νε­χί­σουν την επέ­κτα­σή τους. Η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ, όπως και ο Μαρξ, δεί­χνει ιδιαί­τε­ρα ότι οι κα­πι­τα­λι­στι­κές δυ­νά­μεις βρί­σκουν αγο­ρές για τα βιο­μη­χα­νι­κά τους προ­ϊ­ό­ντα, επι­βάλ­λο­ντάς τα στις προ­κα­πι­τα­λι­στι­κές κοι­νω­νί­ες, ιδιαί­τε­ρα μέσα από την υπο­γρα­φή συμ­φω­νιών για ελεύ­θε­ρες συ­ναλ­λα­γές.

Οι Λα­τι­νο-Αμε­ρι­κά­νι­κες χώρες που είχαν κα­τα­κτή­σει την ανε­ξαρ­τη­σία τους, στη δε­κα­ε­τία του 1820, από την ισπα­νι­κή κυ­ριαρ­χία

Αν πά­ρου­με το πα­ρά­δειγ­μα των λα­τι­νο­α­με­ρι­κά­νι­κων χωρών που κα­τέ­κτη­σαν την ανε­ξαρ­τη­σία τους, κατά τη δε­κα­ε­τία του 1820, από την ισπα­νι­κή αυ­το­κρα­το­ρία, πα­ρα­τη­ρού­με ότι ει­σή­γα­γαν μα­ζι­κά βιο­μη­χα­νι­κά προ­ϊ­ό­ντα, κυ­ρί­ως από τη Με­γά­λη Βρε­τα­νία, δύ­να­μη από τους τρα­πε­ζί­τες της οποί­ας σύ­να­ψαν διε­θνή δά­νεια για να κά­νουν αυτές τις αγο­ρές. Οι κυ­βερ­νή­σεις των λα­τι­νο­α­με­ρι­κά­νι­κων χωρών που έπαιρ­ναν τα δά­νεια αυτά από τους τρα­πε­ζί­τες του Λον­δί­νου ξό­δευαν το με­γα­λύ­τε­ρο μέρος των δα­νεί­ων αυτών στη βρε­τα­νι­κή αγορά αγο­ρά­ζο­ντας κάθε εί­δους εμπο­ρεύ­μα­τα (στρα­τιω­τι­κό υλικό από όπλα ώς στο­λές, αγαθά εξο­πλι­σμού για την εξο­ρυ­κτι­κή τους βιο­μη­χα­νία ή τη γε­ωρ­γία τους, πρώ­τες ύλες). Κα­τό­πιν, για να απο­πλη­ρώ­σουν τα διε­θνή τους δά­νεια, τα χρε­ω­μέ­να κράτη προ­σφεύ­γα­νε σε νέα δά­νεια, με τα οποία και απο­πλή­ρω­ναν τα προη­γού­με­να δά­νεια και τους επέ­τρε­παν να ει­σά­γουν ακόμα πε­ρισ­σό­τε­ρα βιο­μη­χα­νι­κά αγαθά από τη Με­γά­λη Βρε­τα­νία ή από άλλες πι­στώ­τριες δυ­νά­μεις10.

Η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ απο­σα­φη­νί­ζει, στο βι­βλίο της του 1913, ότι τα δά­νεια «απο­τε­λούν τον πιο σί­γου­ρο τρόπο για να μπο­ρούν οι πα­λιές κα­πι­τα­λι­στι­κές χώρες να κρα­τούν υπό κη­δε­μο­νία τις νέες χώρες, να ελέγ­χουν τα χρη­μα­το­οι­κο­νο­μι­κά τους και να ασκούν πίεση στην εξω­τε­ρι­κή, τη δα­σμο­λο­γι­κή και την εμπο­ρι­κή τους πο­λι­τι­κή»11.

Για να απει­κο­νί­σου­με τη διείσ­δυ­ση των βιο­μη­χα­νι­κών προ­ϊ­ό­ντων των πα­λιών ευ­ρω­παϊ­κών κα­πι­τα­λι­στι­κών χωρών, όπως η Με­γά­λη Βρε­τα­νία, στις νέες ανε­ξάρ­τη­τες χώρες της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής, μπο­ρού­με να πα­ρα­πέμ­ψου­με στον George Canning, έναν από τους κύ­ριους βρε­τα­νούς πο­λι­τι­κούς της δε­κα­ε­τί­ας του 182012. Αυτός γρά­φει το 1824: «Το φρού­το είναι ώριμο: η ισπα­νι­κή Αμε­ρι­κή είναι ελεύ­θε­ρη και, αν δεν τα πάμε πολύ άσκη­μα εμείς, είναι αγ­γλι­κή». Δε­κα­τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ο άγ­γλος πρό­ξε­νος στη Λα Πλάτα της Αρ­γε­ντι­νής, ο Woodbine Parish, έγρα­φε σε σχέση με έναν gaucho (βοσκό) στην αρ­γε­ντί­νι­κη pampa13: «Πάρτε όλα του τα ρούχα, εξε­τά­στε ό,τι τον πε­ρι­βά­λει και, αν εξαι­ρέ­σου­με με­ρι­κά δερ­μά­τι­να αντι­κεί­με­να, τί έχει που να μην είναι εγ­γλέ­ζι­κο; Αν η γυ­ναί­κα του φο­ρά­ει φού­στα, τότε κατά 99% αυτή έχει φτια­χτεί στο Μάν­τσε­στερ. Η κα­τσα­ρό­λα με την οποία μα­γει­ρεύ­ει, τα πορ­σε­λά­νι­να πιάτα με τα οποία τρώει, το μα­χαί­ρι του, τα σπι­ρού­νια του και το χα­λι­νά­ρι στο άλογό του, το ίδιο το poncho που φο­ρά­ει, όλα έρ­χο­νται από την Αγ­γλία»14.

Για να φτά­σει σε αυτό, η Με­γά­λη Βρε­τα­νία δε χρειά­στη­κε να κα­τα­φύ­γει σε στρα­τιω­τι­κή κα­τά­κτη­ση (ακόμα και αν, όταν το έκρι­νε απα­ραί­τη­το, δε δί­στα­ζε να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τη βία, όπως το έκανε στην Ινδία, στην Αί­γυ­πτο ή στην Κίνα). Χρη­σι­μο­ποί­η­σε δύο πολύ απο­τε­λε­σμα­τι­κά οι­κο­νο­μι­κά όπλα: το διε­θνή δα­νει­σμό και την επι­βο­λή της άρσης του προ­στα­τευ­τι­σμού.

Η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ υπο­γραμ­μί­ζει τον ρόλο των διε­θνών δα­νεί­ων προς τις αποι­κια­κές χώρες και προς τα «ανε­ξάρ­τη­τα» κράτη (όπως οι νέες δη­μο­κρα­τί­ες της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής ή της Αι­γύ­πτου και της Κίνας), για να χρη­μα­το­δο­τη­θούν με­γά­λα έργα υπο­δο­μών (κα­τα­σκευή σι­δη­ρο­δρό­μων, κα­τα­σκευή της διώ­ρυ­γας του Σουέζ, …) ή η αγορά ακρι­βώς στρα­τιω­τι­κών εξο­πλι­σμών προς το συμ­φέ­ρον των με­γά­λων ιμπε­ρια­λι­στι­κών δυ­νά­με­ων. Έτσι γρά­φει: «Ο διε­θνής δα­νει­σμός, που συν­δέ­ε­ται με την κα­τα­σκευή σι­δη­ρο­δρό­μων και με την αύ­ξη­ση των εξο­πλι­σμών, συ­νο­δεύ­ει όλες τις φά­σεις της κα­πι­τα­λι­στι­κής συσ­σώ­ρευ­σης».

Επί­σης επι­ση­μαί­νει ότι «οι αντι­φά­σεις της ιμπε­ρια­λι­στι­κής φά­σεις εκ­φρά­ζο­νται πολύ κα­θα­ρά μέσα από τις αντι­φά­σεις του συ­στή­μα­τος διε­θνών δα­νεί­ων».

Η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ, όπως και ο Μαρξ το είχε κάνει με­ρι­κές δε­κα­ε­τί­ες νω­ρί­τε­ρα, επι­μέ­νει στο ρόλο της χρη­μα­το­δό­τη­σης των σι­δη­ρο­δρό­μων σε όλο τον πλα­νή­τη και ιδιαί­τε­ρα στις πε­ρι­φε­ρεια­κές χώρες που υπο­τάσ­σο­νταν στην οι­κο­νο­μι­κή κυ­ριαρ­χία των ιμπε­ρια­λι­στι­κών δυ­νά­με­ων. Μι­λά­ει ακόμα και για φρε­νί­τι­δα των δα­νεί­ων στην κα­τα­σκευή σι­δη­ρο­δρό­μων: «Πα­ρ’ό­λες τις πε­ριο­δι­κές κρί­σεις, το ευ­ρω­παϊ­κό κε­φά­λαιο έβγα­ζε τε­ρά­στια κέρδη από την τρέλα αυτή που, το 1875, κα­τέ­κλει­σε το χρη­μα­τι­στή­ριο του Λον­δί­νου με πυ­ρε­τώ­δεις χο­ρη­γή­σεις δα­νεί­ων στο εξω­τε­ρι­κό. Από το 1870 ώς το 1875, τα δά­νεια που χο­ρη­γή­θη­καν από το Λον­δί­νο έφτα­σαν τα 260 εκα­τομ­μύ­ρια λίρες στερ­λί­νες -πράγ­μα που οδή­γη­σε αμέ­σως σε γρή­γο­ρη ανά­πτυ­ξη των εξα­γω­γών αγ­γλι­κών προ­ϊ­ό­ντων προς τις υπερ­πό­ντιες χώρες».

Στα τέλη του 19ου αιώνα, τις τρά­πε­ζες του Λον­δί­νου τις ακο­λου­θούν και οι τρά­πε­ζες της Γερ­μα­νί­ας, της Γαλ­λί­ας και του Βελ­γί­ου

Στα ίχνη της Με­γά­λης Βρε­τα­νί­ας μπαί­νουν και οι ιμπε­ρια­λι­σμοί της Γερ­μα­νί­ας, της Γαλ­λί­ας και του Βελ­γί­ου, που αρ­χί­ζουν να δα­νεί­ζουν μα­ζι­κά στις χώρες της πε­ρι­φέ­ρειας.

Η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ πε­ρι­γρά­φει την εξέ­λι­ξη αυτήν: «Εδώ και εί­κο­σι χρό­νια, εμ­φα­νί­στη­κε ένα νέο φαι­νό­με­νο: τα γερ­μα­νι­κά, γαλ­λι­κά και βελ­γι­κά κε­φά­λαια συμ­με­τέ­χουν, μαζί με τα αγ­γλι­κά κε­φά­λαια, στις επεν­δύ­σεις στο εξω­τε­ρι­κό, ιδιαί­τε­ρα στα δά­νεια. Από τη δε­κα­ε­τία του 1850 ώς το τέλος της δε­κα­ε­τί­ας του 1880, η κα­τα­σκευή σι­δη­ρο­δρό­μου στη Μικρά Ασία χρη­μα­το­δο­τή­θη­κε από το αγ­γλι­κό κε­φά­λαιο, Μετά, το γερ­μα­νι­κό κε­φά­λαιο ει­σβά­λει στη Μικρά Ασία και ξε­κι­νά­ει το τε­ρά­στιο σχέ­διο κα­τα­σκευ­ής του σι­δη­ρο­δρό­μου της Ανα­το­λί­ας και της Βα­γδά­της. Οι επεν­δυ­τές γερ­μα­νι­κών κε­φα­λαί­ων στην Τουρ­κία οδη­γούν σε αύ­ξη­ση των γερ­μα­νι­κών εξα­γω­γών σε αυτή τη χώρα. Αυτές ανέρ­χο­νταν σε 28 εκα­τομ­μύ­ρια μάρκα το 1896, σε 113 εκα­τομ­μύ­ρια μάρκα το 1911, ενώ το 1901, μόνο στην ασια­τι­κή πλευ­ρά της Τουρ­κί­ας, έφτα­σαν τα 12 εκα­τομ­μύ­ρια και το 1911 τα 37 εκα­τομ­μύ­ρια μάρκα».

Η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ δεί­χνει ότι η αποι­κια­κή και ιμπε­ρια­λι­στι­κή επέ­κτα­ση επι­τρέ­πει στις πα­λιές ευ­ρω­παϊ­κές κα­πι­τα­λι­στι­κές χώρες, όπως η Με­γά­λη Βρε­τα­νία, η Γαλ­λία, η Γερ­μα­νία, το Βέλ­γιο (θα μπο­ρού­σα­με να προ­σθέ­σου­με την Ιτα­λία και την Ολ­λαν­δία), όταν υπάρ­χει κα­τά­στα­ση πλε­ο­νά­σμα­τος κε­φα­λαί­ων, να χρη­σι­μο­ποιούν αυτά τα πλε­ο­να­σμα­τι­κά κε­φά­λαια για δα­νει­σμό ή για να επεν­δύ­ουν στις πε­ρι­φε­ρεια­κές χώρες που απο­τε­λούν τότε απο­δο­τι­κές αγο­ρές. Γρά­φει: «Το μη απα­σχο­λού­με­νο κε­φά­λαιο δεν είχε τη δυ­να­τό­τη­τα συσ­σώ­ρευ­σης μέσα στη χώρα προ­έ­λευ­σής του, ελ­λεί­ψει ζή­τη­σης για πρό­σθε­τα προ­ϊ­ό­ντα. Αλλά στο εξω­τε­ρι­κό, εκεί όπου η κα­πι­τα­λι­στι­κή πα­ρα­γω­γή δεν ήταν ακόμα ανα­πτυγ­μέ­νη, μια πρό­σθε­τη ζή­τη­ση ανα­δύ­θη­κε, με ή χωρίς σπρώ­ξι­μο, από χώ­ρους που δεν ήταν κα­πι­τα­λι­στι­κοί». Κα­τα­στρέ­φο­ντας την το­πι­κή πα­ρα­δο­σια­κή μικρή πα­ρα­γω­γή, τα ευ­ρω­παϊ­κά βιο­μη­χα­νι­κά προ­ϊ­ό­ντα παίρ­νουν τη θέση της εγ­χώ­ριας προ­κα­πι­τα­λι­στι­κής πα­ρα­γω­γής. Αγρο­τι­κές κοι­νό­τη­τες ή φτω­χο­ποι­η­μέ­νοι τε­χνί­τες στις χώρες της Αφρι­κής, της Ασίας ή της Αμε­ρι­κής εξα­να­γκά­ζο­νται να αρ­χί­σουν να αγο­ρά­ζουν ευ­ρω­παϊ­κά προ­ϊ­ό­ντα, για πα­ρά­δειγ­μα βρε­τα­νι­κά, ολ­λαν­δι­κά ή βελ­γι­κά υφά­σμα­τα. Υπεύ­θυ­νοι για την κα­τά­στα­ση αυτή δεν είναι μόνο οι ευ­ρω­παί­οι κα­πι­τα­λι­στές, είναι επί­σης και οι το­πι­κές κυ­ρί­αρ­χες τά­ξεις στις χώρες της πε­ρι­φέ­ρειας, που προ­τι­μούν να ει­δι­κευ­τούν στο εμπό­ριο import-export παρά να επεν­δύ­σουν σε το­πι­κές βιο­μη­χα­νί­ες15. Προ­τι­μά­νε να επεν­δύ­σουν τα κε­φά­λαια που έχουν συσ­σω­ρεύ­σει στην εξα­γω­γή πρώ­των υλών (ορυ­χεία για πα­ρά­δειγ­μα) ή στην καλ­λιέρ­γεια βαμ­βα­κιού και να που­λά­νε τα προ­ϊ­ό­ντα αυτά ακα­τέρ­γα­στα στην πα­γκό­σμια αγορά παρά να τα με­τα­σχη­μα­τί­ζουν το­πι­κά. Προ­τι­μούν να ει­σά­γουν βιο­μη­χα­νι­κά προ­ϊ­ό­ντα από τη γη­ραιά Ευ­ρώ­πη παρά να επεν­δύ­ουν σε το­πι­κές βιο­μη­χα­νί­ες με­τα­σχη­μα­τι­σμού και να που­λάν για την εγ­χώ­ρια αγορά.

Η Αί­γυ­πτος θύμα του διε­θνούς δα­νει­σμού

Στην πε­ρί­πτω­ση της Αι­γύ­πτου, που ο Μαρξ δεν την είχε με­λε­τή­σει σε βάθος, η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ δεί­χνει ένα άλλο φαι­νό­με­νο. Για να απο­πλη­ρώ­σει το εξω­τε­ρι­κό χρέος που είχε συ­νά­ψει με τους τρα­πε­ζί­τες του Λον­δί­νου και του Πα­ρι­σιού, η χρε­ω­μέ­νη αι­γυ­πτια­κή κυ­βέρ­νη­ση υπο­βάλ­λει την αι­γυ­πτια­κή αγρο­τιά σε υπε­ρεκ­με­τάλ­λευ­ση, είτε εξα­να­γκά­ζο­ντάς την να δου­λεύ­ει δω­ρε­άν στην κα­τα­σκευή της διώ­ρυ­γας του Σουέζ είτε επι­βάλ­λο­ντας φό­ρους που υπο­βαθ­μί­ζουν σκλη­ρά τις συν­θή­κες ζωής των αγρο­τών. Η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ δεί­χνει, έτσι, πώς η υπε­ρεκ­με­τάλ­λευ­ση της αγρο­τιάς μέσα από μη κα­θα­ρά κα­πι­τα­λι­στι­κές με­θό­δους (δη­λα­δή που δε βα­σί­ζο­νται στις σχέ­σεις της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας) ωφε­λεί τη συσ­σώ­ρευ­ση του κε­φα­λαί­ου.

Η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ πε­ρι­γρά­φει όλη αυτή τη δια­δι­κα­σία που συ­νο­ψί­σα­με. Εξη­γεί ότι η αι­γυ­πτια­κή ερ­γα­τι­κή δύ­να­μη «απο­τε­λεί­το ακόμα από φε­λά­χους που υπό­κει­ντο ακόμα στο σύ­στη­μα της αγ­γα­ρεί­ας, με το κρά­τος να μπο­ρεί να τους χρη­σι­μο­ποιεί χωρίς όρια. Φε­λά­χοι χρη­σι­μο­ποιού­νταν ήδη σε εξα­να­γκα­στι­κή ερ­γα­σία κατά χι­λιά­δες στην κα­τα­σκευή του φράγ­μα­τος του Κα­λιούμπ και της διώ­ρυ­γας του Σουέζ. Τώρα χρη­σι­μο­ποιού­νται στην κα­τα­σκευή αρ­δευ­τι­κών έργων και σε καλ­λιέρ­γειες στις ιδιο­κτη­σί­ες του αντι­βα­σι­λιά. Ο Χε­δί­βης (=ο αι­γύ­πτιος μο­νάρ­χης – αντι­βα­σι­λιάς -Στ Ε.Τ.) χρεια­ζό­ταν τώρα για τον εαυτό του τους 20.000 δου­λο­πά­ροι­κους που είχε δια­θέ­σει στην Εται­ρεία του Σουέζ, εξού και η πρώτη διέ­νε­ξη με το γαλ­λι­κό κε­φά­λαιο. Μια διαι­τη­τι­κή από­φα­ση του Να­πο­λέ­ο­ντα του 3ου κα­τα­κύ­ρω­σε στην Εται­ρεία του Σουέζ απο­ζη­μί­ω­ση 67 εκα­τομ­μυ­ρί­ων μάρ­κων. Ο Χε­δί­βης απο­δέ­χτη­κε την από­φα­ση αυτή, ακόμα πε­ρισ­σό­τε­ρο ευ­χα­ρί­στως καθώς μπο­ρού­σε να αντλή­σει το ποσό από τους ίδιους αυ­τούς φε­λά­χους που ήταν το μήλον της έρι­δος. Ξε­κί­νη­σαν λοι­πόν τα αρ­δευ­τι­κά έργα. Πα­ράγ­γει­λαν στην Αγ­γλία και στη Γαλ­λία έναν με­γά­λο αριθ­μό από μη­χα­νές με ατμό, κε­ντρό­φυ­γες αντλί­ες και ατμο­μη­χα­νές. Κατά εκα­το­ντά­δες οι μη­χα­νές αυτές στέλ­νο­νταν από την Αγ­γλία στην Αλε­ξάν­δρεια και μετά με­τα­φέ­ρο­νταν με πλοία από τα κα­νά­λια και τον Νείλο και με κα­μή­λες στα εν­δό­τε­ρα της χώρας. Για να δου­λευ­τεί η γη, χρειά­ζο­νταν επί­σης ατμο­μη­χα­νές, ακόμα πε­ρισ­σό­τε­ρο που το 1864 μια επι­δη­μία είχε απο­δε­κα­τί­σει τα ζώα. Και αυτές οι μη­χα­νές προ­έρ­χο­νταν οι πε­ρισ­σό­τε­ρες από την Αγ­γλία».

Η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ πε­ρι­γρά­φει τις πολ­λα­πλές εξα­γο­ρές εξο­πλι­σμού και ολό­κλη­ρων επι­χει­ρή­σε­ων που έκανε ο αι­γύ­πτιος αντι­βα­σι­λιάς από τους βρε­τα­νούς και γάλ­λους κα­πι­τα­λι­στές. Θέτει το ερώ­τη­μα: «Ποιός δίνει το κε­φά­λαιο για τις επι­χει­ρή­σεις αυτές;». Και απα­ντά­ει: «Ο διε­θνής δα­νει­σμός». Όλοι αυτοί οι εξο­πλι­σμοί και οι επι­χει­ρή­σεις χρη­σί­μευαν στο να εξά­γο­νται ακα­τέρ­γα­στες πρώ­τες ύλες, κυ­ρί­ως αγρο­τι­κές (βαμ­βά­κι, ζα­χα­ρο­κά­λα­μο, λου­λά­κι, …) και να τε­λειώ­σει η κα­τα­σκευή της διώ­ρυ­γας τους Σουέζ, για να ευ­νοη­θεί το πα­γκό­σμιο εμπό­ριο, στο οποίο κυ­ριαρ­χού­σε η Με­γά­λη Βρε­τα­νία.

Η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ πε­ρι­γρά­φει λε­πτο­με­ρεια­κά τα δια­δο­χι­κά διε­θνή δά­νεια, που οδη­γούν σι­γά-σι­γά την Αί­γυ­πτο και το λαό της σε ένα βα­ρέ­λι χωρίς πάτο. Δεί­χνει πως οι όροι που επέ­βα­λαν οι τρα­πε­ζί­τες κα­θι­στούν αδύ­να­τη την απο­πλη­ρω­μή του κε­φα­λαί­ου, γιατί πρέ­πει διαρ­κώς να δα­νεί­ζο­νται για να πλη­ρώ­νουν τους τό­κους. Ας αφή­σου­με την ίδια την πένα της Ρόζας Λού­ξε­μπουργκ, που απα­ριθ­μεί μια εντυ­πω­σια­κή σειρά από δά­νεια που σύ­να­ψαν με κα­τα­χρη­στι­κούς όρους προς όφε­λος των δα­νει­στών: «Το 1863, λίγο πριν πε­θά­νει, ο Σαΐντ Πασά16 σύ­να­ψε το πρώτο δά­νειο ονο­μα­στι­κής αξίας 68 εκα­τομ­μυ­ρί­ων μάρ­κων, που όμως, αν αφαι­ρε­θούν οι προ­μή­θειες, οι προ­ε­ξο­φλή­σεις, κλπ., ανερ­χό­ταν σε 50 εκα­τομ­μύ­ρια μάρκα κα­θα­ρά. Το χρέος αυτό το κλη­ρο­δό­τη­σε στον Ισμα­ΐλ, μαζί με τη σύμ­βα­ση του Σουέζ που επέ­βα­λε στην Αί­γυ­πτο μια συμ­βο­λή 340 εκα­τομ­μυ­ρί­ων μάρ­κων. Το 1864, ο Ισμα­ΐλ σύ­να­ψε ένα πρώτο δά­νειο ονο­μα­στι­κής αξίας 114 εκα­τομ­μυ­ρί­ων με 7% και πραγ­μα­τι­κής αξίας 97 εκα­τομ­μυ­ρί­ων με 8,25%. Το ποσό αυτό δα­πα­νή­θη­κε σε ένα χρόνο, με τα 67 εκα­τομ­μύ­ρια να δο­θούν ως απο­ζη­μί­ω­ση στην Εται­ρεία του Σουέζ (…). Το 1865, η Αγ­γλο-αι­γυ­πτια­κή Τρά­πε­ζα χο­ρή­γη­σε το πρώτο “δά­νειο Ντάι­ρα”, όπως το είπαν. Οι ιδιω­τι­κές ιδιο­κτη­σί­ες του Χε­δί­βη απο­τε­λού­σαν εγ­γύ­η­ση για το δά­νειο αυτό, που ήταν ονο­μα­στι­κής αξίας 68 εκα­τομ­μυ­ρί­ων προς 9% και πραγ­μα­τι­κής αξίας 50 εκα­τομ­μυ­ρί­ων προς 12%. Το 1866, οι Frühling και Göschen έδω­σαν ένα νέο δά­νειο ονο­μα­στι­κής αξίας 60 εκα­τομ­μυ­ρί­ων και πραγ­μα­τι­κής αξίας 52 εκα­τομ­μυ­ρί­ων. Το 1867 η Οθω­μα­νι­κή Τρά­πε­ζα χο­ρή­γη­σε ένα δά­νειο ονο­μα­στι­κής αξίας 40 εκα­τομ­μυ­ρί­ων και πραγ­μα­τι­κής αξίας 34 εκα­τομ­μυ­ρί­ων. Το ανε­ξό­φλη­το χρέος ανερ­χό­ταν τότε σε 60 εκα­τομ­μύ­ρια. Για να εξυ­γειαν­θεί ένα τμήμα του χρέ­ους, χο­ρη­γή­θη­κε ένα δά­νειο από την τρά­πε­ζα Oppenheim & Neffenαξίας 238 εκα­τομ­μυ­ρί­ων προς 4%, αλλά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ο Ισμα­ΐλ17 δεν πήρε παρά μόνο 162 εκα­τομ­μύ­ρια προς 13,5%. Με το ποσό αυτό ορ­γα­νώ­θη­κε η με­γά­λη γιορ­τή των εγκαι­νί­ων της διώ­ρυ­γας του Σουέζ, με προ­σω­πι­κό­τη­τες από τον κόσμο των τρα­πε­ζών και από τις αυλές της Ευ­ρώ­πης. Μια ξέ­φρε­νη πο­λυ­τέ­λεια επι­δεί­χτη­κε με την ευ­και­ρία. Επι­πλέ­ον, προ­σφέρ­θη­κε και μια νέα προ­μή­θεια 20 εκα­τομ­μυ­ρί­ων στον τούρ­κο αρ­χη­γό, το Σουλ­τά­νο. Το 1870, δό­θη­κε ένα δά­νειο από τον οίκο Bischoffshein & Goldschmidt με ονο­μα­στι­κή αξία 242 εκα­τομ­μυ­ρί­ων προς 7% και με πραγ­μα­τι­κή αξία 100 εκα­τομ­μυ­ρί­ων προς 13%. Κα­τό­πιν, η Oppenheim χο­ρή­γη­σε δύο δά­νεια, το ένα μικρό, 80 εκα­τομ­μυ­ρί­ων προς 14%, και το άλλο πολύ ση­μα­ντι­κό, ονο­μα­στι­κής αξίας 640 εκα­τομ­μυ­ρί­ων προς 8%. Το τε­λευ­ταίο κα­τά­φε­ρε να μειώ­σει στο ήμισυ το ανε­ξό­φλη­το χρέος, αλλά καθώς χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε για να εξα­γο­ρά­σει τις συ­ναλ­λαγ­μα­τι­κές που ήταν στα χέρια ευ­ρω­παί­ων τρα­πε­ζι­τών δεν απέ­δω­σε στην πράξη παρά 220 εκα­τομ­μύ­ρια.

Το 1874, επι­χει­ρή­θη­κε και πάλι ένα δά­νειο 1.000 εκα­τομ­μυ­ρί­ων μάρ­κων ένα­ντι ετή­σιας προ­σό­δου 9%. Αλλά δεν απέ­δω­σε παρά 68 εκα­τομ­μύ­ρια. Τα αι­γυ­πτια­κά χαρ­τιά βρί­σκο­νταν κατά 54% κάτω της ονο­μα­στι­κής τους αξίας. Σε 13 χρό­νια, από το θά­να­το του Σαΐντ Πασά, το δη­μό­σιο χρέος πέ­ρα­σε από τις 3.293.000 λίρες στερ­λί­νες στις 94.110.000 λίρες στερ­λί­νες, δη­λα­δή κάπου 20 δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια μάρκα. Η χρε­ο­κο­πία ήταν στο κα­τώ­φλι».

Η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ λέει δι­καί­ως ότι αυτή η σειρά από δά­νεια, η τόσο προ­φα­νώς πα­ρά­λο­γη, απέ­δω­σε πολλά ωστό­σο στους τρα­πε­ζί­τες: «Από πρώτη ματιά, οι χρη­μα­το­πι­στω­τι­κές αυτές συ­ναλ­λα­γές μοιά­ζουν ως το απο­κο­ρύ­φω­μα του πα­ρά­λο­γου. Πλη­ρώ­νου­με τις τε­ρά­στιες βιο­μη­χα­νι­κές πα­ραγ­γε­λί­ες προς το αγ­γλι­κό και γαλ­λι­κό κε­φά­λαιο με τα λεφτά που δα­νει­ζό­μα­στε από το αγ­γλι­κό και γαλ­λι­κό κε­φά­λαιο.

Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, όμως, πα­ρό­λο που όλοι στην Ευ­ρώ­πη κα­τη­γο­ρού­σαν την αλό­γι­στη δια­χεί­ρι­ση του Ισμα­ΐλ, το ευ­ρω­παϊ­κό κε­φά­λαιο πραγ­μα­το­ποί­η­σε στην Αί­γυ­πτο πρω­τό­γνω­ρα κέρδη -μια νέα έκ­δο­ση της βι­βλι­κής πα­ρα­βο­λής των πα­χυ­λών αγε­λά­δων, μο­να­δι­κή στην πα­γκό­σμια ιστο­ρία του κα­πι­τα­λι­σμού. Και, κυ­ρί­ως, το κάθε δά­νειο ήταν και η ευ­και­ρία μιας το­κο­γλυ­φι­κής επι­χεί­ρη­σης που απέ­δι­δε στους ευ­ρω­παί­ους τρα­πε­ζί­τες το 1/5 ή ακόμα και το 1/3 ή και πε­ρισ­σό­τε­ρο του ποσού που υπο­τί­θε­ται ότι δά­νει­ζαν».

Κα­τό­πιν, δεί­χνει πως είναι ο αι­γυ­πτια­κός λαός, ιδιαί­τε­ρα η μάζα των φτω­χών αγρο­τών, των φε­λά­χων, που απο­πλη­ρώ­νει το χρέος: «Τα το­κο­γλυ­φι­κά αυτά κέρδη έπρε­πε ωστό­σο να πλη­ρω­θούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Από πού να βρε­θούν οι πόροι; Είναι η Αί­γυ­πτος που έπρε­πε να τους δώσει και η πηγή ήταν ο αι­γύ­πτιος φε­λά­χος. Είναι η αγρο­τι­κή οι­κο­νο­μία που, σε τε­λευ­ταία ανά­λυ­ση, προ­σέ­φε­ρε όλα τα στοι­χεία των θαυ­μα­στών κα­πι­τα­λι­στι­κών επι­χει­ρή­σε­ων. Αυτή προ­σέ­φε­ρε τη γη, αφού οι υπο­τι­θέ­με­νες ιδιο­κτη­σί­ες του Χε­δί­βη, που είχαν απο­κτη­θεί σε βάρος των χω­ριών χάρη στην κα­τα­λή­στευ­ση και στους εκ­βια­σμούς, είχαν ήδη πάρει τε­ρά­στιες δια­στά­σεις από πολύ καιρό. Οι ιδιο­κτη­σί­ες αυτές απο­τε­λού­σαν τη βάση των αρ­δευ­τι­κών κα­να­λιών, των φυ­τειών βαμ­βα­κιού και ζά­χα­ρης. Η αγρο­τι­κή οι­κο­νο­μία επί­σης προ­σέ­φε­ρε δω­ρε­άν ερ­γα­τι­κά χέρια, που επι­πλέ­ον έπρε­πε να φρο­ντί­σουν τα ίδια τα δικά τους έξοδα για τη συ­ντή­ρη­σή τους, για όλο τον καιρό που τους εκ­με­ταλ­λεύ­ο­νταν. Τα τε­χνι­κά θαύ­μα­τα που δη­μιούρ­γη­σαν οι ευ­ρω­παί­οι μη­χα­νι­κοί και οι ευ­ρω­παϊ­κές μη­χα­νές στον τομέα των αρ­δεύ­σε­ων, των με­τα­φο­ρών, της γε­ωρ­γί­ας και της βιο­μη­χα­νί­ας στην Αί­γυ­πτο, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν χάρη στην εξα­να­γκα­στι­κή ερ­γα­σία των χω­ρι­κών. Τε­ρά­στιες μάζες χω­ρι­κών δού­λευαν στο φράγ­μα του Κα­λιούμπ και στη διώ­ρυ­γα του Σουέζ, στην κα­τα­σκευή σι­δη­ρο­δρό­μων και φραγ­μά­των, στις φυ­τεί­ες βαμ­βα­κιού και στις ζα­χα­ρο­καλ­λιέρ­γειες. Τους εκ­με­ταλ­λεύ­ο­νταν χωρίς όρια, ανά­λο­γα με τις ανά­γκες της στιγ­μής και περ­νού­σαν από τη μια δου­λειά στην άλλη συ­νε­χώς. Πα­ρό­λο που τα τε­χνι­κά όρια της χρή­σης εξα­να­γκα­στι­κής ερ­γα­σί­ας για τους στό­χους του σύγ­χρο­νου κε­φα­λαί­ου ήταν συ­νε­χώς έκ­δη­λα, η ανε­πάρ­κεια αυτή αντι­σταθ­μι­ζό­ταν από την από­λυ­τη κυ­ριαρ­χία που είχε επι­βλη­θεί στην ερ­γα­τι­κή δύ­να­μη: η πο­σό­τη­τα της ερ­γα­τι­κής δύ­να­μη, η διάρ­κεια της εκ­με­τάλ­λευ­σης, οι συν­θή­κες ζωής και ερ­γα­σί­ας της ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης, ήταν απο­κλει­στι­κά στο έλεος της καλής θέ­λη­σης του κε­φα­λαί­ου.

Επι­πλέ­ον, η αγρο­τι­κή οι­κο­νο­μία δεν προ­σέ­φε­ρε μόνο γη και ερ­γα­σία, αλλά και χρήμα, μέσα από το φο­ρο­λο­γι­κό σύ­στη­μα. Με την επιρ­ροή της κα­πι­τα­λι­στι­κής οι­κο­νο­μί­ας, οι φόροι που παίρ­νο­νταν από τους μι­κρούς αγρό­τες γί­νο­νταν όλο και πιο βα­ριοί. Οι φόροι πε­ριου­σί­ας αύ­ξαι­ναν αστα­μά­τη­τα: στα τέλη της δε­κα­ε­τί­ας του 1860, είχαν φτά­σει στα 55 μάρκα το εκτά­ριο, ενώ οι με­γά­λες ιδιο­κτη­σί­ες δεν φο­ρο­λο­γού­νταν παρά μόνο με 18 μάρκα ανά εκτά­ριο και η βα­σι­λι­κή οι­κο­γέ­νεια δεν πλή­ρω­νε κα­νέ­ναν φόρο για τα τε­ρά­στια εδάφη της. Σε αυτά προ­στί­θε­ντο και άλλοι ει­δι­κοί φόροι, για πα­ρά­δειγ­μα για τη συ­ντή­ρη­ση των ερ­γα­σιών άρ­δευ­σης, οι οποί­ες χρη­σί­μευαν σχε­δόν απο­κλει­στι­κά στις ιδιο­κτη­σί­ες του αντι­βα­σι­λιά: αυτός ανερ­χό­ταν σε 2,50 μάρκα το εκτά­ριο. Ο φε­λά­χος έπρε­πε να πλη­ρώ­νει για κάθε φοί­νι­κα στην κα­το­χή του φόρο 1,25 μάρκα, για κάθε δω­μά­τιο όπου ζούσε 75 πένες. Επι­πλέ­ον, είχε να πλη­ρώ­νει και κε­φα­λι­κό φόρο 6,5 μάρκα για κάθε άτομο αν­δρι­κού φύλου άνω των δέκα ετών».

«Όσο αυ­ξα­νό­ταν το χρέος απέ­να­ντι στο ευ­ρω­παϊ­κό κε­φά­λαιο τόσο έπρε­πε να αντλη­θούν και πε­ρισ­σό­τε­ρα χρή­μα­τα από την αγρο­τι­κή οι­κο­νο­μία. Το 1869 όλοι οι φόροι αυ­ξή­θη­καν κατά 10% και προ­πλη­ρώ­θη­καν για το έτος 1870. Το 1870, ο φόρος πε­ριου­σί­ας αυ­ξή­θη­κε κατά 10 μάρκα ανά εκτά­ριο. Τα χωριά της Άνω Αι­γύ­πτου άρ­χι­σαν να αδειά­ζουν, διέ­λυαν τις κα­λύ­βες και άφη­ναν τα χω­ρά­φια σε αγρα­νά­παυ­ση, για να απο­φύ­γουν φό­ρους. Το 1876, ο φόρος για του φοί­νι­κες αυ­ξή­θη­κε κατά 50 πένυ. Οι άν­δρες βγή­καν από τα χωριά για να κό­ψουν τους φοί­νι­κες και, για να εμπο­δι­στούν, χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν πυ­ρο­βο­λι­σμοί. Λένε ότι το 1879, κάπου 10.000 φε­λά­χοι πέ­θα­ναν από πείνα στη βό­ρειο Σιούτ, καθώς δεν μπό­ρε­σαν να μα­ζέ­ψουν τα λεφτά για να πλη­ρώ­σουν τους φό­ρους άρ­δευ­σης των γαιών τους και αφού είχαν σκο­τώ­σει τα ζώα τους για να απο­φύ­γουν τους φό­ρους».

Από όλα αυτά, η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ συ­μπε­ραί­νει γρά­φο­ντας: «Τώρα πλέον είχε ισο­πε­δω­θεί ο φε­λά­χος. Το αι­γυ­πτια­κό κρά­τος είχε παί­ξει το ρόλο του στη συλ­λο­γή χρη­μά­των για το ευ­ρω­παϊ­κό κε­φά­λαιο και πλέον του ήταν άχρη­στο. Ο Χε­δί­βης Ισμα­ΐλ [Πασάς] μπο­ρού­σε να απο­λυ­θεί. Το κε­φά­λαιο μπο­ρού­σε πλέον να κλεί­σει την ιστο­ρία».

Η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ δεί­χνει πώς το βρε­τα­νι­κό κε­φά­λαιο ιδιο­ποιεί­ται σε τιμές ξε­που­λή­μα­τος αυτό που ανήκε ακόμα στο κρά­τος και, μετά από αυτό, πώς κα­τα­φέρ­νει να βρε­θεί κά­ποιο πρό­σχη­μα για να ει­σβά­λει στρα­τιω­τι­κά η βρε­τα­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση στην Αί­γυ­πτο και να εγκα­θι­δρύ­σει την κυ­ριαρ­χία της, η οποία θυ­μί­ζου­με κρά­τη­σε ώς το 1952.

Η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ εξη­γεί ότι «το μόνο που πε­ρί­με­ναν είναι ένα πρό­σχη­μα για το τε­λευ­ταίο χτύ­πη­μα. Αυτό το πρό­σφε­ρε η εξέ­γερ­ση του αι­γυ­πτια­κού στρα­τού, ο οποί­ος λι­μο­κτο­νού­σε εξαι­τί­ας του ευ­ρω­παϊ­κού χρη­μα­το­πι­στω­τι­κού ελέγ­χου, την ίδια ώρα που οι ευ­ρω­παί­οι υπάλ­λη­λοι έπαιρ­ναν τε­ρά­στιους μι­σθούς, και από μια εξέ­γερ­ση, που είχε ετοι­μα­στεί από τα έξω, του πλη­θυ­σμού της Αλε­ξάν­δρειας, ο οποί­ος λι­μο­κτο­νού­σε. Το 1882, ο αγ­γλι­κός στρα­τός κα­τέ­λα­βε την Αί­γυ­πτο και δεν ξα­νά­φυ­γε. Η υπο­τα­γή της χώρας ήταν η κα­τά­λη­ξη των θαυ­μα­στών επι­χει­ρή­σε­ων του κε­φα­λαί­ου στην Αί­γυ­πτο από 20 χρό­νια πριν, και ήταν και το τε­λευ­ταίο στά­διο της διά­λυ­σης της αι­γυ­πτια­κής αγρο­τι­κής οι­κο­νο­μί­ας από το ευ­ρω­παϊ­κό κε­φά­λαιο. Έτσι, συ­νει­δη­το­ποιεί κα­νείς ότι η φαι­νο­με­νι­κά πα­ρά­λο­γη συ­ναλ­λα­γή ανά­με­σα στο δα­νει­κό κε­φά­λαιο που έδι­ναν οι ευ­ρω­παϊ­κές τρά­πε­ζες και στο ευ­ρω­παϊ­κό βιο­μη­χα­νι­κό κε­φά­λαιο στη­ρι­ζό­ταν σε μια σχέση πολύ λο­γι­κή και πολύ υγιή από την πλευ­ρά της κα­πι­τα­λι­στι­κής συσ­σώ­ρευ­σης, έστω και αν οι αι­γυ­πτια­κές πα­ραγ­γε­λί­ες πλη­ρώ­νο­νταν με δα­νει­κό κε­φά­λαιο και αν οι τόκοι του ενός δα­νεί­ου κα­λύ­πτο­νταν από το κε­φά­λαιο του άλλου δα­νεί­ου. Εάν κά­νου­με αφαί­ρε­ση όλων των εν­διά­με­σων κρί­κων που κρύ­βουν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τότε μπο­ρού­με να ανά­γου­με τη σχέση αυτή στο γε­γο­νός ότι η αι­γυ­πτια­κή οι­κο­νο­μία βρι­σκό­ταν πνιγ­μέ­νη σε με­γά­λο βαθμό από το ευ­ρω­παϊ­κό κε­φά­λαιο. Τε­ρά­στιες εκτά­σεις γης, ση­μα­ντι­κός όγκος ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης και μια με­γά­λη μάζα από προ­ϊ­ό­ντα που με­τα­φέ­ρο­νταν στο κρά­τος με τη μορφή φόρων με­τα­τρά­πη­καν τε­λι­κά σε ευ­ρω­παϊ­κό κε­φά­λαιο στο οποίο και συσ­σω­ρεύ­τη­καν».

Όπως το έγρα­φα στο «Σύ­στη­μα χρέ­ους» σε σχέση με την Αί­γυ­πτο: «Θα χρεια­στεί να πε­ρι­μέ­νου­με ώς την ανα­τρο­πή της αι­γυ­πτια­κής μο­ναρ­χί­ας το 1952 από νε­α­ρούς προ­ο­δευ­τι­κούς στρα­τιω­τι­κούς υπό τον Γκα­μέλ Αμπ­ντέλ Νάσερ και την εθνι­κο­ποί­η­ση της Διώ­ρυ­γας του Σουέζ στις 26 Ιου­λί­ου 1956, για να μπο­ρέ­σει η Αί­γυ­πτος, επί καμιά 15-ριά χρό­νια, να προ­σπα­θή­σει και πάλι να ανα­πτυ­χθεί κάπως αυ­τό­νο­μα».

Συ­μπέ­ρα­σμα

Η ανά­λυ­ση της Ρόζας Λού­ξε­μπουργκ για το ρόλο των διε­θνών δα­νει­σμών ως μη­χα­νι­σμού εκ­με­τάλ­λευ­σης των λαών και ως ερ­γα­λείο υπο­τα­γής των πε­ρι­φε­ρεια­κών χωρών στις κυ­ρί­αρ­χες κα­πι­τα­λι­στι­κές δυ­νά­μεις είναι εξαι­ρε­τι­κά επί­και­ρη στις αρχές του 21ου αιώνα. Στο θε­μέ­λιό τους, οι μη­χα­νι­σμοί που εντό­πι­σε η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ εξα­κο­λου­θούν να λει­τουρ­γούν και σή­με­ρα, με μορ­φές που πρέ­πει να ανα­λυ­θούν αυ­στη­ρά και να κα­τα­πο­λε­μη­θούν18.

Ση­μειώ­σεις

1Α’ μέρος: το δεύ­τε­ρο μέρος, αφιε­ρω­μέ­νο ει­δι­κό­τε­ρα στην Ρόζα και το χρέος της Οθω­μα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας, καθώς και στη γε­νι­κό­τε­ρη απο­τί­μη­ση της λου­ξε­μπουρ­γκια­νής ανά­λυ­σης για το ρόλο των διε­θνών χρεών, βρί­σκε­ται ακόμα σε στά­διο ετοι­μα­σί­ας από το συγ­γρα­φέα. Το παρόν, πρώτο μέρος, υπάρ­χει στα γαλ­λι­κάστα αγ­γλι­κά [και εδώ], στα ισπα­νι­κά [και εδώ] και στα πορ­το­γα­λι­κά [Ση­μεί­ω­ση του με­τα­φρα­στή -όλες οι ση­μειώ­σεις είναι του συγ­γρα­φέα, εκτός αν αλ­λιώς επι­ση­μαί­νε­ται].

2«Η συσ­σώ­ρευ­ση του κε­φα­λαί­ου» μπο­ρεί να βρε­θεί στο ιντερ­νέτ στα αγ­γλι­κά ή γαλ­λι­κά.

3Η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ γεν­νή­θη­κε στις 5 Μαρ­τί­ου του 1871 στο Ζαμός (Zamość) της ρώ­σι­κης αυ­το­κρα­το­ρί­ας (σή­με­ρα Πο­λω­νία) και δο­λο­φο­νή­θη­κε κατά τη γερ­μα­νι­κή επα­νά­στα­ση από στρα­τιώ­τες στις 15 Ια­νουα­ρί­ου του 1919 στο Βε­ρο­λί­νο, με δια­τα­γή υπουρ­γών της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κής κυ­βέρ­νη­σης του Φρί­ντριχ Έμπερτ. Η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ ήταν αγω­νί­στρια σο­σια­λί­στρια, κομ­μου­νί­στρια, διε­θνί­στρια και μαρ­ξί­στρια θε­ω­ρη­τι­κός. Συ­νί­στα­ται η ανά­γνω­ση της βιο­γρα­φί­ας της Ρόζας Λού­ξε­μπουργκ που έγρα­ψε ένας από τους συ­να­γω­νι­στές της, ο Πολ Φρέ­λιχ, που δη­μο­σιεύ­τη­κε για πρώτη φορά το 1939 και επα­νεκ­δό­θη­κε στα γαλ­λι­κά από τις εκ­δό­σεις L’Harmattan το 1999, ISBN : 2-7384-0755-2, Μάϊος 1999, 384 σε­λί­δες.

4Το κε­φά­λαιο 30, με τίτλο «Διε­θνής δα­νει­σμός», μπο­ρεί να βρε­θεί στα αγ­γλι­κά ή στα γαλ­λι­κά

5Η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ, όπως και άλλοι, αντι­τά­χθη­κε γερά σε αυτό που ονο­μά­στη­κε «μι­νι­στε­ρια­λι­σμός» (=«υπουρ­γι­σμός»), το οποίο είχε γίνει αντι­κεί­με­νο με­γά­λων συ­ζη­τή­σε­ων μέσα στη Δεύ­τε­ρη Διε­θνή, ιδιαί­τε­ρα στο Συ­νέ­δριο του 1907. Σε αυτό το Συ­νέ­δριο, ψη­φί­στη­κε μια από­φα­ση που κα­τάγ­γελ­νε ιδιαί­τε­ρα τον «μι­νι­στε­ρια­λι­σμό», μετά από την εμπει­ρία της συμ­με­το­χής του Αλε­ξά­ντρ Μι­λε­ράν, γάλ­λου σο­σια­λι­στή ηγέτη, στην κυ­βέρ­νη­ση Βαλ­ντέκ-Ρου­σό το 1899-1902. Αυτός κρί­θη­κε υπερ­βο­λι­κά με­τριο­πα­θής και δια­γρά­φη­κε από το Γαλ­λι­κό Σο­σια­λι­στι­κό Κόμμα το 1904. Ωστό­σο, παρά την από­φα­ση του Συ­νε­δρί­ου του 1907, της Δεύ­τε­ρης Διε­θνούς, πολ­λοί ήταν οι σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τες ηγέ­τες που την είχαν υπερ­ψη­φί­σει υπο­κρι­τι­κά και που δεν δί­στα­σαν να μπουν σε κυ­βερ­νή­σεις κατά τον Πρώτο Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο.

6Για μια πα­ρου­σί­α­ση του προ­βλή­μα­τος των σχη­μά­των ανα­πα­ρα­γω­γής του κε­φα­λαί­ου και των συμ­βο­λών της Ρόζας Λού­ξε­μπουργκ, του Νι­κο­λάϊ Μπου­χά­ριν, του Ρού­ντολφ Χίλ­φρε­ντινγκ και άλλων, βλέπε το βι­βλίο του Ernest Mandel «Ο ύστε­ρος κα­πι­τα­λι­σμός», 1972, κε­φά­λαιο 1. Στα γαλ­λι­κά υπάρ­χουν δύο εκ­δό­σεις του βι­βλί­ου αυτού του Ερ­νέστ Μα­ντέλ, η πρώτη στις εκ­δό­σεις 10/18, Πα­ρί­σι 1976, και η δεύ­τε­ρη του 1997 από τις εκ­δό­σεις Éditions de la Passion, Πα­ρί­σι ISBN 2-906229-31-8.

7Καρλ Μαρξ «Χει­ρό­γρα­φα 1857-1858», τα λε­γό­με­να «Grundrisse», εκ­δό­σεις LES ÉDITIONS SOCIALES, Πα­ρί­σι, 2011. Το ίδιο σε άλλη έκ­δο­ση στα γαλ­λι­κά, Karl Marx, «Gundrisse der Kritik der politischen ökonomie», 6 vol, εκ­δό­σεις 10/18, Πα­ρί­σι, 1972.

8Karl Marx. 1867. «Le Capital», livre I, Œuvres I, Gallimard, La Pléiade, 1963, σε­λί­δα 1818. Βλ. ιδιαί­τε­ρα το 8ο τμήμα με τον υπό­τι­τλο «Η πρω­ταρ­χι­κή συσ­σώ­ρευ­ση» (υπο­κε­φά­λαια 26 με 32).

9Η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ γρά­φει σε σχέση με αυτό: «Το μαρ­ξι­κό σχήμα της διευ­ρυ­μέ­νης ανα­πα­ρα­γω­γής δεν κα­τα­φέρ­νει, έτσι, να μας εξη­γή­σει τη δια­δι­κα­σία της συσ­σώ­ρευ­σης έτσι όπως αυτή διε­ξά­γε­ται μέσα στην ιστο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Σε τί αυτό οφεί­λε­ται; Απλώς στις ίδιες τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις του ίδιου του σχή­μα­τος. Το σχήμα φι­λο­δο­ξεί να πε­ρι­γρά­ψει τη δια­δι­κα­σία της συσ­σώ­ρευ­σης ξε­κι­νώ­ντας από την υπό­θε­ση ότι οι κα­πι­τα­λι­στές και οι μι­σθω­τοί είναι οι μόνοι εκ­πρό­σω­ποι της κοι­νω­νι­κής κα­τα­νά­λω­σης. Ο Μαρξ, όπως εί­δα­με, παίρ­νει ως θε­ω­ρη­τι­κή υπό­θε­ση για την ανά­λυ­σή του τη γε­νι­κή και από­λυ­τη κυ­ριαρ­χία της κα­πι­τα­λι­στι­κής πα­ρα­γω­γής και κρα­τιέ­ται, κατά συ­νέ­πεια, σε αυτό και στα τρία βι­βλία του Κε­φα­λαί­ου. Με βάση την υπό­θε­ση αυτήν, είναι προ­φα­νές ότι δεν υπάρ­χουν -σύμ­φω­να με το σχή­μα- άλλες κοι­νω­νι­κές τά­ξεις εκτός από τους κα­πι­τα­λι­στές και τους ερ­γά­τες (…). Η υπό­θε­ση αυτή είναι μια βο­λι­κή θε­ω­ρη­τι­κή αφαί­ρε­ση: στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ποτέ δεν υπήρ­ξε και δεν υπάρ­χει που­θε­νά κα­πι­τα­λι­στι­κή κοι­νω­νία που να είναι επαρ­κής από μόνη της και που να διέ­πε­ται πλή­ρως από τον κα­πι­τα­λι­στι­κό τρόπο πα­ρα­γω­γής». («Η συσ­σώ­ρευ­ση του Κε­φα­λαί­ου», αρχή του κε­φα­λαί­ου 26). Ο Μαρξ ασφα­λώς και θα συμ­φω­νού­σε με τη Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ όταν αυτή γρά­φει: «δεν υπάρ­χει που­θε­νά κα­πι­τα­λι­στι­κή κοι­νω­νία που να αρ­κεί­ται στον εαυτό της και που να διέ­πε­ται πλή­ρως από τον κα­πι­τα­λι­στι­κό τρόπο πα­ρα­γω­γής», αλλά αυτό δεν τον εμπό­δι­σε να θέσει ως θε­ω­ρη­τι­κή υπό­θε­ση ότι οι κα­πι­τα­λι­στι­κές σχέ­σεις είναι οι μόνες πραγ­μα­τι­κά υπαρ­κτές.

10Αυτό το έχω ανα­λύ­σει στο «Le système dette. Histoire des dettes souveraines et de leur répudiation» («Το σύ­στη­μα χρέ­ους. Ιστο­ρία των δη­μό­σιων χρεών και της δια­γρα­φής τους»), εκ­δό­σεις Les Liens qui Libèrent, Πα­ρί­σι 2017, κε­φά­λαια 1και 2.

11Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ, «Ο διε­θνής δα­νει­σμός», κε­φά­λαιο 30 του «Η συσ­σώ­ρευ­ση του κε­φα­λαί­ου». Όλες οι πα­ρα­πο­μπές της Ρόζας Λού­ξε­μπουργκ σε αυτό το άρθρο προ­έρ­χο­νται (εκτός δια­φο­ρε­τι­κής επι­σή­μαν­σης) από αυτό το κε­φά­λαιο 30, που όπως εί­πα­με μπο­ρεί να «κα­τέ­βει» από τη σε­λί­δα εδώ.

12Ο George Canning, ανώ­τα­το στέ­λε­χος του Υπουρ­γεί­ου Εξω­τε­ρι­κών του Ηνω­μέ­νου Βα­σι­λεί­ου, έγινε πρω­θυ­πουρ­γός της χώρας το 1827. [Επι­σή­μαν­ση του με­τα­φρα­στή στα ελ­λη­νι­κά: η γνω­στή πλα­τεία Κά­νιγ­γος σε αυτόν ακρι­βώς πα­ρα­πέ­μπει].

13Πάμπα: εύ­φο­ρες πε­διά­δες της Αρ­γε­ντι­νής [ΣτΜ].

14Woodbine Parish, «Buenos Aires y las provincias del Rio de la Plata» («Το Μπου­έ­νος Άιρες και οι επαρ­χί­ες του Ρίο ντε λα Πλάτα»), Buenos Aires 1852. Ανα­φέ­ρε­ται από τον Eduardo Galeano, «Les veines ouvertes de l’Amérique latine», («Οι ανοι­κτές φλέ­βες της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής») εκ­δό­σεις Pocket, 2001, σε­λί­δα 245-246.

15Αυτό το έχω πε­ρι­γρά­ψει, σε σχέση με τη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή, στο «Σύ­στη­μα χρέ­ους», κε­φά­λαιο 2 και κε­φά­λαιο 3.

16Ο Saïd Pacha, που είχε γεν­νη­θεί το 1822 και πέ­θα­νε το 1863, ήταν αντι­βα­σι­λιάς (Χε­δί­βης) της Αι­γύ­πτου από το 1854 ώς το 1863.

17Ο Ismaïl Pacha, που είχε γεν­νη­θεί το 1830 και πέ­θα­νε το 1895, υπήρ­ξε αντι­βα­σι­λιάς της Αι­γύ­πτου από τις 18 Ια­νουα­ρί­ου 1963 ώς τις 8 Αυ­γού­στου 1879.

18Διευ­κρι­νί­ζω ότι η πρό­σκλη­ση να συμ­με­τά­σχω, το Σε­πτέμ­βριο του 2019, σε μια συν­διά­σκε­ψη στη Μόσχα για τη Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ μου έδωσε την ευ­και­ρία να σκύψω και πάλι στο έργο της και να ετοι­μά­σω το υλικό του πα­ρό­ντος άρ­θρου. Η συν­διά­σκε­ψη αυτή ορ­γα­νώ­θη­κε από νέους πα­νε­πι­στη­μια­κούς, απο­λύ­τως ανε­ξάρ­τη­τους από την κυ­βέρ­νη­ση, και είχε τη στή­ρι­ξη και του Ιδρύ­μα­τος Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ.

Ετικέτες