Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και το χρέος ως εργαλείο του ιμπεριαλισμού

[Α’ Μέρος1]

Στο βιβλίο της «Η συσσώρευση του κεφαλαίου»2, που δημοσιεύτηκε το 1913, η Ρόζα Λούξεμπουργκ3 αφιέρωσε ένα ολόκληρο κεφάλαιο για το ζήτημα των διεθνών δανείων4, για να δείξει πώς οι μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις της εποχής χρησιμοποιούσαν τις πιστώσεις που χορηγούσαν οι τραπεζίτες τους στις χώρες της περιφέρειας, για να επιβάλλουν την οικονομική, στρατιωτική και πολιτική τους κυριαρχία. Ιδιαίτερα επικεντρώθηκε στην ανάλυση της χρέωσης των νέων κρατών της Λατινικής Αμερικής, που ανεξαρτητοποιήθηκαν μετά από τους πολέμους ανεξαρτησίας της δεκαετίας του 1820, καθώς και του χρέους της Αιγύπτου και της Τουρκίας στον 19ο αιώνα, χωρίς να ξεχνάμε και την Κίνα.

Συγγράφει το βιβλίο αυτό σε μια περίοδο επέκτασης του καπιταλιστικού συστήματος σε διεθνές επίπεδο, σε όρους οικονομικής ανάπτυξης και γεωγραφικής επέκτασης. Την περίοδο εκείνη, μέσα στη σοσιαλδημοκρατία στην οποία και εκείνη συμμετείχε (Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Πολωνίας και της Λιθουανίας -περιοχές που ήταν μοιρασμένες ανάμεσα στις αυτοκρατορίες της Γερμανίας και της Ρωσίας), ένας σημαντικός αριθμός από σοσιαλιστές ηγέτες και θεωρητικούς υποστήριζαν την αποικιακή επέκταση. Ιδιαίτερα στη Γερμανία, στη Γαλλία, στη Μεγάλη Βρετανία και στο Βέλγιο. Όλες αυτές οι δυνάμεις είχαν αναπτύξει τις αποικιακές τους αυτοκρατορίες στην Αφρική, ιδιαίτερα κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ αντιτασσόταν πλήρως σε αυτόν τον προσανατολισμό και κατάγγελνε την αποικιακή καταλήστευση και την καταστροφή των παραδοσιακών (συχνά κοινοτικών) δομών των προκαπιταλιστικών κοινωνιών από τον επεκτεινόμενο καπιταλισμό.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ αντιτασσόταν σε όλους αυτούς τους σοσιαλιστές ηγέτες, που υποστήριζαν ότι η ίδια η τότε φάση επέκτασης και έντονης ανάπτυξης του καπιταλισμού θα αποδείκνυε πως αυτός είχε ξεπεράσει τις περιοδικές του κρίσεις, καθώς η τελευταία χρονολογικά ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1890. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ κατάγγελνε την αντίληψη αυτή, που έδινε μια λαθεμένη ερμηνεία της λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος. Η Ρόζα αντιτασσόταν στην αντίληψη αυτή ακόμα περισσότερο καθώς αυτή χρησίμευε σε ένα τμήμα των σοσιαλδημοκρατών ηγετών με μεγάλη απήχηση για να δικαιολογούν μια στάση όλο και μεγαλύτερης συνεργασίας με τις καπιταλιστικές κυβερνήσεις της εποχής5.

Γράφοντας το «Η συσσώρευση του κεφαλαίου», η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε ως στόχο να οικοδομήσει μια ουσιαστική επιχειρηματολογία για να αντιπαραταχθεί στον προσανατολισμό υπέρ της αποικιοκρατίας και της ταξικής συνεργασίας μέσα στη σοσιαλδημοκρατία που τον καταπολεμούσε από τα τέλη της δεκαετίας του 1890. Ταυτόχρονα είχε και έναν άλλο στόχο, του οποίου η πηγή ξεκινούσε από το 1906-1908, όταν έδινε μαθήματα μαρξιστικής οικονομίας στη σχολή στελεχών του SPD, της σοσιαλδημοκρατίας της Γερμανίας, στο Βερολίνο. Πράγματι, με την αφορμή αυτή, ετοιμάζοντας δηλαδή τις διαλέξεις της, είχε ξαναβυθιστεί στην ανάγνωση του «Κεφαλαίου» και είχε βγάλει το συμπέρασμα ότι υπήρχε ένα λάθος στην απόδειξη του Καρλ Μαρξ σε σχέση με το σχήμα της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου6. Ακριβώς για να βρει τη λύση στο πρόβλημα αυτό, ρίχνεται σε μια τεράστια προσπάθεια ανάλυσης της εξέλιξης του καπιταλισμού στον 19ο αιώνα. Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο Μαρξ, στο «Κεφάλαιο», αναπτύσσει τη θεωρητική του απόδειξη, κάνοντας σαν η καπιταλιστική κοινωνία να είχε φτάσει σε ένα στάδιο όπου θα υπήρχαν πλέον αποκλειστικά καπιταλιστικές σχέσεις στην κοινωνία. Αναλύει τον καπιταλισμό σε καθαρή κατάσταση.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ξεκινάει από τη διαπίστωση, που την έκανε και ο Μαρξ σε κείμενά του όπως τα Grundrisse7 (που όμως η ίδια δεν τα είχε διαβάσει, γιατί ένα τμήμα του έργου του Μαρξ δεν είχε ακόμα εκδοθεί) ή το κεφάλαιο 31 του Βιβλίου 1 του «Κεφαλαίου»8, ότι επεκτεινόμενος ο καπιταλισμός καταστρέφει τις παραδοσιακές δομές των προκαπιταλιστικών κοινωνιών που κατακτάει στην αποικιακή του φάση.

Σε σχέση με την αποικιακή καταλήστευση, αξίζει να παραπέμψουμε στον Μαρξ του «Κεφαλαίου»: «Η ανακάλυψη χρυσοφόρων και αργιροφόρων περιοχών της Αμερικής, η μετατροπή των ιθαγενών σε σκλάβους, η διοχέτευσή τους μέσα στα ορυχεία ή και η εξαφάνισή τους, η αρχή της κατάκτησης και της καταλήστευσης των Ανατολικών Ινδιών, η μετατροπή της Αφρικής σε ένα είδος εμπορικού σταθμού για το κυνήγι μαύρου δέρματος, αυτές είναι οι ειδυλλιακές διαδικασίες της πρωταρχικής συσσώρευσης που χαρακτηρίζουν την καπιταλιστική εποχή στην απαρχή της».

Σε αυτό το κεφάλαιο επίσης, ο Καρλ Μαρξ κάνει μια διατύπωση που δείχνει τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στους καταπιεσμένους της μητρόπολης και στους καταπιεσμένους των αποικιών: «Χρειαζόταν για βάθρο της κρυμμένης σκλαβιάς των μισθωτών στην Ευρώπη η σκλαβιά χωρίς επίθετο στο Νέο Κόσμο». Και τελειώνει το κεφάλαιο αυτό διαπιστώνοντας ότι «το κεφάλαιο φτάνει φτύνοντας αίμα και λάσπη απ’όλους τους πόρους του».

Ο Μαρξ περιγράφει την καταστροφή των παραδοσιακών υφαντουργείων στην Ινδία από την ίδια τη βρετανική αποικιακή επέκταση. Επίσης αναλύει την καταστροφή των μη καπιταλιστικών σχέσεων που υπήρχαν στην Ευρώπη πριν από τη μαζική επέκταση της μισθωτής εργασίας. Αλλά, όταν φτάνει στη διευκρίνιση των νόμων λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος, θέτει ως προϋπόθεση ότι ο καπιταλισμός κυριαρχεί πλήρως στο σύνολο των παραγωγικών σχέσεων και ότι έχει ήδη πλήρως καταστρέψει ή/και απορροφήσει τους προκαπιταλιστικούς τομείς9.

Αυτό που είναι ιδιαίτερα γόνιμο με τη μέθοδο της Ρόζας Λούξεμπουργκ είναι η τεράστια κριτική της ικανότητα και η θέλησή της να βάλει τη θεωρία στην κρίση της πρακτικής. Εμπνέεται από τον Καρλ Μαρξ εκφράζοντας μια θεμελιώδη συμφωνία μαζί του, αλλά αυτό δεν την εμποδίζει από το να θέσει σε αμφισβήτηση, δικαίως ή αδίκως, ορισμένα από τα συμπεράσματά του.

Ένα σημείο στο οποίο η Ρόζα Λούξεμπουργκ ταυτίζεται πλήρως με τον Καρλ Μαρξ είναι το ζήτημα των άνισων σχέσεων ανάμεσα στις καπιταλιστικές δυνάμεις και στις άλλες χώρες, όπου εξακολουθούν κατά πολύ να υπάρχουν προκαπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Οι χώρες αυτές υποτάσσονται στις πρώτες, που τις εκμεταλλεύονται, για να συνεχίσουν την επέκτασή τους. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, όπως και ο Μαρξ, δείχνει ιδιαίτερα ότι οι καπιταλιστικές δυνάμεις βρίσκουν αγορές για τα βιομηχανικά τους προϊόντα, επιβάλλοντάς τα στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, ιδιαίτερα μέσα από την υπογραφή συμφωνιών για ελεύθερες συναλλαγές.

Οι Λατινο-Αμερικάνικες χώρες που είχαν κατακτήσει την ανεξαρτησία τους, στη δεκαετία του 1820, από την ισπανική κυριαρχία

Αν πάρουμε το παράδειγμα των λατινοαμερικάνικων χωρών που κατέκτησαν την ανεξαρτησία τους, κατά τη δεκαετία του 1820, από την ισπανική αυτοκρατορία, παρατηρούμε ότι εισήγαγαν μαζικά βιομηχανικά προϊόντα, κυρίως από τη Μεγάλη Βρετανία, δύναμη από τους τραπεζίτες της οποίας σύναψαν διεθνή δάνεια για να κάνουν αυτές τις αγορές. Οι κυβερνήσεις των λατινοαμερικάνικων χωρών που έπαιρναν τα δάνεια αυτά από τους τραπεζίτες του Λονδίνου ξόδευαν το μεγαλύτερο μέρος των δανείων αυτών στη βρετανική αγορά αγοράζοντας κάθε είδους εμπορεύματα (στρατιωτικό υλικό από όπλα ώς στολές, αγαθά εξοπλισμού για την εξορυκτική τους βιομηχανία ή τη γεωργία τους, πρώτες ύλες). Κατόπιν, για να αποπληρώσουν τα διεθνή τους δάνεια, τα χρεωμένα κράτη προσφεύγανε σε νέα δάνεια, με τα οποία και αποπλήρωναν τα προηγούμενα δάνεια και τους επέτρεπαν να εισάγουν ακόμα περισσότερα βιομηχανικά αγαθά από τη Μεγάλη Βρετανία ή από άλλες πιστώτριες δυνάμεις10.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ αποσαφηνίζει, στο βιβλίο της του 1913, ότι τα δάνεια «αποτελούν τον πιο σίγουρο τρόπο για να μπορούν οι παλιές καπιταλιστικές χώρες να κρατούν υπό κηδεμονία τις νέες χώρες, να ελέγχουν τα χρηματοοικονομικά τους και να ασκούν πίεση στην εξωτερική, τη δασμολογική και την εμπορική τους πολιτική»11.

Για να απεικονίσουμε τη διείσδυση των βιομηχανικών προϊόντων των παλιών ευρωπαϊκών καπιταλιστικών χωρών, όπως η Μεγάλη Βρετανία, στις νέες ανεξάρτητες χώρες της Λατινικής Αμερικής, μπορούμε να παραπέμψουμε στον George Canning, έναν από τους κύριους βρετανούς πολιτικούς της δεκαετίας του 182012. Αυτός γράφει το 1824: «Το φρούτο είναι ώριμο: η ισπανική Αμερική είναι ελεύθερη και, αν δεν τα πάμε πολύ άσκημα εμείς, είναι αγγλική». Δεκατρία χρόνια αργότερα, ο άγγλος πρόξενος στη Λα Πλάτα της Αργεντινής, ο Woodbine Parish, έγραφε σε σχέση με έναν gaucho (βοσκό) στην αργεντίνικη pampa13: «Πάρτε όλα του τα ρούχα, εξετάστε ό,τι τον περιβάλει και, αν εξαιρέσουμε μερικά δερμάτινα αντικείμενα, τί έχει που να μην είναι εγγλέζικο; Αν η γυναίκα του φοράει φούστα, τότε κατά 99% αυτή έχει φτιαχτεί στο Μάντσεστερ. Η κατσαρόλα με την οποία μαγειρεύει, τα πορσελάνινα πιάτα με τα οποία τρώει, το μαχαίρι του, τα σπιρούνια του και το χαλινάρι στο άλογό του, το ίδιο το poncho που φοράει, όλα έρχονται από την Αγγλία»14.

Για να φτάσει σε αυτό, η Μεγάλη Βρετανία δε χρειάστηκε να καταφύγει σε στρατιωτική κατάκτηση (ακόμα και αν, όταν το έκρινε απαραίτητο, δε δίσταζε να χρησιμοποιήσει τη βία, όπως το έκανε στην Ινδία, στην Αίγυπτο ή στην Κίνα). Χρησιμοποίησε δύο πολύ αποτελεσματικά οικονομικά όπλα: το διεθνή δανεισμό και την επιβολή της άρσης του προστατευτισμού.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ υπογραμμίζει τον ρόλο των διεθνών δανείων προς τις αποικιακές χώρες και προς τα «ανεξάρτητα» κράτη (όπως οι νέες δημοκρατίες της Λατινικής Αμερικής ή της Αιγύπτου και της Κίνας), για να χρηματοδοτηθούν μεγάλα έργα υποδομών (κατασκευή σιδηροδρόμων, κατασκευή της διώρυγας του Σουέζ, …) ή η αγορά ακριβώς στρατιωτικών εξοπλισμών προς το συμφέρον των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Έτσι γράφει: «Ο διεθνής δανεισμός, που συνδέεται με την κατασκευή σιδηροδρόμων και με την αύξηση των εξοπλισμών, συνοδεύει όλες τις φάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης».

Επίσης επισημαίνει ότι «οι αντιφάσεις της ιμπεριαλιστικής φάσεις εκφράζονται πολύ καθαρά μέσα από τις αντιφάσεις του συστήματος διεθνών δανείων».

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, όπως και ο Μαρξ το είχε κάνει μερικές δεκαετίες νωρίτερα, επιμένει στο ρόλο της χρηματοδότησης των σιδηροδρόμων σε όλο τον πλανήτη και ιδιαίτερα στις περιφερειακές χώρες που υποτάσσονταν στην οικονομική κυριαρχία των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Μιλάει ακόμα και για φρενίτιδα των δανείων στην κατασκευή σιδηροδρόμων: «Παρ’όλες τις περιοδικές κρίσεις, το ευρωπαϊκό κεφάλαιο έβγαζε τεράστια κέρδη από την τρέλα αυτή που, το 1875, κατέκλεισε το χρηματιστήριο του Λονδίνου με πυρετώδεις χορηγήσεις δανείων στο εξωτερικό. Από το 1870 ώς το 1875, τα δάνεια που χορηγήθηκαν από το Λονδίνο έφτασαν τα 260 εκατομμύρια λίρες στερλίνες -πράγμα που οδήγησε αμέσως σε γρήγορη ανάπτυξη των εξαγωγών αγγλικών προϊόντων προς τις υπερπόντιες χώρες».

Στα τέλη του 19ου αιώνα, τις τράπεζες του Λονδίνου τις ακολουθούν και οι τράπεζες της Γερμανίας, της Γαλλίας και του Βελγίου

Στα ίχνη της Μεγάλης Βρετανίας μπαίνουν και οι ιμπεριαλισμοί της Γερμανίας, της Γαλλίας και του Βελγίου, που αρχίζουν να δανείζουν μαζικά στις χώρες της περιφέρειας.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ περιγράφει την εξέλιξη αυτήν: «Εδώ και είκοσι χρόνια, εμφανίστηκε ένα νέο φαινόμενο: τα γερμανικά, γαλλικά και βελγικά κεφάλαια συμμετέχουν, μαζί με τα αγγλικά κεφάλαια, στις επενδύσεις στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στα δάνεια. Από τη δεκαετία του 1850 ώς το τέλος της δεκαετίας του 1880, η κατασκευή σιδηροδρόμου στη Μικρά Ασία χρηματοδοτήθηκε από το αγγλικό κεφάλαιο, Μετά, το γερμανικό κεφάλαιο εισβάλει στη Μικρά Ασία και ξεκινάει το τεράστιο σχέδιο κατασκευής του σιδηροδρόμου της Ανατολίας και της Βαγδάτης. Οι επενδυτές γερμανικών κεφαλαίων στην Τουρκία οδηγούν σε αύξηση των γερμανικών εξαγωγών σε αυτή τη χώρα. Αυτές ανέρχονταν σε 28 εκατομμύρια μάρκα το 1896, σε 113 εκατομμύρια μάρκα το 1911, ενώ το 1901, μόνο στην ασιατική πλευρά της Τουρκίας, έφτασαν τα 12 εκατομμύρια και το 1911 τα 37 εκατομμύρια μάρκα».

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δείχνει ότι η αποικιακή και ιμπεριαλιστική επέκταση επιτρέπει στις παλιές ευρωπαϊκές καπιταλιστικές χώρες, όπως η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, το Βέλγιο (θα μπορούσαμε να προσθέσουμε την Ιταλία και την Ολλανδία), όταν υπάρχει κατάσταση πλεονάσματος κεφαλαίων, να χρησιμοποιούν αυτά τα πλεονασματικά κεφάλαια για δανεισμό ή για να επενδύουν στις περιφερειακές χώρες που αποτελούν τότε αποδοτικές αγορές. Γράφει: «Το μη απασχολούμενο κεφάλαιο δεν είχε τη δυνατότητα συσσώρευσης μέσα στη χώρα προέλευσής του, ελλείψει ζήτησης για πρόσθετα προϊόντα. Αλλά στο εξωτερικό, εκεί όπου η καπιταλιστική παραγωγή δεν ήταν ακόμα αναπτυγμένη, μια πρόσθετη ζήτηση αναδύθηκε, με ή χωρίς σπρώξιμο, από χώρους που δεν ήταν καπιταλιστικοί». Καταστρέφοντας την τοπική παραδοσιακή μικρή παραγωγή, τα ευρωπαϊκά βιομηχανικά προϊόντα παίρνουν τη θέση της εγχώριας προκαπιταλιστικής παραγωγής. Αγροτικές κοινότητες ή φτωχοποιημένοι τεχνίτες στις χώρες της Αφρικής, της Ασίας ή της Αμερικής εξαναγκάζονται να αρχίσουν να αγοράζουν ευρωπαϊκά προϊόντα, για παράδειγμα βρετανικά, ολλανδικά ή βελγικά υφάσματα. Υπεύθυνοι για την κατάσταση αυτή δεν είναι μόνο οι ευρωπαίοι καπιταλιστές, είναι επίσης και οι τοπικές κυρίαρχες τάξεις στις χώρες της περιφέρειας, που προτιμούν να ειδικευτούν στο εμπόριο import-export παρά να επενδύσουν σε τοπικές βιομηχανίες15. Προτιμάνε να επενδύσουν τα κεφάλαια που έχουν συσσωρεύσει στην εξαγωγή πρώτων υλών (ορυχεία για παράδειγμα) ή στην καλλιέργεια βαμβακιού και να πουλάνε τα προϊόντα αυτά ακατέργαστα στην παγκόσμια αγορά παρά να τα μετασχηματίζουν τοπικά. Προτιμούν να εισάγουν βιομηχανικά προϊόντα από τη γηραιά Ευρώπη παρά να επενδύουν σε τοπικές βιομηχανίες μετασχηματισμού και να πουλάν για την εγχώρια αγορά.

Η Αίγυπτος θύμα του διεθνούς δανεισμού

Στην περίπτωση της Αιγύπτου, που ο Μαρξ δεν την είχε μελετήσει σε βάθος, η Ρόζα Λούξεμπουργκ δείχνει ένα άλλο φαινόμενο. Για να αποπληρώσει το εξωτερικό χρέος που είχε συνάψει με τους τραπεζίτες του Λονδίνου και του Παρισιού, η χρεωμένη αιγυπτιακή κυβέρνηση υποβάλλει την αιγυπτιακή αγροτιά σε υπερεκμετάλλευση, είτε εξαναγκάζοντάς την να δουλεύει δωρεάν στην κατασκευή της διώρυγας του Σουέζ είτε επιβάλλοντας φόρους που υποβαθμίζουν σκληρά τις συνθήκες ζωής των αγροτών. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δείχνει, έτσι, πώς η υπερεκμετάλλευση της αγροτιάς μέσα από μη καθαρά καπιταλιστικές μεθόδους (δηλαδή που δε βασίζονται στις σχέσεις της μισθωτής εργασίας) ωφελεί τη συσσώρευση του κεφαλαίου.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ περιγράφει όλη αυτή τη διαδικασία που συνοψίσαμε. Εξηγεί ότι η αιγυπτιακή εργατική δύναμη «αποτελείτο ακόμα από φελάχους που υπόκειντο ακόμα στο σύστημα της αγγαρείας, με το κράτος να μπορεί να τους χρησιμοποιεί χωρίς όρια. Φελάχοι χρησιμοποιούνταν ήδη σε εξαναγκαστική εργασία κατά χιλιάδες στην κατασκευή του φράγματος του Καλιούμπ και της διώρυγας του Σουέζ. Τώρα χρησιμοποιούνται στην κατασκευή αρδευτικών έργων και σε καλλιέργειες στις ιδιοκτησίες του αντιβασιλιά. Ο Χεδίβης (=ο αιγύπτιος μονάρχης – αντιβασιλιάς -Στ Ε.Τ.) χρειαζόταν τώρα για τον εαυτό του τους 20.000 δουλοπάροικους που είχε διαθέσει στην Εταιρεία του Σουέζ, εξού και η πρώτη διένεξη με το γαλλικό κεφάλαιο. Μια διαιτητική απόφαση του Ναπολέοντα του 3ου κατακύρωσε στην Εταιρεία του Σουέζ αποζημίωση 67 εκατομμυρίων μάρκων. Ο Χεδίβης αποδέχτηκε την απόφαση αυτή, ακόμα περισσότερο ευχαρίστως καθώς μπορούσε να αντλήσει το ποσό από τους ίδιους αυτούς φελάχους που ήταν το μήλον της έριδος. Ξεκίνησαν λοιπόν τα αρδευτικά έργα. Παράγγειλαν στην Αγγλία και στη Γαλλία έναν μεγάλο αριθμό από μηχανές με ατμό, κεντρόφυγες αντλίες και ατμομηχανές. Κατά εκατοντάδες οι μηχανές αυτές στέλνονταν από την Αγγλία στην Αλεξάνδρεια και μετά μεταφέρονταν με πλοία από τα κανάλια και τον Νείλο και με καμήλες στα ενδότερα της χώρας. Για να δουλευτεί η γη, χρειάζονταν επίσης ατμομηχανές, ακόμα περισσότερο που το 1864 μια επιδημία είχε αποδεκατίσει τα ζώα. Και αυτές οι μηχανές προέρχονταν οι περισσότερες από την Αγγλία».

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ περιγράφει τις πολλαπλές εξαγορές εξοπλισμού και ολόκληρων επιχειρήσεων που έκανε ο αιγύπτιος αντιβασιλιάς από τους βρετανούς και γάλλους καπιταλιστές. Θέτει το ερώτημα: «Ποιός δίνει το κεφάλαιο για τις επιχειρήσεις αυτές;». Και απαντάει: «Ο διεθνής δανεισμός». Όλοι αυτοί οι εξοπλισμοί και οι επιχειρήσεις χρησίμευαν στο να εξάγονται ακατέργαστες πρώτες ύλες, κυρίως αγροτικές (βαμβάκι, ζαχαροκάλαμο, λουλάκι, …) και να τελειώσει η κατασκευή της διώρυγας τους Σουέζ, για να ευνοηθεί το παγκόσμιο εμπόριο, στο οποίο κυριαρχούσε η Μεγάλη Βρετανία.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ περιγράφει λεπτομερειακά τα διαδοχικά διεθνή δάνεια, που οδηγούν σιγά-σιγά την Αίγυπτο και το λαό της σε ένα βαρέλι χωρίς πάτο. Δείχνει πως οι όροι που επέβαλαν οι τραπεζίτες καθιστούν αδύνατη την αποπληρωμή του κεφαλαίου, γιατί πρέπει διαρκώς να δανείζονται για να πληρώνουν τους τόκους. Ας αφήσουμε την ίδια την πένα της Ρόζας Λούξεμπουργκ, που απαριθμεί μια εντυπωσιακή σειρά από δάνεια που σύναψαν με καταχρηστικούς όρους προς όφελος των δανειστών: «Το 1863, λίγο πριν πεθάνει, ο Σαΐντ Πασά16 σύναψε το πρώτο δάνειο ονομαστικής αξίας 68 εκατομμυρίων μάρκων, που όμως, αν αφαιρεθούν οι προμήθειες, οι προεξοφλήσεις, κλπ., ανερχόταν σε 50 εκατομμύρια μάρκα καθαρά. Το χρέος αυτό το κληροδότησε στον Ισμαΐλ, μαζί με τη σύμβαση του Σουέζ που επέβαλε στην Αίγυπτο μια συμβολή 340 εκατομμυρίων μάρκων. Το 1864, ο Ισμαΐλ σύναψε ένα πρώτο δάνειο ονομαστικής αξίας 114 εκατομμυρίων με 7% και πραγματικής αξίας 97 εκατομμυρίων με 8,25%. Το ποσό αυτό δαπανήθηκε σε ένα χρόνο, με τα 67 εκατομμύρια να δοθούν ως αποζημίωση στην Εταιρεία του Σουέζ (…). Το 1865, η Αγγλο-αιγυπτιακή Τράπεζα χορήγησε το πρώτο “δάνειο Ντάιρα”, όπως το είπαν. Οι ιδιωτικές ιδιοκτησίες του Χεδίβη αποτελούσαν εγγύηση για το δάνειο αυτό, που ήταν ονομαστικής αξίας 68 εκατομμυρίων προς 9% και πραγματικής αξίας 50 εκατομμυρίων προς 12%. Το 1866, οι Frühling και Göschen έδωσαν ένα νέο δάνειο ονομαστικής αξίας 60 εκατομμυρίων και πραγματικής αξίας 52 εκατομμυρίων. Το 1867 η Οθωμανική Τράπεζα χορήγησε ένα δάνειο ονομαστικής αξίας 40 εκατομμυρίων και πραγματικής αξίας 34 εκατομμυρίων. Το ανεξόφλητο χρέος ανερχόταν τότε σε 60 εκατομμύρια. Για να εξυγειανθεί ένα τμήμα του χρέους, χορηγήθηκε ένα δάνειο από την τράπεζα Oppenheim & Neffenαξίας 238 εκατομμυρίων προς 4%, αλλά στην πραγματικότητα ο Ισμαΐλ17 δεν πήρε παρά μόνο 162 εκατομμύρια προς 13,5%. Με το ποσό αυτό οργανώθηκε η μεγάλη γιορτή των εγκαινίων της διώρυγας του Σουέζ, με προσωπικότητες από τον κόσμο των τραπεζών και από τις αυλές της Ευρώπης. Μια ξέφρενη πολυτέλεια επιδείχτηκε με την ευκαιρία. Επιπλέον, προσφέρθηκε και μια νέα προμήθεια 20 εκατομμυρίων στον τούρκο αρχηγό, το Σουλτάνο. Το 1870, δόθηκε ένα δάνειο από τον οίκο Bischoffshein & Goldschmidt με ονομαστική αξία 242 εκατομμυρίων προς 7% και με πραγματική αξία 100 εκατομμυρίων προς 13%. Κατόπιν, η Oppenheim χορήγησε δύο δάνεια, το ένα μικρό, 80 εκατομμυρίων προς 14%, και το άλλο πολύ σημαντικό, ονομαστικής αξίας 640 εκατομμυρίων προς 8%. Το τελευταίο κατάφερε να μειώσει στο ήμισυ το ανεξόφλητο χρέος, αλλά καθώς χρησιμοποιήθηκε για να εξαγοράσει τις συναλλαγματικές που ήταν στα χέρια ευρωπαίων τραπεζιτών δεν απέδωσε στην πράξη παρά 220 εκατομμύρια.

Το 1874, επιχειρήθηκε και πάλι ένα δάνειο 1.000 εκατομμυρίων μάρκων έναντι ετήσιας προσόδου 9%. Αλλά δεν απέδωσε παρά 68 εκατομμύρια. Τα αιγυπτιακά χαρτιά βρίσκονταν κατά 54% κάτω της ονομαστικής τους αξίας. Σε 13 χρόνια, από το θάνατο του Σαΐντ Πασά, το δημόσιο χρέος πέρασε από τις 3.293.000 λίρες στερλίνες στις 94.110.000 λίρες στερλίνες, δηλαδή κάπου 20 δισεκατομμύρια μάρκα. Η χρεοκοπία ήταν στο κατώφλι».

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ λέει δικαίως ότι αυτή η σειρά από δάνεια, η τόσο προφανώς παράλογη, απέδωσε πολλά ωστόσο στους τραπεζίτες: «Από πρώτη ματιά, οι χρηματοπιστωτικές αυτές συναλλαγές μοιάζουν ως το αποκορύφωμα του παράλογου. Πληρώνουμε τις τεράστιες βιομηχανικές παραγγελίες προς το αγγλικό και γαλλικό κεφάλαιο με τα λεφτά που δανειζόμαστε από το αγγλικό και γαλλικό κεφάλαιο.

Στην πραγματικότητα, όμως, παρόλο που όλοι στην Ευρώπη κατηγορούσαν την αλόγιστη διαχείριση του Ισμαΐλ, το ευρωπαϊκό κεφάλαιο πραγματοποίησε στην Αίγυπτο πρωτόγνωρα κέρδη -μια νέα έκδοση της βιβλικής παραβολής των παχυλών αγελάδων, μοναδική στην παγκόσμια ιστορία του καπιταλισμού. Και, κυρίως, το κάθε δάνειο ήταν και η ευκαιρία μιας τοκογλυφικής επιχείρησης που απέδιδε στους ευρωπαίους τραπεζίτες το 1/5 ή ακόμα και το 1/3 ή και περισσότερο του ποσού που υποτίθεται ότι δάνειζαν».

Κατόπιν, δείχνει πως είναι ο αιγυπτιακός λαός, ιδιαίτερα η μάζα των φτωχών αγροτών, των φελάχων, που αποπληρώνει το χρέος: «Τα τοκογλυφικά αυτά κέρδη έπρεπε ωστόσο να πληρωθούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Από πού να βρεθούν οι πόροι; Είναι η Αίγυπτος που έπρεπε να τους δώσει και η πηγή ήταν ο αιγύπτιος φελάχος. Είναι η αγροτική οικονομία που, σε τελευταία ανάλυση, προσέφερε όλα τα στοιχεία των θαυμαστών καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Αυτή προσέφερε τη γη, αφού οι υποτιθέμενες ιδιοκτησίες του Χεδίβη, που είχαν αποκτηθεί σε βάρος των χωριών χάρη στην καταλήστευση και στους εκβιασμούς, είχαν ήδη πάρει τεράστιες διαστάσεις από πολύ καιρό. Οι ιδιοκτησίες αυτές αποτελούσαν τη βάση των αρδευτικών καναλιών, των φυτειών βαμβακιού και ζάχαρης. Η αγροτική οικονομία επίσης προσέφερε δωρεάν εργατικά χέρια, που επιπλέον έπρεπε να φροντίσουν τα ίδια τα δικά τους έξοδα για τη συντήρησή τους, για όλο τον καιρό που τους εκμεταλλεύονταν. Τα τεχνικά θαύματα που δημιούργησαν οι ευρωπαίοι μηχανικοί και οι ευρωπαϊκές μηχανές στον τομέα των αρδεύσεων, των μεταφορών, της γεωργίας και της βιομηχανίας στην Αίγυπτο, πραγματοποιήθηκαν χάρη στην εξαναγκαστική εργασία των χωρικών. Τεράστιες μάζες χωρικών δούλευαν στο φράγμα του Καλιούμπ και στη διώρυγα του Σουέζ, στην κατασκευή σιδηροδρόμων και φραγμάτων, στις φυτείες βαμβακιού και στις ζαχαροκαλλιέργειες. Τους εκμεταλλεύονταν χωρίς όρια, ανάλογα με τις ανάγκες της στιγμής και περνούσαν από τη μια δουλειά στην άλλη συνεχώς. Παρόλο που τα τεχνικά όρια της χρήσης εξαναγκαστικής εργασίας για τους στόχους του σύγχρονου κεφαλαίου ήταν συνεχώς έκδηλα, η ανεπάρκεια αυτή αντισταθμιζόταν από την απόλυτη κυριαρχία που είχε επιβληθεί στην εργατική δύναμη: η ποσότητα της εργατικής δύναμη, η διάρκεια της εκμετάλλευσης, οι συνθήκες ζωής και εργασίας της εργατικής δύναμης, ήταν αποκλειστικά στο έλεος της καλής θέλησης του κεφαλαίου.

Επιπλέον, η αγροτική οικονομία δεν προσέφερε μόνο γη και εργασία, αλλά και χρήμα, μέσα από το φορολογικό σύστημα. Με την επιρροή της καπιταλιστικής οικονομίας, οι φόροι που παίρνονταν από τους μικρούς αγρότες γίνονταν όλο και πιο βαριοί. Οι φόροι περιουσίας αύξαιναν ασταμάτητα: στα τέλη της δεκαετίας του 1860, είχαν φτάσει στα 55 μάρκα το εκτάριο, ενώ οι μεγάλες ιδιοκτησίες δεν φορολογούνταν παρά μόνο με 18 μάρκα ανά εκτάριο και η βασιλική οικογένεια δεν πλήρωνε κανέναν φόρο για τα τεράστια εδάφη της. Σε αυτά προστίθεντο και άλλοι ειδικοί φόροι, για παράδειγμα για τη συντήρηση των εργασιών άρδευσης, οι οποίες χρησίμευαν σχεδόν αποκλειστικά στις ιδιοκτησίες του αντιβασιλιά: αυτός ανερχόταν σε 2,50 μάρκα το εκτάριο. Ο φελάχος έπρεπε να πληρώνει για κάθε φοίνικα στην κατοχή του φόρο 1,25 μάρκα, για κάθε δωμάτιο όπου ζούσε 75 πένες. Επιπλέον, είχε να πληρώνει και κεφαλικό φόρο 6,5 μάρκα για κάθε άτομο ανδρικού φύλου άνω των δέκα ετών».

«Όσο αυξανόταν το χρέος απέναντι στο ευρωπαϊκό κεφάλαιο τόσο έπρεπε να αντληθούν και περισσότερα χρήματα από την αγροτική οικονομία. Το 1869 όλοι οι φόροι αυξήθηκαν κατά 10% και προπληρώθηκαν για το έτος 1870. Το 1870, ο φόρος περιουσίας αυξήθηκε κατά 10 μάρκα ανά εκτάριο. Τα χωριά της Άνω Αιγύπτου άρχισαν να αδειάζουν, διέλυαν τις καλύβες και άφηναν τα χωράφια σε αγρανάπαυση, για να αποφύγουν φόρους. Το 1876, ο φόρος για του φοίνικες αυξήθηκε κατά 50 πένυ. Οι άνδρες βγήκαν από τα χωριά για να κόψουν τους φοίνικες και, για να εμποδιστούν, χρησιμοποιήθηκαν πυροβολισμοί. Λένε ότι το 1879, κάπου 10.000 φελάχοι πέθαναν από πείνα στη βόρειο Σιούτ, καθώς δεν μπόρεσαν να μαζέψουν τα λεφτά για να πληρώσουν τους φόρους άρδευσης των γαιών τους και αφού είχαν σκοτώσει τα ζώα τους για να αποφύγουν τους φόρους».

Από όλα αυτά, η Ρόζα Λούξεμπουργκ συμπεραίνει γράφοντας: «Τώρα πλέον είχε ισοπεδωθεί ο φελάχος. Το αιγυπτιακό κράτος είχε παίξει το ρόλο του στη συλλογή χρημάτων για το ευρωπαϊκό κεφάλαιο και πλέον του ήταν άχρηστο. Ο Χεδίβης Ισμαΐλ [Πασάς] μπορούσε να απολυθεί. Το κεφάλαιο μπορούσε πλέον να κλείσει την ιστορία».

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δείχνει πώς το βρετανικό κεφάλαιο ιδιοποιείται σε τιμές ξεπουλήματος αυτό που ανήκε ακόμα στο κράτος και, μετά από αυτό, πώς καταφέρνει να βρεθεί κάποιο πρόσχημα για να εισβάλει στρατιωτικά η βρετανική κυβέρνηση στην Αίγυπτο και να εγκαθιδρύσει την κυριαρχία της, η οποία θυμίζουμε κράτησε ώς το 1952.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ εξηγεί ότι «το μόνο που περίμεναν είναι ένα πρόσχημα για το τελευταίο χτύπημα. Αυτό το πρόσφερε η εξέγερση του αιγυπτιακού στρατού, ο οποίος λιμοκτονούσε εξαιτίας του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού ελέγχου, την ίδια ώρα που οι ευρωπαίοι υπάλληλοι έπαιρναν τεράστιους μισθούς, και από μια εξέγερση, που είχε ετοιμαστεί από τα έξω, του πληθυσμού της Αλεξάνδρειας, ο οποίος λιμοκτονούσε. Το 1882, ο αγγλικός στρατός κατέλαβε την Αίγυπτο και δεν ξανάφυγε. Η υποταγή της χώρας ήταν η κατάληξη των θαυμαστών επιχειρήσεων του κεφαλαίου στην Αίγυπτο από 20 χρόνια πριν, και ήταν και το τελευταίο στάδιο της διάλυσης της αιγυπτιακής αγροτικής οικονομίας από το ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Έτσι, συνειδητοποιεί κανείς ότι η φαινομενικά παράλογη συναλλαγή ανάμεσα στο δανεικό κεφάλαιο που έδιναν οι ευρωπαϊκές τράπεζες και στο ευρωπαϊκό βιομηχανικό κεφάλαιο στηριζόταν σε μια σχέση πολύ λογική και πολύ υγιή από την πλευρά της καπιταλιστικής συσσώρευσης, έστω και αν οι αιγυπτιακές παραγγελίες πληρώνονταν με δανεικό κεφάλαιο και αν οι τόκοι του ενός δανείου καλύπτονταν από το κεφάλαιο του άλλου δανείου. Εάν κάνουμε αφαίρεση όλων των ενδιάμεσων κρίκων που κρύβουν την πραγματικότητα, τότε μπορούμε να ανάγουμε τη σχέση αυτή στο γεγονός ότι η αιγυπτιακή οικονομία βρισκόταν πνιγμένη σε μεγάλο βαθμό από το ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Τεράστιες εκτάσεις γης, σημαντικός όγκος εργατικής δύναμης και μια μεγάλη μάζα από προϊόντα που μεταφέρονταν στο κράτος με τη μορφή φόρων μετατράπηκαν τελικά σε ευρωπαϊκό κεφάλαιο στο οποίο και συσσωρεύτηκαν».

Όπως το έγραφα στο «Σύστημα χρέους» σε σχέση με την Αίγυπτο: «Θα χρειαστεί να περιμένουμε ώς την ανατροπή της αιγυπτιακής μοναρχίας το 1952 από νεαρούς προοδευτικούς στρατιωτικούς υπό τον Γκαμέλ Αμπντέλ Νάσερ και την εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ στις 26 Ιουλίου 1956, για να μπορέσει η Αίγυπτος, επί καμιά 15-ριά χρόνια, να προσπαθήσει και πάλι να αναπτυχθεί κάπως αυτόνομα».

Συμπέρασμα

Η ανάλυση της Ρόζας Λούξεμπουργκ για το ρόλο των διεθνών δανεισμών ως μηχανισμού εκμετάλλευσης των λαών και ως εργαλείο υποταγής των περιφερειακών χωρών στις κυρίαρχες καπιταλιστικές δυνάμεις είναι εξαιρετικά επίκαιρη στις αρχές του 21ου αιώνα. Στο θεμέλιό τους, οι μηχανισμοί που εντόπισε η Ρόζα Λούξεμπουργκ εξακολουθούν να λειτουργούν και σήμερα, με μορφές που πρέπει να αναλυθούν αυστηρά και να καταπολεμηθούν18.

Σημειώσεις

1Α’ μέρος: το δεύτερο μέρος, αφιερωμένο ειδικότερα στην Ρόζα και το χρέος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς και στη γενικότερη αποτίμηση της λουξεμπουργκιανής ανάλυσης για το ρόλο των διεθνών χρεών, βρίσκεται ακόμα σε στάδιο ετοιμασίας από το συγγραφέα. Το παρόν, πρώτο μέρος, υπάρχει στα γαλλικάστα αγγλικά [και εδώ], στα ισπανικά [και εδώ] και στα πορτογαλικά [Σημείωση του μεταφραστή -όλες οι σημειώσεις είναι του συγγραφέα, εκτός αν αλλιώς επισημαίνεται].

2«Η συσσώρευση του κεφαλαίου» μπορεί να βρεθεί στο ιντερνέτ στα αγγλικά ή γαλλικά.

3Η Ρόζα Λούξεμπουργκ γεννήθηκε στις 5 Μαρτίου του 1871 στο Ζαμός (Zamość) της ρώσικης αυτοκρατορίας (σήμερα Πολωνία) και δολοφονήθηκε κατά τη γερμανική επανάσταση από στρατιώτες στις 15 Ιανουαρίου του 1919 στο Βερολίνο, με διαταγή υπουργών της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης του Φρίντριχ Έμπερτ. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν αγωνίστρια σοσιαλίστρια, κομμουνίστρια, διεθνίστρια και μαρξίστρια θεωρητικός. Συνίσταται η ανάγνωση της βιογραφίας της Ρόζας Λούξεμπουργκ που έγραψε ένας από τους συναγωνιστές της, ο Πολ Φρέλιχ, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1939 και επανεκδόθηκε στα γαλλικά από τις εκδόσεις L’Harmattan το 1999, ISBN : 2-7384-0755-2, Μάϊος 1999, 384 σελίδες.

4Το κεφάλαιο 30, με τίτλο «Διεθνής δανεισμός», μπορεί να βρεθεί στα αγγλικά ή στα γαλλικά

5Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, όπως και άλλοι, αντιτάχθηκε γερά σε αυτό που ονομάστηκε «μινιστεριαλισμός» (=«υπουργισμός»), το οποίο είχε γίνει αντικείμενο μεγάλων συζητήσεων μέσα στη Δεύτερη Διεθνή, ιδιαίτερα στο Συνέδριο του 1907. Σε αυτό το Συνέδριο, ψηφίστηκε μια απόφαση που κατάγγελνε ιδιαίτερα τον «μινιστεριαλισμό», μετά από την εμπειρία της συμμετοχής του Αλεξάντρ Μιλεράν, γάλλου σοσιαλιστή ηγέτη, στην κυβέρνηση Βαλντέκ-Ρουσό το 1899-1902. Αυτός κρίθηκε υπερβολικά μετριοπαθής και διαγράφηκε από το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα το 1904. Ωστόσο, παρά την απόφαση του Συνεδρίου του 1907, της Δεύτερης Διεθνούς, πολλοί ήταν οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες που την είχαν υπερψηφίσει υποκριτικά και που δεν δίστασαν να μπουν σε κυβερνήσεις κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

6Για μια παρουσίαση του προβλήματος των σχημάτων αναπαραγωγής του κεφαλαίου και των συμβολών της Ρόζας Λούξεμπουργκ, του Νικολάϊ Μπουχάριν, του Ρούντολφ Χίλφρεντινγκ και άλλων, βλέπε το βιβλίο του Ernest Mandel «Ο ύστερος καπιταλισμός», 1972, κεφάλαιο 1. Στα γαλλικά υπάρχουν δύο εκδόσεις του βιβλίου αυτού του Ερνέστ Μαντέλ, η πρώτη στις εκδόσεις 10/18, Παρίσι 1976, και η δεύτερη του 1997 από τις εκδόσεις Éditions de la Passion, Παρίσι ISBN 2-906229-31-8.

7Καρλ Μαρξ «Χειρόγραφα 1857-1858», τα λεγόμενα «Grundrisse», εκδόσεις LES ÉDITIONS SOCIALES, Παρίσι, 2011. Το ίδιο σε άλλη έκδοση στα γαλλικά, Karl Marx, «Gundrisse der Kritik der politischen ökonomie», 6 vol, εκδόσεις 10/18, Παρίσι, 1972.

8Karl Marx. 1867. «Le Capital», livre I, Œuvres I, Gallimard, La Pléiade, 1963, σελίδα 1818. Βλ. ιδιαίτερα το 8ο τμήμα με τον υπότιτλο «Η πρωταρχική συσσώρευση» (υποκεφάλαια 26 με 32).

9Η Ρόζα Λούξεμπουργκ γράφει σε σχέση με αυτό: «Το μαρξικό σχήμα της διευρυμένης αναπαραγωγής δεν καταφέρνει, έτσι, να μας εξηγήσει τη διαδικασία της συσσώρευσης έτσι όπως αυτή διεξάγεται μέσα στην ιστορική πραγματικότητα. Σε τί αυτό οφείλεται; Απλώς στις ίδιες τις προϋποθέσεις του ίδιου του σχήματος. Το σχήμα φιλοδοξεί να περιγράψει τη διαδικασία της συσσώρευσης ξεκινώντας από την υπόθεση ότι οι καπιταλιστές και οι μισθωτοί είναι οι μόνοι εκπρόσωποι της κοινωνικής κατανάλωσης. Ο Μαρξ, όπως είδαμε, παίρνει ως θεωρητική υπόθεση για την ανάλυσή του τη γενική και απόλυτη κυριαρχία της καπιταλιστικής παραγωγής και κρατιέται, κατά συνέπεια, σε αυτό και στα τρία βιβλία του Κεφαλαίου. Με βάση την υπόθεση αυτήν, είναι προφανές ότι δεν υπάρχουν -σύμφωνα με το σχήμα- άλλες κοινωνικές τάξεις εκτός από τους καπιταλιστές και τους εργάτες (…). Η υπόθεση αυτή είναι μια βολική θεωρητική αφαίρεση: στην πραγματικότητα, ποτέ δεν υπήρξε και δεν υπάρχει πουθενά καπιταλιστική κοινωνία που να είναι επαρκής από μόνη της και που να διέπεται πλήρως από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής». («Η συσσώρευση του Κεφαλαίου», αρχή του κεφαλαίου 26). Ο Μαρξ ασφαλώς και θα συμφωνούσε με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ όταν αυτή γράφει: «δεν υπάρχει πουθενά καπιταλιστική κοινωνία που να αρκείται στον εαυτό της και που να διέπεται πλήρως από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής», αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να θέσει ως θεωρητική υπόθεση ότι οι καπιταλιστικές σχέσεις είναι οι μόνες πραγματικά υπαρκτές.

10Αυτό το έχω αναλύσει στο «Le système dette. Histoire des dettes souveraines et de leur répudiation» («Το σύστημα χρέους. Ιστορία των δημόσιων χρεών και της διαγραφής τους»), εκδόσεις Les Liens qui Libèrent, Παρίσι 2017, κεφάλαια 1και 2.

11Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Ο διεθνής δανεισμός», κεφάλαιο 30 του «Η συσσώρευση του κεφαλαίου». Όλες οι παραπομπές της Ρόζας Λούξεμπουργκ σε αυτό το άρθρο προέρχονται (εκτός διαφορετικής επισήμανσης) από αυτό το κεφάλαιο 30, που όπως είπαμε μπορεί να «κατέβει» από τη σελίδα εδώ.

12Ο George Canning, ανώτατο στέλεχος του Υπουργείου Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, έγινε πρωθυπουργός της χώρας το 1827. [Επισήμανση του μεταφραστή στα ελληνικά: η γνωστή πλατεία Κάνιγγος σε αυτόν ακριβώς παραπέμπει].

13Πάμπα: εύφορες πεδιάδες της Αργεντινής [ΣτΜ].

14Woodbine Parish, «Buenos Aires y las provincias del Rio de la Plata» («Το Μπουένος Άιρες και οι επαρχίες του Ρίο ντε λα Πλάτα»), Buenos Aires 1852. Αναφέρεται από τον Eduardo Galeano, «Les veines ouvertes de l’Amérique latine», («Οι ανοικτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής») εκδόσεις Pocket, 2001, σελίδα 245-246.

15Αυτό το έχω περιγράψει, σε σχέση με τη Λατινική Αμερική, στο «Σύστημα χρέους», κεφάλαιο 2 και κεφάλαιο 3.

16Ο Saïd Pacha, που είχε γεννηθεί το 1822 και πέθανε το 1863, ήταν αντιβασιλιάς (Χεδίβης) της Αιγύπτου από το 1854 ώς το 1863.

17Ο Ismaïl Pacha, που είχε γεννηθεί το 1830 και πέθανε το 1895, υπήρξε αντιβασιλιάς της Αιγύπτου από τις 18 Ιανουαρίου 1963 ώς τις 8 Αυγούστου 1879.

18Διευκρινίζω ότι η πρόσκληση να συμμετάσχω, το Σεπτέμβριο του 2019, σε μια συνδιάσκεψη στη Μόσχα για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ μου έδωσε την ευκαιρία να σκύψω και πάλι στο έργο της και να ετοιμάσω το υλικό του παρόντος άρθρου. Η συνδιάσκεψη αυτή οργανώθηκε από νέους πανεπιστημιακούς, απολύτως ανεξάρτητους από την κυβέρνηση, και είχε τη στήριξη και του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Ετικέτες